Ο γερασμένος πληθυσμός, οι μεσήλικες ηλικιωμένοι και η απουσία σχεδίου για την αύξηση των παιδιών που γεννιούνται στη χώρα μας
Του Φάνη Ουγγρίνη από την Μακεδονία
Μετά την Επανάσταση του ‘21, η απελευθέρωση της Μακεδονίας και η εποποιία της Πίνδου είναι τα γεγονότα που κάνουν τους Έλληνες υπερήφανους για το πιο πρόσφατο παρελθόν τους, υπερήφανους για το πόσο ικανοί είναι να μεγαλουργήσουν αν είναι ενωμένοι στην επιδίωξη εθνικών στόχων.
Βέβαια το 1912 και το 1940 οι Έλληνες δεν ήταν μόνο ενωμένοι. Ήταν και πολύ καρπεροί, με αποτέλεσμα συνεχή αύξηση του πληθυσμού. Ωστόσο, από το ‘82 και μετά ξεκινά βουτιά στις γεννήσεις: ο δείκτης αντικατάστασης 2,1 καθίσταται άπιαστος, και τα 10,39 εκατ. του 2024 (ΕΛΣΤΑΤ) οφείλονται κυρίως στην έξαρση της μετανάστευσης μετά το 1990, αρχικά από την Ανατολική Ευρώπη και τώρα από τον Αναπτυσσόμενο Κόσμο. Σήμερα οι ξένοι κάτοικοι είναι τουλάχιστον 2.000.000, ενώ η δημογραφική τους πυραμίδα τους είναι κατά πολύ νεότερη της αντίστοιχης των αυτόχθονων Ελλήνων.
Τη δυσάρεστη αυτή κατάσταση περιέγραψε αναλυτικά ο Θεολόγος Ηλιού, στο φύλλο της «ΜτΚ» της 20/10. Στο ρεπορτάζ του διαβάζουμε «Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το 2023 γεννήθηκαν στη χώρα μας 71.455 παιδιά, 6,1% λιγότερα σε σχέση με το προηγούμενο έτος, ενώ οι θάνατοι ανήλθαν σε 128.101. Σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα, η Εurostat προβλέπει ότι ο πληθυσμός της χώρας από 10.413.982 άτομα το 2021 θα φτάσει στους 8.950.000 το 2050. Για την Περιφερειακή Ενότητα Θεσσαλονίκης οι προβλέψεις είναι ότι ο πληθυσμός θα μειωθεί κατά 13%, δηλαδή από 1.092.919 θα φτάσει στα 960.000 άτομα».
Η Ελλάδα είναι ήδη αρκετά γερασμένη: σύμφωνα με στοιχεία του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, λιγότεροι από 22% των κατοίκων της είναι πλέον άνω των 65 ετών, ενώ το ποσοστό των άνω των 85 το 2020 άγγιζε το 3,5% (έναντι μόλις 0,03% το 1951). Συνεπώς, στα μέσα του αιώνα το 1/3 των ατόμων στη χώρα μας αναμένεται να είναι άνω των 65 ετών. Επιπλέον, ο πληθυσμός ηλικίας 0-14 ετών από τα τέλη της δεκαετίας του ‘90 και μετά υπολείπεται εκείνου των άνω των 65, ενώ το 2020 οι τελευταίοι ήταν 860.000 περισσότεροι από τους Έλληνες 0-14 ετών. Η εικόνα αυτή είναι αναμενόμενη, καθώς με δείκτη 1,43, οι γεννήσεις στη χώρα μας βρίσκονται πολύ κάτω από το όριο αντικατάστασης. Μετά το 1982 οι ελληνίδες τεκνοποιούν όλο και σπανιότερα και σε μεγαλύτερες ηλικίες. Καλούμαστε να αποδεχτούμε ότι η δημογραφική γήρανση δεν πρόκειται να ανακοπεί διόλου εύκολα.
