Συγγραφέας: Νάντια Μαρία Ελ Σέϊχ
Επιμέλεια – Μετάφραση – Παραρτήματα: Νίκος Κελέρμενος
Σελ. 345 Εναλλακτικές Εκδόσεις 2013
Σημείωμα τοῦ μεταφραστοῦ*
Τά τελευταῖα χρόνια παρατηρεῖται αὐξανόμενο ἐνδιαφέρον γιά τό Βυζάντιο καί τό Ἰσλάμ στή διεθνῆ βιβλιογραφία. Ὑπάρχουν ἀρκετές ἐργασίες σχετικές μέ τίς ἀντιλήψεις τῶν Βυζαντινῶν γιά τόν πολιτισμό καί τήν ἱστορία τοῦ ἰσλαμικοῦ κόσμου. Κάτι ἀνάλογο παρατηρεῖται καί μέ τίς ἀντιλήψεις τῶν Ἀράβων γιά τό Βυζάντιο. Ὁ ἀριθμός τῶν βυζαντινολόγων πού συνειδητοποιεῖ τήν ἀνάγκη συνδυασμοῦ καί ἐνσωματώσεως τῆς πληθώρας τῶν στοιχείων πού προσφέρουν οἱ ἀραβικές πηγές μέ τίς οἰκεῖες γιά αὐτούς βυζαντινές πηγές αὐξάνει μέ ἀργό ρυθμό1. Τό Βυζάντιο ὅπως τό εἶδαν οἱ Ἄραβες ἀποτελεῖ τήν πρώτη μονογραφία πού ἀσχολεῖται εἰδικά μέ τό θέμα τῶν σχέσεων Ἀράβων καί Βυζαντινῶν. Τό βιβλίο διερευνᾶ τήν εἰκόνα τοῦ Βυζαντίου πού παρατηρεῖται ἀφ’ ἑνός σέ ἕνα εὐρύ φάσμα πρωτογενῶν πηγῶν: θρησκευτικά κείμενα [Κοράνιο, ἑρμηνεία τοῦ Κορανίου (ταφσίρ), Βιογραφία τοῦ Προφήτη (Σίρα), συλλογές κανόνων μέ προφητικές παραδόσεις], ἱστορικές ἐπιτομές, ἔργα ἀραβικῆς χρονογραφίας, γεωγραφικά πονήματα, λεξικά, βιογραφίες, κοσμογραφίες, καί πολεμικοῦ ὕφους πολιτικό-θρησκευτικά γραπτά, τά ὁποῖα χρονολογοῦνται ἀπό τήν ἐμφάνιση τοῦ Ἰσλάμ τόν 7o αἰῶνα μέχρι τήν πτώση τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας τό 1453 μ.Χ., ἀφ’ ἑτέρου σέ ἕνα πλῆθος δευτερογενῶν πηγῶν πού σχετίζονται μέ τό θέμα. Η Ν.Μ. Ἔλ Σέϊχ προσεγγίζει κριτικά τόν τρόπο πού ἐξελίχθηκε ἡ ἀραβο-ἰσλαμική πρόσληψη τοῦ Βυζαντίου μέσω πολέμων, ἐπαφῶν καί ἀνταλλαγῶν, στό πέρασμα τόσων αἰώνων.
