Αρχική » Καταστροφή και δημιουργία

Καταστροφή και δημιουργία

από admin

Η αναζωπύρωση των κοινοτικών πρακτικών στη δίνη της ελληνικής κρίσης 

του Γιώργου Ρακκά*
Το παρόν αποτελεί διευρυμένη μορφή άρθρου που δημοσιεύτηκε στο 87ο τεύχος του Άρδην

Το τέλος της μεταπολίτευσης, μέσα στη δίνη της ελληνικής κρίσης έχει λάβει μια διττή υπόσταση. Τούτη ανακεφαλαιώνεται σε κάθε έκφραση του συλλογικού και του ατομικού μας βίου. Ξεκινάει, λογουχάρη, από την καταστροφή των κλεπτοκρατικών και πελατειακών δικτύων μέσα στο κράτος, η οποία όμως σηματοδοτεί την κατάρρευση των αντίστοιχων δημοσιοϋπαλληλικών μεσοστρωμάτων, που επεκτάθηκαν μέσα από αυτά, αλλά και, ευρύτερα, την κατεδάφιση συλλογικών κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων που κατέκτησε τα τελευταία σαράντα χρόνια ο ελληνικός λαός με αγώνες. Και καταλήγει με το τέλος ενός υπερκαταναλωτικού, παρασιτικού τρόπου ζωής, που προωθούσε την εγωκρατία και την καταστροφή κάθε συλλογικής ταυτότητας, ένα τέλος που δεν είναι απλώς ένα δημοσιογραφικό κλισέ, αλλά συνεπάγεται την καταστροφή πραγματικών ζωών που είχαν ταυτιστεί μ’ αυτόν.

Πρόκειται, δηλαδή, για μια καθολική κρίση, παρόμοια με τις ολικές κρίσεις των οικοσυστημάτων, που παρασέρνουν στο διάβα τους ακόμα και επιμέρους βιώσιμα υποσύνολα. Το ίδιο συμβαίνει και με τον νέο ελληνισμό σήμερα. Ωστόσο, αυτήν ακριβώς τη στιγμή, τάσεις της ιδιοπροσωπίας μας παλαιότερες και στοργικότερες αναβιώνουν, γιατί ακριβώς σήμερα τείνουν να εκλείψουν όλοι εκείνοι οι παράγοντες που τις κρατούσαν καλά κρυμμένες στο κοινωνικό υπέδαφος.

Αυτό ακριβώς συμβαίνει σήμερα με την αναβίωση των κοινοτικών πρακτικών μέσα στην ελληνική κοινωνία τα τελευταία δύο χρόνια. Πραγματικά, τόσο στις μεγάλες ελληνικές πόλεις, όσο και στην περιφέρεια, σημειώνεται μια διεύρυνση των συνεργατικών πρακτικών και ανθίζουν πρωτοβουλίες πρωτόγνωρες για τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού, όπως είναι οι τράπεζες ανταλλαγής υπηρεσιών, οι εναλλακτικές νομισματικές μονάδες, οι καταναλωτικοί συνεταιρισμοί, η αστική και περιαστική καλλιέργεια, οι τράπεζες σπόρων, τα ανταλλακτήρια προϊόντων κ.ο.κ. Πρόκειται για κινήσεις από τα κάτω, συχνά άτυπες, οι οποίες διεκδικούν να καλύψουν, δίχως να υιοθετούν τη λογική της αγοράς, και αδιαμεσολάβητα από κρατικούς θεσμούς, ένα μέρος των καθημερινών συλλογικών αναγκών. Είναι πρωτοβουλίες οι οποίες ταυτόχρονα πατούν επάνω στην παλαιά ελληνική κοινοτική παράδοση, αλλά και έρχονται να συναντήσουν νέα, διεθνή αντιστασιακά ρεύματα.

Όλες αυτές οι πρωτοβουλίες τείνουν να συγκροτήσουν μια νέα σφαίρα αλληλέγγυας οικονομίας στην Ελλάδα. Ακόμα, βέβαια, δεν έχουν αποκτήσει το μέγεθος και τις διαστάσεις ώστε να μιλάμε για ένα πραγματικό ρεύμα μέσα στην ελληνική κοινωνία –πόσο μάλλον για το αν αυτό έχει δυνατότητες να την αλλάξει προς το καλύτερο, ή να βελτιώσει αισθητά τη ζωή ενός μεγάλου κομματιού του ελληνικού λαού– όπως συμβαίνει για παράδειγμα, σε ορισμένες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Εντούτοις, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι διαθέτουν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά εκείνα, τα οποία είναι σε θέση να τις μαζικοποιήσουν στο μέλλον, ώστε να συμβάλλουν σε μια εναλλακτική ελληνική πρόταση εξόδου από την κρίση αλλά και ν’ απαλύνουν έμπρακτα εδώ και τώρα την ραγδαία επιδεινούμενη καθημερινότητα του ελληνικού λαού.

Μέχρι χθες οποιαδήποτε προσπάθεια έμπρακτης επαναπροώθησης των κοινοτικών δομών βρίσκονταν στο περιθώριο και αφορούσε μόνον μερικές δεκάδες ανθρώπων. Ταυτόχρονα, για πάρα πολλά χρόνια η πλειοψηφία του ελληνικού λαού είχε μεταθέσει τον αγώνα για την υπεράσπιση της ελληνικής αντιστασιακής ταυτότητας και του κοινοτικού αισθήματος –πράγματα σχεδόν ταυτόσημα– στο πνευματικό πεδίο, μέσω ενός ευρύτατου πνευματικού ρεύματος επιστροφής στις ρίζες, την αναβίωση των πολιτιστικών συλλόγων, της παραδοσιακής μουσικής, τα πανηγύρια κ.ο.κ.

Αλλού, όπως για παράδειγμα στη Λατινική Αμερική, το αντίστοιχο ρεύμα υπεράσπισης της πολιτιστικής ταυτότητας εξελίχθηκε σε ένα βαθύ ρεύμα λαϊκής ιθαγενικής αντίστασης, σε κινήματα που καινοτόμησαν από κάθε άποψη, οργανωτική, ιδεολογική, πρακτική. Συνέβαλαν έτσι σ’ ένα νέο παράδειγμα εξόδου από την δυτική ηγεμονία και τον καπιταλισμό, που αποτελεί τη βάση για τα πρώτα ριζοσπαστικά κινήματα του 21ου αιώνα[1].

Αντίθετα, στην Ελλάδα ο κανόνας ήθελε να υφίσταται ένα τεράστιο χάσμα μεταξύ των ριζοσπαστικών κινηματικών πρακτικών –στις οποίες εγγράφονται και οι εναλλακτικές δραστηριότητες, η συνεργατική και αλληλέγγυα οικονομία κ.ο.κ.– και της πνευματικής αντίστασης του ελληνικού λαού. Οι δύο αυτές σφαίρες δεν συναντήθηκαν ποτέ. Έτσι, τα εγχειρήματα που προσπαθούσαν να κινηθούν εμπράκτως προς την ενίσχυση των κοινοτικών πρακτικών ήταν μεμονωμένα, με περιορισμένη απήχηση στην ελληνική κοινωνία. Είτε «έτρωγαν βρώμικο ψωμί» διαγράφοντας μια μοναχική διαδρομή σε μια εχθρική περιρρέουσα ατμόσφαιρα, είτε είχαν αυστηρά ιδεολογικό χαρακτήρα, και μετέφεραν τις αντίστοιχες εμπειρίες της Κεντρικής Ευρώπης και της Λατινικής Αμερικής και απευθύνονταν σε στενό κύκλο ανθρώπων[2].

Βεβαίως, όλοι οι παράγοντες –αντικειμενικοί και υποκειμενικοί– λειτουργούσαν για την αποτροπή μιας τέτοιας σύνθεσης.

Πρώτον, η Ελλάδα υπέστη από το 1981 και μετά μια κολοσσιαία ανθρωπολογική μετάλλαξη, προσχωρώντας άνευ όρων σ’ έναν παροξυστικό ατομικισμό[3]. Τούτο είχε ως συνέπεια να καταρρεύσουν όλοι οι σχετικοί με τους κοινωνικούς δεσμούς, τη συνοχή και την αλληλεγγύη δείκτες. Σύμφωνα με έρευνα του ΚΕΠΕ, οι Έλληνες έρχονται δεύτεροι, μετά τους Βρετανούς, στην ημερήσια παρακολούθηση τηλεόρασης[4], ενώ καταλαμβάνουν τις τελευταίες θέσεις στη σχετική ευρωπαϊκή κατάταξη σχετικά με τον βαθμό εμπιστοσύνης (20η στις 20) και την αλληλοβοήθεια (16η στις 20)[5]. Η ισοπέδωση που παρήγαγε ο εγωκρατικός καταναλωτισμός της μεταπολίτευσης, δηλαδή, περιθωριοποιούσε εκ των πραγμάτων κάθε απόπειρα προώθησης ή επανασύστασης κοινοτικών πρακτικών.

