Αρχική » Η Ρωσία του Πούτιν: Μια χαρακτηριστική περίπτωση υπερεξορυκτικού κράτους

Η Ρωσία του Πούτιν: Μια χαρακτηριστική περίπτωση υπερεξορυκτικού κράτους

από Άρδην - Ρήξη

Δημοσιεύουμε το άρθρο του Αλεξάντερ Έτκιντ, γιατί αναπτύσσει μια ενδιαφέρουσα, κεντρική ιδέα: ότι τα γνωρίσματα που φέρει η Ρωσία του Πούτιν σε ό,τι αφορά στη διακυβέρνηση, το κράτος, τη διαφθορά, τον κλειστό χαρακτήρα των ελίτ, και την αποξένωση της κοινωνίας συνάγονται από τον εξορυκτικό της χαρακτήρα –το γεγονός ότι είναι μονομερώς και υπερβολικά εξαρτημένη από τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου. Ο Έτκιντ, ιστορικός, ανατόμος της ρωσικής αυτοκρατορίας,  έχει εξελίσσει αυτή του την ιδέα σε άλλα έργα. Υποστηρίζει πως ο ιμπεριαλισμός της είναι εγγενής, καθώς πάντοτε η Ρωσία εξαρτιόταν από την εκμετάλλευση και εξαγωγή των φυσικών πόρων –τα γουναρικά, αρχικώς, έπειτα τα σιτηρά των αχανών πεδιάδων της Ουκρανίας, κατόπιν, οι υδρογονάνθρακες. Οι εξαγωγές αυτών των αγαθών, υποστηρίζει ο Έτκιντ, καθόρισαν τα μοτίβα της επέκτασης της Ρωσίας, αρχικώς προς τον Βορρά και την Ανατολή, έπειτα προς το Νότο και τη Δύση. Βεβαίως, η ανάλυσή του εμφανίζει διάφορα κενά σε άλλα της σημεία: τα κράτη της Δύσης, για παράδειγμα, από την περίοδο της Θάτσερ κι έπειτα, έπαψαν να εξαρτώνται από την εργασία των πολιτών τους σε μεγάλο βαθμό, λόγω της χρηματιστηριοποίησης και της αποβιομηχάνισής τους. Παρ’ όλα αυτά κρίναμε ότι η δημοσίευση του κειμένου αυτού εξηγεί τις διάφορες πτυχές της Ρωσίας του Πούτιν, και επίσης, της διεθνούς συμπεριφοράς της.  

Του Alexander Etkind  (Πηγή: worldfinancialreview.com, 25 Ιανουαρίου 2015)

Στη σύγχρονη Ρωσία, μόλις το 1% του πληθυσμού συμμετέχει στην εξόρυξη, την μεταφορά και το εμπόριο του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Οι άνθρωποι αυτοί παρέχουν περίπου το μισό των κρατικών εσόδων και τα δύο τρίτα από τις εξαγωγές της ρωσικής οικονομίας. Η ανάπτυξη και η ύφεση της χώρας εξαρτώνται από τις εισροές και τις εκροές πετροδολαρίων και «αέριο-ευρώ». Σε όλα αυτά η Ρωσία δεν είναι μοναδική, αλλά μάλλον χαρακτηριστική περίπτωση. Λόγω της έκτασης και της στρατιωτικής της ισχύος, τα τυπικά προβλήματα που βλέπουμε σε πολλές πετρελαιοπαραγωγικές χώρες από την Βενεζουέλα ως τη Νιγηρία και το Ιράν πολλαπλασιάζονται.

Οι πολιτικοί επιστήμονες έχουν μιλήσει για την «κατάρα του πετρελαίου» –τη μη δημοκρατική διακυβέρνηση, την διαφθορά της διοίκησης και την κοινωνική ανισότητα που είναι τυπικά γνωρίσματα των πετρελαιοπαραγωγών κρατών. Οι οικονομολόγοι έχουν περιγράψει την αντίθεση ανάμεσα στα συμπεριληπτικά και τα εξορυκτικά κράτη. Ενώ οι συμπεριληπτικές αξιοκρατίες οικοδομούν παραγωγικούς θεσμούς, τα μη συμπεριληπτικά κράτη καταστέλλουν τέτοιους θεσμούς επειδή υπονομεύουν τα κέρδη και τα προνόμια αρπακτικών ελίτ[1]. Συνδυάζοντας τις δύο αυτές παραδόσεις, εισαγάγω την έννοια του υπερ-εξορυκτικού κράτους, του οποίου η ελίτ αντλεί τον πλούτο της απευθείας από τους φυσικούς πόρους με ελάχιστη συμμετοχή του λαού και των κρατικών θεσμών.

