του Γιώργου Καραμπελιά απόσπασμα από το βιβλίο του Εκκλησία και γένος εν αιχμαλωσία (Εναλλακτικές Εκδόσεις 2018)
Ανάλογης αξίας είναι πλείστα όσα από τα λοιπά επιχειρήματά του Αγγέλου. Αναρωτιέται επί παραδείγματι: Πώς θα αμφισβητηθεί το γεγονός ότι ο Γύζης εμπνεύστηκε τον γνωστό πίνακά του για το κρυφό σχολειό από το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας στην Τήνο, το οποίο «πριν την Επανάσταση ονομαζόταν “Το Κρυφό Σχολειό”»[1]; Και απαντά: «Δεν υπάρχει κανένας λόγος να αμφισβητήσει κανείς [ ] την ύπαρξη της παράδοσης αυτής καθεαυτής»! «Απλώς η ιστορική πραγματικότητα, που έρχεται σε τέλεια αντίθεση με την παράδοση, θα μας ευκολύνει να ερμηνεύσουμε την διάδοση της παράδοσης»(!) «Το νησί δηλαδή, όπως είναι γνωστό, έπεσε στα χέρια των Τούρκων μόλις το 1718. Η μεταβολή όμως αυτή δεν αλλοίωσε κατά τίποτε απολύτως τις έως τότε συνθήκες ζωής των κατοίκων.[ ] Αντίθετα θα είναι στο εξής μία από τις πιο ιδανικές για τουρκοκρατούμενα μέρη» [2].
Ακόμα όμως και να δεχτούμε ότι, υπό τις νέες συνθήκες, οι Τήνιοι, πουόντως απολάμβαναν καθεστώς αυτοδιοίκησης, ζούσαν χωρίς τουρκική καταπίεση, πως αυτό ερμηνεύει την διαπιστωμένη ύπαρξη του τοπωνυμίου; Διότι το τοπωνύμιο, όπως παραδέχεται και ο ίδιος, υπήρχε πριν την Επανάσταση. Διαβάζουμε στη βιογραφία του Γύζη, γραμμένη το 1925, από τον αρμοδιότερο, την εποχή του, διευθυντή του μηνιαίου περιοδικού Πινακοθήκη (1901-1926), Δ.Ι. Καλογερόπουλο:
Την εικόνα ενεπνεύσθη εκ της γενετείρας του. Εν Τήνω υπάρχει μία μικρά μονή της Αγίας Τριάδος, κτισθείσα προ διακοσίων ετών επί της όχθης χειμάρρου, ονομαζομένη κατά τους προ της Επαναστάσεως χρόνους το «Κρυφό σχολειό», διότι εν τη μονή αυτή εδιδάσκοντο κρυφίως τα γράμματα και την θρησκείαν τα παιδιά των Τηνίων υπό δώδεκα καλογήρων…[3]
Βέβαια, όπως προαναφέραμε, παραμένει όντως αδιευκρίνιστη η καταγωγή του τοπωνυμίου, δεδομένου ότι, επί πεντακόσια χρόνια, έως το 1715, το νησί βρισκόταν υπό ενετική κατοχή και εν συνεχεία η άμεση τουρκική παρουσία παρέμενε υποτυπώδης, αλλά ο καθηγητής Φάνης Κακριδής διερευνά και μια άλλη, βάσιμη τουλάχιστον, πιθανότητα:
Η πληροφορία έχει αμφισβητηθεί, καθώς στην Τήνο μόνο τυπικά κυριαρχούσαν οι Τούρκοι. Σωστά, αλλά μήπως οι Φράγκοι, που διαφεντεύαν το νησί δεν ήταν χειρότεροι; Η Καθολική Εκκλησία, που από τον 17ο αιώνα πατούσε γερά στην Τήνο με τους Ιησουίτες, ασκούσε στην Ελλάδα έντονο προσηλυτισμό, και πριν από την Επανάσταση ο Κοραής φοβόταν προπαντός την πολύ εκτεταμένη σχολική δραστηριότητα των Ιησουιτών στις ορθόδοξες περιοχές: οι Ιησουίτες, έγραψε, σπουδάζουν νὰ στερεώσωσι τὴν ὕπαρξίν των ἐπάνω τῆς ἀπαιδευσίας τῶν λαῶν». Μήπως αυτή η πολιτική είχε οδηγήσει τους ορθόδοξους ιερείς ν’ αντιδρούν δίνοντας κρυφά μαθήματα ελληνισμού και ορθοδοξίας στις Εκκλησιές τους;[4]
Πρόκειται για μία πιθανή οδό προς διερεύνηση, δεδομένου ότι σε όλες τις ενετοκρατούμενες περιοχές, από την Κρήτη και την Κύπρο έως τα Επτάνησα, οι κυρίαρχοι εμπόδιζαν με κάθε τρόπο τη δημιουργία σχολείων[5].