Ὁ νέος κόσμος τῶν Μουσουλμάνων, ἀπό τόν 7o μέχρι καί τόν 15o αἰῶνα, βρισκόταν σέ ἐχθροπραξίες μέ τήν Βυζαντινή Αὐτοκρατορία, τήν κύρια δύναμη ἀντιστάσεως στήν ἀναδυόμενη ἰσλαμική κοινότητα. Τό Ἰσλάμ καί τό Βυζάντιο βρίσκονταν σέ μία μεταβαλλόμενη καί διαλεκτικά συγκροτημένη ἱστορική ἀλληλοσυσχέτιση. Ἐκτός ἀπό τίς μεταξύ τους πολεμικές ἀναμετρήσεις ὑπῆρξε καί «διάχυση πολιτιστικῶν ἀγαθῶν, πολιτικῶν ἰδεῶν καί θεσμῶν, ὑλικῶν ἀγαθῶν καί μεθόδων οἰκονομικῆς παραγωγῆς». Ἡ ἀντιπαράθεση αὐτή καθόρισε ἀποφασιστικά καί τόν προσανατολισμό τῶν μεσαιωνικῶν ἀραβικῶν ἰσλαμικῶν πηγῶν. Οἱ γνώσεις γιά τήν Βυζαντινή Αὐτοκρατορία δέν ἦταν ἐπουσιώδεις, οὔτε ἐνδιέφεραν μόνον κάποιους λογίους. Ἡ συγγραφέας ἐπισημαίνει ὅτι ὁ ρόλος πού διαδραμάτισε τό Βυζάντιο στή συλλογική φαντασία τῶν ἀραβοϊσλαμικῶν κοινωνιῶν ὑπῆρξε ἀνεκτίμητος. Ὁ ἰσλαμικός πολιτισμός «υἱοθέτησε βασικά χαρακτηριστικά τοῦ Βυζαντίου (ὅπως τίς ἀντιλήψεις γιά τό κράτος καί τή διοίκηση, καί στοιχεῖα ἀπό τήν ὑλική καί πνευματική του ὑποδομή)». Ὁ ἀντίκτυπος πού εἶχε ὁ βυζαντινός πολιτισμός στούς Ἄραβες, εἶναι ὁλοφάνερος στίς πηγές, οἱ ὁποῖες «δείχνουν ἕναν ἐπίμονο θαυμασμό γιά τήν καλλιτεχνική δημιουργία τῶν Βυζαντινῶν καί τήν τεχνική τους δεξιότητα». Ἀρκεῖ νά ἀναφερθοῦν δύο περιστατικά. Βοήθεια ἀπό Βυζαντινούς ζητήθηκε στή διακόσμηση καί τῶν πρώτων τεμενῶν τῶν Ὀμαϋαδῶν (8oς αἰ.), καί τοῦ τζαμιοῦ τῆς Κόρδοβας ἐπί ἀλ-Χάκαμ Β΄ (10oς αἰ.). Τό ἑλληνικό χειρόγραφό τοῦ Διοσκουρίδη Περί Ὕλης Ἰατρικῆς, δῶρο τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄, πού ἔστειλε τό 948 μ.Χ. στόν Χαλίφη τῆς Κόρδοβας, καί ἡ βοήθεια στήν ἀραβική μετάφρασή του, «ὁδήγησε σέ ὁλόκληρη σειρά ἔργων πού ἔκαναν τήν ἰσλαμική Ἱσπανία κέντρο τῶν φαρμακευτικῶν σπουδῶν». Ἡ ἐξιδανίκευση τῶν Βυζαντινῶν ὡς καλλιτεχνῶν, ἐμπείρων τεχνιτῶν καί ἀνθρώπων τῆς γνώσεως φαίνεται, ἐπιπλέον, στόν τρόπο πού ἀντιμετωπίζουν οἱ πηγές τήν βυζαντινή πρωτεύουσα (διοικητικό, θρησκευτικό καί οἰκονομικό κέντρο τοῦ κράτους, πηγή καί ἑστία γραμμάτων καί τεχνῶν). Οἱ Ἄραβες δέν μποροῦσαν νά ἀρνηθοῦν τό γεγονός ὅτι τό Βυζάντιο ἦταν ὁ χῶρος ὅπου συσσωρεύτηκε ἡ ἀρχαία ἑλληνική γνώση. Οἱ Ἄραβες συγγραφεῖς «ἐκτιμοῦσαν τό γεγονός ὅτι οἱ Βυζαντινοί διέσωσαν τήν ἀρχαία γραμματεία, καί ἦσαν εὐγνώμονες πού ἐπέτρεψαν στούς Μουσουλμάνους νά τήν ἀντιγράψουν καί νά τη μεταφράσουν».
Νάντια Μαρία Ελ-Σεΐχ, Το Βυζάντιο όπως το είδαν οι Άραβες
Τό βιβλίο ἀπαρτίζεται ἀπό τέσσερα κεφάλαια. Κάθε κεφάλαιο ἐξετάζει μία περίοδο κατά τήν ὁποία ἐπικράτησαν συγκεκριμένες παραδόσεις καί ἀπόψεις γιά τούς Βυζαντινούς. Προηγεῖται μία Εἰσαγωγή στό θέμα καί ἕνας γενικός προσανατολισμός στίς βασικές πηγές, γιά νά ἐξοικειωθεῖ ὁ ἀναγνώστης.
