Του Μίχαλ Κρανζ* από το Άρδην τ. 133
Κατά το μεγαλύτερο μέρος της περασμένης χρονιάς στη Βαρσοβία, η πρώτη ερώτηση που μου έκαναν Πολωνοί και Ουκρανοί όταν μάθαιναν ότι μεγάλωσα στις ΗΠΑ ήταν ποιος πίστευα ότι θα κερδίσει τις εκλογές του 2024. Στη συνέχεια, αναπόφευκτα, ήθελαν να μάθουν αν στην περίπτωση που επικρατούσε ο Τραμπ θα άφηνε πραγματικά την Ουκρανία και την Ανατολική Ευρώπη στα νύχια των Ρώσων.
Τις μία ή δύο ημέρες μετά τη νίκη του Τραμπ, ο φόβος αυτός ήταν διάχυτος μεταξύ των φίλων και των συγγενών απ’ την Πολωνία. Ωστόσο, έπειτα από μήνες προειδοποιήσεων για τις αποκαλυψιακές συνέπειες που θα είχε η επιστροφή του Τραμπ στην Ουκρανία και, ευρύτερα, στην ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, ένα νέο αφήγημα είχε αναδυθεί κατά μήκος των ανατολικών συνόρων της Ευρώπης: Προετοιμασία, όχι πανικός.
Η πιθανή κατάληξη του πολέμου στην Ουκρανία κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους της νέας θητείας Τραμπ είναι μόνον η κορυφή του παγόβουνου των αλλαγών που αυτή τη στιγμή βρίσκονται στον ορίζοντα και αφορούν στην Ανατολική Ευρώπη. Τα κράτη της περιοχής, κυρίως η Πολωνία και οι Βαλτικές Χώρες, εξετάζουν ήδη πέραν της Ουκρανίας ένα σενάριο σύμφωνα με το οποίο η Ρωσία θα μπορούσε να θέσει στο στόχαστρο την ίδια την ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, που δίχως τις κατηγορηματικές εγγυήσεις ασφαλείας από την πλευρά των ΗΠΑ, θα είναι ευάλωτη όσο ποτέ άλλοτε. Κι όμως, για την Ανατολική Ευρώπη, αυτή η στιγμή της έντασης προσφέρει ανεπανάληπτες ευκαιρίες. Ελλείψει της καθοδηγητικής, αν και συχνά περιοριστικής συμβολής της Αμερικής, θα έχουν την ευκαιρία να επαναπροσδιορίσουν το δικό τους αμυντικό μέλλον, να δρέψουν τους καρπούς της μεταπολεμικής οικονομικής τάξης στην Ουκρανία και να αναγκάσουν τελικά τη Δυτική Ευρώπη να αντιμετωπίσει κατάματα τις πραγματικότητες ενός πολυπολικού κόσμου.
Με άλλα λόγια, αυτό που βιώνουμε είναι μια πλήρης μετατόπιση της ισορροπίας δυνάμεων προς την Ανατολική Ευρώπη. Βραχυπρόθεσμα, η Πολωνία και οι Βαλτικές Χώρες δεν έχουν άλλη επιλογή από το να ανταποκριθούν στις ευθύνες τους και να αναλάβουν μια ισχυρότερη θέση μέσα στην Ευρώπη απ’ ό,τι στο παρελθόν, καθώς αντικρίζουν κατάματα μια Ρωσία ακόμα πιο αποχαλινωμένη από έναν de facto θρίαμβο στην Ουκρανία, αλλά και την αποδυνάμωση της αμερικανικής ομπρέλας ασφαλείας στην Ευρώπη. Η Ουκρανία, εν τω μεταξύ, βρίσκεται αντιμέτωπη με το χειρότερο δυνατό σενάριο, με την κάνουλα της αμερικανικής υποστήριξης να κλείνει – ένα ενδεχόμενο που θα αναγκάσει την Ευρώπη να αναλάβει τα ηνία της ουκρανικής άμυνας, αλλά και της δικής της, για πρώτη φορά έπειτα από αρκετές γενιές.
Οι πιθανότητες ο Τραμπ να κάνει μια στροφή στο θέμα της βοήθειας προς την Ουκρανία και να συνεχίσει να χρηματοδοτεί την άμυνά της είναι, δυστυχώς, πολύ μικρές· έτσι, η Ουκρανία αναμένεται να συρθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Οι ευρωπαϊκές προσπάθειες, με επικεφαλής την Πολωνία, να συνεχίσουν να υποστηρίζουν τον στρατό της, στην καλύτερη περίπτωση θα καταφέρουν μόνον να καθυστερήσουν το αναπόφευκτο, και η κυβέρνηση Μπάιντεν το γνωρίζει αυτό.
