Στο πλαίσιο του πολιτικού διαλόγου ενόψει των εκλογών συνεχίζουμε με ένα κείμενο του Σταύρου Χριστακόπουλου.
Η ισορροπία των δύο πόλων του πολιτικού συστήματος ευνοεί τη Ν.Δ.
Το ΠΑΣΟΚ θα είναι το άνευ όρων κυβερνητικό συμπλήρωμα του νικητή
Του Σταύρου Χριστακόπουλου, διευθυντή Έκδοσης εφ. «Το Ποντίκι»
Οι βουλευτικές εκλογές θα γίνουν εν μέσω μιας τεράστιας επικοινωνιακής / προπαγανδιστικής ρύπανσης, κατά τα πρότυπα των περισσότερων εκλογικών αναμετρήσεων της μεταπολίτευσης και, κυρίως, των ετών μετά τη χρεοκοπία του 2010. Πάντως θα είναι οι δεύτερες εκλογές μετά την τρομακτική πολιτική αναταραχή της περιόδου 2012-2015 που θα διεξαχθούν σε συνθήκες πλήρους σταθερότητας της χώρας και του πολιτικού συστήματος, χωρίς την άμεση εποπτεία των οικονομικών ελεγκτών.
Ο νέος δικομματισμός Ν.Δ. – ΣΥΡΙΖΑ έχει εμπεδωθεί, η Άκρα Δεξιά – στη νεοναζιστική εκδοχή της – έχει αποδυναμωθεί και πιθανώς δεν θα συμμετάσχει λόγω απαγόρευσης, ενώ το ΠΑΣΟΚ ως τρίτος πόλος είναι εξαιρετικά πιθανό να επανακτήσει τον κυβερνητικό ρόλο που απώλεσε το 2015. Κάποιες ανακατατάξεις στην εκπροσώπηση μικρότερων κομμάτων στη Βουλή θα είναι επουσιώδεις.
Παρά τον τεράστιο επικοινωνιακό θόρυβο, αυτή η αναμέτρηση έχει κάποιες αδιαμφισβήτητες παραμέτρους, κάποιες αμφίρροπες και κάποιες εντελώς αστάθμητες. Ας τις δούμε υπό το πρίσμα κάποιων χρήσιμων λεπτομερειών πολιτικού και κοινωνικού χαρακτήρα.
Το προβάδισμα της Ν.Δ.
Μια αδιαμφισβήτητη παράμετρος της εκλογικής μάχης είναι το σαφές προβάδισμα της Ν.Δ., που περιγράφεται στο σύνολο των δημοσκοπήσεων. Το εύρος του, σύμφωνα με τα μετριοπαθέστερα ευρήματα, κινείται γύρω στο 5%. Ίσως αποδειχθεί κατά τι μεγαλύτερο ή μικρότερο αλλά είναι καθαρό προβάδισμα.
Ένα ερώτημα που βασανίζει πολλούς είναι αν μπορούμε να εμπιστευόμαστε τις δημοσκοπήσεις. Οι απαντήσεις ποικίλλουν, πολλές ενστάσεις είναι απολύτως δικαιολογημένες, αλλά, σε συνθήκες πολιτικής σταθερότητας, τα αποτελέσματά τους είναι περισσότερο ασφαλή. Αξιολογώντας λοιπόν τα ευρήματα εταιρειών των οποίων τη μεθοδολογία γνωρίζουμε και εμπιστευόμαστε συγκριτικά περισσότερο, μπορούμε να παρατηρήσουμε τα εξής:
Η Ν.Δ., ως προς την πρόθεση ψήφου, εμφανίζει σοβαρές απώλειες της τάξεως του 6% έως 8% από το 39,85% του 2019. Ωστόσο, οι απώλειες αυτές δεν κατευθύνονται προς την αντιπολίτευση ώστε να δημιουργήσουν κλίμα πολιτικής ανατροπής. Το μεγαλύτερο μέρος τους «σταθμεύει» στην «γκρίζα ζώνη» των αναποφάσιστων και όσων δεν απαντούν.
Αυτό, με βάση την πείρα πολλών προηγούμενων αναμετρήσεων, σημαίνει ότι ένα μέρος τους θα επιστρέψει στη Ν.Δ., ένα δεύτερο θα επιλέξει την αποχή από τις κάλπες και ένα τρίτο θα επιλέξει άλλο κόμμα, άγνωστο ποιο, αφού η κατάσταση στα δεξιά της Ν.Δ. κινείται μεταξύ απροσδιοριστίας και ρευστότητας, ειδικά εάν απαγορευτεί η συμμετοχή στο κόμμα του Κασιδιάρη – του οποίου οι ψηφοφόροι δεν μπορεί να προβλεφθεί με ασφάλεια πού θα κατευθυνθούν.