Οι σημερινές πηγές πάντως μιλούν για μια μονή που πιθανώς είχε κτιστεί από τον 11ο αιώνα και οπωσδήποτε πολύ πιο πριν από τον 18ο αι., απλώς η παλαιότερη έγγραφη μαρτυρία σε μαρμάρινη πλάκα αναφέρεται στο έτος ανακαίνισης· το 1744, ο μοναχός Γρηγόριος, ερχόμενος από το Άγιο Όρος, πραγματοποίησε εκτεταμένες επισκευές στο κτιριακό συγκρότημα του ερειπωμένου μοναστηριού και μαζί του ήλθαν, σύμφωνα με την παράδοση, 20 μοναχοί. Οι περισσότεροι γηγενείς ήταν καθολικοί και πολλοί άρχισαν να μεταστρέφονται κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ένα μέρος μεταναστεύει ενώ, μετά τα Ορλωφικά, εγκαθίστανται στο νησί πολλοί διωχθέντες Πελοποννήσιοι. Κατά τα εκατό χρόνια που ακολούθησαν μέχρι την Επανάσταση, ήταν διαρκείς οι συγκρούσεις, κάποτε ένοπλες, μεταξύ καθολικών και ορθοδόξων για θρησκευτικά θέματα και για τη διοίκηση του νησιού[6]. Κατά συνέπεια, μπορούμε να φανταστούμε ποικίλες εκδοχές για την ερμηνεία του τοπωνυμίου, είτε ότι αφορά την ενετική περίοδο, είτε ότι πήρε μια τέτοια συμβολική ονομασία μετά το 1744, εξαιτίας της αντιπαράθεσης με τους καθολικούς, ή ίσως και να το εισήγαγαν οι εγκατασταθέντες ορθόδοξοι μετά τα Ορλωφικά.
Πάντως, ούτως ή άλλως, το ζήτημα δεν προσπερνάται με εύκολες σοφιστείες. Όμως ανάλογη προσέγγιση διαπιστώνουμε και ως προς τα υπόλοιπα σχετικά τοπωνύμια:
Οι χώροι αυτοί είναι συνήθως είδος μικρής κατακόμβης, κατά κανόνα κοντά σε εκκλησία μοναστηριού και τέτοιοι μαρτυρούνται, π.χ. στη μονή Φιλανθρωπηνών, στα Γιάννενα, στη μονή Φιλοσόφου, στη Δημητσάνα, στην μονή της Αγίας Τριάδος, στην Τήνο, και ενδεχομένως αλλού.[ ] το πιθανότερο που μπορούμε να δεχθούμε είναι μήπως (υπογρ. Γ.Κ.) η ονοματοθεσία αυτή είναι αποτέλεσμα της λόγιας παράδοσης[7].
Το «πιθανότερο» λοιπόν είναι «μήπως» πρόκειται για αποτέλεσμα της λόγιας παράδοσης! Και όμως, δεν αμφισβητείται η ύπαρξη του τοπωνυμίου στην Τήνο! Και γράφει, κλείνοντας το σχετικό θέμα:
Ο λόγος λοιπόν του Κανέλλου σχετική και μόνο βαρύτητα έχει αυτός καθαυτόν. Δεν έχουμε απέναντί μας μια μαρτυρία αλλά έναν συλλογιστικό τρόπο (sic)[ ]. Από τώρα λοιπόν η αναφορά στον Κανέλλο γίνεται απλώς ενδεικτική για ένα γενικότερο κλίμα της εποχής[8].