Οι πρόσφατες αλλαγές στην πολιτική βοήθειας προς την Ουκρανία, όπως η άρση της απαγόρευσης για χρήση των ATACMS και άλλων πυραύλου μεγάλου βεληνεκούς κατά στόχων που βρίσκονται σε ρωσικό έδαφος, οι αποστολές ναρκών κατά προσωπικού είναι, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, μέτρα που αποσκοπούν να βοηθήσουν την Ουκρανία να εξασφαλίσει μια όσο το δυνατόν ευνοϊκότερη θέση πριν από τις διαπραγματεύσεις, αλλά και να της παρέχουν τουλάχιστον μια μικρή αποτροπή έναντι της ρωσικής επιθετικότητας στο μέλλον.
Είναι σχεδόν αυτονόητο ότι οποιαδήποτε ειρηνευτική συμφωνία πιθανόν να καταλήξει σε μόνιμη κατοχή των εδαφών που έχει αποσπάσει μέχρι σήμερα η Ρωσία, αλλά και να αναγκάσει την Ουκρανία να εγκαταλείψει τις φιλοδοξίες της για ένταξη στο ΝΑΤΟ, κάτι που εν ολίγοις συνιστά νίκη για τη Ρωσία. Ακόμη και τότε, όμως, πολλά ερωτήματα παραμένουν σχετικά με το πώς θα εφαρμοστεί στην πράξη μια τέτοια «ειρήνη» και πώς θα μπορούσε η Ουκρανία να αποφύγει να την καταβροχθίσει η Ρωσία σε μια δεύτερη φάση. Η επικρατέστερη πρόταση της μεταβατικής ομάδας του Τραμπ, όπως αναφέρει η Wall Street Journal, θα υποχρέωνε την Ουκρανία να αναβάλει την ένταξή της στο ΝΑΤΟ για είκοσι χρόνια, ενώ μια συνεχής ροή αμερικανικού οπλισμού θα απέτρεπε τη ρωσική επιθετικότητα στο μέλλον, με ενός είδους ευρωπαϊκή ειρηνευτική δύναμη να αστυνομεύει μια αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη η οποία θα βρίσκεται στο σημείο που σήμερα διεξάγονται οι συγκρούσεις.
Μια τέτοια πρόταση συμφέρει την Πολωνία, ενώ ο Πολωνός πρόεδρος Αντρέι Ντούντα είχε υποστηρίξει πέρυσι ότι τα πολωνικά στρατεύματα θα μπορούσαν να αναπτυχθούν στην Ουκρανία ως μέρος μιας ειρηνευτικής προσπάθειας. Εν τω μεταξύ, η Πολωνία είναι έτοιμη να επωφεληθεί πάρα πολύ από τη μεταπολεμική ανοικοδόμηση, με 3.000 πολωνικές εταιρείες να έχουν ήδη εγγραφεί στον Πολωνικό Οργανισμό Επενδύσεων και Εμπορίου, προκειμένου να συμμετάσχουν στην ανοικοδόμηση της Ουκρανίας. Η παροχή εγγυήσεων προς την Ουκρανία ενέχει βέβαια σημαντικό ρίσκο – καθώς φέρνει την Πολωνία ένα βήμα πιο κοντά στο ενδεχόμενο μιας σύγκρουσης με τη Ρωσία. Ωστόσο, είναι αυτός ακριβώς ο ρόλος για τον οποίο οι Πολωνοί ηγέτες προετοιμάζουν εδώ και χρόνια τον στρατό της.