Οι δυνατότητες του ΠΑΣΟΚ να απορροφήσει τέως ψηφοφόρους της Ν.Δ. δεν ξεπερνούν το 1,5% έως 2%, ενώ ένα ανάλογο ποσοστό ενδέχεται να κατευθυνθεί προς τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος όμως αναμένεται να έχει τουλάχιστον ισόποσες διαρροές προς το κυβερνών κόμμα. Άρα οι δυνατότητες επιστροφών από την «γκρίζα ζώνη» προς τη Ν.Δ. είναι σημαντικές, είτε στις πρώτες είτε στις δεύτερες εκλογές, αλλά πιθανότατα όχι σε μέγεθος τέτοιο που να οδηγήσει, στις δεύτερες εκλογές, τη Ν.Δ. στην αυτοδυναμία.
Το ζητούμενο είναι αν οι φοροαπαλλαγές και τα 55, τουλάχιστον, δισ. ευρώ (!) που έχει δαπανήσει η κυβέρνηση της Ν.Δ. υπό μορφήν επιδομάτων και άλλων ενισχύσεων για τη στήριξη εισοδημάτων, στη διάρκεια των αλλεπάλληλων κρίσεων, είναι αρκετά για να της προσφέρουν τη δυνατότητα να σχηματίσει την επόμενη κυβέρνηση. Οι φοροαπαλλαγές ωστόσο δεν αφορούσαν τους πάντες αλλά μόνο τους νόμιμα φορολογούμενους και όσους είχαν ένα αξιοπρεπές εισόδημα.
Ένα κρίσιμο ερώτημα, κυρίως για τα ευρύτατα χαμηλά και πολύ χαμηλά εισοδήματα, που είναι ελάχιστα ή καθόλου ωφελημένα από φοροαπαλλαγές, αφορά την ικανότητά τους να σηκώσουν το τεράστιο βάρος της ακρίβειας και της εκτεταμένης αισχροκέρδειας –παρά τα επιδόματα– και το πώς αυτός ο παράγοντας θα επηρεάσει την εκλογική τους συμπεριφορά. Θα αποδεχτούν την άποψη της κυβέρνησης ότι φταίνε μόνο οι εξωγενείς κρίσεις ή θεωρούν πως υπάρχει σοβαρή κυβερνητική ευθύνη για τη δεινή κατάστασή τους;
Πρόβλημα επίσης –άγνωστο πόσο σοβαρό– αποτελούν οι σοβαρές αρρυθμίες στην υγεία και τη δημόσια τάξη, τα φαινόμενα διαφθοράς στελεχών της Ν.Δ. και οι υποκλοπές. Πολύ περισσότερο ασφαλές μπορεί να αισθάνεται το κυβερνών κόμμα ως προς το τμήμα του εκλογικού σώματος που προκρίνει τα θέματα της εθνικής ασφάλειας / άμυνας και το μεταναστευτικό, στα οποία υπερτερεί σαφώς του ΣΥΡΙΖΑ.
Η αγωνία του ΣΥΡΙΖΑ
Από την πλευρά της, η αξιωματική αντιπολίτευση μιλάει μεν για νίκη, αλλά ο μεγάλος στόχος της είναι να διατηρήσει το 31,53% του 2019, καθώς:
● Το ΠΑΣΟΚ, προσπαθώντας να ανακάμψει, φαίνεται να αποσπά ισομερώς ψήφους από τη Ν.Δ. και τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ο δεύτερος παραμένει πιο ευάλωτος, δεδομένου ότι τα δύο κόμματα της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς, με όρους πολιτικής… Φυσικής, αποτελούν «συγκοινωνούντα δοχεία».
● Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρήσει το ποσοστό του 2019, το πιθανότερο είναι ότι θα καταφέρει να μετατρέψει σε «ντέρμπι» τη δεύτερη κάλπη, αφού, με το ΠΑΣΟΚ σε ρόλο ισχυρού μπαλαντέρ, και τα δύο μεγάλα κόμματα θα μπορούν να «εμπορευτούν» κυβερνητική βιωσιμότητα.