Δεύτερον, η κυρίαρχη νεοελληνική ιδεολογία, και ιδιαίτερα το πανεπιστημιακό ιερατείο της εθνοαποδόμησης, επιτέθηκε λυσσαλέα ενάντια σε οποιαδήποτε απόπειρα υπεράσπισης και αναβίωσης της ελληνικής αντιστασιακής παράδοσης και κοινοτισμού[6]. Αυτά τα στοιχεία ήταν εντελώς ασύμβατα με το κοινωνικοπολιτικό καθεστώς της ύστερης μεταπολίτευσης –αν δεν απειλούσαν να τινάξουν στον αέρα το παρασιτικό του στρατήγημα («προσαρμογή» στην ευρωπαϊκή φιλελεύθερη κοινωνία των πολιτών, εξατομίκευση και εκσυγχρονισμός). Γι’ αυτό και έγινε συστηματική προσπάθεια να εξοριστούν από τις συνειδήσεις των Ελλήνων και να υποκατασταθούν από την ανάπτυξη της τυπικής κοινωνίας των πολιτών, εξατομικευμένης, με τις μη κυβερνητικές οργανώσεις που αναπτύχθηκαν από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 κι έπειτα.

Επί της ουσίας, βέβαια, ο χώρος των μη κυβερνητικών οργανώσεων στην Ελλάδα συνιστούσε πολύ περισσότερο μια απόπειρα οικοδόμησης ενός ‘τρίτου τομέα’ (πέραν του κράτους και της ιδιωτικής οικονομίας) πελατειακών σχέσεων και ιδιοποίησης του ευρωπαϊκού πλούτου από τις μαφίες του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Το γεγονός αυτό, συνέβαλε ακόμα περισσότερο στην απαξίωση[7] των εννοιών της αλληλοβοήθειας, της συνεργασίας και της αλληλεγγύης μέσα στην ελληνική κοινωνία, καθώς ο κόσμος έτεινε να ταυτίζει οτιδήποτε παρουσιαζόταν ως «μη κερδοσκοπικό», με την κλεψιά και την αρπαχτή[8].

Τρίτον, η επίταση των πελατειακών σχέσεων, έθαψε ακόμα βαθύτερα την κοινοτική δυναμική της κοινωνίας, ιδιαίτερα στην περιφέρεια. Το σχήμα είναι γνωστό: παρά τις αντίθετη μυθολογία, ο ψευδεπίγραφος εκσυγχρονισμός παρόξυνε αντί να καταπολεμήσει τις πελατειακές σχέσεις. Επί της κυριαρχίας του, μέσω των επενδύσεων στις κατασκευές και υποδομές, το κράτος –και η τοπική αυτοδιοίκηση– επεξέτειναν το μονοπώλιό τους στην παρασιτική ανάπτυξη. Έτσι, επί της εποχής του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ, οι πελατειακές σχέσεις επιτάθηκαν αντί να περιοριστούν, γεγονός που κατέστρεψε ακόμα περισσότερο το αίσθημα της αλληλεγγύης και της συνεργασίας[9] μέσα στις τοπικές κοινωνίες.

Έτσι, οικοδομήθηκε ένας τριπολικός πολιτικός καταμερισμός που μπλόκαρε εξ αρχής οποιαδήποτε προσπάθεια οικοδόμησης ενός μαζικού κοινοτιστικού κινήματος στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας: Η πλατιά πλειοψηφία, εξέφραζε τα κοινοτιστικά της αντανακλαστικά στο πνευματικό επίπεδο, ενώ στην καθημερινότητά της ήταν βαθιά μπλεγμένη στα πελατειακά δίκτυα, και σ’ έναν εγωκρατικό τρόπο ζωής που εκ των πραγμάτων έθαβε κάθε κοινοτική προοπτική. Δεύτερον, υπήρχε ένας περιορισμένος κινηματικός χώρος. Σ’ αυτόν, άλλοι ανέπτυσσαν εγχειρήματα που υπάκουαν σε μια κοσμοπολίτικη λογική ιδεολογικο πολιτικού μεταπρατισμού, εισήγαγαν εμπειρίες από το εξωτερικό και τις δοκίμαζαν σε εσωστρεφή σχήματα, που δεν μπορούσαν να κοινοποιηθούν στο ευρύ κοινό· και άλλοι, σχεδόν σε εξορία από μια κοινωνία που βάδιζε στον αντίθετο δρόμο, οικοδομούσαν, μακριά από το μητροπολιτικό κέντρο των Αθηνών ή τη Θεσσαλονίκη, εγχειρήματα προδρομικά και παραδειγματικά. Τέλος, υπήρχε μια στρατιά νεοτεχνοκρατών των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, που προσέγγιζε εργαλειακά αυτά τα ζητήματα και εκφύλιζε τα τελευταία αποθέματα κοινοτικής διάθεσης της ελληνικής κοινωνίας σ’ ένα φτηνό εμπόριο κοινωνικής υπευθυνότητας.

Το ξέσπασμα της κρίσης, εκ των πραγμάτων ανέτρεψε αυτό τον τριπολικό καταμερισμό και απελευθέρωσε χώρο και προοπτικές για την ανασυγκρότηση της κοινοτικής σφαίρας μέσα στην ελληνική κοινωνία. Το εγωκρατικό νεοελληνικό όνειρο κατέρρευσε και το μεταπολιτευτικό καθεστώς μετεβλήθη, αίφνης, από προστάτη σε εξολοθρευτή των πλατιών μεσοστρωμάτων που το αποθέωναν. Ταυτόχρονα, η κρίση, αναγκαστικά και αναπόφευκτα συμπιέζει τα πελατειακά δίκτυα, τα οποία αφήνουν απ’ έξω ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου που βολεύονταν μέσα σε αυτά[10]. Τέλος, τα ευρωπαϊκά κονδύλια στέρεψαν και η ΕΕ μεταβλήθηκε, εν μια νυκτί, από τροφό σε διώκτη των παρασιτικών κύκλων της «κοινωνικής οικονομίας».

Το κυριότερο, όμως, είναι ότι, μέσα στις συνθήκες κατάρρευσης της εθνικής κυριαρχίας και της αυτοτέλειας της ελληνικής πολιτείας, διαλύθηκε η κοσμοπολίτικη, εθνομηδενιστική στρατηγική των αρχουσών τάξεων. Η επιρροή της στην κοινωνία περιορίστηκε δραστικά και, επίσης, κατέρρευσαν τα δεσμά των πολιτών με το σύνολο του πολιτικού συστήματος που την υπηρετούσε. Σταδιακά, οι πάγοι έλιωναν και τα αντιστασιακά αντανακλαστικά του ελληνικού λαού ξύπνησαν από το λήθαργο, μπαίνοντας σε κινηματική τροχιά. Μαζί τους, κουβαλούσαν ένα εντελώς διακριτό πολιτικό ιδεολογικό σύμπαν, πιο οργανικά δεμένο με τον ελληνικό πολιτισμό και την κοινοτική του υφή.

Βέβαια, όπως συμβαίνει πάντοτε, οι αλλαγές αυτές δεν συντελέσθηκαν άμεσα και γραμμικά, αλλά διά της τεθλασμένης. Η εξέλιξή τους υπήρξε υπόγεια και αποσπασματική, πραγματοποιήθηκε μέσα από τις διάσπαρτες λαϊκές κινητοποιήσεις της προηγούμενης περιόδου που πύκνωναν καθώς η κοινωνική οργή προσέγγιζε το σημείο της τήξης.

Το κίνημα «Δεν πληρώνω», στα διόδια, έκρυβε μέσα του ενδείξεις αναζωπύρωσης του κοινοτικών αντανακλαστικών στην κοινωνία. Αυτές δεν αφορούσαν κυρίως στα αιτήματα και την τακτική του κινήματος, αλλά στον τρόπο οργάνωσης, την πανελλαδική διασπορά και τη σύνθεσή του. Ήταν ένα πολυσυλλεκτικό, διαταξικό κίνημα ανυπακοής, που αντλούσε το δυναμισμό του από τις περιαστικές και περιφερειακές περιοχές[11], και είχε πάνδημο χαρακτήρα. Δεν ελεγχόταν από τις μεγάλες πόλεις, και στα πλαίσιά του δεν κυριαρχούσαν οι πολιτικές συσσωματώσεις των μητροπολιτικών μεσοστρωμάτων. Οι κινητοποιήσεις αυτές, ίσως για πρώτη φορά σε τόσο μαζική βάση, έμπαιναν στα αντιπολιτευτικά χωράφια της αριστεράς και του αντιεξουσιαστικού χώρου, δηλαδή εμπλέκονταν σε μια σύγκρουση με την κυβέρνηση, δίχως να φέρουν τα ταξικά, ιδεολογικά και οργανωτικά τους χαρακτηριστικά. Αντίθετα, και ιδιαίτερα στις περιοχές όπου είχαν τη μεγαλύτερη απήχηση, οι κινητοποιήσεις είχαν ως κύριά τους πλευρά την αντίθεση των τοπικών κοινωνιών σε φορομπηχτικές πρακτικές οθωμανικού τύπου (εξ ου και η σχεδόν καθολική αναφορά στα χαράτσια) ενός υδροκέφαλου κράτους που καταδικάζει στην εγκατάλειψη και την υποβάθμιση την περιφέρειά του[12]. Αυτός ακριβώς ο χαρακτήρας ήταν που εισήγαγε τα κινήματα σ’ ένα εντελώς διαφορετικό ταξικό, ιδεολογικό και πολιτισμικό σύμπαν από εκείνο της ύστερης μεταπολίτευσης.