Τό πρῶτο κεφάλαιο ἐξετάζει θέματα πού ἐμφανίσθηκαν τήν περίοδο τῶν ἀρχικῶν ἐπαφῶν τοῦ Ἰσλάμ (7oς αἰ.) μέ τήν Βυζαντινή Αὐτοκρατορία. Σχολιάζει ἐκτενῶς τήν πρώτη ἀναφορά στούς Βυζαντινούς (30o κεφάλαιο Κορανίου), καί τίς διάφορες ἑρμηνεῖες πού ἔδωσαν οἱ μουσουλμάνοι συγγραφεῖς ἀπό τόν 8o μέχρι τόν 15o αἰῶνα. Ἀκολουθεῖ συζήτηση γιά τίς σχέσεις τῶν πρώτων ἡγετῶν τοῦ Ἰσλάμ μέ τούς βυζαντινούς ἀντιπάλους τους, μέ ἰδιαίτερη ἀναφορά στόν αὐτοκράτορα Ἡράκλειο, ὁ ὁποῖος προβάλλεται ὡς ἰδανικός κυβερνήτης. Σχολιάζεται ἡ ἐπίδραση τῆς βυζαντινῆς τέχνης καί ἀρχιτεκτονικῆς καί ἀκολουθοῦν ἀναφορές στίς ἀποτυχημένες προσπάθειες τῶν μουσουλμάνων γιά κατάληψη τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Στό δεύτερο κεφάλαιο περιγράφεται ὁ χαρακτῆρας τῆς ἀντιπαράθεσης μέ στρατιωτικούς καί πολιτισμικούς ὅρους, πού ἔγινε τό πρότυπο γιά τήν ἀπεικόνιση τοῦ Βυζαντίου στίς ἀραβικές πηγές τόν 8o καί 9o αἰῶνα. Αὐτή τήν περίοδο καίριες πολιτικές ἐξελίξεις ἦταν ἡ πτώση τῶν Ὀμαϋαδῶν καί ἡ ἄνοδος στήν ἐξουσία τοῦ οἴκου τῶν Ἀββασιδῶν, ἐνώ γίνεται ἐκτενής ἀναφορά στόν Χαρούν ἀλ-Ρασσίντ καί τίς σχέσεις του μέ τούς βυζαντινούς αὐτοκράτορες Κωνσταντῖνο ΣΤ΄, Νικηφόρο Α΄ καί Εἰρήνη. Ἀκολούθως ἐξετάζει τίς ἀραβικές ἀπόψεις γιά τήν ἐπιστήμη καί τή φιλοσοφία τῶν Βυζαντινῶν, καί ἀσχολεῖται ἐκτενῶς μέ τήν ἐπανεκτίμηση τοῦ πρό-ἰσλαμικοῦ βυζαντινοῦ παρελθόντος ὑπό τήν ἐπίδραση τῆς σουουμπίγια (κοινωνικό, θρησκευτικό καί πολιτιστικό κίνημα ἀντίδρασης στήν ἀραβοσύνη, ἀπό τήν ἰρανική πλευρά) κατά τόν 9o αἰῶνα. Τέλος ἐξετάζονται ὁ χαρακτήρας τοῦ Homo Byzantinus καί οἱ ἀπεικονίσεις τῶν βυζαντινῶν γυναικών στίς ἀραβικές πηγές.
Στό τρίτο κεφάλαιο, πού ἀφορᾶ στόν ὕστερο 9o, 10o καί 11o αἰ., ἡ συγγραφεύς ἀνασκοπεῖ περιγραφές Ἀράβων γιά τήν Κωνσταντινούπολη καί τό μεγαλεῖο τῆς Βυζαντινῆς αὐλῆς, ἐπίσης τήν ἀρνητική εἰκόνα πού ἐμφανίζουν γιά τόν Νικηφόρο Φωκᾶ, ὁ ὁποῖος νίκησε ἐπανειλημμένως τούς Ἄραβες καί ἀνακατέλαβε πολλά ἐδάφη. Τελειώνει μέ βραχεῖα διερεύνηση τῆς καταστροφικῆς μάχης τοῦ Μαντζικέρτ (1071 μ.Χ.), ἡ ὁποία ὑπῆρξε τό ἔναυσμα γιά τήν ἀπώλεια τοῦ ἐλέγχου τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀπό τούς Βυζαντινούς. Ἔκτοτε ἡ μουσουλμανική πίεση στό Βυζάντιο θά ἀσκεῖται ἀπό τούς Τούρκους.