Ένα μεγάλο πρόβλημα όμως για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι ότι μοιράζεται τον ζωτικό εκλογικό του χώρο με περισσότερους και ισχυρότερους παίκτες απ’ όσους «επιβουλεύονται» το ποσοστό του κυβερνώντος κόμματος. Ας πάρουμε ως μέτρο το εκλογικό αποτέλεσμα του 2019, χρονιά κατά την οποία το πολιτικό σύστημα έδειξε πρώτη φορά ισορροπημένο ύστερα από την εξαιρετικά ταραγμένη περίοδο των μνημονίων:
● Από τον χώρο της Κεντροδεξιάς / Δεξιάς, εκτός από τη Ν.Δ. με 39,85%, στη Βουλή υπήρχε μόνο η Ελληνική Λύση με μόλις 3,70%. Εάν προσθέσουμε το 2,93% της Χρυσής Αυγής και το 0,74% του κόμματος Δημιουργία Ξανά, προκύπτει ένα σύνολο 47,22% του εκλογικού σώματος στο σύνολο της Κεντροδεξιάς / Δεξιάς, από το οποίο η Ν.Δ. δεν ελέγχει μόλις το 7,37%.
● Από τον χώρο της Αριστεράς / Κεντροαριστεράς στη Βουλή, εκτός από τον ΣΥΡΙΖΑ με 31,52%, μπήκαν το ΚΙΝΑΛ (νυν ΠΑΣΟΚ) με 8,10%, το ΚΚΕ με 5,30% και το ΜέΡΑ25 με 3,44% (επιμέρους σύνολο 16,88!), ενώ εκτός Βουλής έμεινε η Πλεύση Ελευθερίας με 1,47%. Έτσι στην Αριστερά / Κεντροαριστερά έχουμε ένα σύνολο 49,83%, από το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ελέγχει περισσότερο από το ένα τρίτο: το ευμεγέθες 18,31%.
Με δεδομένο ότι οι επιδόσεις των άλλων κομμάτων της Κεντροαριστεράς / Αριστεράς δεν πρόκειται να μειωθούν (πιθανότατα το αντίθετο, πλην ίσως του ΜέΡΑ25), ο στόχος της διατήρησης του ποσοστού του 2019 για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι δύσκολος και προϋποθέτει απευθείας εισροές από τη Ν.Δ., όπως σημειώσαμε. Ακόμη περισσότερο, η πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ απαιτεί μια αξιόλογη μετακίνηση από τον δεξιό / κεντροδεξιό πόλο προς τον αριστερό / κεντροαριστερό, ενδεχόμενο πολύ αδύναμο στις σημερινές πολιτικές συνθήκες.
Θα επηρεάσουν την ψήφο οι υποκλοπές;
Για να επιτύχει αυτές τις εισροές ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να αντιπαρατεθεί με τη Ν.Δ. με κεντρικό άξονα τις υποκλοπές, οι οποίες είναι όντως πολύ σοβαρό σκάνδαλο, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις μακροχρόνιες παρακολουθήσεις της στρατιωτικής ηγεσίας. Ο βαθμός σοβαρότητας αυξάνεται κατακόρυφα εάν συνυπολογίσουμε την εμπλοκή σε αυτές – μέσω του παράνομου λογισμικού Predator – πρακτικά ανεξέλεγκτων ιδιωτών, τις δυνατότητες διαχείρισης τεράστιου όγκου πληροφοριών από μη κρατικούς παράγοντες, αλλά και τις μεγάλες «τρύπες» που παραδοσιακά υπάρχουν στις μυστικές υπηρεσίες της χώρας.
Κοινώς, ουδείς μπορεί να προσδιορίσει την έκταση των νόμιμων και παράνομων υποκλοπών, το πλήθος των εκβιασμών ή διευθετήσεων έκνομων συμφερόντων που διευκολύνθηκαν ή το μέγεθος των ευαίσθητων πληροφοριών που διέρρευσαν εκτός Ελλάδος. Θεωρητικά λοιπόν οι υποκλοπές θα μπορούσαν να είναι ένα προνομιακό πεδίο άσκησης αντιπολίτευσης εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο οφείλουμε να παρατηρήσουμε δύο αδυναμίες:
● Η πρώτη αφορά την ένταση της ρητορικής περί «κινδύνου για τη δημοκρατία». Καταφανώς υπερβολική, εάν λάβουμε υπ’ όψιν ότι ελάχιστα επηρέασαν την – διαχρονικά όχι και τόσο υψηλή, για να είμαστε δίκαιοι – ποιότητα της δημοκρατίας μας ανάλογα σκάνδαλα του παρελθόντος. Επιπλέον, τα σκάνδαλα αυτού του είδους δεν έχουν επηρεάσει μέχρι τώρα κάποιο εκλογικό αποτέλεσμα. Οι κυβερνήσεις που «διέπρεψαν» στις υποκλοπές ηττήθηκαν για εντελώς διαφορετικούς λόγους.
