Του Γιώργου Ρακκά*
Στην Πορτογαλία, η ‘ευρεία προοδευτική συγκυβέρνηση’ που μέχρι πολύ πρόσφατα θεωρούνταν από κόμματα της αντιπολίευσης ως ρεαλιστική πρόταση εξουσίας και για την Ελλάδα, κλυδωνίζεται ραγδαία. Στις εκλογές της 10ης Μαρτίου το Σοσιαλιστικό Κόμμα (28,6%), άλλοτε αιχμή αυτής της συγκυβέρνησης, έχασε 43 έδρες και 13 περίπου ποσοστιαίες μονάδες (12,8%). Οριακός νικητής στην εκλογική αναμέτρηση, η κεντροδεξιά του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (29,5%), που και εκείνη κατέγραψε ελάχιστες απώλειες (1,2%). Πραγματικός δε νικητής ήταν το δεξιό λαϊκιστικό μόρφωμα, Τσέγκα (18,1%), το οποίο αύξησε τη δύναμή του κατά 36 έδρες και 11 περίπου μονάδες.
Ενδιαφέρον έχει από το που προέκυψαν οι επιπλέον ψήφοι του Τσέγκα: εξίσου από σοσιαλιστές, και κεντροδεξιούς, κυρίως από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, με έμφαση στους ψηφοφόρους που προσέρχονταν για πρώτη φορά στις κάλπες. Σύμφωνα με αναλυτές το κόμμα εξέφρασε την αγωνία αυτών των τμημάτων του εκλογικού σώματος για τους χαμηλούς μισθούς, την εκτόξευση του κόστους στέγασης, την διαφθορά και την υπερβολική μετανάστευση.
Την ίδια στιγμή στις ΗΠΑ μαίνεται ο σκληρός ανταγωνισμός μεταξύ Μπάιντεν και Τραμπ. Αν και η ψαλίδα μειώθηκε πλέον αρκετά, και έχει φτάσει τη 1 μονάδα, ο Τραμπ διατηρεί ακόμα προβάδισμα. Κάτι αξιοσημείωτο: Τα ποσοστά των Δημοκρατικών στις φυλετικές μειονότητες, την κοινότητα των Μαύρων ή εκείνη των Λατίνων, έχουν μειωθεί κατακόρυφα σε σχέση με το 2020. Σε πρόσφατη δημοσκόπηση των Τάιμς της Νέας Υόρκης, ο Μπάιντεν επικρατεί του Τραμπ με 56 έναντι 44 στους μη-λευκούς ψηφοφόρους. Στην ίδια κατηγορία, οι Δημοκρατικοί είχαν κερδίσει με… 50 μονάδες διαφορά το 2020.
Που οφείλεται αυτή η ραγδαία πτώση; Παρά τα θρυλούμενα, ένα μεγάλο κομμάτι των αφροαμερικάνων και των λατινόφωνων τοποθετούνται συνητηρητικότερα απ’ ό,τι οι ευκατάστατοι Λευκοί που θέτουν την ατζέντα του Δημοκρατικού κόμματος. Με την διολίσθηση του τελευταίου στην ατζέντα ενός ξέφρενου υπερδικαιωματισμού (αποδόμηση του φύλου, της οικογένειας, ή άλλα εξτρεμιστικά αιτήματα όπως η μείωση της χρηματοδότησης και ο αφοπλισμός της αστυνομίας) οι μειονότητες απομακρύνονται αντί να προσεγγίζουν το κόμμα. Η ανατροπή είναι ιστορική: για πρώτη φορά έπειτα από το 1960 και το κίνημα για τα δικαιώματα της μαύρης κοινότητας, εκείνη απομακρύνεται από το Δημοκρατικό Κόμμα.
Στην Ευρώπη, το ρήγμα στο πολιτικό κατεστημένο με την ανάδειξη δεξιών λαϊκιστικών μορφωμάτων (μιας και τα αριστερά πέρασαν σαν κομήτης κατά την προηγούμενη δεκαετία) φαίνεται να επιβεβαιώνεται και ενόψει των ευρωεκλογών. Ο χαρακτήρας της επικείμενης αντιπαράθεσης θα επιτρέψει ώστε να εκφραστεί η άνοδος του ρεύματος σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Όπως συνήθως στην Ελλάδα, η κατάσταση είναι λίγο ιδιότυπη. Η κυβέρνηση είναι σίγουρη για την πολιτική της πρωτοκαθεδρία, θεωρώντας ότι το μπλοκ που έχει διαμορφώσει από την ήπια κεντροδεξιά έως το κέντρο αρκεί για την πολιτική της ηγεμονία. Στην αντιπολίτευση, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και μικρότερες δυνάμεις έχουν εγκλωβιστεί σε μια ιδιότυπη εσωστρέφεια, και διαγκωνίζονται για την ηγετική έκφραση της κεντροαριστεράς.
Αμφότεροι, διαβάζουν λάθος τα μηνύματα που έρχονται πανευρωπαϊκά, από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, αλλά και… μέσα από την ελληνική κοινωνία.
Πρώτον, η Νέα Δημοκρατία. Η ψήφιση της τεκνοθεσίας των ζευγαριών ιδίου φύλου, σε συνδυασμό με τις ανεπαρκείς πολιτικές της κυβέρνησης σε μείζονα κοινωνικά ζητήματα, όπως είναι η ακρίβεια, το στεγαστικό ζήτημα, ή οικονομικά (υποστήριξη των παραγωγικών κλάδων, π.χ. αγρότες) έχει δημιουργήσει έναν χώρο προς τα δεξιά της. Δημοσκοπικά, φαίνεται να αγγίζει αθροιστικά ακόμα και το 20%. Αν αυτό δεν έχει μεταφραστεί σε έναν κόμμα που την απειλεί, είναι διότι οι επίδοξοι διεκδικητές του χώρου (Βελόπουλος, Νατσιός, Στιγκάς) δεν είναι σοβαροί. Έλληνας ή Ελληνίδα Μελόνι, ακόμα δεν υπάρχει. Ωστόσο ο κίνδυνος για την ΝΔ, να συρρικνωθεί εξαιτίας διαρροών προς το ρεύμα του δεξιού λαϊκισμού σε ποσοστά κάτω του φάσματος της αυτοδυναμίας δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί. Ιδίως καθώς οι διαρροές έχουν ξεκάθαρη ταξική και πολιτισμική βάση, αφορούν μεσαία και χαμηλότερα στρώματα, και άρα δείχνουν μια μάλλον δομική αδυναμία της κυβέρνησης να τα εκφράσει. Με τις διαρκείς κρίσεις που ήρθαν ή θα έρθουν να λειτουργούν σαν πολλαπλασιαστής της αδυναμίας αυτής.
Όσο για το ΠΑΣΟΚ, τον ΣΥΡΙΖΑ και τις λοιπές δυνάμεις της κεντροαριστεράς/αριστεράς διαγκωνίζονται μεν για το ποιός θα πάρει “το μαγαζί”. Ξεχνούν δε ότι αν και η κεντροαριστερά ξεπερνούσε το 55% στο απόγειο της μεταπολίτευσης, σήμερα ζήτημα να ξεπερνάει το 35%.
Εν τω μεταξύ το πολιτικό κενό διευρύνεται…
* Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Πολιτική της Θεσσαλονίκης στις 15 Μαρτίου 2024.