Τό τέταρτο κεφάλαιο ἀσχολεῖται μέ τή νέα κατάσταση πού διαμορφώθηκε (ἧττα τῶν Βυζαντινῶν στό Μαντζικέρτ, ἐγκατάσταση Τούρκων καί Σταυροφόρων στή Μέση Ἀνατολή, εἰσβολές τῶν Μογγόλων), ἡ ὁποία ἄλλαξε κάπως τήν εἰκόνα γιά τό Βυζάντιο. Οἱ Σταυροφόροι εἶναι τώρα ὁ κύριος στόχος τῶν ὄψιμων ἀραβοϊσλαμικῶν κειμένων. Γιά τούς Βυζαντινούς, ὁ 13oς αἰ. ἦταν περίοδος πολιτικῆς καταστροφῆς. Ἀρκετοί μουσουλμάνοι συγγραφεῖς παρατήρησαν καί κατέγραψαν τή βαθμιαῖα παρακμή τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, ἡ ὁποία ἔφθασε νά ἀποτελεῖται οὐσιαστικά ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη. Ἡ σπουδαιότητά τῆς Πόλης (ἡ ὁποία δέν εἶχε πιά τήν παλαιότερη πολιτική καί στρατιωτική σημασία της), βασιζόταν σέ ἰδεολογικά καί σχεδόν μυθικά κριτήρια γιά τούς Μουσουλμάνους. Μέ τήν ὑποταγή της στόν Σουλτάνο τῶν Ὀθωμανῶν (1453 μ.Χ.) ἡ μακραίωνη μάχη μεταξύ Ἰσλάμ καί Βυζαντίου ἔληξε ὁριστικά.
Στόν Ἐπίλογο, ἡ Ἀραβολόγος – Βυζαντινολόγος συγγραφέας ἀναφέρεται στήν προσπάθειά της νά ἑρμηνεύσει τήν πολυσύνθετη ἔννοια Βυζάντιο, ὅπως ἀπεικονίζεται στήν ἀράβο-μουσουλμανική φιλολογική παράδοση, καί νά διατυπώσει μία ἐναλλακτική ἀξιολόγηση τῶν πολιτικῶν μεθοδεύσεων τῆς ἀντιπαράθεσης καί τῆς ἐχθρικότητας, τίς ὁποῖες πολύ συχνά ὑποκρύπτει ἡ φιλολογική συζήτηση γιά τίς σχέσεις Μουσουλμάνων – Βυζαντινῶν, καί καταθέτει τίς παρατηρήσεις καί τά συμπεράσματά της.
Ἡ συγγραφέας τονίζει ἐπανειλημμένως τόν περίπλοκο καί συχνά ἀμφίσημο χαρακτῆρα τῆς ἀπεικονίσεως τῶν Βυζαντινῶν στά γραπτά τῶν Μουσουλμάνων, ἀποβλέπει δέ στό νά παρουσιάσει μία συνοπτική εἰκόνα ὁλόκληρης τῆς φιλολογικῆς παραδόσεως, παρά νά ἀναλύσει διεξοδικά τό κάθε εἶδος καί τήν κάθε περίοδο. Δηλώνει καθαρά πώς ἡ ἀνά χείρας μελέτη τῶν ἀραβοϊσλαμικῶν πηγῶν σέ καμία περίπτωση δέν εἶναι ἐξαντλητική, και ἐλπίζει ὅτι οἱ ἱστορικοί τοῦ Ἰσλάμ καί τοῦ Βυζαντίου θά διευρύνουν τήν ἔρευνα καί τήν ἐπιχειρηματολογία, σέ διάφορες πτυχές τῶν σχέσεων Μουσουλμάνων – Βυζαντινῶν.