Το… παρήγορο είναι πως ούτε στον υπόλοιπο κόσμο είναι καλύτερη η κατάσταση, ειδικά σε κράτη μεσαίου εισοδήματος: κι εκεί η επόμενη γενιά αναμένεται να βρίσκεται στο ½ με ⅓ του μεγέθους της τελευταίας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Ουγγαρίας, συνηθισμένο «παράδειγμα προς μίμηση» όσον αφορά τις δημογραφικές πολιτικές της. Η έκρηξη γεννήσεων μεταξύ 2014-2023 φαίνεται να οφείλεται στην ταυτόχρονη τεκνοποίηση από δύο διαφορετικές ηλικιακές ομάδες γυναικών. Οι 25-29 ενθαρρύνθηκαν από τα προγράμματα χρηματικής στήριξης της κυβέρνησης Όρμπαν, όμως δεν ίσχυσε το ίδιο για τις γυναίκες μεταξύ 30-34 ετών, που είχαν μεταθέσει για το μέλλον αυτή την απόφαση. Πλέον ο ουγγρικός δείκτης γεννήσεων έπεσε στο 1,32, από υψηλό 1,60. Σε όλη την ΕΕ η δομή των νοικοκυριών έχει αλλάξει θεαματικά εξαιτίας της μείωσης γάμων και γεννήσεων, της αύξησης των διαζυγίων, της εκτίναξης των εκτός γάμου γεννήσεων (κίνητρο τα υψηλά επιδόματα για μονογονεϊκές οικογένειες, ειδικά στη Βόρεια Ευρώπη), όπως και στην ανάδειξη καινοφανών οικογενειακων μορφών (πχ μέσω συμφώνου συμβίωσης). Σήμερα ο ενωσιακός δείκτης βρίσκεται στο 1,53, καλύτερος από εδώ αλλά σίγουρα απογοητευτικός.
Πού οφείλεται άραγε αυτή η κατάρρευση;
Ειδικά στην Ελλάδα, την τελευταία 30ετία έχουμε βιώσει μεγάλη αλλαγή στην επιλογή τρόπου συμβίωσης, όμως τα σοβαρά αίτια θα πρέπει να αναζητηθούν αλλού. Εκτιμάται ότι τουλάχιστον 15% των ελληνικών νοικοκυριών με παιδιά (25% στις μονογονεϊκές οικογένειες) δεν εξασφαλίζουν καν ισορροπημένη διατροφή. Έως 40% των φτωχών νοικοκυριών με παιδιά δυσκολεύονται ακόμη και να τρέφονται. Οι γεννήσεις πέφτουν ακόμη και μεταξύ των Ρομά, πληθυσμιακής ομάδας με σταθερά υψηλότερους δείκτες. Ωστόσο, οι σύγχρονοι γονείς δεν ενδιαφέρονται μόνο για το αν πεινάνε τα παιδιά τους. Με τις απαιτήσεις ορθής ανατροφής να έχουν αυξηθεί, η απόφαση για γονεϊκότητα συνεπάγεται σχετική σιγουριά οικονομικής σταθερότητας τουλάχιστον για την προσεχή δεκαπενταετία, σιγουριά που πολύ δύσκολα αισθάνονται όσοι έζησαν την κρίση. Όσο κι αν απολαμβάνουν την εργένικη ζωή, οι νέοι συχνότατα αναβάλουν τη δημιουργία οικογένειας επειδή προσπαθούν να εξασφαλίσουν τα μέγιστα δυνατά προσόντα για ένα καλό μέλλον. Πτυχίο και μεταπτυχιακό αποτελούν ασφάλεια: επί μνημονίων η ανεργία έβλαψε κυρίως όσους δεν είχαν τίτλους. Οι περισσότεροι νέοι μεταξύ 20-35 δεν ζουν με τους γονείς τους μόνο για… το φαγάκι της μαμάς. Η πενία τους εξαναγκάζει. Κι όσο δεν ζουν μόνοι, η δημιουργία οικογένειας πάει όλο και πιο πίσω, ή μεταφέρεται εκτός Ελλάδος. Το brain drain επιβραδύνθηκε πολύ αλλά δεν τελείωσε.
