Το ”προσκύνημα” του μοναχού στον Διονύσιο Σολωμό Φωτογραφία Ανδριανή Στράνη
«…Παιδιόθεν τον είχε σημαδέψει ο Άγιος Διονύσιος με την πλέρια συγχώρεση και ο Ποιητής Διονύσιος Σολωμός, υμνητής και ψαλμωδός της Ελευθερίας….»
Της Ανδριανής Στράνη από την huffingtonpost.gr
Μέσα στο βαπόρι ήταν ο μόνος σιωπηλός. Σφήκες οι άνθρωποι πηγαινοέρχονταν γύρω του. Φωνασκούσαν, έτρωγαν, διασκέδαζαν την πλήξη τους στο κινητό και ανυπομονούσαν να φτάσουν για τις πολυπόθητες διακοπές,στη Ζάκυνθο. Ήταν παραμονή της εορτής του Αγίου Διονυσίου, Προστάτη και Πολιούχου του νησιού, ημέρα της Μετακομιδής του σεπτού Σκηνώματος από τα Στροφάδια (24-8-1717).
Εκείνος, στριμωγμένος σε μια γωνιά με το κομποσκοίνι του ήταν ολότελα αποσπασμένος από τον κόσμο, σε αρμονία με το Σύμπαν και τον Δημιουργό του. Καθώς μετρούσε τους κόμπους έναν, έναν, προσευχόμενος, ένας κόμπος-λυγμός ανέβαινε μέσα του. Η συγκίνηση ήταν ολοφάνερη για το μόνον της ζωής του ταξείδιον μετά την κουρά του. Το ταξίδι του χρέους, το προσκύνημα στον Άγιο και τον Ποιητή.
Παιδιόθεν τον είχε σημαδέψει ο Άγιος Διονύσιος με την πλέρια συγχώρεση και ο Ποιητής Διονύσιος Σολωμός, υμνητής και ψαλμωδός της Ελευθερίας. Καθώς η ποίηση χρωμάτιζε ανεξίτηλα τη ζωή του, οι δάσκαλοί του στη Θεσσαλονίκη τον παρότρυναν στη φιλολογία διακρίνοντας και την πνευματική του προδιάθεση, αλλά ο βαθύτερος πόθος του στην αναζήτηση του Θείου τον οδήγησε στον μοναχισμό.
″Άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιός τον εαυτό του’’ (Ο Πόρφυρας)
Ανέβηκε στο Όρος όχι το Άγιο αλλά των παιδικών του χρόνων, ελεύθερος και πολιορκημένος για επίπονη άσκηση, ζωή άβολη και αγγελική.
Ωστόσο, την ποίηση δεν εγκατέλειψε. Ο Διονύσιος Σολωμός υπήρξε πάντοτε το καταφύγιό του όταν τον έβρισκε το κακό, αυτόν μνημόνευε, όπως και με την προσευχή του κατέφευγε στον Άγιο της συγχώρεσης, όταν η μετάνοια φαινόταν απόμακρη.
Η πίστη του δοκιμαζόταν συχνά από τον πειρασμό και τα λόγια του Σολωμού – κατά τη μαρτυρία του Πέτρου Κουαρτάνου – ”Αν δεν υπάρχει Θεός, τι λοιπόν υπάρχει;”( se non c`e Dio, che c`e dunque ?) τον ενθάρρυναν. (1)
Η αναζήτηση και η πάλη με το Θεό συνεχιζόταν
″Μές στ` Άγιο Βήμα της ψυχής
Η δύναμή σου πέλαγο και η θέλησή μου βράχος’’. (Ελεύθεροι πολιορκισμένοι, Σχεδίασμα Β΄)
Όταν το βαπόρι έδεσε στο λιμάνι ο Συμεών συνήλθε από τους λογισμούς του.
Αγωνιούσε να δει τον μοναχό Δανιήλ από τα Στροφάδια. Ό Άγιος τον περίμενε. Κόσμος συνέρρεε στο Αυτοκρατορικό Μοναστήρι για το προσκύνημα. Ο ορεσίβιος μοναχός είχε τάξει να `ρθεί στη μνήμη του. Προσκύνησε τελευταίος και δακρυσμένος. Έσκυψε και κάτι του ψιθύρισε. Ποιος ξέρει τι. Ο Άγιος δέχθηκε τη συγνώμη του.
Ανάλαφρος βγήκε στην προκυμαία. Στην κάψα του καλοκαιριού βημάτιζε γρήγορα και ανηφορικά προς το ”Ψήλωμα”. Χρεία είχε να προλάβει μέσα στη μέρα το δεύτερο προσκύνημα. Αύριο θα έφευγε.
Στον Άγιο Νικόλαο του Μώλου στάθηκε να πάρει ανάσα και δύναμη. Ω του θαύματος!
Εδώ συνάντησε και τους δύο: Τον Ποιητή στην ομώνυμη πλατεία και τον Άγιο να ιερουργεί στον παραλιακό Ναό. Εδώ είχε αφήσει και τα άμφιά του. Η εκκλησία του Μώλου είχε αντέξει τόσους και τόσους σεισμούς. Ο νεαρός Ποιητής είχε κι αυτός προσευχηθεί στα ιταλικά για να προστατέψει ο Άγιός του το νησί από τους σεισμούς (1820- 1821)
″Ω Άγιε Διονύσιε ψυχή αγνή και θεία
Που σε κρατεί περίφανα της Ευσπλαχνίας ο θρόνος
Τούτο το δύστυχο νησί προστάτεψέ το μόνος
για να μην τύχη πλειό `ς αυτό παρόμοια δυστυχία.