Γιά τίς ἀρετές καί τήν προσφορά τοῦ βιβλίου ἔχει ἀποφανθεῖ ἐγκωμιαστικά σύσσωμος ὁ ἀντίστοιχος ἐπιστημονικός κλάδος μέσῳ τῶν βιβλιοκρισιῶν σέ ἐπιστημονικά περιοδικά1,2,3,4,5,6,7,8,9. Ἡ Ν.Μ. Ἔλ Σέϊχ σέ ὅλη τήν ἔκταση τοῦ βιβλίου ἀντιμετωπίζει ἐπιτυχῶς ἑρμηνευτικά προβλήματα πού είναι ἐνδογενῆ σέ κάθε τέτοια ἱστορική μελέτη4. Ἐπισημαίνεται ὅτι αὐτό τό καλογραμμένο, ἰδιαίτερα εὐπρόσδεκτο3 βιβλίο γιά τίς σχέσεις Βυζαντινῶν καί Ἀράβων ἀφορᾶ σέ ἕνα πεδίο τῶν βυζαντινῶν σπουδῶν πού εἶχε παραμεληθεῖ ἀναιτιολόγητα. Παραλλήλως συζητοῦνται κάποια μεθοδολογικά προβλήματα καί ἑστίες συγχύσεως, ἡ διερεύνηση τῶν ὁποίων θά διευκολύνει τούς ἐπιστήμονες καί τήν ἐπιστημονική ἔρευνα στό μέλλον, ἀλλά καί τούς ἀπαιτητικούς φιλαναγνῶστες.
Τό ἀντικείμενο τοῦ βιβλίου «δέν εἶναι τόσο οἱ πραγματικές σχέσεις τοῦ κράτους τῶν Μουσουλμάνων μέ ἐκεῖνο τῶν Βυζαντινῶν, ὅσο οἱ ἀναπαραστάσεις τοῦ Βυζαντίου στά ἀραβοϊσλαμικά κείμενα, γιατί μόνο μέσα ἀπό τό φίλτρο τῆς ἀναπαράστασης μποροῦμε νά προσεγγίσουμε τίς πραγματικές τους σχέσεις καί τά ἱστορικά γεγονότα πού εἶναι πίσω ἀπό αὐτές»1. Ἡ συγκεκριμένη προσέγγιση τῆς συγγραφέως, «ἀποτελεῖ μία καλή ἐπιλογή, ἐπειδή τήν προφυλάσσει ἀπό τήν παγίδα νά πάρει τοῖς μετρητοῖς παραδόσεις ἀναπαραστάσεων αἰῶνες μετά τήν ἐποχή πού δημιουργήθηκαν. Ὅμως, φαίνεται νά στερεῖ ἀπό τό συνολικό ἔργο ἕνα μέρος τῆς δυνητικῆς ἱστορικῆς του ἰδιαιτερότητας, μέ ἀποτέλεσμα οἱ νέες ἐξελίξεις στήν ἀπεικόνιση τῶν Βυζαντινῶν (στίς ἀραβικές πηγές) νά συσχετίζονται δύσκολα μέ συγκεκριμένα γεγονότα, κοινωνικές ἀλλαγές καί συγγραφικές προθέσεις, σέ μικρότερη κλίμακα χρόνου»1. Ἐπιπλέον, τό ἔργο «θά μποροῦσε νά ὠφεληθεῖ ἐάν ἀξιοποιοῦσε καί πηγές τῆς ἑλληνικῆς καί βυζαντινῆς γραμματείας πρός ἐπίρρωση κάποιων σημείων», παρότι αὐτό δέν ἦταν στούς στόχους τῆς συγγραφέως. Καταλήγει τονίζοντας καί πάλι, ὅτι τό συγκεκριμένο πόνημα ἀποτελεῖ μεγάλη προσφορά στό καινούργιο πεδίο ἔρευνας, «ἀλλά εἴμαστε στήν ἀρχή, καί ὄχι στό τέλος αὐτῆς τῆς ἔρευνας»1.