Αυτά τα στοιχεία εκφράστηκαν πολύ πιο ξεκάθαρα στο κίνημα της Κερατέας, ενάντια στην κατασκευή του σχεδιαζόμενου ΧΥΤΑ. Εκεί, η κοινοτική συνείδηση αποτέλεσε την πρώτη ύλη της συλλογικής αντίστασης των κατοίκων, σ’ έναν αγώνα που ξεκίνησε για τον ΧΥΤΑ και κατέληξε σε πάλη υπεράσπισης της συλλογικής αξιοπρέπειας της τοπικής κοινωνίας, έναντι της κρατικής αυθαιρεσίας και της πρωτοφανούς αστυνομικής βίας[13]. Στην Κερατέα, ό,τι υπονοούνταν μόνο στην περίπτωση του «Δεν πληρώνω», φάνηκαν πολύ πιο έντονα, και ενισχύθηκαν ακόμα περισσότερο με την ενεργό υποστήριξη του μητροπολίτη Μεσογαίας στον αγώνα των κατοίκων, ή τη διαδεδομένη χρήση της ελληνικής σημαίας ως σύμβολο αντίστασης ενάντια στα ΜΑΤ. Και, βέβαια, οι τάσεις που περιγράφουμε ολοκληρώνονται στο κίνημα της πλατείας Συντάγματος, όπου η σύνθεση εκλογικεύεται σ’ ένα νέο πρόταγμα[14], που συνδυάζει την εθνική ανεξαρτησία και την υπεράσπιση της εθνικής ταυτότητας, την άμεση δημοκρατία, αλλά και τον κοινοτισμό μέσα από την ιδεολογική και πρακτική προώθηση θεσμών αλληλεγγύης, άμεσων ανταλλαγών κ.ο.κ.[15]

Η επέκταση των κοινοτικών εγχειρημάτων

Η πορεία αυτή είχε άμεσο αντίκρισμα και πάνω στα ίδια τα κοινοτικά εγχειρήματα. Σταδιακά άρχισαν να βγαίνουν από το περιθώριο, να διευρύνονται, να εθνικοποιούνται και να ριζώνουν στην ελληνική πραγματικότητα. Ταυτόχρονα, αυξήθηκε και η πολιτική βαρύτητα των σχετικών εννοιών: Πλέον, όλες οι αντιμνημονιακές δυνάμεις, παλιές και νέες, μικρές και μεγάλες, από το ΣΥΡΙΖΑ και τους αντιεξουσιαστές, μέχρι τη Σπίθα του Μίκη Θεοδωράκη και το ΕΠΑΜ του Καζάκη, ή το Πατριωτικό Μέτωπο, όλοι κάνουν ιδιαίτερη μνεία στους θεσμούς και τις πρακτικές της αλληλεγγύης, συμμετέχουν σε πρωτοβουλίες ή οργανώνουν τις δικές τους. Βέβαια, η τάση δεν περιορίζεται μόνον στους πολιτικά οργανωμένους. Σε όλη την Ελλάδα υπάρχει μια άνθηση τέτοιων άτυπων θεσμών και πρακτικών, μέσα από πρωτοβουλίες γειτονιάς και καταλήψεις.

Η ποσοτική και ποιοτική αναβάθμιση είναι ξεκάθαρη. Μέχρι το 2005, τα νεο-κοινοτιστικά εγχειρήματα ήταν μετρημένα στα δάκτυλα του ενός χεριού. Ο συνεταιρισμός για το εναλλακτικό και το αλληλέγγυο εμπόριο Σπόρος στο κέντρο των Αθηνών[16], οι πρωτοβουλίες ενός κύκλου οικοκαλλιεργητών στη Μαγνησία[17], η τράπεζα χρόνου του Ελληνικού Δικτύου Γυναικών Ευρώπης[18], η εναλλακτική κοινότητα «Πελίτι»[19] στο Παρανέστι της Δράμας και μερικές άλλες πρωτοβουλίες, σε καταλήψεις και χώρους ριζοσπαστών οικολόγων και αντιεξουσιαστών.

Σήμερα, η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική. Πρώτον, οι πρωτοβουλίες έχουν διαχυθεί σε όλο τον ελλαδικό χώρο, η γκάμα των δραστηριοτήτων έχει διευρυνθεί θεαματικά, το ίδιο και το κοινό που  συμμετέχει σ’ αυτές[20]. Για να κατανοήσουμε τις διαστάσεις του φαινομένου, αξίζει να γίνει έστω και μια γρήγορη καταγραφή ενός μεγάλου μέρους των εγχειρημάτων –δίχως βέβαια να έχουμε κάποια αξίωση ότι θα τα καλυφθούν όλα. Εξάλλου, πολλές πρωτοβουλίες πραγματοποιούνται εντελώς άτυπα και δεν δημοσιοποιούνται καν.

Τη μεγαλύτερη ανάπτυξη καταγράφουν οι εναλλακτικές νομισματικές μονάδες και τα δίκτυα άμεσης ανταλλαγής αγαθών και υπηρεσιών. Το δίκτυο «Οβολός»[21], που ξεκίνησε από την Πάτρα και έχει διευρυνθεί και σε άλλες πόλεις (όπως η Θεσσαλονίκη), έχει 4.000 φίλους και γύρω στους 1000 ενεργούς συμμετέχοντες, σύμφωνα με τον ιδρυτή του δικτύου[22]. Το Δίκτυο Ανταλλαγών και Αλληλεγγύης Μαγνησίας (ΤΕΜ Μαγνησίας) [23], δραστηριοποιείται στον Βόλο, καλύπτει μια ευρεία γκάμα αγαθών και υπηρεσιών. Ακολουθούν η Εναλλακτική Μονάδα Ροδόπης (ΕΜΡΟ) στην Κομοτηνή[24], κι επίσης, το Μπουτσούνι[25] στην Κέρκυρα, το Καερέτι στην Ιεράπετρα[26], το Δίκτυο Ανταλλαγών Χανίων[27], το LETS Ηρακλείου[28], το Συριανό Ανταλλαλκτικό Δίκτυο[29], το ανταλλακτικό δίκτυο Βέροιας[30], το Δίκτυο Ανταλλαγών ν. Πιερίας[31], το εναλλακτικό Δίκτυο Αγαθών και υπηρεσιών του Πελίτι και πολλά άλλα. Στην Αθήνα είναι το Φασούλι[32], η ΠΕ.ΛΥ.ΚΟΙ.Α στην Πεύκη και τη Λυκόβρυση[33], η Τράπεζα Χρόνου και Αλληλεγγύης Μοσχάτου[34], η Τράπεζα Χρόνου της πλατείας Συντάγματος[35] ή ανταλλακτήρια προϊόντων, όπως είναι ο Σκόρος[36] ή το Αλληλέγγυον[37]. Επίσης, υπάρχουν πολλές διαδικτυακές βάσεις ανταλλαγής υπηρεσιών και προϊόντων, όπως ο Ηλιοχώρος[38], το freecycle[39], το Παζάρι Ανταλλαγής στο facebook[40], ο Ονειρόκοσμος[41], το xariseto.gr[42], το Λόγω Τιμής[43] κ.α.

Τέλος, ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στο σύστημα «Money Back»[44] που αναπτύχθηκε στην Κρήτη. Το σύστημα αυτό λειτουργεί με τα χρησιμοποιημένα εισιτήρια των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς, τα οποία εξαργυρώνονται στο σύνολο της αξίας τους, σ’ ένα δίκτυο συμβεβλημένων καταστημάτων. Με αυτό τον τρόπο προωθείται η χρήση των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς, αλλά και ενισχύεται η τοπική αγορά και οι μικρές επιχειρήσεις που συμβάλλονται με το σύστημα. Και, βέβαια, οι καταναλωτές που επιδοτούνται με επιπλέον αγοραστική δύναμη σαν χρησιμοποιούν οικολογικότερους τρόπους μετακίνησης. Το σύστημα αυτό είναι ιδιαίτερα επιτυχημένο στην Κρήτη και τείνει να εξαπλωθεί στα Δωδεκάνησα, αλλά και στην ηπειρωτική Ελλάδα.