Άκου `ς τα σπίτια, άκουσε, εδώ κ` εκεί `ς το δρόμο,
Που κλαίγει απαρηγόρητα η φοβισμένη πλάσι
Βάστα το νου μας μη συμβή μην τύχη κι` απ` τον τρόμο
Τα λογικά μας χάσουμε, μήπως η γη χαλάση
Ω συ, στο θρόνο τ` Άπλαστου τρέξε σιμά κ` ειπέ Του
Να μην αφίση το νησί έρμο `ς τη δυστυχιά του
Κι ανίσως κ` η παράκληση δεν φθάνει -θύμησέ Του
Πως είχες έναν αδελφό, κ` έκρυψες το φονηά του
Βλέπε το ιταλικό ποίημα του Διονυσίου Σολωμού ‘’Εις τον Άγιον Διονύσιον’’ σε μετάφραση Στέφανου Μαρτζώκη (2).
Ο μοναχός συγκλονισμένος από την ταυτόχρονη συνάντηση με τον Άγιο και τον Ποιητή συνέχισε την ανάβαση ”υψηλά εις την σκοπιάν του Στράνη’’( Αντωνίου Μάτεση, Ο Σολωμός και η Ζάκυνθος, Αθήναι 1976, σελ.8). Κατά το λιόγερμα εθεάθη να μπαίνει στο πλακόστρωτο ανάμεσα από τα λιόφυτα. Μόνο τα τζιτζίκια ακούγονταν και η κουρασμένη ανάσα του σε ρυθμό ανηφόρας. Σαν αερικό αλαφροπατώντας εμφανίστηκε μπροστά στον Διονύσιο Σολωμό και στάθηκε να τον θωρεί με δέος. Στο Λόφο γαλήνη απέραντη. Απέναντι κουρνιαχτός κι αντάρα.
″Βάστα καημένο Μισολόγγι’’, άκουσε μια φωνή. Άγιε μου Διονύσιε, ψέλλισε ο καλόγερος, έπαθα παράκρουση, καθώς δεν υπήρχε κανείς τριγύρω.
Μόνο ο Ποιητής έστεκε αγέρωχος στο ψηλό πέτρινο βάθρο πολιορκημένος από τους στίχους του. Ο μοναχός περιστρεφόταν γύρω από τον Ποιητή και διάβαζε:
‘’Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρι,
η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι
με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει
όποιος πεθάνη σήμερα, χίλιες φορές πεθαίνει’’.
Κοντοστάθηκε στο βοριά και η ψυχή του αγαλλίασε με το Αναστάσιμο μήνυμα
‘’Φως που πατεί χαρούμενο τον Άδη και το Χάρο’’
Στην Ανατολή του βάθρου, θεϊκό φως τον πλημμύρισε
″Λάμψιν έχει όλη φλογώδη
χείλος, μέτωπο, οφθαλμός,
φως το χέρι, φως το πόδι,
κι όλα γύρω σου είναι φως”
και στην πρόσοψη αντίκρισε την ορειχάλκινη Ελευθερία να κρατεί σπαθί στο δεξί υψωμένο χέρι.
Την χαιρέτησε με τους στίχους του Ποιητή και αισθάνθηκε την πληρότητα του ταξιδιού.
Γαλήνιος πήρε το δρόμο της επιστροφής. Η νύχτα είχε απλώσει πέπλα.
Σαν άγγελος πέταξε ως το λιμάνι, με το ράσο ν` ανεμίζει για να προλάβει τη Δοξολογία και την περιφορά του σεπτού Σκηνώματος μέσα στο Ναό καθώς και τον Μέγα Εσπερινό.
Η Χώρα φωταγωγημένη και σημαιοστολισμένη είχε φορέσει τα γιορτινά της.
Την επομένη, αχάραγα και άγρυπνος προσευχήθηκε στον Άγιο και του εξομολογήθηκε την απόφασή του να αναχωρήσει. Δεν θα έμενε για τη Λιτανεία.
Στο μεταξύ, γύρω από το μοναστήρι μαζευόταν κόσμος πολύς. Τουρίστες και προσκυνητές, πολιτικοί και εμπόροι, πόπολο και αφεντάδες, παστέλια, μαντολάτα, μπάντες.
Διαφήμιση
Ο Συμεών ασφυκτιούσε.
Το πλοίο για την Κυλλήνη έδωσε σημάδι απόπλου. Σφύριζε επί πλέον γιορτινά αλλά εκείνος δεν θ` ανέβαινε.
Με μπουνάτσα και τον οβολό που του είχε απομείνει ναύλωσε καΐκι για τη Σταμφάνη των Στροφάδων.
Στο Καστρομονάστηρο ήταν η τελευταία επιθυμία του μοναχού Δανιήλ (Αγίου Διονυσίου) να μείνει. Ο Συμεών σεβάστηκε την επιθυμία του.
Στη σπηλιά του Αγίου θα δρόσιζε την ψυχή του.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Γεώργιος Καλοσγούρος, Διονύσιος Σολωμός, Πρώτη δημοσίευση Παναθήναια (1902), ΜΙΕΤ, Αθήνα 2007,σελ.28.
Δημήτρης Πολυχρονάκης, ‘’Αν δεν υπάρχει Θεός, τότε τι υπάρχει λοιπόν;’’ Όψεις της θρησκευτικότητας στην ποίηση του Διονυσίου Σολωμού, σελ.57-78 βλέπε Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου (18-19 Νοεμβρίου 2022), Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Τμήμα Φιλολογίας, Τομέας Μεσαιωνικής και Νεοελληνικής Φιλολογίας, ‘’ …και Θεός ην ο Λόγος’’, Η διασταύρωση της Θρησκείας με τη λογοτεχνία, Ιωάννινα 2023.