Ἔχοντας ὑπογραμμίσει τήν προσφορά τόσο πλούσιου ὑλικοῦ – πρόσθετο ἐπίτευγμα τῆς συγγραφέως, ὁ R. Holland, διαπιστώνει πώς «ὑπάρχει ἕνα μεθοδολογικό πρόβλημα πού δέν μπορεῖ νά παραβλέψει κανείς, δηλαδή ἡ συγγραφέας ἐπιλέγει ὑλικό ἀπό πολλά καί διαφορετικά εἴδη πού παρουσιάζονται σάν νά ἦταν ὅλα ἀνάλογου ἐπιπέδου … τά ὁποῖα ὁ μή ἐξοικειωμένος ἀναγνώστης δύσκολα διαφοροποιεῖ». Θεωρεῖ πολύ χρήσιμο νά διασαφηνίζονται οἱ γνήσιες παρατηρήσεις τῶν Ἀράβων γιά τούς Βυζαντινούς, καί ἀπό τόν τρόπο πού τούς ἀντιλαμβάνονταν οἱ Ἄραβες, καί ἀπό τίς διασκευασμένες αραβικές ἀπεικονίσεις τῶν Βυζαντινῶν. Ἐπίσης, θεωρεῖ πηγή συγχύσεως τήν ἐναλλακτική χρησιμοποίηση τῶν ὅρων Ἄραβας, Μουσουλμάνος, ἀραβοϊσλαμικός κ.ἄ., παρότι ἀναγνωρίζει πώς οἱ ὁρισμοί εἶναι πολύ δύσκολοι, καί πώς ὑπάρχει μεγάλη ἐπικάλυψη τῶν ὅρων Ἄραβας καί Μουσουλμάνος. Ὃμως καμία ἀπό αὐτές τίς ἐνστάσεις δέν ἀρνεῖται, μέ κανέναν τρόπο, τήν ἐξαιρετική προσφορά τοῦ βιβλίου7.
Ἡ βυζαντινολόγος Μ. Μαυρουδή, ἐπισημαίνει εὔστοχα ὅτι «γιά νά ἐκτιμηθεῖ πλήρως ἡ προσφορά τῆς Ν.Μ. Ἔλ Σέϊχ καί τοῦ βιβλίου της, πρέπει νά εἰδωθεῖ στό πλαίσιο τῆς ὑπάρχουσας (ἤ μᾶλλον, τῆς μή-ὑπάρχουσας) ἱστοριογραφίας τοῦ συγκεκριμένου πεδίου», ἀφοῦ τά ἔργα γιά τίς πολιτισμικές σχέσεις τῶν κρατῶν τοῦ Βυζαντίου καί τοῦ Ἰσλάμ μετρῶνται στά δάκτυλα τῆς μίας χειρός». Ἀφοῦ τονίσει ὅτι ἡ συγγραφέας προσέθεσε στά ὑπάρχοντα ἐπί τοῦ θέματος εἴδη μεσαιωνικῶν ἀραβικῶν πηγῶν καί ἀρκετά νέα (ἑρμηνεῖες τοῦ Κορανίου, βιογραφικά λεξικά καί ἔργα χρηστομάθειας (ἄνταμπ), σημειώνει ὅτι τό συγκεκριμένο ἐπίτευγμα εἶναι ἐντυπωσιακό, καθότι ἐρεύνησε πληθώρα ὑλικοῦ πού συνέλεξε μέ κόπο ἀπό διάφορες πηγές (ὑπενθυμίζοντας πώς οἱ ἀραβολόγοι δέν ἔχουν τή βοήθεια ἠλεκτρονικῶν μέσων τοῦ τύπου Τhesaurus Linguae Graecae πού διαθέτουν οἱ βυζαντινολόγοι), καί τό ὀργάνωσε σέ ἕνα συνεκτικό ὅλον τό ὁποῖο ἐξελίσσεται χρονικά καί θεματικά. Ἔργο πολύ ὠφέλιμο σέ βυζαντινολόγους, ἀραβολόγους, καί ἰσλαμολόγους5. Μέ τό βιβλίο αὐτό ἡ Ν.Μ. Ἔλ Σέϊχ ἔθεσε τίς βάσεις γιά μελλοντικές ἔρευνες6 καί παρά τίς ὅποιες ἀδυναμίες του εἶναι ἀπαραίτητο γιά κάθε ἄλλη μελέτη ἐπί τοῦ θέματος2.