Επίσης, αξιοσημείωτη ανάπτυξη επιδεικνύουν και οι καταναλωτικοί συνεταιρισμοί και οι συμπράξεις για την παράκαμψη των μεσαζόντων. Σ’ αυτό τον τομέα, η παλαιότερη και πιο ξακουστή πρωτοβουλία είναι αυτή του Σπόρου (Καλάθι), με ένα δίκτυο παραγωγών και συνεταιρισμών απ’ όλη την Ελλάδα[45]. Ακολουθούν το εναλλακτικό και αλληλέγγυο εμπόριο του Nosotros[46] και το αλληλέγγυο εμπόριο στον Βοτανικό Κήπο[47], επίσης στην Αθήνα. Η Συνεταιριστική Παράκαμψη Μεσαζόντων (ΣΠΑΜΕ) στη Θεσσαλονίκη[48], και το δίκτυο αλληλέγγυου εμπορίου Εμείς και ο Κόσμος στο Ηράκλειο[49]. Το Δίκτυο Αργοναύτες, που συνδέει ένα δίκτυο μικροκαλλιεργητών της Πελοποννήσου (νομοί Λακωνίας, Αρκαδίας και Κορινθίας) με ένα δίκτυο καταναλωτών στην Αθήνα[50]. Επίσης, είναι διάφορες ηλεκτρονικές πρωτοβουλίες, όπως το e-bloko[51], και διάφορες λαϊκές αγορές, όπου μικροί οικοκαλλιεργητές διαθέτουν απευθείας τα προϊόντα τους. Οι περισσότερες πρωτοβουλίες τέτοιου τύπου συγκεντρώνονται στα μεγάλα αστικά κέντρα. Αυτό δεν θα πρέπει να μας ξενίζει, ούτε αποτελεί υποχρεωτικά δείκτη υπανάπτυξης των κινημάτων. Εξάλλου, στην περιφέρεια είναι πολύ πιο εύκολο να αναπτύσσεται η αυτοκατανάλωση, ή εκ των πραγμάτων υπάρχει απευθείας σχέση με τον παραγωγό λόγω εγγύτητας. Οι καταναλωτικοί συνεταιρισμοί και οι συμπράξεις είναι κατ’ εξοχήν αστικές πρωτοβουλίες, καθώς χρειάζεται περαιτέρω κινητοποίηση για να υπερβεί κανείς την αποξένωση των μεγάλων πόλεων και να αποκαταστήσει σχέσεις και συνθήκες, που στην ύπαιθρο ή στην περιφέρεια θεωρούνται αυτονόητες και είναι οργανικά ενταγμένες μέσα στην καθημερινότητα.

Από εκεί και πέρα, υφίσταται ένα τεράστιο μωσαϊκό συνεργατικών πρωτοβουλιών και εγχειρημάτων. Είναι οι ομάδες προστασίας των τοπικών ποικιλιών, με μεγαλύτερη, διασημότερη και παλαιότερη αυτήν του πανελλαδικού δικτύου του Πελίτι, που ξεκινάει από τη Δράμα και καλύπτει όλη την Ελλάδα συνδέοντας πάνω από διακόσιους αγρότες και κτηνοτρόφους[52]. Ακολουθούν πρωτοβουλίες στη Λήμνο (Το Σπορί)[53], στα Χανιά, το Ηράκλειο, τη Λέσβο, την Κέρκυρα και την Αίγινα. Ύστερα, είναι πρωτοβουλίες περιαστικής και αστικής καλλιέργειας, όπως είναι η ΠΕΡ.ΚΑ[54] στη Θεσσαλονίκη, η πρωτοβουλία για έναν αυτοδιαχειριζόμενο αγρό στο Ελληνικό[55], και πολλές, πολλές άλλες, που πραγματοποιούνται δίχως να συγκροτηθεί τυπικά κάποια συλλογικότητα[56] ή σε μικρότερο επίπεδο, οικογενειακά ή από μεμονωμένους πολίτες. Μετά, είναι οι διάφορες πρωτοβουλίες για τη συγκρότηση οικοκοινοτήτων, όπως είναι το Ελπιδοχώρι στην Αργολίδα[57], η πρωτοβουλία για την οργάνωση ενός Οικοχωριού στον Κίσσαμο[58], την ορεινή Χαλκιδική κ.ο.κ. Καταλήψεις κοινωνικής αλληλεγγύης, όπως η Επιβίωση στη Θεσσαλονίκη[59], και βέβαια ιατρεία κοινωνικής αλληλεγγύης (Θεσσαλονίκη[60], Πρέβεζα[61], Ρέθυμνο[62], Ρόδος[63]). Και βέβαια, τα λαϊκά συσσίτια, όπως είναι η πρωτοβουλία Μπορούμε[64] από εθελοντές και εταιρίες εστίασης, που μοιράζουν το φαγητό που περισσεύει από τα εστιατόρια ή ακόμα και οι αντίστοιχες της Εκκλησίας, οι οποίες έχουν πολλπλασιαστεί τον τελευταίο καιρό[65].

Επίσης, πρέπει να κάνουμε ιδιαίτερη μνεία σε σελίδες ελεύθερης διακίνησης και ανταλλαγής γνώσεων και πληροφοριών, όπως είναι η Cob.gr[66], για τη φυσική δόμηση και τη βιοκλιματική αρχιτεκτονική, η γνωσιακή βάση για τη βιωσιμότητα Αμάλθεια[67], μέρος του ευρύτερου Κέντρου Εφαρμογών Βιωσιμότητας[68]. Και, βέβαια, σε αυτή την κατηγορία θα πρέπει να εντάξουμε την ολοένα και διευρυνόμενη κοινότητα Ελεύθερου Λογισμικού στην Ελλάδα που περιλαμβάνει εκατοντάδες ιστοσελίδες και αρκετές χιλιάδες χρηστών, που συμβάλλουν στην επέκταση της μη εμπορευματικής σφαίρας του ελληνικού διαδικτύου.

Τέλος, η καταγραφή που έγινε εδώ, δεν έλαβε υπόψη της δύο άλλες, πολύ σημαντικές εξελίξεις, για τις οποίες θα πρέπει να γίνει ξεχωριστή μελέτη.

Η πρώτη, καταγράφεται στο επίπεδο της άμεσης, έμπρακτης αλληλεγγύης ενάντια στα φορολογικά χαράτσια που επιβάλει η κυβέρνηση, και ιδίατερα σε ό,τι έχει να κάνει με το τέλος της ΔΕΗ. Γύρω από αυτό, έχουν στηθεί πρωτοβουλίες σχεδόν σε κάθε γειτονιά της χώρας, που οργανώνουν συλλογικές στάσεις πληρωμών, πιέζουν τους δήμους να καταγγείλουν το χαράτσι, προετοιμάζουν τη νομική κάλυψη όσων αρνούνται να πληρώσουν ή ακόμα, συνδέουν το ρεύμα όπου κόβεται, μια πρακτική που ξεκίνησε πρώτα από τη Βέροια και τους Ρομπέν της ΔΕΗ[69]. Οι επιτροπές αυτές αναδεικνύονται σε πεδία ανασυγκρότησης της γειτονιάς, και εξελίσσονται σε εργαστήρια αλληλεγγύης και προπαρασκευής μιας νέας κοινωνικότητας μεταξύ των ανθρώπων, ενώ ταυτόχρονα δεν εγκαταλείπουν και το καθήκον της άμεσης υπεράσπισης των λαϊκών συμφερόντων. Γι’ αυτό και αναμένεται να εξελιχθούν σε πόλο συσπείρωσης των πολιτών, και εφαλτήρια παραπέρα ανάπτυξης θεσμών αλληλοβοήθειας και συνεργατισμού.

Η δεύτερη, έχει να κάνει με την ανάπτυξη και την αναζωογόνηση των παραγωγικών και αγροτικών συνεταιρισμών[70], που τελευταία δείχνουν μια ανάταση. Αλλά κι επίσης, με την δειλή και σποραδική εμφάνιση αυτοδιαχειριζόμενων επιχειρήσεων, τόσο στον δευτερογενή, όσο και στον τριτογενή τομέα, η οποία προς το παρόν βέβαια περιορίζεται σε πολιτικοποιημένους χώρους ή συμβαίνει άτυπα, σε μικρομεσσαίες επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν το φάσμα της πτώχευσης.

Θεωρητικά ζητήματα

Είναι σαφές, έπειτα από αυτή την έστω και αποσπασματική καταγραφή ενός μέρους των εναλλακτικών, νεοκοινοτιστικών εγχειρημάτων στη χώρα μας, ότι αργά, αλλά σταθερά, βιώνουμε μια υπέρβαση της απόλυτης εξατομίκευσης και της εγωκρατίας που κυριάρχησε τα τελευταία χρόνια πάνω στην ελληνική κοινωνία. Βεβαίως, αυτή η εξέλιξη πραγματοποιείται με δάκρυα και πόνο, καθώς πρόκειται μόνο για μια σχετικά μειοψηφική αντίδραση έναντι στη συντελούμενη κατεδάφιση του ελληνικού κοινωνικού ιστού, μέσα στην οικονομική και πολιτική κρίση που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια.

Ωστόσο, όπως σημειώσαμε και στην αρχή, αυτό το μειοψηφικό ρεύμα εμπεριέχει πλέον δυναμικές μαζικοποίησης, καθώς έχει ξεπεράσει τις αγκυλώσεις του ιδεολογικό πολιτικού μεταπρατισμού, του κοσμοπολιτισμού και του τεχνοκρατισμού –όλων δηλαδή των στοιχείων με τα οποία μπόλιαζαν οι άρχουσες τάξεις και η ιδεολογία τους το σώμα της κοινωνίας, μπλοκάροντας θετικούς μετασχηματισμούς. Αν και μικρή, η συμμετοχή του κόσμου σε αυτά τα εγχειρήματα είναι αντιπροσωπευτική της ιδεολογικής, πολιτισμικής σύνθεσης των κατώτερων και των μεσαίων στρωμάτων της κοινωνίας, γεγονός που καθιστά αυτές τις πρακτικές δυνάμει πλειοψηφικές. Ασφαλώς, ο εν λόγω χώρος δεν είναι ενιαίος, δεν έχει κοινές απόψεις, ή πολιτική και ιδεολογική γραμμή. Συγκροτείται, όπως και σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο, εν είδει μωσαϊκού.