Εν τούτοις, «ανάλογα κείμενα», όπως η μαρτυρία του Κούμα και του Ιάκωβου Ρίζου Νερουλού, η οποία είχε ήδη «αποδομηθεί» από τον Αλέξη Πολίτη το 1994[9], υπήρχαν, γι’ αυτό και ο Α.Α. μιλάει για ένα «γενικότερο κλίμα».
Μια πλειάδα τεκμηρίων
Ο ακραιφνής δημοτικιστής Ιακωβάκης Ρίζος-Νερουλός –Φαναριώτης που, από το 1818, βρισκόταν στις παραδουνάβιες Ηγεμονίες ως πρωθυπουργός των ηγεμόνων, και έλαβε μέρος στο επαναστατικό κίνημα του Υψηλάντη – διετέλεσε πρώτος γραμματέας στη Εθνοσυνέλευση του Άργους και εν συνεχεία, επί Καποδίστρια, υπουργός Εξωτερικών, Παιδείας, σύμβουλος Επικρατείας και πρώτος πρόεδρος της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Μια σειρά διαλέξεών του στη Γενεύη, το 1826, για τη νέα ελληνική φιλολογία εκδόθηκε σε βιβλίο που μεταφράστηκε και σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες. Περιγράφοντας τη δράση του πρώτου Έλληνα μεγάλου Δραγουμάνου, του Παναγιωτάκη Νικούσιου (1613-1673), και του διαδόχου του, Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου (1641-1709), αναφέρει:
Οι Τούρκοι απαγόρευαν αυστηρά την ίδρυση δημοσίων σχολείων, διότι φοβούνταν πως αν οι χριστιανοί μορφώνονταν, θα γίνονταν δούλοι επικίνδυνοι και δυσκυβέρνητοι[10]. Ο Μαυροκορδάτος, λόγω της εύνοιας και τιμής που απολάμβανε εξασφάλιζε άδεια να ιδρύει δημόσια σχολεία σε διάφορες πόλεις της ευρωπαϊκής Τουρκίας και της Μικράς Ασίας[11] …οι ανώτερες σχολές των επιστημών και της φιλολογίας δεν θα μπορούσαν να ιδρυθούν, παρά μόνον ως αναμορφωτήρια ανηλίκων. Με αυτόν τον τρόπο, ο δραγουμάνος Παναγιωτάκης και ο διάδοχός του, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, κατόρθωσαν να συστήσουν σχολεία σε πολλές πόλεις της ευρωπαϊκής Τουρκίας και της Μ. Ασίας. Και έκλειναν τα στόματα των επαρχιακών διοικητών, άλλοτε με δωροδοκία και άλλοτε με την ισχυρή επιρροή που ασκούσαν οι προστάτες τους[12].
Ο Αλέξης Πολίτης αποδίδει τα λεγόμενά του Νερουλού στο «φανατισμένο κλίμα του ρομαντικού φιλελληνισμού», διότι οι Έλληνες, προσπαθώντας «τότε να δικαιολογηθούν με κάθε τρόπο στα μάτια των Ευρωπαίων», υποστήριζαν πως «για κάθε στραβό της ελληνικής πραγματικότητας έφταιγαν μονάχα οι Τούρκοι»[13].
