Αρχική » Νίκος Κακαδιάρης: Πανσέληνος και Τζιότο: Κοινωνία και τέχνη τον 13ο και 14ο αιώνα

Νίκος Κακαδιάρης: Πανσέληνος και Τζιότο: Κοινωνία και τέχνη τον 13ο και 14ο αιώνα

από Σπύρος Κουτρούλης


εκδόσεις Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός, Αθήνα 2023, σελ. 282

του Σπύρου Κουτρούλη, δημοσιεύτηκε στο Άρδην τ. 130-131 που κυκλοφορεί σε βιβλιοπωλεία και περίπτερα.

Ο συγγραφέας και ζωγράφος Νίκος Κακαδιάρης μας παρουσιάζει μια συγκριτική μελέτη ανάμεσα στον Πανσέληνο και τον Τζιότο που αναπόφευκτα καταλήγει στη σύγκριση των δύο αμφιθαλών πολιτισμών, του ανατολικού-βυζαντινού και του δυτικού. Σημαντικό πλεονέκτημα του έργου, που διανθίζεται με προσεκτικά επιλεγμένες εικόνες της βυζαντινής και δυτικής τέχνης, είναι η περιγραφή του ιστορικού και κοινωνικού πλαισίου μέσα στο οποίο αναδύθηκαν και αναπτύχθηκαν, όχι για να υποδειχθεί μια αδήριτη αιτιοκρατία, αλλά για να έρθει στο φως μια πολλαπλότητα παραγόντων που λειτούργησαν από κοινού και αμφίδρομα.
Κατά αυτό τον τρόπο μας δίνεται μας σαφής εικόνα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, με τη διοίκηση, τις σημαντικότερες πόλεις, όπως ήταν η Κωνσταντινούπολη και η Θεσσαλονίκη, τα χαρακτηριστικά της πνευματικής ζωής με τα κινήματα του μοναχισμού και του ησυχασμού. Συγχρόνως περιγράφεται η εξέλιξη της αρχιτεκτονικής, της ζωγραφικής, αλλά και τελικά της εθνικής και εκκλησιαστικής πολιτικής ενός από τους τελευταίους αυτοκράτορες, του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου.
Εξίσου άρτια και ενδιαφέρουσα είναι η απόδοση των στοιχείων που χαρακτηρίζουν τις μεσαιωνικές πόλεις της Δύσης, με τις συντεχνίες, τα τάγματα επαιτείας, την άνοδο της αστικής τάξης, τη μοιραία υποχώρηση της φεουδαρχίας, του κλήρου και του ιπποτικού ιδεώδους: «Η οργάνωση της οικονομίας σε νέα πλαίσια, με βάση τον ορθολογισμό που κυριαρχεί, διακρίνεται από το υπολογιστικό και κερδοσκοπικό στοιχείο. Το κίνητρο του κέρδους αναπτύσσει τις αρετές της μεσαίας τάξης (φιλοπονία, πλεονεξία, αλλά και λιτότητα, ευυποληψία) ως νέα ηθική. Η εντατική και συστηματική ανάπτυξη της παραγωγής από τους αστούς συνήθως τους καθιστά οικονομικά ανεξάρτητους και ασφαλείς, ώστε να έχουν τη δυνατότητα του ελεύθερου χρόνου και της ψυχικής και πνευματικής χαλάρωσης, και επενδύουν σε κάθε είδους τέρψη. Όπως αναφέρθηκε, η εντατική εκμετάλλευση των πόρων και του εργατικού δυναμικού, η οργάνωση της παραγωγής σε εξελιγμένες τεχνικές, όπως επίσης και η αμοιβή του εργαζόμενου ανάλογα με την απόδοσή του, δημιούργησαν ατομικό πλούτο και ευμάρεια στην πόλη. Η μεσαία τάξη που επωφελήθηκε –όπως και η αριστοκρατία, φυσικά– θέλει να επιδείξει τον πλούτο της, αλλά και το ενδιαφέρον της για νέες αξίες, όπως η τέχνη. Έτσι αναπτύσσει πνευματικά ιδεώδη, παράλληλα με τη διακόσμηση των σπιτιών της, όπου έχουν μερίδιο οι καλλιτέχνες» (σ. 81).
