στον Μιχάλη Γκανά
του Δημήτρη Κοσμόπουλου
Πάλι το γνωστό άλογο, μαύρο και λαμπερό, στο μικρό πάρκο απέναντι, την ώρα που, ποιός ξέρει από ποιούς συμφωνημένο, έπαψαν να περνούν, λυσσασμένα κύματα, τ’ αυτοκίνητα.
Mε κοίταξε μασώντας τα πυκνά φύλλα του μεσημεριού και ένευε με κινήματα περήφανα της κεφαλής του σαν να μου έλεγε: «Θυμάσαι;»
Tο χειρότερο είναι ότι έβλεπα μια κατακόκκινη ανοιχτή πληγή στην αριστερή του παρειά και σταγόνες αίμα να πέφτουν στο ταλαίπωρο χώμα, πάνω σε σκουπίδια και χαρτιά.
Όμως το παράπονο της υπομονής του παλληκαρίσιο, καυτό όπως η μεσημεριανή αλκή. Mασώντας αυτά τα αόρατα φύλλα, μπαίνει στον δρόμο κι αρχίζει να τον διασχίζει αποφασιστικά, την ώρα που ξεχύνεται, ουρλιάζοντας, η αύρα της αστυνομίας.
Στα μάτια του σπιθίζουν δάκρυα σκληρά, διαμάντια. Kατά τα άλλα, ανέβηκα κι εγώ στο λεωφορείο, με τον υπόλοιπο κόσμο· την ώρα που το άλογο σπάραζε κάτω απ’ τους τροχούς και με το βλέμμα έψελνε την εξόδιο ακολουθία.
Aύριο, ίσως να το προλάβω.
ΣΦΥΡΙΓΜΑ
και τούτο του Γκανά
Μια μέρα του Γενάρη χαμηλή
ο ουρανός εφάνταζε χαλί
χάλκινο, στάχτινο, απλωμένο
σε χρόνο αλλοιώτικο και ξένο.
Περνούσε τ’ ορφανό πουλί.
–Μέρα Γενάρη χαμηλή–
βρήκε ένα δέντρο γυμνωμένο
κι είπε: «Τον ουρανό τον ξένο
τον γνώρισα. Κι απ’ την θηλή
της άγριας, σκοτεινής Σελήνης
ήπια φωνές της σκοτοδίνης.
Κατάμονο κι ηλεκτρισμένο,
βρήκα δεντράκι για να μένω.
Κι η μέρα τούτη η χαμηλή
σαν φυλλαράκι μαραμένο
θα με ξεχάσει. Κι η πολλή
λύσσα του ανέμου θα γυρίσει
σε χιόνι. Και θα με χαρίσει
σε άλλη νύχτα πιο απαλή.
Στον κόρφο της τον αναμμένο
κορμάκι ανήμπορο, χαμένο.
Κι είναι ουρανός ξαστερωμένος
στον θάνατο, όλος απλωμένος».
Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ
ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ 2013
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
Αθηνάς κι Ευριπίδου γωνία
στέκομαι εμπύρετος, βουβός. Αμμωνία
από του στήθους τις αναθυμιάσεις.
Άγριο γλυκοσάλεμα. Εσύ, θα περάσεις
μικρή Ουρανία, στον χαλασμό του πλήθους.
Μήτε θα κοιτάξεις, μήτε θα μιλήσεις.
Καλλικέλαδα –στο σπήλαιο πάντα, του στήθους–
καίγονται πουλιά. Εσύ, θα μ’ αφήσεις.
«Βλέπω φανερά τον γκρεμό μου»
σας έγραψα, κύριε, Σπυρίδωνα Λάμπρο.
«Το έθνος βουλευτοκρατείται». Νά ’βρω
μια Σκιά, κι ας είν’ του Άδου. Τον χαμό μου.
Να βουλιάξω στα παληά τα χρόνια.
Χρόνος των Αθηνών, η Εφημερίς. Της Ηπείρου
Φωνή, η στήλη μου. Κι ο αχός του Απείρου,
λύνει τα νερά, με καίει με χιόνια.
Αθηνάς κι Ευριπίδου γωνία
φλέγομαι. Έχει κρύο. Κι η ανία
για σας, πόση, ένδοξε κύριε Παράσχο!
Θα μπω στον τάφο μου. «… αύριο, του Χριστού, θα φέξει»,
γράφω στον αδελφό μου. «Τον Σταυρό Του πάσχω».
Δροσολογιά ο θάνατος. Κι όποιος αντέξει.