Του Γιώργου Ρακκά
Το Ελληνογερμανικό Ίδρυμα Νεολαίας αφορά ένα πρόγραμμα του γερμανικού κράτους το οποίο “σέρνεται” από το 2014. Οι διαδοχικές κυβερνήσεις που πέρασαν από τότε το έχουν υποστηρίξει, ενώ η συμφωνία για την ίδρυσή του υπεγράφη επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ, το 2017, και μονογραφήθηκε το 2018.
Τώρα, είναι η σειρά της κυβέρνησης Μητσοτάκη να προωθήσει στην υλοποίησή του, και σε συνεργασία με τον Δήμο Θεσσαλονίκης –ως διαχρονικός αρωγός του– βρέθηκε η έδρα του ιδρύματος. Είναι το πανέμορφο νεοκλασικό “Βίλα Πετρίδη”, που ανήκει και ανακαινίστηκε την τελευταία δεκαετία από τον Δήμο Θεσσαλονίκης.
Το ίδρυμα ιδρύθηκε με σκοπό την «βελτίωση της αλληλοκατανόησης των νέων μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας». Προωθεί επίσης τις αξίες της ομοσπονδιακής Ευρώπης, και ενθαρρύνει την κινητικότητα των εργαζομένων. Δραστηριοποιείται ακόμα, με κοινά πρότζεκτ και σε ζητήματα ευαίσθητα στις σχέσεις μεταξύ των δυο χωρών, όπως τα πεπραγμένα της Γερμανίας στην Ελλάδα κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο “γερμανικός” χαρακτήρας του εγχειρήματος είναι κραυγαλέος. Η συνείδηση της νεολαίας θεωρείται “άγραφο χαρτί”, στο οποίο η εκάστοτε κρατική πρωτοβουλία μπορεί να γράφει κατά το δοκούν ό,τι επιθυμεί. Διόλου απίθανο που με αυτήν την αντίληψη παρόμοιες οργανώσεις έχουν διαχρονική παρουσία στην ιστορία του γερμανικού κράτους. Κάποτε αυτή η προπαγανδιστική αντίληψη υπηρετούσε τον εθνικοσοσιαλισμό, ή τον σοβιετισμό της Ανατολικής Γερμανίας, σήμερα το αυτό συμβαίνει με τον ευρωπαϊκό ηγεμονισμό της.
Έτσι βλέπουμε τώρα την πρωτοβουλία αυτή να υπηρετεί όλους τους άξονες της “συναίνεσης του Βερολίνου”, με τις συναντήσεις που διοργανώνει να προωθούν τις ιδέες της μεταεθνικότητας, της “κοινωνίας των μεταναστών”, ή να αξιώνουν μια εναλλακτική προσέγγιση των πικρών στιγμών της Ιστορίας μεταξύ των δυο λαών, που υποτίθεται ότι θα φέρει πιο κοντά τις νέες γενιές τους. Έτσι, στα Φόρουμ που διοργανώνει το ίδρυμα, θα διαβάσει κανείς για διάφορα πρότζεκτ καταγραφής των προφορικών μαρτυριών από ανθρώπους που επέζησαν από τις βαναυσότητες των ναζιστικών στρατευμάτων στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Απομύζηση εγκεφάλων
Μια ύπουλη μεθόδευση συμψηφισμού συμβαίνει εδώ, καθώς προφανώς το Ίδρυμα πουθενά δεν αναφέρεται στην υποχρέωση της Γερμανίας να καταβάλει πολεμικές αποζημιώσεις στην Ελλάδα. Αντίθετα, διαπιστώνει κανείς μια προσπάθεια που γίνεται ώστε να διασκεδαστεί η άρνηση του γερμανικού κράτους να συζητήσει οτιδήποτε έχει να κάνει με την γερμανική κατοχή και τις οφειλές που έχει απέναντι στην Ελλάδα, με όψιμες ιστοριογραφικές ευαισθησίες.