Επειδή όμως όντως λανθάνουν και άλλες σχετικές μαρτυρίες, ορισμένες και προγενέστερες από εκείνες του Κανέλλου, παραθέτω δύο από αυτές που ερανίστηκα ο ίδιος στις περιπλανήσεις μου στα κείμενα της εποχής – εφεξής δε, ελπίζω να παύσουν να «λανθάνουν». Και οι δύο τοποθετούνται μάλιστα πριν από την Επανάσταση και προέρχονται, η πρώτη, από ένα σύμβολο του Διαφωτισμού, τον «νέον Ανακρέοντα», Αθανάσιο Χριστόπουλο, το 1815, και η δεύτερη από τον πολύ Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, το 1820. Το φιλοσοφικο-πολιτικό δοκίμιο του Αθανάσιου Χριστόπουλου, Πολιτικά φροντίσματα, αναφέρει πως η πολιτική του «ηγεμόνα», για να διατηρεί την εξουσία του, θα πρέπει, ανάμεσα στα άλλα:
ζ) Νὰ ἀνατρέφῃ δουλοπρεπῶς τοὺς ὑποκειμένους ἢ νὰ τοὺς κατατρίβῃ μὲ τὲς δουλειές· –πρῶτον, ἐμποδίζοντας τὴν σπουδὴν τῶν μαθημάτων, διατὶ ὀξύνει καὶ ἐξευγενίζει τὸν νοῦν μὲ φρονήματα φιλελεύθερα· (Ὅθεν καὶ ὁ ἀποστάτης Ἰουλιανὸς ἐμπόδισε τοὺς χριστιανοὺς νὰ μὴ μανθάνουν τὴν ἑλληνικὴν παιδείαν, διὰ νὰ τοὺς ταπεινώσῃ. Τὸ ἴδιον ἔκαμε τοὺς ἀσιατικοὺς χριστιανοὺς καὶ ὁ Ἀβδαλάς, Ἄραψ μουχαμετάνος, ἐμποδίζοντάς τους κάθε εἶδος παιδείας. Ἀλλὰ καὶ οἱ τωρινοὶ Τοῦρκοι δὲν πολυνοστιμεύονται τὰ σχολεῖα τῶν Ῥωμαίων)[14].
Και όμως, ο Αγγέλου και οι συν αυτώ συνεχίζουν διαπορούντες για ποιο λόγο να διώκουν οι Οθωμανοί την παιδεία! Ο δε Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, σε εκτενές υπόμνημά του προς τις ευρωπαϊκές αυλές, γράφει από την Πίζα, το 1820:
Τίποτε δεν ήταν πιο αυστηρά απαγορευμένο από την ίδρυση ενός σχολείου. Όλοι οι λόγιοι, έχοντας απελπιστεί ότι θα μπορούσαν να αποβούν χρήσιμοι στην πατρίδα τους και φοβούμενοι την απαγόρευση που είχε επιβληθεί έναντι των γραμμάτων υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα[15].
Ο Μαυροκορδάτος αναφέρεται, όπως είχαν κάνει πριν από αυτόν δεκάδες άλλοι, στην «αυστηρή απαγόρευση» ίδρυσης σχολείων μετά την Άλωση. Ψεύδεται άραγε και αυτός; Και όμως, τα τεκμήρια είναι υπαρκτά και αμάχητα ο δε Γιώργος Κεκαυμένος έχει συγκεντρώσει κυριολεκτικά δεκάδες σχετικές μαρτυρίες[16].
Και όμως, παρόλη την πληθώρα των σχετικών τεκμηρίων, για τη χορεία των απομυθοποιητών, στις «πηγές της οθωμανικής περιόδου δεν υπάρχει [ ] ούτε καν ένδειξη για [ ]απαγόρευση της εκπαίδευσης σε όλη τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου και σε όλη την έκταση της αυτοκρατορίας»[17] ή «δεν υπάρχει ούτε μία μαρτυρία που να λέει ότι εμποδιζόταν η διδασκαλία των ελληνικών»[18]. «Τα ελληνικά διδάσκονταν ελεύθερα επί τουρκοκρατίας ήδη από τον 14ο αιώνα»[19].