 «Ρωσική ασθένεια»

Το 1977 ο Economist περιέγραψε την «Ολλανδική ασθένεια», που προέκυψε από την ανάπτυξη κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην Ολλανδία. Η ανατίμηση του εθνικού νομίσματος ενίσχυσε την ανεργία και ζημίωσε όλους όσους εργάζονταν στην εσωτερική αγορά. Ωστόσο, χώρες ανεπτυγμένες αλλά και πλούσιες σε φυσικούς πόρους, όπως η Ολλανδία, η Νορβηγία, ο Καναδάς και η Αυστραλία, έχουν αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την ασθένεια αυτήν. Οι οικονομολόγοι ερμηνεύουν την επιτυχία τους ανάγοντάς την στους προϋπάρχοντες «ενάρετους θεσμούς» –δικαστήρια, κοινοβούλια, δημοκρατία και κοινωνία των πολιτών. Δεν έχει αποσαφηνιστεί τι συμβαίνει σε πλούσιες σε φυσικούς πόρους χώρες με «μη ενάρετους θεσμούς». Εκδηλώνεται η ασθένειά τους με τον ίδιο ή διαφορετικό τρόπο;

Συγκεκαλυμμένη από τις υπέρογκες τιμές του πετρελαίου, η παρακμή της Ρωσίας άρχισε πολύ πριν από την τρέχουσα κρίση της. Το κράτος έχει αποταμιεύσει μεγάλο πλούτο, αλλά δεν βασίζεται στην εργασία και τη γνώση του λαού. Όπως συμβαίνει συνήθως σ’ ένα υπερ-εξορυκτικό κράτος, το ανθρώπινο κεφάλαιο φθίνει και εγκλωβίζεται σε έναν φαύλο κύκλο: Όσο περισσότερο εξαρτάται το κράτος από τους φυσικούς πόρους, τόσο λιγότερο επενδύει στο ανθρώπινο κεφάλαιο, και όσο πιο φτωχό είναι το ανθρώπινο κεφάλαιο, τόσο το κράτος εξαρτάται περισσότερο από τους φυσικούς πόρους. Σε μια τέτοια χώρα, η ανθρώπινη ανάπτυξη, η υγειονομική περίθαλψη και η εκπαίδευση δεν είναι απαραίτητες για την εθνική οικονομία. Ο πληθυσμός καθίσταται περιττός οικονομικά, και δεν συμβαδίζει πολιτικά με τους σκοπούς της «ελίτ» που διευθύνει το κράτος. Αντί να αποτελεί πηγή πλούτου, ο πληθυσμός εξαρτάται από την φιλανθρωπία της ελίτ. Προερχόμενη από την κορυφή, η διαφθορά καταστρέφει την εμπιστοσύνη ακόμη και στο επίπεδο της καθημερινότητας.

Ο Τζον Μέιναρντ Κέυνς περιέγραψε έναν «πολλαπλασιαστή» ο οποίος σε μια εθνική οικονομία όταν αυτή λαμβάνει οικονομική ώθηση από το κράτος. Στη Ρωσία είναι προτιμότερο να μιλάμε για έναν «διαιρέτη», επειδή κάθε κρατική δαπάνη συνεπάγεται και διαρροές πόρων. Επίσημα ή ανεπίσημα, όλη η πίστωση σε αυτή τη χώρα προέρχεται από το κράτος. Οι απλοί άνθρωποι πληρώνουν εξωφρενικούς τόκους στην αλυσίδα των κρατικών, κρατικά υποστηριζόμενων και κρατικά ελεγχόμενων τραπεζών. Ακόμη και σε καλύτερες εποχές, τα ενυπόθηκα δάνεια στη Μόσχα κόστιζαν περισσότερο από 15-20% ετησίως, και στα τέλη του 2014 το βασικό διατραπεζικό επιτόκιο ήταν 18%. Με τα ατακτοποίητα ιδιοκτησιακά δικαιώματα, τον πολιτικό αυταρχισμό, την επιθετική εξωτερική πολιτική και τις κακοήθεις επιθέσεις στην ίδια της την κοινωνία, η σύγχρονη Ρωσία είναι μια περίπτωση-παράδειγμα για τον κακοήθη τύπο της εξάρτησης από τους φυσικούς πόρους: Ρωσική ασθένεια.

