Του Παναγιώτη Καρκατσούλη*
Βρίσκομαι εδώ με την ιδιότητα του διοικητικού επιστήμονα, οπότε αυτά που θα ακούσετε από εμένα δεν είναι άμεσα σχετιζόμενα με τους σιδηροδρόμους. Θα περιοριστώ να σας πω κάποια οριζόντια πράγματα. Τι εννοώ; Όλες οι πολιτικές, είτε είναι για το σιδηρόδρομο, είτε για την υγεία, την παιδεία ή οτιδήποτε άλλο, υπακούν σε κάποιες βασικές αρχές και αξίες, σε αυτό που αποκαλούμε «σύστημα διακυβέρνησης».
Το δικό μας σύστημα διακυβέρνησης είναι διαφορετικό από αυτά που ισχύουν στην Κεντρική Ευρώπη, τη Βόρειο Αμερική την Κίνα ή την Αφρική. Σε τι συνίσταται; Συνίσταται σε μια βασική του παραδοχή, στον βασικό του πυρήνα. Αν τον πειράξετε, θα καταρρεύσει ολόκληρο. Ο βασικός του πυρήνας, λοιπόν, στηρίζεται σε μια διχοτομία που αναγνωρίζει φίλους από τη μία πλευρά, και όλους τους υπόλοιπους από την άλλη. [ ]
Πελατειακό σύστημα, ένα παράσιτο
Στην Ελλάδα αυτό το πράγμα έχει τις καταβολές του στην οθωμανική περίοδο, και οργανώνει αυτό που αποκλήθηκε πελατειακό σύστημα. Το κράτος όπως κι αν οργανώνεται πρέπει να έχει την ικανότητα να αναπαράγει αυτή τη βασική διάκριση: Εμείς, οι ημέτεροι, του κόμματος που κυβερνά και όλοι οι άλλοι.
Αυτό το γεγονός δεν λέγεται, δεν γράφεται. Δεν έχουμε ούτε καταστατικούς χάρτες που το αναφέρουν, ούτε και πρακτικές που το αναγνωρίζουν. Άρα πως το διαπιστώνουμε; Υπό την εξής έννοια. Όταν αναλύσει κανείς μια δημόσια πολιτική, θα αρχίσει να βρίσκει τα ίδια πράγματα σε όλες. [ ]
Οπότε τι πράγμα είναι αυτό που συζητάμε; Ένα είδος παρασίτου. Κολλάει σε κάτι άλλο. Μπορεί να είναι το μνημόνιο, η διαδικασία εκσυγχρονισμού της χώρας ή οι αλλαγές στο σύστημα προσλήψεων. Καταφέρει να παρεισφρήσει, γιατί είναι ταυτοτικό στοιχείο, δικό μας. Τώρα το περιγράφω αρνητικά –προφανώς έχει και την θετική του όψη. Ποια είναι αυτή; Ότι εμείς οι Έλληνες όταν ζοριζόμαστε μπαίνουμε μπροστά, είμαστε αλληλέγγυοι, τα καταφέρνουμε με ελάχιστα ή με καθόλου μέσα. Η άλλη εκδοχή του ίδιου πράγματος, όμως, είναι η αρνητική, αυτή που συζητούμε τώρα.
Ποιά είναι τα χαρακτηριστικά αυτού του πυρήνα της διακυβέρνησης του πελατειακού, και πως εμφανίζονται; Θα αναφέρω 4 πεδία.
Αχταρμάς αρμοδιοτήτων
Το πρώτο πεδίο είναι ο προσδιορισμός των λειτουργιών. Τι κάνει ο καθένας από τους παράγοντες που εμπλέκεται στις κάθετες πολιτικές; Μένει μόνο στο πεδίο του που είναι οριοθετημένο; Ακριβώς το αντίθετο. Οι λειτουργίες περιγράφονται τόσο χαλαρά, ώστε εκείνα που κάνει ο ένας φορέας, ο άλλος, και ένας τρίτος ούτως ή άλλως επικαλύπτονται, είναι αποσπασματικά, και είναι δύσκολος ο συντονισμός τους.
Σκεφτείτε τώρα, υπό αυτήν την συνθήκη, να μπεις σε μνημόνιο, σε μια διαδικασία εξορθολογισμού της δημόσιας διοίκησης. Καλή ή κακή δεν θα το κρίνουμε τώρα. Η δική τους κεντρική ιδέα, ήταν πως πρέπει να μπει μια τάξη. Τι θέλω να πω: πόσες αρμοδιότητες έχει το ελληνικό κράτος; Για πρώτη –και τελευταία– φορά αυτά μετρήθηκαν πριν 10 χρόνια. Εκεί φάνηκε ότι έχουμε ένα υπερσυγκεντρωτικό κράτος, έχει 24.000 αρμοδιότητες στο κέντρο, τον πυρήνα του κράτους και 1.000 αρμοδιότητες στην τοπική αυτοδιοίκηση.