Θα κλείσω αυτό το ήδη μακροσκελές κεφάλαιο με το «βαρύ πυροβολικό» των απομυθοποιητών του Κρυφού Σχολειού, τον Μανουήλ Γεδεών και τη σχετική απόφανσή του περί του θέματος. Πράγματι, ο Μανουήλ Γεδεών θα γράψει, το 1939, πως η τουρκική κυβέρνηση «ουδέποτε εν ομαλή καταστάσει πραγμάτων (υπογρ. του Γεδεών) εμπόδισε την εν νάρθηξι και κελλίοις διδασκαλίαν» και συνεχίζει: «μέχρι σήμερον ουδαμού ανέγνω εν ομαλή καταστάσει πραγμάτων [υπογρ. του Γεδεών] (κατά σημερινήν εκδοχήν και φράσιν) βεζίρην, ή αγιάνην, ή σουλτάνον εμποδίσαντα σχολείου σύστασιν, ή οικοδομήν…»[20].
Για τον Αγγέλου, που παραθέτει και τα δύο αποσπάσματα, χωρίς όμως την υπογράμμιση του ιδίου του Γεδεών, αυτή η μαρτυρία είναι αποφασιστικής σημασίας, διότι ο πρωτόσχολος, που «ανάλωσε την μακρά ζωή του στην αρχειακή αναδίφηση με θαυμαστή ικανότητα», «γίνεται το ίδιο κατηγορηματικός [με τον Βλαχογιάννη] για την απουσία μαρτυριών [για το κρυφό σχολειό]»[21].
Αναφερθήκαμε ήδη στη φιλο-οθωμανική στάση του Γεδεών, που τον οδηγεί σε συγκάλυψη, ακόμα και παραποίηση, στοιχείων, όταν θεωρεί ότι αμαυρώνουν την οθωμανική εξουσία. Αυτό το διαπιστωμένο γεγονός, πάρα την όντως εντυπωσιακή ιστοριογνωσία του, τον καθιστά μάλλον αναξιόπιστη πηγή όταν πρόκειται για ζητήματα που θίγουν έστω και ελάχιστα την σουλτανική αυθεντία: Συναφώς, στην Πνευματική Κίνησιν του Γένους, τόνιζε πως: οι Έλληνες οφείλουν «να μη παρασιωπήσωσιν ευγνωμοσύνην επιβαλλομένην προς την θεόθεν τεταγμένην εφ’ ημάς κοσμικήν εξουσίαν των ευκλεών διαδόχων του oξύνοος Πορθητού, προστατών γενομένων των σχολείων και των γραμμάτων. […] [Διότι] άνευ της προστασίας ταύτης, αναξία λόγου ήθελεν είναι η διανοητικὴ κίνησις»[22]. Και όμως, αυτός ένας ιστοριοδίφης –που αναδεικνύει τη σουλτανική εξουσία σε «προστάτη των γραμμάτων» και της «διανοητικής κινήσεως» (sic)– θεωρείται η αποφασιστική πηγή, η μαρτυρία της οποίας λύνει οριστικώς το ζήτημα του «κρυφού σχολειού»!
Ceteris paribus όμως, αυτή η μαρτυρία του Γεδεών μάλλον τα αντίθετα μαρτυρεί και ενισχύει εμμέσως την πραγματικότητα των διώξεων της παιδείας από τους Οθωμανούς. Και τις δύο φορές που αναφέρεται στο ζήτημα των διώξεων κατά της παιδείας προσθέτει πάντοτε το «εν ομαλή καταστάσει πραγμάτων», υπογραμμίζοντας μάλιστα τις επίμαχες λέξεις. Πότε όμως ήταν «ομαλή» η κατάσταση στην οθωμανική Αυτοκρατορία, ή πότε ήταν ομαλή σε όλη της την έκταση; Κυριολεκτικώς ποτέ!
