Του Χρήστου Νικολόπουλου
Στον απόηχο των εορτασμών για την επέτειο του Πολυτεχνείου και στο κλείσιμο μιας ιστορικής εποχής που ονομάστηκε η σύγχρονη ελληνική μεταπολίτευση βλέπουμε το άνοιγμα μιας μεγάλης συζήτησης σχετικά με το τι πρεσβεύει η 17η Νοέμβρη στο σήμερα.
Η 17η Νοεμβρίου του 1973 έμελλε ν’ αποτελέσει την επέτειο των γενεθλίων για τη σύγχρονη ελληνική μεταπολίτευση στη συλλογική μας μνήμη. Τα αιτήματα για την εξάλειψη της φτώχειας, για τη δίχως αποκλεισμούς παιδεία και για την κατοχύρωση των δημοκρατικών ελευθεριών συμπυκνώθηκαν στο σύνθημα «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία» και έκαναν τη δυναμική τους εμφάνιση σε μια εποχή όπου ο Συνταγματικός νόμος είχε καταλυθεί υπό το βάρος του στρατιωτικού.
Μέσα από ένα ακηδεμόνευτο νεολαιίστικο ξέσπασμα τα αιτήματα αυτά ήρθαν να αφυπνίσουν και να συνδεθούν με τις πολιτικές και τις κοινωνικές εξελίξεις σε πολλές χώρες του εξωτερικού.
Για την περίοδο της σύγχρονης ελληνικής μεταπολίτευσης ο συμβολισμός της εξέγερσης με την οποία σημαδεύτηκε η 17η Νοεμβρίου έφερε τη μαχητικότητα, την αποφασιστικότητα και το δυναμισμό που μπόρεσαν να αλλάξουν μια ιστορική εποχή. Πράγματι στη συλλογική μας μνήμη αποτέλεσε το γεγονός εκείνο που κατέστη καθοριστικό όχι απλώς για μια εποχή αλλαγών αλλά για την αλλαγή μιας ολόκληρης εποχής.
Για όσο χρόνικό διάστημα η σύγχρονη ελληνική μεταπολίτευση βίωνε το υπερκαταναλωτικό και παρασιτικό μοντέλο της ζωής σε συνδυασμό με την ανάπτυξη μιας ναρκισιστικής κουλτούρας ελευθεριακών δικαιωμάτων τα αιτήματα για «ψωμί, παιδεία, ελευθερία» αποτελούσαν ένα ορόσημο στο οποίο οφείλαμε εν πολλοίς αυτά που ήμασταν σε θέση όχι μόνο να διεκδικήσουμε για το σήμερα αλλά και να απολαύσουμε για το τώρα. Το Πολυτεχνείο είχε αποκτήσει μια υπερβατική μεταφυσική διάσταση και ως προς τούτο μπορούσε να τροφοδοτήσει πολλαπλές νοηματοδοτήσεις. Για όλο αυτό το χρονικό διάστημα εκείνο το σημείο όπου δεν κατέστη σαφές και αφορά όχι μόνο στα γεννητούρια της σύγχρονης ελληνικής μεταπολίτευσης αλλά και τη συλλογική μας μνήμη ήταν ότι ο ορισμός του Πολυτεχνείου ως αίτημα πολιτικής και κοινωνικής αυτοπραγμάτωσης ήταν ευθύς εξ’ αρχής υπονομευμένος. Κι αυτό διότι κάτω από τις χαρές και τις ευχές για τα γενέθλια της νέας εποχής που σημάδεψανε τα γεγονότα του Πολυτεχνείου αποκρύφτηκε ο θρήνος του εθνικού μας πένθους.
Η πραγματικότητα είναι ότι η μαύρη επταετία των Συνταγματαρχών έπεσε μαζί με το βόρειο τμήμα της Κύπρου το καλοκαίρι του 1974. Όμως για μια εποχή με οράματα κοινωνικής και πολιτικής αυτοπραγμάτωσης ο θρήνος δεν μπορούσε να σταθεί δίπλα στην αισιοδοξία. Γι’ αυτό σταδιακά εξοβελίστηκε από τη συλλογική μας μνήμη. Τα γεγονότα της 20ης Ιουλίου του 1974 με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο δεν χωρούσαν στο κάδρο της σύγχρονης ελληνικής μεταπολίτευσης και έτσι, σε μεγάλο βαθμό, έζησαν για πολλά χρόνια στη σκιά των γεγονότων της 17ης Νοεμβρίου του 1973. Σε μια σπάνια ιστορική στιγμή όπου τα κοινωνικά και πολιτικά αιτήματα μπορούσαν να εκφραστούν μέσα από μια εθνική ολοκλήρωση τα γεγονότα ήρθαν να φέρουν το εθνικό άγος της Κύπρου να ρίχνει τη βαριά σκιά του στην εποχή της σύγχρονης ελληνικής μεταπολίτευσης. Βλέποντας το με τη ματιά του σήμερα θα πει κανείς πως ο άνθρωπος πρέπει να κοιτάει μπροστά στη ζωή. Διώχνει τα άσχημα από τη μνήμη για να μείνει στα καλά. Στη συλλογική μνήμη όμως;
Αυτό είναι που κάτι που καλούμαστε απαντήσουμε πλέον. Για να μπορέσουμε στο τέλος της σύγχρονης ελληνικής μεταπολίτευσης να τοποθετήσουμε τα γεγονότα της συλλογικής μνήμης στις σύγχρονες επετείους. Για να μπορέσει και η επέτειος των γεγονότων της 17ης Νοέμβρη 1973 στο Πολυτεχνείο να βρουν την ιστορική τους ολοκλήρωση στα γεγονότα της 20ης Ιουλίου του 1974. Για να εγκαινιάσουμε σοφότεροι με τη σειρά μας τη μετάβαση σε μια νέα εποχή.