Τό Βυζάντιο ὅπως τό εἶδαν οἱ Ἄραβες εἶναι βιβλίο χρήσιμο γιά ὅποιον ἔχει ἐνδιαφέρον γιά τίς σχέσεις Μουσουλμάνων – Βυζαντινῶν κατά τή μεσαιωνική περίοδο. Συνιστᾶται σέ σπουδαστές, μελετητές καί εἰδήμονες πού ἐπιθυμοῦν περισσότερες γνώσεις σέ αὐτό τό συναρπαστικό πεδίο. Ἐπίσης, ἀπευθύνεται σέ κάθε ἐνδιαφερόμενο καί φιλίστορα πού ἀναζητᾶ οὐσιαστική πληροφόρηση σέ τέτοια θέματα. Τέλος τό βιβλίο μπορεῖ νά δεῖ κανείς καί «ὡς πρόσκληση σέ διάλογο, ὄχι μόνο μεταξύ ἱστορικῶν καί βυζαντινολόγων, ἀλλά μεταξύ Χριστιανῶν καί Μουσουλμάνων, πού ἐπιθυμοῦν νά ἀξιολογήσουν τίς δικές τους κοινές ἱστορίες ἀνοικτά καί τίμια»9.
Στή χώρα μας ἡ παράδοση τῆς ἐπιστήμης τῆς Ἀραβολογίας εἶναι πρόσφατο γεγονός. Ἔχει ἐπισημανθεῖ ἀπό εἰδικούς, ὅτι «τό θέμα τῆς ὁρολογίας, καί τῆς μεταγραφῆς καί ἀποδόσεως ὀνομάτων, στοιχείων καί πραγμάτων, τόσο ἀπό τήν ἀραβική ὅσο καί ἀπό ἐνδιάμεσες γλῶσσες πού μεταφέρουν αὐτό τό ὑλικό, δέν ἔχει ἀκόμη παγιωθεῖ», μέ ἀποτέλεσμα πρόσθετες δυσκολίες στό ἔργο τοῦ μεταφραστοῦ10. Προβλήματα, ἀναφύονται ἐπίσης, ἀπό τήν ἀνάγνωση καί τήν προφορά τῆς κάθε μουσουλμανικῆς περιοχῆς. Ἐπιλέξαμε νά ἀποδώσουμε ὅρους καί ὀνόματα σύμφωνα μέ τήν λιβανική ἐκφορά τῆς ἀραβικῆς, παραλλήλως διατηρήσαμε τύπους πού ἔχουν ἐπικρατήσει στήν ἑλληνική. Γλῶσσα τῆς μεταφράσεως εἶναι ἡ μεικτή νέα ἑλληνική. Ἐκφράζονται πολλές εὐχαριστίες στόν φίλο ἰατρό κ. Ἠλία Ἀτάλλα, γιά τήν βοήθεια στήν ἀπόδοση τῶν ἀραβικῶν ὅρων καί ὀνομάτων, καί γιά τήν περιήγηση στόν Λίβανο. Ἐπίσης, εὐχαριστῶ θερμά τόν καθηγητή κλασικῆς φιλολογίας κ. Γεώργιο Χριστοδούλου, τόν συγγραφέα κ. Δημήτρη Μαυρίδη, τόν συγγραφέα καί ἐκδότη κ. Γιῶργο Καραμπελιά γιά τίς ὑποδείξεις τους καί τόν κ. Βαγγέλη Κυριαζή γιά τήν βοήθεια στούς χάρτες.
