«Θα μας συγχωρήση ο Θεός [δύο λέξεις σβησμένες] το 1915; Φταίμε όλοι! και ο Βενιζέλος ακόμα! Τώρα αισθάνομαι πόσο έφταιξα!»
Ιωάννη Μεταξά, Ημερολόγιο, 7 Ιανουαρίου 1941
του Σπύρου Κουτρούλη από το Άρδην τ. 132
Η ερμηνεία του Ιωάννη Μεταξά για τη Μεγάλη Ιδέα διατυπώνεται στον επίλογο των 70 άρθρων του, με τα οποία διαλέγεται με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, στην Καθημερινή της 23ης Ιανουαρίου 1935. Ουσιαστικά αποτελεί αποδοκιμασία όλης της εθνικής εξόρμησης που προηγήθηκε αλλά και της αλεξανδρινής, βυζαντινής περιόδου. Η επιλογή του αρχαιοελληνισμού –όπως βέβαια αυτός τον ερμηνεύει– αποτελεί επανάληψη της «μικράς και έντιμης Ελλάδος», της Ελλάδος της Μελούνας. Επηρέασε στις επόμενες δεκαετίες αρκετούς στοχαστές που επικαλούνται έναν φανταστικό ελληνισμό, όχι για να ενισχύσουν αλλά για να αποδυναμώσουν το υπαρκτό ελληνικό κράτος. Οι αναφορές στον αποεδαφικοποιημένο ελληνισμό, που έχει απορροφηθεί από την αποκλειστική μέριμνα για τον πολιτισμό αποτελούν παραίτηση υπεράσπισης του υπαρκτού ελληνικού κράτους από εξίσου υπαρκτές απειλές από άλλα ισχυρότερα κράτη.
Γράφει ο Ι. Μεταξάς: «Αλλά τι Εθνικόν Ιδεώδες θα την εμπνεύσει, αφού η Μεγάλη Ιδέα κατέπεσε μετά πατάγου; Εδώ είναι το σφάλμα. Δεν κατέπεσεν η Μεγάλη Ιδέα. Κατέπεσεν η προσπάθεια προς πραγματοποίησιν αυτής υπό εδαφική μορφήν. Κατέπεσεν η Ελληνο-βυζαντινή αντίληψις αυτής. Δεν κατέπεσεν όμως η αρχαία αντίληψις αυτής, η αντίληψις της κυριαρχίας του Ελληνισμού, όπου ευρίσκεται και δρα. Το σφάλμα είναι, ότι ενομίσαμεν ότι ημπορούμεν κατ’ αναλογίαν με άλλα έθνη, να περιλάβωμεν εντός ορίων εδαφικών τον Ελληνισμόν. Ενώ ακριβώς η ιδιοφυΐα της φυλής μας είναι το να μη έχει όρια. Εις όλην την ιστορίαν μας, πλην του Βυζαντίου, οι Έλληνες απετελούμεν ένα ή πλειότερα ισχυρά κρατικά κέντρα με όρια, ακτινοβολούντα όμως πλοκάμους προς πάσας κατευθύνσεις, και απωτάτας ακόμη. Ούτε η προσπάθεια του Αλέξανδρου όπως του δώσει αλλοίαν μορφήν έσχε διάρκειαν. Αλλά εάν το κρατικόν κέντρον εκ του οποίου εκπορεύεται η φυλετική ζωή έχη όρια, το σύνολον όμως με τους πλοκάμους μαζί δεν δύναται να περιληφθή εις όρια…Αλλά τότε ποια θα είναι η ενότης ενός τοιούτου Ελληνισμού; Ο πολιτισμός του! Και με πολιτισμόν δεν εννοούμεν τον μηχανικόν