Του Κώστα Ράπτη από το capital.gr
Οικονομική κρίση, αποδυνάμωση του κυβερνώντος πολιτικού μπλοκ, όξυνση της θρησκευτικής ρητορικής, στροφή στον εθνικισμό προς τα έξω και στον αυταρχισμό εντός των συνόρων. Η Τουρκία έχει βρεθεί σε παρόμοια θέση και στο παρελθόν: για την ακρίβεια, επί των ημερών του Αντνάν Μεντερές, ο οποίος αποτελεί ένα από τα πρότυπα του Ταγίπ Ερντογάν – πλην κατέληξε στην αγχόνη.
Ενώ το νόμισμα της γείτονος υποχωρούσε κάτω και από το ψυχολογικό όριο των 7,5 λιρών ανά δολάριο, υπό το βάρος της υποτίμησης του αξιόχρεου 13 τουρκικών τραπεζών από τη Moody’s, ο Τζον Λούμποκ του Ahval News ανέτρεξε στο ιστορικό προηγούμενο που κάνει τις δοκιμασίες της σημερινής Τουρκίας να μοιάζουν τόσο πολύ με αυτές της δεκαετίας του ’50.
Η εκλογική νίκη του υπό τον Μεντερές Δημοκρατικού Κόμματος το 1950 αποτέλεσε την πραγματική είσοδο της χώρας στην εποχή του πολυκομματισμού. Ο πρώτος δημοκρατικά εκλεγμένος πρωθυπουργός της Τουρκίας ηγήθηκε μιας κοινωνικής συμμαχίας με την οποία η συντηρητική “βαθιά Ανατολή” έπαιρνε τη ρεβάνς απέναντι στον κεμαλισμό. Όμως η οικονομική διαχείριση δεν αποτελούσε το δυνατό του χαρτί.
Η κυβέρνηση Μεντερές επέλεξε να στηριχθεί στον δανεισμό από την κεντρική τράπεζα, παρά να πλήξει τους γαιοκτήμονες που τη στήριζαν, αυξάνοντας τη φορολογία. Το αποτέλεσμα ήταν να διογκωθούν τόσο το δημόσιο χρέος, όσο και τα ελλείμματα (δημοσιονομικό και εμπορικό), να αναπτυχθεί η μαύρη αγορά, να υποτιμηθεί το νόμισμα και να εκτιναχθεί ο πληθωρισμός από το 3% το 1950 στο 20% το 1957, με την κυβέρνηση να καταφεύγει στις προβλέψεις του Νόμου Εθνικής Ασφαλείας του 1940 για να επιβάλει έλεγχο των τιμών.
Ο Μεντερές άρχισε να χάνει υποστηρικτές και να γίνεται όλο και πιο αυταρχικός. Η όξυνση των εντάσεων περί το Κυπριακό και το πογκρόμ του Σεπτεμβρίου 1955 εναντίον των Ρωμιών της Πόλης, ήταν ο τρόπος του να διοχετεύσει την κοινωνική δυσαρέσκεια εναντίον “παραδοσιακών εχθρών” εντός και εκτός συνόρων. Η μείωση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας του Δημοκρατικού Κόμματος στις εκλογές του 1957 έφερε ως αντίδραση την οχύρωση των κυβερνώντων πίσω από το θρησκευτικό αίσθημα, με τους Ρεπουμπλικανούς (κεμαλιστές) να περιγράφονται ως κόμμα αθέων και κομμουνιστών και την ίδρυση νέων τζαμιών και ιεροδιδασκαλείων να πολλαπλασιάζεται.
Όλα αυτά, πάντως, δεν απέτρεψαν το πραξικόπημα του 1960, το πρώτο της σύγχρονης τουρκικής ιστορίας, και την θανατική καταδίκη του ίδιου του Μεντερές και δύο υπουργών του.
Στη συνείδηση των ισλαμο-εθνικιστών που κυβερνούν την Τουρκία ο Μεντερές είναι ένα είδος μάρτυρα. Άλλωστε η μνήμη του αποκαταστάθηκε από την Τουρκική Εθνοσυνέλευση το 1990 και πλέον το όνομά του φέρουν το αεροδρόμιο της Σμύρνης, το Πανεπιστήμιο του Αϊδινίου καθώς και κεντρική λεωφόρος της Κωνσταντινούπολης.
Είναι πάντως ενδιαφέρον ότι στη δημόσια συζήτηση η ανατροπή του Μεντερές συσχετίζεται σήμερα με ένα ιδιαίτερα επίκαιρο ερώτημα: την προοπτική προσφυγής στο ΔΝΤ, την οποία ο Ταγίπ Ερντογάν έχει αποκλείσει κατηγορηματικά.
Η φιλοκυβερνητική εφημερίδα Daily Sabah σε άρθρο του 2018 υποστήριξε ότι ο Μεντερές έπεσε θύμα “συνομωσίας” του ΔΝΤ επειδή ο τότε πρωθυπουργός αρνήθηκε την προσφυγή το 1954, όταν για πρώτη φορά τέθηκε το ζήτημα, αν και δεν μπόρεσε να την αποφύγει το 1958.
Ο Ερντογάν είναι βέβαια πολύ ισχυρότερος του Μεντερές, καθώς έχει εξαλείψει κάθε πυρήνα αντίστασης στην εξουσία του μέσα στον στρατό και τον κρατικό μηχανισμό. Έχει επίσης διεθνή στηρίγματα που του δίνουν χώρο να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση, όπως καταδεικνύει λ.χ. το ενδιαφέρον της Κίνας να επενδύσει στην τουρκική αγορά. Όμως το απειλητικό ιστορικό προηγούμενο δεν παύει να ρίχνει τη σκιά του.