Φυσικά, υπάρχει και η διάσταση της “απομύζησης εγκεφάλων”. Το ίδρυμα ενισχύει την “κινητικότητα των νέων”, ωστόσο όλοι ξέρουν ότι η γερμανική νεολαία έρχεται στην Ελλάδα για τουρισμό, ενώ η ελληνική πηγαίνει στην Γερμανία για δουλειά. Ωστόσο, το τελευταίο σημαίνει τεράστια απώλεια πόρων για την ελληνική οικονομία. Αξίζει να δούμε ένα παράδειγμα που σχετίζεται με την πανδημία του κορονοϊού.
Περίπου 6.000 Έλληνες γιατροί απασχολούνται σήμερα στην Γερμανία ενώ η χώρα μας γυρεύει να θωρακιστεί απέναντι σε μια υγειονομική απειλή η οποία απ’ ό,τι δείχνει η δυσκολία κατασκευής εμβολίου ήρθε για να μείνει. Σύμφωνα με παλαιότερο δημοσίευμα της Καθημερινής (Απόστολος Λακασάς, 16/02/2013) το ελληνικό κράτος επενδύει 95.000 ευρώ για κάθε γιατρό που σπουδάζει στα δημόσια ιδρύματα της χώρας.
Άρα με έναν πρόχειρο υπολογισμό, οι 6.000 γιατροί που έχουν φύγει για την Γερμανία ισοδυναμούν με απώλειες επενδύσεων σε ανθρώπινο κεφάλαιο της τάξεως των 570 εκ. ευρώ, σε μια εποχή μάλιστα όπου η χώρα μας πασχίζει να θωρακίσει το Εθνικό Σύστημα Υγείας για την αντιμετώπιση της σοβούσας πανδημίας.
Το ατόπημα του δημάρχου Κωνσταντίνου Ζέρβα
Παρ’ όλα τα παραπάνω, που καθιστούν τον χαρακτήρα του ιδρύματος εξαιρετικά αμφιλεγόμενο, οι ελληνικές κυβερνήσεις και οι διοικήσεις του Δήμου Θεσσαλονίκης επιμένουν. Τελευταία μάλιστα δείχνουν να το κάνουν εκδηλώνοντας μια εξαιρετικά ανελαστική αντίληψη ως προς τη δημοκρατία. Μια μέρα προτού δημοσιοποιηθεί η παραχώρηση της Βίλας Πετρίδη στο “Ίδρυμα”, ο δήμαρχος Κωνσταντίνος Ζέρβας ρωτήθηκε στο πλαίσιο του τηλε-δημοτικού συμβουλίου για τις τύχες του νεοκλασικού της οδού Αναγεννήσεως, καθώς φήμες ήθελαν να συζητείται η παραχώρηση σε κάποιον φορέα, δίχως αυτός να κατονομάζεται.
Τις επιβεβαίωσε μεν, δήλωσε ωστόσο ότι δεν μπορεί να πει περισσότερα, γιατί θα θέσει σε κίνδυνο τις σχετικές συνομιλίες. Την επομένη, έκπληκτοι όσοι τον ακούσαμε στο Δημοτικό Συμβούλιο, διαβάσαμε από τον τύπο το νέο ότι το Ίδρυμα Ελληνογερμανικής Νεολαίας είναι ο φορέας που θα εγκατασταθεί στην Βίλα Πετρίδη. Με λίγα λόγια, ο Δήμαρχος θεωρεί πως μια συζήτηση στο ανώτατο, δημοκρατικά εκλεγμένο Σώμα της τοπικής διακυβέρνησης μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τις συνομιλίες για την παραχώρηση του κτιρίου, όχι όμως και οι δηλώσεις του στον τύπο, όπου παρουσιάζεται αποκλειστικά η οπτική η δική του, της κυβέρνησης και του ιδρύματος.