Κανείς εξ’ άλλου δεν είχε ισχυριστεί πως η απαγόρευση της παιδείας ήταν γενική, μόνιμη και συστηματική. Όλοι, και οι πιο φανατικοί υποστηρικτές της ύπαρξης του κρυφού σχολειού, γνώριζαν και γνωρίζουν πως, στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, λειτουργούσαν σχολεία σε πολλές περιοχές και με αυτή την έννοια δεν υπήρχε, για όλη την ιστορική περίοδο και όλες τις περιοχές, μια γενικευμένη και μόνιμη απαγόρευση. Ταυτόχρονα, όμως, όλοι ήξεραν πως οι Τούρκοι και κατεδίωκαν, για πολλές δεκαετίες μετά την Άλωση, την εκπαίδευση των Ελλήνων και είχαν κλείσει ή έκλειναν σχολειά (π.χ. στα Ορλωφικά) και είχαν απαγορεύσει ακόμα και τη χρήση της ελληνικής γλώσσας (π.χ. στην Αίγυπτο) και δεν επέτρεπαν την ίδρυση σχολείων στη Μικρά Ασία για πάρα πολύ καιρό, και έβλεπαν πάντα με δυσπιστία τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες των Ελλήνων. Άλλωστε, τον μεγάλο ιδρυτή σχολείων, τον Κοσμά Αιτωλό, εν τέλει τον απαγχόνισαν.
Κατά συνέπεια, η αναφορά στο «κρυφό σχολειό» ενέχει και μορφή παραδειγματικού συμβόλου για τις δυσκολίες και τις διώξεις που αντιμετώπιζε η παιδεία στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα και έτσι την εξέλαβε ο ελληνικός λαός. Αυτό και θέλουν εν τέλει να αμφισβητήσουν οι αποδομητές ιστορικοί και ιστοριολογούντες, δηλαδή τον καταπιεστικό και «φωτοσβεστικό» χαρακτήρα της οθωμανικής εξουσίας, καθώς και την έφεση των Ελλήνων –λόγω μιας μακράς παιδευτικής παράδοσης αιώνων και χιλιετιών– στην πρόσκτηση παιδείας. Απέναντι σε αυτή την εκπαιδευτική «ιδιοπροσωπία», οι Τούρκοι, απολύτως φυσιολογικά, «δὲν πολυνοστιμεύονταν τὰ σχολεῖα τῶν ‘Ρωμαίων», όπως αναφέρει ο Αθανάσιος Χριστόπουλος, γιατί έβλεπαν σε αυτά μια μόνιμη απειλή για την εξουσία τους.
Καθόλου τυχαία, οι ίδιοι άνθρωποι που αρνούνται τον σωστικό ρόλο της ορθοδοξίας για τον ελληνισμό της Τουρκοκρατίας, οι ίδιοι άνθρωποι που χαρακτηρίζουν ληστές τους Σουλιώτες, μύθο τον «χορό του Ζαλόγγου», οι άνθρωποι που έχουν μεταβάλει τον Ρήγα σε μετενσάρκωση Γάλλου Ιακωβίνου, και έχουν αναγορεύσει μια από τις πιο απάνθρωπες εξουσίες της Ιστορίας στην «ανεκτική οθωμανική Αυτοκρατορία», οι ίδιοι επιδιώκουν να αποδομήσουν τον «μύθο» του κρυφού σχολειού. Παραδόξως, δε, η πανουργία της Ιστορίας συνήργησε ώστε όσοι έγραψαν πρώτοι για διώξεις εναντίον της Παιδείας και για κρυφή άσκησή της, να είναι όλοι διαφωτιστές και κάποτε έντονα αντικληρικαλιστές. Κανένας δεν ήταν κληρικός ή οπαδός της «θρησκευτικής» μερίδας. Και όμως αυτούς αμφισβητούν οι υποτιθεμενοι «συνεχιστές» τους, ισχυριζόμενοι πως το Κρυφό Σχολειό είναι ένας μύθος που κατασκεύασε η… Εκκλησία, η οποία στην πραγματικότητα άρχισε να ασχολείται με το ζήτημα από τα τέλη του 19ου αιώνα και μετά.
[1] Ά. Αγγέλου, Το Κρυφό Σχολειό…, ό.π., σ. 60.
[2] Ά. Αγγέλου, Το Κρυφό Σχολειό…, ό.π., σ. 60.
[3] Δ.Ι. Καλογερόπουλος, Ξ. Σώχος, Λεύκωμα Τηνίων καλλιτεχνών, Ν. Γύζης, 1842-1900,Εστία, Αθήνα 1925, Ανατύπωση Επικαιρότητα, χ.χ., σ. 27.