Δεν προσφέρουν λύση τα στεγαστικά προγράμματα (πχ το my home); Το ποσοστό των νοικοκυριών με παιδιά που ζουν σε σπίτι αγορασμένο με στεγαστικό δάνειο είναι ίσως το χαμηλότερο στην ΕΕ και δυστυχώς καταγράφει πτωτική τάση. Οι κυβερνητικές πρωτοβουλίες είναι οπωσδήποτε προς τη σωστή κατεύθυνση, όμως η συνεχής άνοδος της τιμής των ακινήτων τις υπονομεύει. Συμπερασματικά, η τρέχουσα δημογραφική κρίση δεν μπορεί εύκολο να αποδοθεί σε κάποια κακή νοοτροπία των νεότερων. Αντίθετα, δεν αναπαράγονται διότι σκέφτονται το μέλλον και των ίδιων των παιδιών τους. Επί τούτου να προσθέσω και τη μεγάλη αύξηση των αμβλώσεων από άνεργες παντρεμένες γυναίκες κατά τη διάρκεια της κρίσης. Η -σε μεγάλο βαθμό οφειλόμενη στο πληθωρισμό των βασικών ειδών- βιοτική αδυναμία οδηγεί σε διευρυνόμενη οικονομική ανισότητα και σε ενδοοικογενειακή και νεανική βία, δηλαδή σε περιβάλλον εκμηδενισμού των γεννήσεων που ορίστηκε ως συμπεριφορικός καταποντισμός από τον Καλχούν το ‘60. Άλλωστε, όπως έχει πει κι ο Άρνολντ Τόινμπι, οι πολιτισμοί τείνουν να πεθαίνουν λόγω αυτοκτονίας κι όχι δολοφονίας.
Ποιες είναι λοιπόν οι άμεσες οικονομικές επιπτώσεις όλων αυτών; Πλέον οι γέροι κληρονομούνται από άλλους γέρους, δεδομένου ότι 85χρονοι αφήνουν τις περιουσίες τους στα 55χρονα τέκνα τους. Οι κληρονόμοι βρίσκονται σε εκείνο το στάδιο της ζωής όπου σπανίως ενδιαφέρονται για παραγωγή νέου πλούτου. Έτσι, οι κατατμημένες περιουσίες διατίθενται στην εξασφάλιση άνετου υπόλοιπου βίου, εν μέρει και στη χρηματοδότηση σπουδών των κατιόντων, και σε τίποτα παραγωγικότερο. Ενώ το αποταμιευμένο χρήμα θα είναι όλο και λιγότερο αποδοτικό, θα σπανίζει και το αναγκαίο εργατικό δυναμικό, με αποτέλεσμα να καταστεί δυσχερέστατη η συνέχιση κρίσιμων οικονομικών δραστηριοτήτων (πχ πληροφορική, φροντίδα ηλικιωμένων, συντήρηση κτιρίων, τουρισμός, εστίαση, αγροδιατροφή κλπ). Τα συνταξιοδοτικά διαθέσιμα θα υφίστανται συνεχή πίεση (τουλάχιστον μέχρι να φύγουν από τη ζωή οι baby boomers). Σχολικές υποδομές θα μένουν αδρανείς και πολλοί εκπαιδευτικοί δεν θα έχουν επαγγελματικό αντικείμενο. Η ύπαιθρος θα ερημώσει, μα και μεγάλες αστικές ζώνες θα παρακμάσουν δραματικά, εις βάρος των αξιών γης. Στο ορατό μέλλον σοβαρότερο πρόβλημα δεν θα είναι η ανεργία αλλά η εύρεση εκείνων που θα εργάζονται και θα καταβάλουν ασφαλιστικές εισφορές.
Λύσεις υπάρχουν; Ναι, αλλά όχι απλές. Συζητείται η μαζική στροφή στη ρομποτική και στην αυτοματοποίηση της παραγωγής, αλλά πώς μπορεί να γίνει αυτό σε μια χώρα με τον ψηφιακό αναλφαβητισμό και με το εμπορικό έλλειμμα της Ελλάδας; Η επαγγελματική κατάρτιση συστηματικά δίνει έμφαση στην ποσότητα, όταν πλέον ζητούμενο είναι η ποιότητα: με εκατοντάδες εκατομμύρια του RRF εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες τυπικά απέκτησαν πράσινες και ψηφιακές δεξιότητες, χωρίς ορατό αντίκρυσμα στην πραγματική οικονομία. Παράλληλα, το ασθενές τραπεζικό σύστημα δείχνει ανίκανο να στηρίξει δυναμικές κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση. Τα μέτρα αύξησης γεννήσεων; Καλά τα επιδόματα αλλά καλύτερη η δυνατότητα του γονιού να αφήνει κάπου το παιδί του ώστε να δουλεύει. Από κει και πέρα, έπονται τα βαριά έξοδα για ενισχυτική διδασκαλία και σχολικό προσανατολισμό που σήμερα καταβάλλονται ιδιωτικά. Η στήριξη των γονιών δεν μπορεί να εξαντλείται σε μικρά χρηματικά βοηθήματα, αλλά πρέπει να έχει και μακροπρόθεσμο θεσμικό χαρακτήρα. Το εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι ταυτόχρονα πανάκριβο για τη μέση οικογένεια και αναποτελεσματικό για τις προοπτικές μαθητών, σπουδαστών και φοιτητών.