Η πεποίθηση των ηγετών της Ανατολικής Ευρώπης είναι πως, ό,τι κι αν κάνουν, θα βρίσκονται στο στόχαστρο της Ρωσίας και, επομένως, η προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στην ενεργή άμυνα. Οι ηγέτες δυτικότερα της ηπείρου έχουν καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα, αν και με λιγότερη αποφασιστικότητα, εξ ου και οι πρόσφατες δεσμεύσεις για επενδύσεις όχι μόνον στην εθνική άμυνα, αλλά και ως προς την ανάπτυξη ενός ευρωπαϊκού στρατιωτικού και βιομηχανικού συμπλέγματος. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστέψουμε ότι ο Πούτιν θα αρκεστεί σε μια διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων στην Ουκρανία. Ακριβώς το αντίθετο. Έχοντας αποσπάσει, ουσιαστικά, μια νίκη στην Ουκρανία, και ενώ η αμερικανική ηγεσία δείχνει ολοένα πιο απρόθυμη να εμπλακεί στρατιωτικά στην Ευρώπη πέρα από το ελάχιστο δυνατό, ο Πούτιν μπορεί κάλλιστα να αποφασίσει ότι τώρα είναι η στιγμή για την περαιτέρω ανασύσταση της σοβιετικής σφαίρας επιρροής. Η Δυτική Ευρώπη έχει αυξήσει σταδιακά την ετοιμότητά της, με τη Γαλλία για παράδειγμα να βρίσκεται σε καλό δρόμο ώστε να αγγίξει φέτος το όριο του 2% για τις αμυντικές δαπάνες ως προς το συνολικό ΑΕΠ, ωστόσο στην Ανατολική Ευρώπη γνωρίζουν πολύ καλά πως εάν η Ρωσία επιτεθεί, θα είναι στο δικό τους χέρι να κρατήσουν την πρώτη γραμμή. Η Πολωνία διαθέτει αυτή τη στιγμή τον τρίτο μεγαλύτερο στρατό στο ΝΑΤΟ και, αν ο στρατός της Ουκρανίας μπόρεσε να κρατήσει τις ρωσικές δυνάμεις μακριά για σχεδόν τρία χρόνια, η προσδοκία είναι ότι ο πιο ισχυρός και τεχνολογικά προηγμένος δικός της στρατός θα μπορέσει να κάνει το ίδιο.
Είναι δύσκολο να υπερβάλει κανείς ως προς το πόσο αβέβαιη γίνεται ξαφνικά η ασφάλεια της Ανατολικής Ευρώπης μετά την εκλογή Τραμπ. Μια ολοκληρωτική αναδίπλωση των Αμερικανών από το ΝΑΤΟ είναι λιγότερο πιθανή απ’ ό,τι η σχετική εκτεταμένη συζήτηση άφησε να διαφανεί – και τα πρόσφατα εγκαίνια μιας ακόμη αμερικανικής βάση στην Πολωνία, καθώς και οι προσπάθειες που έγιναν ώστε να εξασφαλιστεί η συνέχεια της αμερικανικής βοήθειας προς την Ουκρανία και το ΝΑΤΟ και επί Τραμπ, σημαίνουν ότι είναι δύσκολο γι’ αυτόν να αποστασιοποιηθεί εντελώς από τη συμμαχία. Όμως, με τη Ρωσία να επικαιροποιεί το πυρηνικό της δόγμα, να εκτοξεύει έναν βαλλιστικό πύραυλο με πυρηνικές δυνατότητες στην Ουκρανία και να τοποθετεί πρόσφατα τη νέα αμερικανική βάση στην Πολωνία ως έναν από τους πιθανούς στόχους της, ο Πούτιν πιστεύει ότι έχει το πάνω χέρι –και ότι η Ευρώπη δεν θα έχει τη βούληση ή την ικανότητα να υπερασπιστεί επαρκώς τα ανατολικά της σύνορα.
Με τον Τραμπ να βρίσκεται σε λίγους μήνες από τώρα σε τροχιά αλλαγής ολόκληρου του περιφερειακού παραδείγματος, η ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ προσπαθεί ήδη να μετριάσει τις επιπτώσεις αυτής της εξέλιξης. Αυτό τοποθετεί την Πολωνία, πιο συγκεκριμένα, σε έναν κρίσιμο ρόλο, καθώς έχει την ανάγκη όχι μόνον να αποδείξει την αξία της ως ανερχόμενη στρατιωτική δύναμη, αλλά και να συνεργαστεί με χώρες όπως η Ρουμανία, η Σουηδία και εκείνες της Βαλτικής, όπως και η πολιορκούμενη Ουκρανία, προκειμένου να κρατήσουν συλλογικά τη Μόσχα σε απόσταση. Αλλά αυτή η συγκυρία, είναι και γενικότερα ένα καζάνι που βράζει για την Ευρώπη. Επί δεκαετίες οι Δυτικοευρωπαίοι είχαν την πολυτέλεια να λουφάξουν εντός της αμερικανικής ασπίδας ασφαλείας και να επιδίδονται στις ειρηνιστικές τους αυταπάτες. Αυτά έχουν τελειώσει, πρωτίστως για τα γειτονικά της Ρωσίας του Πούτιν κράτη, αλλά η αλήθεια είναι πως ολόκληρη η Ευρώπη βρίσκεται μπροστά σ’ ένα σταυροδρόμι: είτε θα θέσει την ασφάλεια ως προτεραιότητα και θα χαράξει μια ανεξάρτητη πορεία προς τα εμπρός στον τομέα της Άμυνας, είτε θα συνεχίσει στον κατήφορο που έχει πάρει.
*πηγή: www.persuasion.community, 25 Νοεμβρίου 2024 Μετάφραση: Γιώργος Ρακκάς