Δεν είναι η πρώτη φορά που έχει συμβεί κάτι τέτοιο στον Δήμο της Θεσσαλονίκης. Πρόσφατα, επίσης από τον τύπο, διαβάσαμε για μια συμφωνία που επίκειται αναμεταξύ του Δήμου Θεσσαλονίκης και εκείνου της Λειψίας, για την αγορά ορισμένων λεωφορείων προκειμένου έτσι ο Δήμος Θεσσαλονίκης να ανακουφίσει τις ελλείψεις του ΟΑΣΘ. Και αυτή η πρωτοβουλία πάρθηκε στο πλαίσιο της “ελληνογερμανικής συνέλευσης συνεργασίας” για την τοπική αυτοδιοίκηση.
Θυμίζουμε ότι άλλοτε απέβλεπε σε αυτήν ο αλήστου μνήμης Γερμανός υφυπουργός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης Χανς Γιόακιμ Φούχτελ. Διόλου τυχαία, ο Δήμος της Λειψίας είναι και η έδρα του Ελληνογερμανικού Ιδρύματος Νεολαίας, και επίσης, εκεί έγινε το πρώτο διεθνές ταξίδι του Δημάρχου μετά την ανάληψη των καθηκόντων του.
Το τζάμπα, πέθανε
Τα δεδομένα αυτά, κάνουν ακόμα και τον πιο καλόπιστο παρατηρητή να αναρωτιέται αν υπάρχει κάποια προσυμφωνημένη ατζέντα, η οποία εκδηλώνεται σταδιακά, με τρόπο που σκοπεύει να φέρει προ τετελεσμένων την τοπική δημοκρατική διαδικασία. Όχι ότι αυτή θα μπορούσε να σταματήσει άμεσα την επέλαση της εξαιρετικά ετεροβαρούς ελληνογερμανικής συνεργασίας στην Θεσσαλονίκη.
Ωστόσο, η δημοκρατική δεοντολογία επιτάσσει ότι η διοίκηση που αποφασίζει είναι υποχρεωμένη να θέτει τις επιλογές της στη βάσανο του εκλεγμένου σώματος, από όπου πηγάζει και η πλειοψηφία της. Είναι ο τρόπος να αναλαμβάνεται η πολιτική ευθύνη για την Α ή την Β απόφαση, και αυτό ακριβώς δεν γίνεται μέχρι τώρα στην περίπτωση του Δήμου Θεσσαλονίκης.
Αυτά επί της διαδικασίας. Όσο για την ουσία, το ζήτημα δεν είναι να διχαστούμε πάνω στην ελληνογερμανική συνεργασία σε φιλο-γερμανούς και αντι-γερμανούς, αλλά εν τέλει το τι δίνουμε και το τι παίρνουμε ως χώρα. Και το γερμανικό κράτος μέχρι σήμερα έχει επιδείξει εξαιρετική ακαμψία στο να συζητήσει τα άβολα θέματα που υπάρχουν μεταξύ των δυο χωρών.
Αντίθετα, την ίδια στιγμή στο ελληνοτουρκικό μέτωπο, το Βερολίνο επιμένει να παίρνει τις περισσότερες φορές την πλευρά της Τουρκίας, στρατηγικής του συμμάχου, παρότι η Άγκυρα είναι που δημιουργεί μόνιμο πρόβλημα με την επιθετικότητα και τις απειλές πολέμου. Άρα; Ήρθε ο καιρός να αντιγυρίσουμε στους εταίρους Γερμανούς, ό,τι μας επαναλαμβάνει και ο πολύς Βόλφγκανκ Σόιμπλε τα τελευταία δέκα χρόνια: “Το τζάμπα, πέθανε”. Αν θέλουν συνεργασία, θα πρέπει να κάνουν κάτι ουσιαστικό για να μας αποδείξουν την καλή τους πίστη και όχι να φέρνουν χάντρες στους ιθαγενείς…
Πρώτη δημοσίευση στο slpress.gr