Σε οποιαδήποτε περίπτωση, πλέον η Ελλάδα έρχεται, διά της κρίσης και με μεγάλο ανθρώπινο και κοινωνικό κόστος, να συναντήσει ευρύτερες παγκόσμιες τάσεις που έχουν να κάνουν με την ανάπτυξη ενός τρίτου, συνεργατικού και μη εμπορευματικού, οικονομικού τομέα. Η ανάπτυξη αυτή, στην Ελλάδα και τον υπόλοιπο κόσμο, δεν είναι συγκυριακή. Απαντάει σε ένα διπλό αδιέξοδο που εξελίσσεται αυτή τη στιγμή σε παγκόσμια κλίμακα: Τη διπλή κρίση, του καπιταλιστικού μοντέλου και της πλανητικής δυτικής ηγεμονίας.

Πρώτον, η τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα και η πρώτη δεκαετία του 21ου κατέδειξαν διαδοχικά την αδυναμία των κρατικών και τον αγοραίων μοντέλων να επιτύχουν μια βιώσιμη ισορροπία για τις σύγχρονες κοινωνίες. Αν το 1989 ήταν το ορόσημο της κατάρρευσης των κρατοκεντρικών μοντέλων, από την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Ανατολική Ευρώπη μέχρι την υποχώρηση του δυτικού, φιλελεύθερου κράτους-πρόνοιας, το 2008 υπήρξε το ορόσημο εξάντλησης της παγκοσμιοποίησης, του φιλελευθερισμού και των ελεύθερων αγορών.

Τα κρατοκεντρικά συστήματα της Ανατολικής Ευρώπης λύγισαν υπό το βάρος ενός ολοκληρωτισμού ταυτόχρονα οικονομικού, πολιτικού και πνευματικού. Ως προς αυτό, το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης έχει δώσει οριστικές απαντήσεις στις κρατικιστικές ουτοπίες: Η απόλυτη κυριαρχία του κράτους πάνω στην οικονομική και την κοινωνική ζωή δεν μπορεί να λειτουργήσει για πολύ. Λυγίζει υπό το βάρος μιας τεράστιας γραφειοκρατίας που συνθλίβει κάθε συλλογική και ατομική αυτονομία. Γι’ αυτό και τα κρατικιστικά καθεστώτα μπορούν να επιβιώσουν μόνο υπό συνθήκες εκτάκτου ανάγκης, μέσα σ’ ένα κλίμα πολιτικού αυταρχισμού και ιδεολογικής τρομοκρατίας, και αργά ή γρήγορα καταρρέουν[71]. Το δε κεϋνσιανό κράτος λυγίζει κάτω από την ανελαστικότητα των κοινωνικών δαπανών: Ο καπιταλισμός εξωτερικεύει το κοινωνικό, ανθρωπολογικό και οικολογικό κόστος λειτουργίας του, και το κράτος πρόνοιας είναι αναγκασμένο, υπό την πίεση και των κινημάτων επίσης, να τρέχει από πίσω του διευρύνοντας διαρκώς τη σφαίρα των κοινωνικών δαπανών για να αποκαταστήσει τη διάρρηξη του κοινωνικού ιστού και της οικολογικής ισορροπίας, εξασφαλίζοντας τη βιωσιμότητα των σύγχρονων κοινωνιών. Το αποτέλεσμα, ήταν η έκρηξη στις κοινωνικές δαπάνες και τα δημοσιονομικά ελλείμματα που παρατηρήθηκε κατά τα τέλη της δεκαετίες του 1970[72].

Από την άλλη, η «αντεπανάσταση» του νεοφιλελευθερισμού, που επιβλήθηκε από την πλανητική αμερικανική ηγεμονία κατά τις αρχές του 1980, εντέλει οδήγησε 25 ή 30 χρόνια μετά σε παρόμοια κατάσταση… δημοσιονομικής κατάρρευσης. Η αόρατη χείρα της αγοράς, και μάλιστα μιας αγοράς χρηματιστηριακής, που πλέον έχει μετακυλήσει την παραγωγική σφαίρα της οικονομίας προς την Ανατολική Ασία και τις νεο αναδυόμενες οικονομίες, όχι μόνο δεν οδήγησε σε ισορροπία, αλλά δημιούργησε συνθήκες κατάρρευσης των δυτικών καπιταλιστικών οικονομιών από το 2008 κι έπειτα, προστρέχοντας πανικόβλητη στα κράτη για να «εθνικοποιήσουν» τις τεράστιες ζημιές. Όλο το εξωπραγματικά βουλιμικό μοντέλο της ανεξέλεγκτης οικονομικής μεγέθυνσης, που στηριζόταν στα τραπεζικά δάνεια και τα πολύπλοκα χρηματοπιστωτικά εργαλεία, τα βρόντηξε παταγωδώς, αναγκάζοντας τα κράτη να χρεωθούν για να «διασώσουν» τους ίδιους τους πυλώνες της ελεύθερης οικονομίας. Ταυτόχρονα, το κόστος αναπαραγωγής των κοινωνιών εκτοξεύτηκε αυτή τη φορά από την ανάποδη: μπορεί οι δαπάνες πρόνοιας να μειώθηκαν, αλλά αυξήθηκαν οι δαπάνες για την ασφάλεια γιατί ακριβώς υπό την κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης ζούγκλας, οι ανισότητες εξερράγησαν και ο κοινωνικός ιστός αποσαρθρώθηκε. Η Δύση τώρα πληρώνει το τίμημα των ελεύθερων αγορών, της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης και της συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους, βρισκόμενη αντιμέτωπη με τις συνθήκες μιας πτωχευμένης ζούγκλας.

Η σχεδόν ταυτόχρονη αποσύνθεση των κρατοκεντρικών ουτοπιών και της ουτοπίας της ελεύθερης οικονομίας, έχει δημιουργήσει ένα τεράστιο κενό στον τρόπο με τον οποίον οργανώνονται οι κοινωνίες. Σ’ αυτό ακριβώς το κενό πραγματοποιείται η ανάπτυξη του λεγόμενου Τρίτου Τομέα, της κοινωνικής οικονομίας[73]. Μαζί μ’ αυτήν γεννιέται και η ιδέα «πολλαπλής οικονομίας», όπου, σταδιακά, η ανάπτυξη μη εμπορευματικών συλλογικών σχέσεων και θεσμών, θα περιορίζει τον καπιταλισμό και τη σφαίρα του εμπορεύματος[74]. Η τάση αυτή, ενισχύεται και από την οικολογική παράμετρο της παγκόσμιας κρίσης. Γιατί σήμερα, αποδεικνύεται ότι πολύ συχνά, η διαχείριση των φυσικών πόρων, όπως για παράδειγμα το νερό, επιτυγχάνεται με τους καλύτερους δυνατούς όρους βιωσιμότητας, σε τοπικό επίπεδο, μέσα από κοινοτικές δομές[75]. Έτσι, η διεύρυνση ενός χώρου συλλογικής διευθέτησης των αναγκών πέραν του κράτους και της αγοράς, απαντάει σε πολλαπλά αιτήματα της συγκυρίας: σε αιτήματα διαφάνειας[76] και αποτελεσματικότητας, στην ανάγκη υπεράσπισης των πληττόμενων λαϊκών στρωμάτων, αλλά και ταυτόχρονα, ως στοιχεία που καλύπτουν το πολιτικό ιδεολογικό κενό, την απουσία προταγμάτων χειραφέτησης κ.ο.κ.

Αυτή η εξέλιξη έρχεται να συναντήσει το άλλο μεγάλο γεγονός της περιόδου, την κρίση της πλανητικής δυτικής ηγεμονίας –ιδιαίτερα έξω από τη Δύση. Διότι εκεί, οι πάγοι του δυτικού μοντέλου λιώνουν και από κάτω ξεπηδούν και πάλι όλες οι κοινοτικές τάσεις που υφίσταντο πριν την ισοπέδωση της αποικιοκρατίας, για να συναντήσουν τη σύγχρονη τάση ανάπτυξης της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας. Τούτο γίνεται πολύ ξεκάθαρο, όπως υπαινιχθήκαμε και την αρχή, στην περίπτωση της Λατινικής Αμερικής, όπου η υποχώρηση της δυτικής ηγεμονίας, η αναβίωση των ιδιαίτερων λατινοαμερικάνικων πολιτιστικών ταυτοτήτων και η ανάδυση μιας τοπικοποιημένης, μη εμπορευματικής και αλληλέγγυας οικονομίας είναι ένα και το αυτό –πραγματοποιείται από τους ίδιους ριζοσπαστικούς φορείς. Ο Ραούλ Ζιμπέκι σημειώνει σχετικά, για τα χαρακτηριστικά των νέων λατινοαμερικάνικων κινημάτων: Πρώτον, είναι εδαφικοποιημένα, ριζώνουν στον χώρο. Δεύτερον, διεκδικούν την αυτονομία τους από το κράτος και τα κόμματα, βάσει της δυνατότητάς τους να εγγυώνται την αυτάρκεια των μελών τους. Τρίτον, είναι η προσπάθεια υπεράσπισης της ταυτότητας και επανεκτίμησης της κουλτούρας τους και, τέλος, η προσπάθειά τους να διαμορφώσουν τους δικούς τους διανοούμενους[77].