πολιτισμόν, αλλά τον βαθύτερον πολιτισμόν, όστις είναι η εκ των εγκάτων της φυλής μας εκδηλώσεις της ζωτικότητος, της ιδιοφυΐας της και της ισχύος της…Αυτό ήτο το περιεχόμενον της Μεγάλης Ιδέας του αρχαίου Ελληνισμού. Αν θέλετε, αυτό υπελάνθανε ως Μεγάλη Ιδέα και του εν τω Βυζαντινώ κράτει Ελληνισμού, όχι όμως του Βυζαντινού κράτους, το οποίον κράτος κατά βάθος υπήρξεν όργανον του Ελληνισμού εκείνου. Αλλά το Βυζαντινόν κράτος ήτο κατασκεύασμα των τάσεων και των ροπών του Μεσαίωνος. Ημείς δε τώρα ζώμεν εις τον εικοστόν αιώνα! Ο δε Ελληνισμός, όστις κατώρθωσε να φθάση εις τον εικοστόν αιώνα, ενώ τόσα έθνη κατεποντίσθησαν εν τω μεταξύ, βραδέως επαναστρέφει προς τας αντιλήψεις και την νοοτροπίαν του αρχαίου. Αυτή λοιπόν δύναται και κατ’ ανάγκην θα είναι η Μεγάλη Ιδέα μας, όχι με το Βυζαντινόν εδαφικόν περιεχόμενον της αρχαίας, δηλαδή κατ’ ουσίαν, και πάλιν η επικράτησις της φυλής και εκτός των ορίων του ελληνικού κράτους, ιδιαίτατα δε εις την γειτονίαν αυτού».
*
Από το Ημερολόγιο του Μεταξά πολύ ενδιαφέρουσα είναι η ανακοίνωση της 30ής Οκτωβρίου 1940 προς τους ιδιοκτήτες και αρχισυντάκτες του αθηναϊκού Τύπου. Αφού διακηρύσσει ότι, αυτή την κρίσιμη στιγμή, δεν θέλει μόνο την πένα τους, αλλά και την ψυχή τους, αναλύει με ορθολογικό γεωπολιτικό τρόπο τους λόγους της αντίστασης μέχρις εσχάτων στον Ιταλό εισβολέα. Σε περίπτωση μη αντίστασης, η χώρα αυτήν τη φορά θα είχε διχαστεί σε τρία διαφορετικά κράτη. Παρότι με την απόφαση του ΟΧΙ η χώρα θα υποφέρει, στο τέλος θα εξέλθει νικηφόρα και μεγαλύτερη. Με τρόπο ενωτικό αναφέρεται στη σημασία της πολιτικής που άσκησε ο «αείμνηστος Βενιζέλος», και γράφει: «Λοιπόν ακούστε για να συνεννοηθούμε. Εγώ κύριοι, όπως επαρκώς σας εξήγησα, ετήρησα μέχρι σήμερον την πολιτικήν του αειμνήστου Βασιλέως Κωνσταντίνου, δηλαδή την πολιτικήν της αυστηράς ουδετερότητος. Έκανα το παν δια να κρατήσω την Ελλάδα μακράν της συγκρούσεως των μεγάλων κολοσσών. Ήδη, μετά την άδικον επίθεσιν της Ιταλίας, η πολιτική την οποίαν ακολουθώ είναι η πολιτική του αειμνήστου Βενιζέλου. Διότι είναι η πολιτική του συνταυτισμού της Ελλάδος με την τύχην της Δυνάμεως, δια την οποίαν η θάλασσα είναι ανέκαθεν, όπως είναι δια την Ελλάδα, όχι το εμπόδιον που χωρίζει, αλλά η υγρά λεωφόρος που συνδέει».