Αρκετοί διαμορφωτές της κοινής γνώμης βλέπουν ως μόνη λύση, έστω βραχυπρόθεσμα, την ανοχή στην παράνομη μετανάστευση. Οι πιο ευκατάστατοι ομολογουμένως έχουν περισσότερο συμφέρον από την αθρόα εισαγωγή-νομιμοποίηση ξένων, αφού αποκτούν νέους καταναλωτές και εργαζόμενους, με χαμηλότερες αποδοχές. Επιπλέον, η δική τους καθημερινότητα επηρεάζεται αμυδρά • κατά κανόνα κατοικούν σε ασφαλείς περιοχές μακριά από τους πολλούς, στέλνουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία, επιλέγουν ιδιώτες παρόχους υπηρεσιών υγείας, δεν χρειάζεται να χρησιμοποιούν ΜΜΜ. Όσοι χάνουν από τη μαζικη μετανάστευση είναι οι μικροί, οι φτωχότεροι μισθωτοί και αυτοαπασχολούμενοι. Οι μισθοί τους μένουν χαμηλά, τα ενοίκια στις υποβαθμισμένες γειτονιές τους ανεβαίνουν, τα παιδιά τους είναι σε σχολικές τάξεις όπου η εκπαιδευτική διαδικασία περιπλέκεται επειδή οι μισοί μαθητές αντιμετωπίζουν γλωσσικές δυσκολίες. Η αθρόα εισαγωγή φθηνού εργατικού δυναμικού καταλήγει εμπόδιο στην ανέλιξη των οικονομικά ασθενέστερων και κατ’ επέκταση διευρύνει τις ανισότητες. Τα αρνητικά όμως δεν εξαντλούνται εδώ. Ο μέσος παράνομος μετανάστης είναι εντελώς αναλφάβητος (στη μητρική του γλώσσα) και εντελώς ανειδίκευτος, δηλαδή εντελώς ακατάλληλος για μια διαδικασία μετασχηματισμού σε οικονομία γνώσης και παραγωγής αγαθών υψηλής-υπερυψηλής προστιθέμενης αξίας, για την τόσο εύηχη Ελλάδα 2.0. Συχνότατα έρχεται για τα επιδόματα και για την επιείκεια των αρχών νόμου και τάξης. Αν ήταν πιο παραγωγικός πιθανότατα θα προτιμούσε να κρατήσει τα λεφτά του και να παραμείνει στην πατρίδα του, όπου οι δείκτες ανάπτυξης είναι πολύ υψηλότεροι των δικών μας (τα τελευταία χρόνια σε Πακιστάν και Μπαγκλαντές ξεπερνούν το 5%). Οι δεξιότητες τους εξαντλούνται σε βασικές αγροτικές και οικοδομικές εργασίες, η δε αναβάθμιση τους είναι δύσκολη, αν όχι αδύνατη. Η ελεγχόμενη μετανάστευση θα προσέφερε λύσεις σε όλη την οικονομική αλυσίδα και ιδιαίτερα στον τομέα της περίθαλψης, όμως παραδόξως δεν επιλέγεται σοβαρά από τους κυβερνώντες.
Πριν 2100 χρόνια, ο Πολύβιος στηλίτευε την αδιαφορία των Ελλήνων να τεκνοποιήσουν, κάτι που ίσχυε και για τους Ρωμαίους του 3ου-4ου μΧ αιώνα. Πάντως δεν αποκλείεται να ξαναδούμε αυξητική τάση αργότερα, εφόσον η εθνική οικονομία οδηγήσει σε υψηλότερα διαθέσιμα εισοδήματα, όπως συνέβη και στο διάστημα από το 2000 ως το Καστελόριζο. Ως τότε, δεν επιτρέπεται να αντιμετωπίζουμε τις γυναίκες του Αναπτυσσόμενου Κόσμου ως… κουνέλες που θα μας απαλλάξουν από τα βάσανά μας. Παραδειγματιζόμενοι από τους προγόνους μας, οφείλουμε να πάρουμε την τύχη μας στα χέρια μας.
*Δημοσιεύθηκε στη “ΜτΚ” στις 26-27.10.2024