● Η δεύτερη αφορά τα ζητήματα εθνικής ασφάλειας / άμυνας που προβάλλει ο ΣΥΡΙΖΑ. Αν και αυτά είναι ιδιαιτέρως σοβαρά, όπως ήδη σημειώσαμε, δεν αποτελούν προνομιακό πεδίο για την αξιωματική αντιπολίτευση. Οι θέσεις της και ο τρόπος χειρισμού σε μια σειρά θέματα –μεταναστευτικό, Έβρος, εξοπλισμοί κ.λπ.– την καθιστούν λιγότερο ελκυστική στα εκλογικώς μετακινούμενα μεσοστρώματα.
Το ΠΑΣΟΚ αναζητεί θέση στην επόμενη κυβέρνηση
Από την πλευρά του, το ΠΑΣΟΚ ξεκίνησε την περίοδο μετά τη Φώφη Γεννηματά μετά επικοινωνιακών βαΐων και κλάδων, γνώρισε αλματώδη δημοσκοπική άνοδο, πολλοί έσπευσαν να προδικάσουν τη «μεγάλη επιστροφή» του, αλλά η πραγματικότητα είναι πάντα σκληρή για τους αιθεροβάμονες. Τώρα ο στόχος του είναι μια διψήφια εκλογική επίδοση, η οποία θα του επιτρέψει –εάν και η Ν.Δ. κινηθεί σε υψηλό ποσοστό– μια συγκυβέρνηση που θα το επανασυνδέσει με την εξουσία.
Πολλοί πίστεψαν, για μεγάλο χρονικό διάστημα, ότι αυτή η συγκυβέρνηση αποκλείεται ύστερα από το σκάνδαλο των υποκλοπών, θύμα του οποίου υπήρξε και ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ως ευρωβουλευτής και υποψήφιος αρχηγός. Ωστόσο, φαίνεται πως δεν ελήφθη σοβαρά υπ’ όψιν η φύση του ως κόμματος εξουσίας, μακράν της οποίας είναι αδύνατη η αναπαραγωγή και επιβίωσή του. Ήδη τα οκτώ χρόνια στην αντιπολίτευση είναι πάρα πολλά.
Μια άλλη αναλυτική προχειρότητα της τελευταίας περιόδου ήταν η άποψη ότι «ο Ανδρουλάκης είναι τσόντα του Τσίπρα». Κι όμως, το μέτωπο μεταξύ των δύο πλευρών είναι σκληρό και η μεταξύ τους σύγκρουση θα οξύνεται κατά διαστήματα για δύο λόγους:
● Τον έναν τον έχουμε ήδη αναφέρει: ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ είναι «συγκοινωνούντα δοχεία», άρα η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη.
● Ο άλλος αποτελεί συνέπεια του πρώτου: Ο ΣΥΡΙΖΑ, όσο δεν κλείνει την ψαλίδα με τη Ν.Δ. και δεν λαμβάνει απευθείας ενίσχυση από τον πόλο της Δεξιάς / Κεντροδεξιάς, θα πρέπει να πάρει ό,τι μπορεί από τους «γείτονές» του. Μια και οι εκλογικοί «διάδρομοι» μεταξύ Κουμουνδούρου και Περισσού είναι από χρόνια κλειστοί, το βάρος αναγκαστικά θα δοθεί στην απόσπαση ψηφοφόρων από ΠΑΣΟΚ και ΜέΡΑ25. Απλή αριθμητική…
Αυτή η σύγκρουση ωστόσο δεν σημαίνει ότι κλείνουν οι δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ των δύο κομμάτων της Αριστεράς / Κεντροαριστεράς. Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις προβλέψεις και εκτιμήσεις, καταφέρει να πάρει την εκλογική πρωτιά στις δεύτερες κάλπες, η συνεργασία του με τη Χαριλάου Τρικούπη θα πρέπει να θεωρείται βέβαιη.
Το ΠΑΣΟΚ δεν κατάφερε –ούτε θα καταφέρει στο ορατό μέλλον– να ξαναγίνει ο δεύτερος πόλος του πολιτικού συστήματος. Ένας ρόλος του απέμεινε, αυτός του μικρού κυβερνητικού εταίρου, και θα τον υπηρετήσει ανεξάρτητα από τις, αναγκαίες για την πολιτική του επιβίωση, επιμέρους συγκρούσεις. Αλλιώς θα κινδυνεύσει ακόμη και η ύπαρξή του.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Άρδην τ. 125, Ιανουαρίου – Μαρτίου 2023