[4] Φάνης Ι. Κακριδής, «Άσκηση απο-απομυθοποίησης…», ό.π., σσ. 287-288.
[5] Βλ. L. Augliera, Βιβλία, πολιτική…, ό.π.,σσ. 83-84· Γ. Καραμπελιάς, Το 1821…, ό.π. μέρος Δ΄, κεφ. Α΄, «Το Πεδεμόντιο των Επτανήσων», σ. 527.
[6] Βλ. Ν. Δρόσος, Ιστορία της Νήσου Τήνου: από της πέμπτης σταυροφορίας μέχρι της ενετικής κυριαρχίας και εκείθεν μέχρι του 1821, Αθήνα 1870· Επαμ. Γεωργαντόπουλος, Τηνιακά ήτοι αρχαία και νεωτέρα γεωγραφία και ιστορία της νήσου Τήνου, Αθήνα 1889.
[7] Ά. Αγγέλου, Το Κρυφό Σχολειό…, ό.π., σ. 16.
[8] Ά. Αγγέλου, Το Κρυφό Σχολειό…, ό.π., σ. 22.
[9] Α. Πολίτης, «Φεγγαράκι μου Λαμπρό…», ό.π., 27-28.
[10] J. Rizo Nérοulοs, Cοurs de Littérature, ό.π., σ. 45· ελλ. εκδ., Ιάκ. Ρίζος Νερουλός, Ιστορία των Γραμμάτων παρά τοις Νεωτέροις Έλλησι, Αθήνα 1870, σ. 64 (μτφρ. Γ. Κεκαυμένος, ό.π., σ. 203).
[11] J. Rizo Nérοulοs, Cours…, ό.π., σ. 28· Ι. Ρίζος Νερουλός, Ιστορία…, ό.π., σ. 43.
[12] J. Rizo Nérοulοs, Cours…, ό.π., σ. 46· Ι. Ρίζος Νερουλός, Ιστορία…, ό.π., σσ. 65-66.
[13] Α. Πολίτης, «Φεγγαράκι μου Λαμπρό…», ό.π., σ. 28.
[14] Ανέκδοτο έργο του Αθανασίου Χριστοπούλου, «Πολιτικά Σοφίσματα», επιμ. Λέανδρος Βρανούσης, ΕΜΑ 10 (1960), ΑΑ, Αθήνα 1997, σσ. 19-23.
[15] Βλ. Alex. Mavrocordato, «Coup d’ oeil sur la Turquie», στο Anton Graf von Prokesch–Osten, Geschichte des Abfalls der Griechen vom türkischen Reiche im Jahr 1821 und der Gründung des Hellenischen Königreiches. Aus diplomatischem Standpuncte, Βιέννη 1867, τ. ΙΙΙ, σσ. 23-24. Δημοσιεύεται ως παράρτημα και στο Γεώργιος Κ. Θεοδωρίδης, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ένας φιλελεύθερος στα χρόνια του Εικοσιένα, ΕΙΕ, ΙΙΕ, Αθήνα 2012.
[16] Γ. Κεκαυμένος, Το Κρυφό Σχολειό, ΕΕ, Αθήνα 2012,σσ. 15-17.
[17] Π. Στάθης, «Κρυφό σχολειό: Τα ιστορικά δεδομένα για τον αβάσιμο ισχυρισμό», εφ. Ελευθεροτυπία, 26-3-2011.
[18] Α. Πολίτης, Δήλωση στο άρθρο «Το “φανερό” σχολείο έφερε τον… ξεσηκωμό. Μύθοι και σκληρές αλήθειες για την Επανάσταση του 1821», Τα Νέα, 22-3-2010.
[19] Α. Πολίτης, Δήλωση…, ό.π.
[20] Μ. Γεδεών, Ιστορία των του Χριστού πενήτων, ό.π., τ. Α΄, σσ. 179-180.
[21] Ά. Αγγέλου, Το Κρυφό Σχολειό…, ό.π., σ. 15.
[22] Μ. Γεδεών, Η Πνευματική Κίνησις…, ό.π., σσ. 139-140.