*
Οι ιδεολογικές συγκλίσεις δεν συνεπάγονται αναγκαία πολιτικές συγκλίσεις. Στο Ημερολόγιό του, ο Μεταξάς απορεί γιατί, ενώ ιδεολογικά ταυτίζεται με τα καθεστώτα της Γερμανίας και της Ιταλίας, αυτά επιτέθηκαν στη χώρα του. Η ερμηνεία που δίνει, αβάσιμη κατά την άποψή μου, είναι ότι στάθηκαν ιδεολογικά ανακόλουθα. Βεβαίως, υπήρχε μια σημαντική διαφορά: ο ναζισμός και λιγότερο ο φασισμός είχαν ιδεολογία ανοικτά αντιεβραϊκή και αντισημιτική, σε αντίθεση με το καθεστώς Μεταξά που στάθηκε φιλικό προς τους Ελληνοεβραίους. Το συμπέρασμα είναι ότι οι ιδεολογικές συγκλίσεις δεν δημιουργούν αναγκαία και πολιτικές συγκλίσεις. Μετά την πτώση της χώρας, ο βασιλιάς και τα υπολείμματα του καθεστώτος Μεταξά αναχώρησαν για τη Μέση Ανατολή. Όμως υπήρξαν και περιπτώσεις στελεχών του, όπως ο Άριστος Καμπάνης, που διηύθυνε το θεωρητικό περιοδικό Νέο Κράτος, που συνεργάστηκε με τις δυνάμεις κατοχής, η συγγραφέας Σίτσα Καραϊσκάκη και δημοσιογράφοι όπως οι αδερφοί Ωρολογά, που ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο της συνεργασίας. Αλλά, ας δούμε, τί έγραψε ο Μεταξάς στις 2 Ιανουαρίου 1941:
«Λοιπόν στο ζήτημα της Ελλάδος αποδείχθηκε η ψευτιά και των δύο. Πρώτα φυσικά του Μουσολίνι. Και δεύτερον του άλλου. Η Ελλάς έγινε από της 4ης Αυγούστου Κράτος αντικομμουνιστικό, Κράτος αντικοινοβουλευτικό, Κράτος ολοκληρωτικό, Κράτος με βάση αγροτική και εργατική, και κατά συνέπεια αντιπλουτοκρατικό. Δεν είχε βέβαια κόμμα ιδιαίτερo να κυβερνά. Αλλά κόμμα ήτανε όλος ο Λαός, εκτός από τους αδιόρθωτους κομμουνιστάς και τους αντιδραστικούς παλαιοκομματικούς. Επομένως, αν ο Χίτλερ και ο Μουσσολίνι αγωνιζόντανε πραγματικά για την ιδεολογία που υψώνανε για σημαία, έπρεπε να υποστηρίζουν παντού την Ελλάδα με όλη τους τη δύναμη. Ακόμα και να ανεχόντανε αν τα άμεσα συμφέροντα ή και η ανάγκη από τη γεωγραφική της θέση έφερνε την Ελλάδα κοντά στην Αγγλία. Λοιπόν, το εναντίον, η Ελλάδα έμεινε μακριά από την Αγγλία – εκτός από την απαραίτητη και αλλοιώς αναγκαία φιλική σχέση. Η Ελλάδα καμμιά βοήθεια ούτε έδωσε ούτε υπεσχέθη εις την Αγγλία. Επομένως, η Ιταλία, που ωστόσο ανεγνώριζε την συγγένεια του Ελληνικού καθεστώτος προς το δικό της, έπρεπε να είναι φιλικώτατη προς την Ελλάδα, ειλικρινά και πιστά φιλικώτατη. Και όμως, ήταν εχθρική. Από εξ αρχής εχθρική. Και στο τέλος επεζήτησε να την κατακτήσει και να την υποδουλώσει… Ώστε και ο αντικομμουνισμός τους ψεύτικος, και η ολοκληρωτικότητά τους η κρατική ψεύτικη, και ο αντικοινοβουλευτισμός τους ψεύτικος, και η αντιπλουτοκρατία τους ψεύτικη, και ό,τι άλλο παρόμοιο ψεύτικο. Αληθινό δε είναι ένας διψασμένος ιμπεριαλισμός. Αυτός για τον οποίο κατηγορούνε τους Άγγλους… Μια φορά είναι όχι μόνον μωρός, αλλά και κακόπιστος ο Έλληνας που πιστεύει ακόμα τώρα πλέον, με αυτά που βλέπουμε γύρω μας, σε ιδεολογίες του Χίτλερ και πολύ περισσότερο του Μουσσολίνι. Είναι μεγάλοι άνθρωποι αλλά χαμηλοί. Ούτε σε γερμανικές ιδεολογίες και ρωμαντισμούς. Ιταλικές δεν υπάρχουνε».