Η ίδια κίνηση, σε άλλη κλίμακα βέβαια, πραγματοποιήθηκε στην Κίνα την τελευταία πενηκονταετία. Ο Τζιοβάνι Αρίγκι έχει αναλύσει διεξοδικά το πώς η πολιτική χειραφέτηση της Κίνας από το δυτικό ιμπεριαλισμό, με την επικράτηση της κινεζικής επανάστασης, πυροδότησε διαδικασίες αναγέννησης των μη εμπορευματικών, κοινοτικών παραδόσεων, που στηρίζονταν στην «επανάσταση της μανιφακτούρας» και πραγματοποιήθηκε κατά τον 16ο αιώνα στην αυτοκρατορική Κίνα. Η ‘επανάσταση της μανιφακτούρας’ αποτελούσε έναν εναλλακτικό δρόμο προς την ανάπτυξη, ξέχωρο από τον δυτικό, που στηριζόταν στην οικογενειακή και την κοινοτική παραγωγή, και είχε ως γνώρισμα την ένταση της συλλογικής εργασίας, την εξοικονόμηση ενέργειας κ.ο.κ. Αυτή, λοιπόν, η παράδοση, έπαιξε ενεργό ρόλο στο να βρει η μετεπαναστατική Κίνα έναν δρόμο προς την ανάπτυξη, διακριτό τόσο από αυτόν της καπιταλιστικής Δύσης, όσο και από εκείνον της Σοβιετικής Ρωσίας[78], και συνέβαλε κατά πολύ στη μετέπειτα εξέλιξη του «κινεζικού θαύματος», όταν πλέον ο Ντενγκ άνοιξε τη χώρα στην παγκόσμια οικονομία. Ήταν αυτά τα μη δυτικά και μη καπιταλιστικά στοιχεία που, σύμφωνα με τον Τζιοβάνι Αρίγκι[79], οδήγησαν στην κολοσσιαία ανατροπή που σηματοδοτεί η εξέλιξη της Κίνας σε ατμομηχανή της παγκόσμιας οικονομίας.

Υπό αυτή την έννοια μπορούμε να τα εντάξουμε στο ίδιο σχήμα, και όχι διότι ο ‘κινέζικος δρόμος’ αποτελεί ένα μοντέλο προς μίμηση από τα κινήματα του 21ου αιώνα. Απλούστατα, η ίδια τάση επιβεβαιώνεται σήμερα σε διάφορες κατευθύνσεις, περισσότερο ή λιγότερο εξισωτικές –πράγμα που καταδεικνύει το βάθος και τη σημασία της. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, το ταυτόχρονο αδιέξοδο όλων των προταγμάτων του δυτικού μοντέλου, της ουτοπίας του καπιταλισμού, του προτάγματος του σοσιαλισμού, της οικονομίας της αγοράς, με λιγότερο, περισσότερο ή καθόλου κράτος, αλλά και η κρίση της πλανητικής του ηγεμονίας προκαλεί μια τάση για «εκσυγχρονισμό των παραδόσεων». Μια από τις πιο σημαντικές πλευρές αυτής της δυναμικής είναι και η αναβίωση των κοινοτιστικών πρακτικών.

Κι εδώ ακριβώς θα συναντήσει μορφές που έρχονται από το μέλλον. Διότι ταυτόχρονα με τον «εκσυγχρονισμό της παράδοσης», ο κοινοτισμός εμφανίζεται και στις πιο εξελιγμένες τεχνολογικά σφαίρες του συλλογικού μας βίου. Το ελεύθερο λογισμικό είναι η πιο προωθημένη εκδοχή αυτής της τάσης. Βρίσκεται στην αιχμή των πιο εξελιγμένων κοινωνικών καινοτομιών – στην περίφημη σφαίρα της πληροφορίας, και εκφράζει και σε αυτό το επίπεδο την εξάντληση ορισμένων στοιχείων άρρηκτα συνδεδεμένων με τον καπιταλισμό, όπως είναι ο διαχωρισμός των παραγωγών από τα μέσα της παραγωγής, ή η ατομική ιδιοκτησία. Οι εκδοχές αυτής της εξέλιξης, είναι πολλές. Για παράδειγμα, το άυλο πληροφοριακό εμπόρευμα δεν μπορεί να γίνει εύκολα αντικείμενο ιδιοποίησης, παρά μόνον εκ των υστέρων, μέσα από πατέντες και νομικές απαγορεύσεις[80]. Ύστερα, η καινοτομία και η εξέλιξη των άυλων πληροφοριακών εμπορευμάτων συντελείται καλύτερα, ευκολότερα και αποτελεσματικότερα σε καθεστώς ελευθερίας και συνεργασίας, παρά υπό τους περιορισμούς που θέτει ο νόμος του εμπορεύματος: Ο τρόπος με τον οποίο οργανώνεται το διαδίκτυο και ευρύτερα, η σφαίρα της πληροφορίας, όντας δικτυακός και αποκεντρωμένος, αναδεικνύει το προβάδισμα της ελεύθερης συλλογικής διανοητικής δραστηριότητας έναντι της αγοραίας, εταιρικής από κάθε άποψη[81].

Ασφαλώς, όλο αυτό που περιγράψαμε παραπάνω είναι αρκετά αντιφατικό, ακαθόριστο, χαοτικό και αποσπασματικό. Όντως, η σφαίρα της κοινωνικής και της αλληλέγγυας οκονομίας συγκροτείται ως μωσαϊκό δραστηριοτήτων, πολλές από τις οποίες μπορούν ακόμα και να συγκρούονται ανοιχτά μεταξύ τους ως προς τις αρχές λειτουργίας και τη φιλοσοφία τους[82]. Ο πολυκατακερματισμός, η πολυπλοκότητα, ο μεγάλος βαθμός διαφοροποίησης είναι κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικά αυτής της σφαίρας, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε συχνά να γίνονται αντικείμενο κριτικών, ότι γίνεται εύκολα στόχος ενσωμάτωσης από το καπιταλιστικό σύστημα. Σαφώς υφίσταται μια τέτοια διάσταση, και δεν είναι λίγοι όσοι θέλουν να αφομοιώσουν αυτήν την κοινοτιστική δυναμική και τον «τρίτο τομέα», σ’ ένα εγχείρημα πράσινης αναγέννησης του καπιταλισμού[83]. Ωστόσο, το στοιχείο που καθιστά απρόσφορη αυτή την απόπειρα δεν είναι τόσο το ασύμβατο πολλών εγχειρημάτων κοινωνικής οικονομίας με την κυριαρχία του καπιταλισμού (αντίθετα αυτό δεν είναι πάντοτε δεδομένο), αλλά η ίδια η αδυναμία αναπαραγωγής του καπιταλιστικού μοντέλου. Όσο για την αποσπασματικότητα, την αντιφατικότητα και τη χαοτικότητα του φαινομένου, ας θυμηθούμε πώς συντελέσθηκε η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη μακρά διάρκεια, έτσι όπως την κατέγραψε ο Μπρωντέλ στο μνημειώδες έργο του Υλικός Πολιτισμός[84]. Γιατί, είναι αλήθεια ιστορικά, ότι οι μεγάλες ανατροπές συσσωρεύουν τη δυναμική τους κατ’ αυτό τον τρόπο, όχι γραμμικά, ούτε από μια μέρα στην άλλη.

Στην Ελλάδα, κατά την εποχή της ύστερης τουρκοκρατίας, έλαβε χώρα η απόπειρα ενός δυνάμει διαφορετικού οικονομικού μοντέλου, μη δυτικού και μη καπιταλιστικού, βασισμένου στον κοινοτισμό. Κατ’ εξοχήν σύμβολό του ήταν τα Αμπελάκια, και αποτέλεσε την οικονομική εκδοχή της ελληνικής Αναγέννησης, που οδήγησε στην Επανάσταση του 1821. Το μοντέλο αυτό πνίγηκε στον βούρκο της ανελευθερίας, όπου από κοινού, Οθωμανοί και Δυτικοί αποικιοκράτες και καπιταλιστές, συνέτριψαν κάθε πολιτική ή οικονομική δυνατότητα ολοκλήρωσής του. Έλειπε το καθοριστικό στοιχείο για κάτι τέτοιο, η ελευθερία και η αυτοδιάθεση του ελληνικού λαού. Στοιχεία αυτού του μοντέλου αχνοφάνηκαν και πάλι, επί ελληνικής αντίστασης, στην Ελεύθερη Ελλάδα. Άραγε σήμερα, στις συνθήκες της κρίσης, θα μπορέσουμε να επαναλάβουμε ένα παρόμοιο εγχείρημα ανάτασης; Μήπως η πρόσφατη επέκταση των νεο-κοινοτικών εγχειρημάτων αποτελεί μια ένδειξη προς αυτή την κατεύθυνση;

Είναι πολύ νωρίς για να τοποθετηθούμε επ’ αυτού. Ωστόσο, σε οποιαδήποτε περίπτωση, αυτό που συντελείται σήμερα στη χώρα μας είναι μια κάθαρση. Εμείς πρέπει να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να είναι σύντομη και να οδηγήσει σε μια νέα ελληνική αναγέννηση, που θα εκσυγχρονίζει τις εξισωτικές και ανυψωτικές παραδόσεις της προηγούμενης, αλλά και θα συναντάει τα νέα ρεύματα εξισωτισμού, κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής επανάστασης, που συγκλονίζουν σήμερα όλο τον κόσμο.