Ένα σημαντικό πολιτικό αποτέλεσμα της οικονομικής ανάπτυξης στις ιταλικές πόλεις είναι η «εφαρμογή της δημοκρατίας σε διάφορες μορφές» (σ. 94).
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, ο Πανσέληνος, με το κορυφαίο έργο του στο Πρωτάτο του Αγίου Όρους, «συναιρεί το κλασσικό με το μνημειακό και προβάλλει την ατομικότητά του στην έκφραση με ευγένεια και δύναμη, καταξιώνοντας τον άνθρωπο μέσω της ελληνικής παιδείας, αλλά και ενός ευρύτερου ουμανισμού» (σ. 123). Πιο συγκεκριμένα: «Ο Πανσέληνος, στις τοιχογραφίες του Πρωτάτου, αποκαλύπτει την ικανότητα ενός εξαιρετικού προσωπογράφου. Οι μορφές που ζωγραφίζει και βρίσκονται στις παραστάσεις, λόγω της εργασίας που θέλει ταχύτητα εκτέλεσης, επειδή ο χρόνος είναι αντίπαλος σ’ αυτές τις εκτεταμένες επιφάνειες, υστερούν σε σχέση με τις μορφές των μεμονωμένων Αγίων, όπου η απεικόνισή τους έχει πιο προσωπικό χαρακτήρα. Εδώ εξαίρονται τα ιδιαίτερα προσωπικά χαρακτηριστικά προκειμένου να εξατομικευτεί ο χαρακτήρας της κάθε μορφής. Μάλιστα, δεν είναι μόνο η εσωτερικότητα και η πνευματικότητα που πηγάζει από την αγιότητα, αλλά και η ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρίσκονται στον συγκεκριμένο χρόνο. Παρελαύνουν εδώ εξαίσιες μορφές μοναδικής ζωγραφικής εκτέλεσης και ωραιότητας. Ο ρεαλισμός των προσώπων αυτών απηχεί μνήμη ελληνιστικών προσωπογραφιών, όπως διαμορφώθηκαν στην περιοχή της Αιγύπτου, κάτω από την επίδραση της ζωγραφικής της Αλεξανδρινής Σχολής» (σ. 145).
Ενδιαφέρουσα είναι η εκτίμηση του συγγραφέα ότι η τέχνη του Πανσέληνου καταλήγει στη δημιουργία τέχνης υπερρεαλιστικής και εξωπραγματικής ώστε «ενδεχομένως να συναντά ως αίσθηση την υπερρεαλιστική μεταφυσική του Τζιόρτζιο ντε Κίρικο» (σ. 153).
Από την πλευρά του Τζιότο, «οι προηγούμενες επιτεύξεις των καλλιτεχνών, θα απορροφηθούν και η καινοτομία του όγκου και της προοπτικής θα είναι το πλέον εντυπωσιακό στοιχείο του τέλους του 13ου και του 14ου αιώνα… Η ζωγραφική του, με τα έντονα ρεαλιστικά στοιχεία, επιχειρεί με τη γραμμή και τις φόρμες να αποκτήσει έναν ενιαίο ρυθμό, όπου η αλληλεξάρτηση συσπειρώνει τη διάχυτη λειτουργικότητα» (σ. 166). Σημαντική είναι η σύγκριση που αναπτύσσει ο συγγραφέας ανάμεσα στην τεχνική και τα θέματα του Τζιότο και του Πανσέληνου, που τελικά είναι μια εισαγωγή στα διαφορετικά χαρακτηριστικά των δύο αμφιθαλών πολιτισμών, του βυζαντινού και του δυτικού. Ο Τζιότο, ευρισκόμενος στο μεταίχμιο, προετοιμάζει την έλευση των μεγάλων ζωγράφων της Αναγέννησης του 15ου αιώνα (σ. 245).
Ο Ν. Κακαδιάρης κλείνει το σημαντικό έργο του με το συμπέρασμα ότι Πανσέληνος και Τζιότο είναι οι κορυφαίοι ζωγράφοι του τέλους του 13ου και του πρώτου μισού του 14ου αιώνα και ζητά να αναδειχθεί η μορφή του Πανσέληνου ως ζωγράφου ισάξιου του Τζιότο, ο οποίος χαίρει μεγάλης εκτίμησης και θαυμασμού από τους Δυτικούς.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