Τι χαρακτηρίζει αυτές τις αρμοδιότητες; Ένας αχταρμάς. Σε μια κεντρική μονάδα, υπάρχουν πράγματα που θα μπορούσε να κάνει μια αποκεντρωμένη διοίκηση, ένας Δήμος, επιτελικά πράγματα τα οποία συντρέχουν μαζί με δράσεις επικοινωνίας, μαζί με δράσεις ελέγχου, δεκάδες ελεγκτικά σώματα. Εκείνο που καθορίζει την κατάσταση στην Ελλάδα είναι ότι δεν έχουμε πολυεπίπεδη διακυβέρνηση, δεν έχουμε ξεκαθαρίσει τι κάνει κάθε επίπεδο διοίκησης.
Αν αρχίστε να ψάχνετε τι κάνει, θα μετακινηθείτε στο δεύτερο επίπεδο: δεν περιγράφουμε πολύ καθαρά τι κάνουμε. Ένα παράδειγμα είναι ο Ξενοκράτης. Ακουμπάει σε αυτό που λέμε «πολιτική προστασία». Εδώ και 20 και πλέον χρόνια η τάση που εκδηλώθηκε είναι να ενοποιήσουμε όλες τις πολιτικές εναντίον των δυστυχημάτων. Δεν είναι ένα καθετοποιημένο υπουργείο, είναι ένα οριζόντιο υπουργείο, μια ομπρέλα. [ ]
Εδώ δεν έχουμε κάτι τέτοιο. Δεν έχουμε ούτε πολιτική αντιμετώπισης των καταστροφών. Τίποτα δεν έχουμε. Έχουμε όμως σχέδια. Έχουμε περίπου 700 σελίδες σχέδια τα οποία λένε «αν βρέξει», «αν χιονίσει», «αν…». Και μια παραδοξότητα είναι, πως ενώ είναι αναλυτικότατο το σχέδιο, καταλήγει στο τι ο καθένας οφείλει να κάνει ούτως ή άλλως. Η έννοια του συντονισμού είναι ανύπαρκτη.
Έχουμε πολλούς πυλώνες, που ο καθένας λέει «εγώ είμαι αρμόδιος να κάνω αυτό» και οι οποίοι δεν επικοινωνούν μεταξύ τους. Έτσι δημιουργούνται πολύ μεγάλες εντάσεις. Αυτό αποκαλείται «φαινόμενο σιλό». Τα δομικά σιλό μπορείτε να τα διαπιστώσετε και στην περίπτωση των σιδηροδρόμων: έσπασε σε πολλές μονάδες, έγινε μια μονάδα η Hellenic Train, μια άλλη ο ΕΡΓΟΣΕ, μια τρίτη ο ΟΣΕ κ.ο.κ. Είναι αυτό από μόνο του ικανή συνθήκη που θα μπορούσε να επιφέρει ατύχημα; Όχι βέβαια.
Προσέξτε, έχουμε λάθος τρόπο σκέψης. Προσπαθούμε να βρούμε μια αιτία που να αντιστοιχεί σε ένα αποτέλεσμα. Δεν είναι αυτό το θέμα. Το θέμα είναι ότι έχουμε ένα σύστημα του οποίου όλες του οι συνιστώσες, η κάθε μια από μόνη της μπορούσε να προκαλέσει ένα τέτοιο δυστύχημα.
Άρα είναι μάταια η συζήτηση του «ποιος φταίει;». Γι’ αυτόν τον λόγο έχουμε δύο κουβέντες που κάνουμε εδώ στην Ελλάδα, οι οποίες είναι αναντίστοιχες με το πρόβλημά μας. Δεν θα το διορθώσουν, αλλά τις κάνουμε γιατί λειτουργούν εκτονωτικά.
Η μία έχει να κάνει με τις προσωπικές ευθύνες. Είτε έχουμε μια φυσική καταστροφή, είτε μια ανθρωπογενή καταστροφή, πάντα, υπάρχει κάποιος που βάζει μια φωτιά, κάποιος που οδηγούσε μέσα στο ρέμα ενώ έβρεχε, κάποιος που γύρισε λάθος το κλειδί. Αυτές οι ευθύνες προφανώς και υπάρχουν, αλλά είναι λάθος σε επίπεδο δημόσιας πολιτικής, δηλαδή οργανωμένου συστήματος, να θεωρεί κανείς ότι είναι αρκετό αυτό, και ότι αν το λύσει το κακό δεν θα επαναληφθεί.
Απουσία πολιτικής δημόσιας ασφάλειας
Το δεύτερο πράγμα το οποίο πρέπει να έχουμε κατά νου: δεν έχουμε πολιτική για την δημόσια ασφάλεια. Τα δυστυχήματα και οι κρίσεις πλέον πολλαπλασιάζονται και έχουμε φτάσει σε μια κατάσταση που είναι μόνιμη η κρίση. Το λεξικό Collins, που θεωρείται από τα εγκυρότερα λεξικά του κόσμου, είπε ότι η λέξη της χρονιάς ήταν η «permacrisis», «μόνιμη κρίση». Η μόνιμη κρίση, θέλει και μόνιμη επαγρύπνηση. Αυτά που παλαιότερα ήταν περιθωριακά ζητήματα, το πως διαχειρίζομαι τα ρίσκα, πλέον είναι κεντρικά.
Δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει αυτό. Συνεχίζουμε το παραδοσιακό που γνωρίζαμε. Ρουσφέτια, με την παλιά έννοια, δεν κάνουμε πια γιατί έχει επέλθει κάποιος εκσυγχρονισμός. Αν έχουμε πολλούς ή λίγους δημόσιους υπαλλήλους; Ας το αφήσουμε καλύτερα. Έχουμε και πολλούς και λίγους. Αν πάει κανείς με τον δείκτη πληθυσμού/δημοσίους υπαλλήλους, θα δει ότι είμαστε καλά, και προς τα κάτω. Αν πάει όμως να δει τι είναι αυτοί οι υπάλληλοι, που είναι και τι κάνουν, τότε είναι παρά πολλοί. Έχουμε ανορθολογισμούς μέσα στο ίδιο το σύστημα.
Τρία πράγματα θέλω να θίξω, και ολοκληρώνω. Το πρώτο είναι ο επιτελικός σχεδιασμός. [ ] Ο επιτελικός σχεδιασμός είναι ανύπαρκτος. Έχουμε σχέδια δράσης, αλλά είναι ευχολόγια, είναι λόγια τα οποία δεν τα συναντά κανείς παρακάτω, να συσχετίζονται με κάποιες συγκεκριμένες λειτουργίες, να δίνουν συγκεκριμένες υπηρεσίες, και να περιγράφεται ποια κανάλια, ποιοι άνθρωποι υλοποιούν.
Δεν έχουμε ούτε επιχειρησιακό σχέδιο. Έχουμε έναν τρόπο που δουλεύουμε, είναι ο τρόπος των προγόνων, δηλαδή να ορμήξουμε, να τον φάμε τον οχτρό. Αν είναι ο κατάλληλος τρόπος και μπορεί να λειτουργήσει αυτό υπό φυσιολογικές συνθήκες, δηλαδή να γίνει καθημερινότητα, η δική μου εντύπωση είναι ότι όχι, δεν γίνεται.
Το τρίτο πράγμα έχει να κάνει με το τι είδους υπηρεσίες δίνουμε. Είναι πολύ χαμηλής ποιότητας. Ας το προσπεράσουμε αυτό, και ας φτάσουμε στο ανθρώπινο δυναμικό. [ ]
Ο γρίφος του ανθρώπινου δυναμικού
Σε ό,τι αφορά στο ανθρώπινο δυναμικό, εξακολουθούμε να έχουμε λίγο ως πολύ τα παλιά πράγματα, παρ’ όλο που γύρω μας έχουν αλλάξει πολλά. Έχουμε ανεξάρτητες αρχές οι οποίες προσπαθούν να εξορθολογήσουν τη διαδικασία των προσλήψεων, από την άλλη έχουμε πέσει σε μια διελκυστίνδα, όπου είναι πάρα πολύ δύσκολο να πεις αν θέλουμε κι άλλους δημοσίους υπαλλήλους ή όχι. [ ] Γιατί έχουμε ένα τερατώδες πράγμα το οποίο πρέπει να γυρίσει ανάποδα, καθώς τώρα είναι με το κεφάλι κάτω και με τα πόδια επάνω.
Έχουμε στελεχωμένες υπηρεσίες, αλλά έχουμε τεράστιο έλλειμμα σε σχέση με τις υπηρεσίες που παρέχονται. Το προσωπικό δεν μπορεί να τις προσφέρει, γιατί είναι γερασμένο, γιατί προσελήφθη σε άλλες εποχές κ.ο.κ. Άρα τι κάνουμε; Πληρώνουμε ένα κονδύλι το οποίο είναι μισθοί και συντάξεις για κάτι το οποίο μας αποδίδει πολύ λιγότερα από αυτά που θα έπρεπε να αποδίδει.
Μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα; Ναι, αρκεί να θέλουν οι περισσότεροι. Πάντως φαινομενικά, αν δείξεις σε κάποιον τα νούμερα και πεις, από τους 560.000, οι 480.000 είναι μόνιμοι θα σου πει «δεν υπάρχει καμία περίπτωση, δεν σώζεσαι. Η μόνη περίπτωση είναι να κλείνεις το ένα πίσω από το άλλο και να τα ξανανοίγεις με άλλο τρόπο». Αυτό δε γίνεται. Άρα, αυτό που μπορεί να γίνει είναι να προχωρήσουν κάποια σχέδια και μεταρρυθμίσεις, αυτές που κάποια στιγμή στην Ελλάδα είχαν προχωρήσει πριν τα μνημόνια, αλλά σήμερα έχουν παγώσει εντελώς.
*Εμπειρογνώμων δημόσιας διοίκησης. Το κείμενο αυτό αποτελεί ομιλία του στην εκδήλωση του Άρδην με τίτλο «Τις πταίει; Το διαχρονικό έγκλημα των σιδηροδρόμων».