Γιώργος Ρακκάς



[1] Μεγάλα κομμάτια της αριστεράς και του αντιεξουσιαστικού χώρου, που κατ’ εξοχήν αναφέρονται και προβάλλουν τα κινήματα της Λατινικής Αμερικής, αποκρύπτουν το γεγονός ότι μια από τις κύριες, αν όχι η κυριότερη, αφετηρία τους, υπήρξε η υπεράσπιση πολιτιστικών, εθνοτικών και εθνικών ταυτοτήτων. Τον λόγο θα πρέπει να τον αναζητήσουμε στην περίεργη ιδεολογική συμμαχία που είχε όλα αυτά τα χρόνια, αυτό το κομμάτι, με τις κοσμοπολίτικες άρχουσες τάξεις της χώρας. Για τα κινήματα της Λατινικής Αμερικής, ως κινήματα ταυτότητας, βλέπε Manuel Castells, The Network Society vol.2: The Power of Identity, Wiley – Blackwell, Οξφόρδη 1997(2004) σελ. 71-85. Ιδιαίτερα για τους Ζαπατίστας, κίνημα-σύμβολο της νέας λατινοαμερικάνικης αντίστασης, βλέπε Thomas Benjamin, Time For Reconquest: History, the Maya revival and the Zapatista Rebellion in Chiapas, Αmerican History Review, vol.105, n. 2, Απρίλιος 2000.

[2] Όπως για παράδειγμα, η αρχικός χαρακτήρας της πρωτοβουλίας Σπόρος: «Το φθινόπωρο του 2004 ξεκινήσαμε μια τέτοια προσπάθεια στην Ελλάδα. Μέσω ενός δικτύου αντίστοιχων συλλογικοτήτων στην Ευρώπη, αποκτήσαμε πρόσβαση σε προϊόντα οργανωμένων παραγωγών του παγκόσμιου «Νότου» που αγωνίζονται να απεξαρτηθούν από τους τοπικούς μεσάζοντες και τις μεγάλες εταιρείες: καφέ από τους ζαπατιστικούς συνεταιρισμούς της Τσιάπας του Μεξικού (που αποτελούν τη βασική έμπνευση και τον «κορμό» της δραστηριότητάς μας), κακάο από την κοοπερατίβα El Ceibo της Βολιβίας, μάτε από το Κίνημα των Χωρίς Γη (MST) της Βραζιλίας, τσάι από το κίνημα των Adivasi και άλλους παραγωγούς της Ινδίας, ζάχαρη από συνεταιρισμούς στο Εκουαδόρ», βλέπε www.sporos.org. Ή, για παράδειγμα, πρωτοποριακά οικο-αγροκτήματα στο Πήλιο (βλ. π.χ.topikopoiisi.blogspot.com).

[3] Ο ατομικισμός αυτός πέρασε διάφορες φάσεις. Σ’ όλες, βέβαια, διαδοχικά, κατέστρεψε κάθε έννοια συλλογικής ταυτότητας και συλλογικότητας μέσα στην ελληνική κοινωνία. Ως προς αυτό βλ. Θεόδωρος Ζιάκας, «Το ΠΑΣΟΚ και ο ελληνικός ατομισμός», περιοδικό Άρδην, σελ. 18, Μάρτιος – Απρίλιος 1999.

[4] Για την τηλεόραση και τους κοινωνικούς δεσμούς, ο Χρίστος Παρασκευόπουλος σημειώνει σε σχετική έρευνα ότι, η ζημιά που κάνει η υπερβολική τηλεθέαση στην Ελλάδα, μπορεί να συγκριθεί μόνο με την αντίστοιχη των ΗΠΑ βλ. Christos Paraskevopoulos, Social Capital and Social Policy in Greece, GreeSE Paper No 9, Hellenic Observatory Papers on Greece and Southeast Europe, Δεκέμβριος 2007.

[5] Ηλίας Πούπος, Το κοινωνικό κεφάλαιο στην Ελλάδα, Εκδόσεις ΚΕΠΕ, σελ. 119, 165, 188.

[6] Βλέπε, ας πούμε, Αντώνης Λιάκος, Τα δύο στρατόπεδα της ελληνικής κοινωνίας, εφ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 07/01/2001, όπου ο συγγραφέας καταδικάζει κατ’ αρχήν και συλλήβδην οποιαδήποτε απόπειρα υπεράσπισης της εθνικής ιδιοπροσωπίας. Συγκεκριμένα για τον κοινοτισμό, στο ίδιο μήκος κύματος, βλ. Γιώργος Σιακαντάρης, Ο αδύναμος εκσυγχρονισμός, εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 17/10/2011.

[7]  Επιπλέον, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ήρθαν και οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 να ξεφτιλίσουν ολοκληρωτικά και κάθε έννοια εθελοντισμού, που αποτέλεσε και το κύριο ιδεολογικό άλλοθι της μεγαλύτερης αρπαχτής που οργάνωσε το παρασιτικό καθεστώς της μεταπολίτευσης στα έτη της κυριαρχίας του.

[8] Ενδεικτικά: «Από το 1999 και μέχρι το 2004 μοιράστηκαν απίστευτα ποσά σε απίθανες οργανώσεις, όπως για παράδειγμα 8 εκατομμύρια δραχμές για την ενίσχυση ραδιοτηλεοπτικού σταθμού στη Κούβα, αλλά και 2 εκατομμύρια δραχμές δόθηκαν για το πρόγραμμα μεταποίησης της ντομάτας στην Ακτή Ελεφαντοστού στην Αφρική». βλ. Μαρία Σπυριδωνάκου, Σπατάλη και αδιαφάνεια στις ΜΚΟ, ιστοσελίδα skai.gr, 16/02/2011.

[9] Ορισμένες όψεις αυτής της πραγματικότητας μπορεί να βρεί κανείς στο, Asimina Christophorou, Social Capital and Economic Growth: The case of Greece.  http://www2.lse.ac.uk/europeanInstitute/research/hellenicObservatory/pdf/1st_Symposium/Paper_A_Christoforou.pdf

[10] Ως προς αυτό, δεν είναι τυχαίο ότι στην περιφέρεια, οι εκπρόσωποι του κεντρικού πολιτικού συστήματος έγιναν στόχος της λαϊκής αγανάκτησης, σε κάθε κινητοποιήση (από τον ΠΟΕ-ΟΤΑ, στις παρελάσεις). Η διαμπόμπευση πολιτικών που άλλοτε στάθηκαν επικεφαλής των τοπικών μαφιόζικων πολιτικών δικτύων, συχνά από τους ίδιους τους οπαδούς τους (βλ. περίπτωση Μαγκούφη) καταδεικνύει ακριβώς το μέγεθος της κρίσης των πελατειακών δικτύων. Άλλοτε, κάτι τέτοιο θα ήταν αδιανόητο, ωστόσο σήμερα, οι πολιτικοί δεν μπορούν καν να βολέψουν όλα τα δικά τους παιδιά, και τα ρουσφέτια και οι διορισμοί των ημέτερων έχουν περιοριστεί στα αυστηρά στενά κομματικά πλαίσια…

[11] Χαρά Τζαναβάρα, Πανελλαδικό αντάρτικο παρά τις απειλές, Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 07/02/2011.

[12] Απ. Γκλέτσος, Σήμερα θα είμαι και πάλι στα διόδια, Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 11/01/2001.

[13] «Εδώ Κερατέα […]ο αντ’ αυτού… Γιάννης Ραγκούσης είναι: Έτοιμος να βάψει τα χέρια του με αίμα στην Κερατέα, προωθώντας επί σειρά μηνών την ανωμαλία σε όλη την Ελλάδα; […]Για να αποφύγουμε να χυθεί αίμα συμπολιτών μας, κατοίκων ή αστυνομικών, καλούμε άμεσα: […]Όλες τις οργανώσεις πολιτών και τους πολιτικούς σχηματισμούς να συμπαρασταθούν άμεσα στην Κερατέα για να αποτραπεί η αιματοχυσία στην πόλη μας. Οι Έλληνες με βάση το παλιό 114 έχουν υποχρέωση να υπερασπιστούν την νομιμότητα απέναντι στην ανωμαλία: «H τήρηση του παρόντος συντάγματος επαφίεται στον Πατριωτισμό των Ελλήνων».Συμπατριώτες: Πόσο αίμα αντέχετε; Πόσο άδικο ανέχεστε; Πόσο ακόμα θα κατακρεουργούν το αύριο μας; ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ τους υποψήφιους δολοφόνους των παιδιών μας. Η ελληνική σημαία είναι σύμβολο τιμής και υπεράσπισης. Τιμούμε τους αγώνες των προγόνων μας και υπερασπιζόμαστε τις ζωές μας. Η ΚΕΡΑΤΕΑ είναι η δική μας σημαία… Η παρούσα ανακοίνωση αποτελεί το προσκλητήριο απόδειξης πατριωτισμού για όλους: Αστυνομικούς, Δικαστές, Πολιτικούς, Πολίτες. Επιτροπή Αγώνα». Ανακοίνωση της Επιτροπής Αγώνα Κερατέας, Κυριακή 3 Απριλίου 2011, antixyta.blogspot.com.

[14] Βλέπε Άρδην τ. 86, Από το Σύνταγμα στη Λευκωσία, αφιέρωμα στο κίνημα των αγανακτισμένων, Ιούνιος – Αύγουστος 2011.