Πρός διευκόλυνση τοῦ εὐρύτερου ἀναγνωστικοῦ κοινοῦ καί ἐξοικείωση μέ τήν πληθώρα ὅρων, ὀνομάτων καί πραγμάτων πού ὑπάρχουν στό βιβλίο, καί ἐπειδή ἡ ἀνάγνωσή του προϋποθέτει βασικές γνώσεις γιά τήν ἱστορία τοῦ Ἰσλάμ, ἔκρινα χρήσιμη τήν προσθήκη βοηθημάτων, στό τέλος τοῦ βιβλίου: Γλωσσάριο ἀραβικῶν ὅρων καί λέξεων (πού ἄν καί ὑπάρχουν διάσπαρτοι στό κείμενο τοῦ βιβλίου ἡ ἀναζήτησή τους δέν εἶναι εὔκολη). Εὑρετήριο Μουσουλμάνων Συγγραφέων καί Λογίων, Εὑρετήριο Μουσουλμάνων Ἡγετῶν, Στρατιωτικῶν καί Ἀξιωματούχων, καί Εὑρετήριο Χριστιανῶν Ἡγετῶν, Ἐκκλησιαστικῶν Ἀνδρῶν, Ἀξιωματούχων, Λογίων, Συγγραφέων, κ.ἄ. πληροφορίες (λόγω τῆς πληθώρας τῶν ὀνομάτων αὐτῶν, ἐν πολλοῖς ἀγνώστων στό εὐρύ κοινό). Κατάλογος γεωγραφικῶν δεδομένων. Δύο συνοδοί χάρτες, γιά τήν Βυζαντινή Αὐτοκρατορία καί τό Ἰσλάμ, ὥστε νά ὑπάρχει καλύτερη ἀντίληψη τοῦ γεωγραφικοῦ χώρου. Ἐπίσης, προσφέρονται πληροφορίες γιά βασικές ἔννοιες τοῦ Ἰσλάμ καί τῶν Μουσουλμάνων, Κατάλογος τῶν τριῶν κυρίων χαλιφικῶν δυναστειῶν τῶν Μουσουλμάνων, Κατάλογος μέ διάφορες Μουσουλμανικές δυναστεῖες καί ὁμάδες, Κατάλογος σημαντικῶν μαχῶν (γιά τούς Μουσουλμάνους) πού ἀναφέρονται στό βιβλίο, καί τέλος Βραχυγραφίες καί Βιβλιογραφία πρόσθετων στοιχείων. Οἱ πρωτογενεῖς πηγές τῆς συγγραφέως μεταφρασμένες στά ἑλληνικά περιλαμβάνονται στή Βιβλιογραφία τῶν πρωτογενῶν πηγῶν τοῦ βιβλίου.
Οἱ ἐπεμβάσεις μας στό βιβλίο περιορίστηκαν σέ ἐλάχιστες μικροδιορθώσεις στό κείμενο, στίς σημειώσεις καί στή βιβλιογραφία (κατόπιν συνεννοήσεως μέ τήν συγγραφέα), πού εἶχαν ὑποδείξει βιβλιοκρισίες ἤ ἀπό προσωπικές παρατηρήσεις. Σέ πλάγιες ἀγκύλες περιλαμβάνονται πρόσθετες διευκρινήσεις.
Ἡ ἐργασία αὐτή εἶναι ἀφιερωμένη στή μνήμη τῶν γονιῶν μου, Δημητρίου καί Γεωργίας Κελερμένου.
*τοῦ ἀείμνηστου Νίκου Δ. Κελέρμενου
- —. Nadia Maria El Cheikh, Byzantium viewed by Arabs, Harvard Middle Eastern Monographs, 36. Cambridge, MA: Harvard University Press, 2004. Pp, xi, 271. Reviewed by Kevin van Bladel, Bryn Mawr Classical (BMCR) Review, 2004, 12.19
- —. Reviewed by Abed El-Rahman Tayyara, Mediterranean Historical Review 2 (2005), No 2, 251-254.
- —. Reviewed by Averil Cameron, Bulletin of the Royal Institute for Inter-Faith Studies 7 (2005), No 2, 26: 262-265.
- —. Reviewed by Claudia Rapp, Middle Eastern Studies Association (MESA) Bulletin 39 (2005), No 2, 197-199.
- —. Reviewed by Maria Mauroudi, Byzantinische Zeitschrift, 100 (2005), No 1, 202-206.
- —. Reviewed by Niall Christie, Journal of the American Oriental Society 125.1 (2005), 107-109.
- —. Reviewed by Robert G. Holland, Jerusalem Studies in Arabic and Islam, 31, 2006, 356-358.
- —. Reviewed by Joel Thomas Walker, Speculum, 2007, 82, (1), 179-181.
- —. Ben de Lee, St. Vladimir’s Theological Quarterly, 2006.
- —. Κονδύλη-Μπασούκου Ἑλένη, Ἀραβικός Πολιτισμός, Ἑλληνικά Γράμματα, β΄ἔκδ., Ἀθήνα 2007.