[15] Για τις πολυκατοικίες της αλληλεγγύης, Λαϊκή Συνέλευση Πλατείας Συντάγματος, 24/08/2011. Και: Τράπεζα χρόνου της πλατείας Συντάγματος (www.time-exchange.gr) .

[19] «Οι βασικοί στόχοι του “Πελίτι” είναι: Η συλλογή, διατήρηση και διάδοση των ντόπιων ποικιλιών, η ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών χωρίς τη μεσολάβηση του χρήματος, η δημιουργία μιας εναλλακτικής κοινότητας με κύριο άξονα τη διατήρηση των ντόπιων ποικιλιών», www.peliti.gr

[20] Για μια εκτεταμένη παρουσίαση των εγχειρημάτων μέχρι το 2010 βλέπε και Irene Sotiropoulou, Exchange Networks and Parallel Currencies: Theoretical Issues or research in Wonderland διαθέσιμο στο

http://www.iippe.org/wiki/images/d/d2/CONF_APE_Sotiropoulou.pdf

[52] Τα στοιχεία για το Πελίτι, καθώς και για τις υπόλοιπες πρωτοβουλίες στην Ελλάδα, πάρθηκαν από: Irene Sotiropoulou, Exchange Networks & Parallel  currencies on the map of Greece, Working paper to be presented at the International Conference on Community and Complementary Currencies Thirty years of community and complementary currencies – what next? February 16-17th, 2011, Lyon-France January, διαθέσιμο στο

http://erevnaantallages.blogspot.com

[56] π.χ. Αναστασία Σιμιτσιάδη, Ένας λαχανόκηπος στο κέντρο της Αλεξανδρούπολης, Real News, 21/03/2011. http://www.real.gr/DefaultArthro.aspx?page=arthro&id=54994&catID=5

[65] Στα πλαίσια της κρίσης, και οι Εκκλησίες, θέλοντας και μη, ενισχύουν την κοινοτική τους διάσταση, μέσα από τη δράση στις ενορίες. Βλέπε: Εκκλησίες, αυξήθηκαν κατά 40% τα συσσίτια, ρεπορτάζ από την ιστοσελίδα faros24.gr (25/06/2011).

[70] Ενδεικτικά, μπορεί κανείς να ανατρέξει στην ενοποίηση των Θεσσαλικών αγροτικών συνεταιρισμών, που πραγματοποιήθηκε με μια συμβολική, πανηγυρική σύσκεψη στα Αμπελάκια. Πηγή: http://e-thessalia.gr/?p=14659

[71] «[…] στην πράξη αποδείχθηκε ότι το καθεστώς του ολοκληρωτικού σοσιαλισμού αποτελούσε καθεστώς εκτάκτου ανάγκης, δηλαδή ενός καθεστώτος που περιοριζόταν από την ίδια τη γέννησή του. Η ολοκληρωτική εξαφάνιση της αστικής τάξης υποχρέωνε σε απόλυτο κρατισμό και έτσι αφαιρούσε από το σύστημα οποιουσδήποτε αυτορυθμιστικούς μηχανισμούς. Ο κρατικός σοσιαλισμός δεν διαθέτει την αγορά για να κατανέμει τους πόρους ούτε το κίνητρο του ατομικού κέρδους για να αναπτύσσει την παραγωγή. Η έλλειψη οικονομικών αυτοματισμών οδηγεί στην κυριαρχία μιας τερατώδους γραφειοκρατίας, που υπονομεύει την ίδια την αποδοτικότητα του συστήματος. Στο βαθμό που η διαχείριση γίνεται εξ ολοκλήρου από τα πάνω δεν δίνεται καμία πρωτοβουλία στους άμεσους παραγωγούς, με συνέπεια η ισορροπία του καθεστώτος να είναι εξωοικονομική. Και αν ένα τέτοιο σύστημα μπορούσε στη βάση της τρομοκρατίας και της ιδεολογικής κινητοποίησης να λειτουργεί σε μια φάση εκτατικής επέκτασης, έγινε εντελώς αναποτελεσματικό όταν χαλάρωσε και η τρομοκρατία και η ιδεολογική κινητοποίηση», εισαγωγή του Γ. Καραμπελιά στο Κώστας Παπαϊωάννου, Η Γένεση του Ολοκληρωτισμού, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 1991, σελ. Ιθ΄.

[72] Βλ. Αντρέ Γκόρζ, Οι δρόμοι του παραδείσου, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 1985, σελ. 38-55.

[73] Βλ. Γιώργος Καραμπελιάς, Στα Μονοπάτια της Ουτοπίας, Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 1995, σελ. 266-271

[74] «Είναι […] η ονομαζόμενη Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία στη Γαλλία. […]Τα δίκτυα απευθείας πώλησης φρούτων και λαχανικών από τους καλλιεργητές στους κατοίκους των πόλεων- κάτι που άρχισε στην Ιαπωνία και τώρα υπάρχει και στο Παρίσι. Είναι η ανάπτυξη της αγροκτηματικής και της βιολογικής γεωργίας που θα συμβάλει στον περιορισμό της βιομηχανοποιημένης γεωργίας. […] Το παρόν σύστημα το μόνο που έχει να προτείνει είναι αυτός ο αχαλίνωτος νεολιμπεραλισμός, ενώ η ψευδοεναλλακτική της σοσιαλιστικής οικονομίας σοβιετικού τύπου δεν υπάρχει πια. […] Πρέπει να ακολουθήσουμε το νέο μοντέλο της πολλαπλής οικονομίας που μόλις σας περιέγραψα, στο πλαίσιο του οποίου θα αναπτυχθούν πολλά οικονομικά σχήματα που προοδευτικά θα αποδυναμώσουν τον καπιταλισμό». Συνέντευξη του Ε. Μορέν στο ΒΗΜΑ της Κυριακής, 29/05/2011.

[75] Για την κοινοτική διαχείριση ορισμένων φυσικών πόρων ως αποτελεσματικότερη του κράτους ή/και της αγοράς μορφή διαχείρισης, βλέπε Βαντάνα Σίβα, Πόλεμοι για το νερό, Εκδόσεις Εξάρχεια, Αθήνα 2011.

[76] Για το πώς απαντούν οι κοινοτικές/συμμετοχικές δομές στο αίτημα της διαφάνειας, μπορεί κανείς να ανατρέξει στο παράδειγμα των συμμετοχικών δημοτικών προϋπολογισμών στην Βραζιλία, τους οποίους συστηματικά υιοθέτησαν οι λαϊκές δυνάμεις προκειμένου να παρακάμψουν τα γιγάντια δίκτυα της διαφθοράς που είχαν τελματώσει την τοπική αυτοδιοίκηση. Βλ. Gianpaolo Baiocchi, Radicals in Power: The worker’s party experiment with urban democracy in Brazil, Zed Books, Λονδίνο 2003.

[77] Σε οποιαδήποτε περίπτωση: «Οι μορφές οργάνωσης των σημερινών κινημάτων προσπαθούν να αναπαράγουν την καθημερινή, οικογενειακή και κοινοτική ζωή, παίρνοντας συχνά τη μορφή δικτύων τοπικής αυτο-οργάνωσης», βλ. Ραούλ Ζιμπέκι, Αυτονομίες και Χειραφετήσεις: Η Λατινική Αμερική σε κίνηση, Εκδόσεις Αλάνα, Αθήνα 2011, σελ. 22-30.

[78] Ως προς αυτό, βλέπε Λευτέρης Σταυριανός, Τι είδα στην Κίνα, εκδόσεις Κάλβος, Αθήνα χ.χ. και Minqi Li, The rise of China and the demise of the Capitalist World Economy, Monthly Review Press, Νέα Υόρκη 2009.

[79] Βλέπε, Τζιοβάνι Αρίγκι, Δύση και Ανατολή: κράτη, αγορές και καπιταλισμός, περιοδικό Νέος Ερμής ο Λόγιος, τεύχη Ι και ΙΙ, Ιανουάριος – Απρίλιος 2011 και Μάιος Αύγουστος 2011. Για μια ολοκληρωμένη παρουσίαση του επιχειρήματος, μπορεί κανείς να ανατρέξει στο Giovanni Arrighi, Adam Smith in Beijing, Εκδόσεις Verso, Λονδίνο 2008.

[80] Αντρέ Γκόρζ, Η έξοδος από τον καπιταλισμό έχει ήδη ξεκινήσει, περιοδικό Άρδην, τ. 80, Μάιος – Ιούνιος 2010.

[81] Για μια ολική παρουσίαση αυτών των επιχειρημάτων βλέπε Pekka Himanen, The Hacker Ethic, Random House, Νέα Υόρκη 2001.

[82] Ως προς αυτό βλέπε Τάκης Νικολόπουλος, Η οικονομία της αλληλεγγύης, συνέντευξη του συγγραφέα στο in.gr, 09 Σεπτεμβρίου 2011.

[83] Βλέπε για παράδειγμα, Τζέρεμυ Ρίφκιν, Το τέλος της εργασίας, Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 1996.

[84] Φερνάντ Μπρωντέλ, Υλικός πολιτισμός, καπιταλισμός και οικονομία, XV – XVIII αιώνας, Μορφωτικό Ινστιτούτο A.T.E., ΙΙ Τόμοι, Αθήνα 1998 και του ιδίου, η δυναμική του καπιταλισμού, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1992.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