Εξάγοντας περίπου τα δύο τρίτα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου της, η χώρα πουλά το υπόλοιπο στην εγχώρια αγορά σε επιδοτούμενη τιμή, κάτω από το μισό της τιμής της παγκόσμιας αγοράς πετρελαίου και στο 1/5 του φυσικού αερίου[2]. Παρέχοντας αυτές τις επιδοτήσεις σε κρατικά ελεγχόμενες βιομηχανίες, από εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας έως γεωργικές φάρμες και σιδηρόδρομους, η κυβέρνηση τις καθιστά όλες ζωτικά εξαρτημένες από τον εξορυκτικό και εξαγωγικό τομέα της οικονομίας. Όντας η μόνη πηγή αυτών των επιδοτήσεων, το κράτος μετατρέπεται σε μια μεγαλοεπιχείρηση που υποστηρίζει ή αποβάλλει ό,τι επιθυμεί, μέσα στην τεράστια επικράτεια που διατηρεί υπό τον έλεγχό του. Λειτουργώντας όπως το οξυγόνο σε ένα σώμα που ασφυκτιά, τα κέρδη από το εμπόριο υδρογονανθράκων κυκλοφορούν σε δύο κύκλους, έναν που κερδίζει χρήματα από την πώληση προϊόντων άνθρακα στην εξωτερική αγορά και έναν άλλον που διανέμει μέρος των κερδών σε διάφορα εγχώρια δίκτυα. Παραδίδοντας τα κέρδη μέσω διαύλων που έχουν υποστεί σκλήρυνση, αυτός ο δεύτερος κύκλος τροφοδοτεί όλες τις κοινωνικές, εμπορικές και στρατιωτικές δραστηριότητες, που από μόνες τους δεν μπορούν να σταθούν. Φυσικά, η κλίμακα αυτών των δραστηριοτήτων αυξάνεται κάθε χρόνο, όπως και η αναποτελεσματικότητά τους.

Πετροανδροκρατισμός

Το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος, η Ρωσία, έχει το 2% του παγκόσμιου πληθυσμού. Λόγω του ενεργειακού της εμπορίου, παράγει το 3% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Σπαρασσόμενη από ακραίες ανισότητες, καταναλώνει περίπου το 4% των αγαθών πολυτελείας παγκοσμίως. Ωστόσο, παράγει μόλις πάνω από το 1% των εξαγωγών υπηρεσιών παγκοσμίως, οι οποίες εξαρτώνται από τις ανθρώπινες δεξιότητες. Για το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα μεσαίου επιπέδου της, η Ρωσία παρουσιάζει ένα μοναδικά υψηλό ποσοστό θνησιμότητας: Τώρα ακόμη και στο Αφγανιστάν, ένας άνθρωπος 15 ετών θα ζούσε περισσότερο από ό,τι ο συνομήλικός του στη Ρωσία[3]. Ένα υπερ-εξορυκτικό κράτος δεν χρειάζεται τον πληθυσμό του και οι άνθρωποι εξαφανίζονται –πολιτισμικά, κοινωνικά και, τέλος, βιολογικά.

Τα κέρδη από τους υδρογονάνθρακες διογκώνουν τα ενοίκια και απαξιώνουν την εργασία. Μέχρι το οικονομικό κραχ του 2014, οι τιμές των ακινήτων στη Μόσχα δεν διέφεραν πολύ από τις τιμές στο Τόκυο. Μια νοσηλεύτρια χρειαζόταν 21 ετήσιους μισθούς για να αγοράσει ένα στούντιο στη Μόσχα. Στην περιοχή παραγωγής πετρελαίου, στο Tumen, θα χρειαζόταν 12 έτη, και σε μια μέση επαρχία της κεντρικής Ρωσίας, περίπου 4[4]. Ενώ ο προϋπολογισμός της πόλης της Μόσχας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου που φορολογούνται εκεί, πολλοί Μοσχοβίτες επιβιώνουν νοικιάζοντας τα διαμερίσματα που κληρονόμησαν στους νεοφερμένους που εργάζονται σε αυτές τις εταιρείες, τις τράπεζες και τις υπηρεσίες ασφαλείας τους. Οι πλούσιοι γίνονται εξαιρετικά πλούσιοι, και ακόμα και οι φτωχοί αισθάνονται κάποια βελτίωση –αλλά επειδή τα ενοίκια δεν τα πληρώνουν οι πλούσιοι από την εργασία τους, οι φτωχοί δεν νιώθουν κανένα σεβασμό προς αυτούς. Ούτε οι τσάροι ούτε οι κομισάριοι ήταν τόσο αποξενωμένοι από τον απλό λαό, όσο είναι η τωρινή ολιγαρχική «ελίτ», την οποία είναι αδύνατον να την διακρίνεις από ένα κράτος-εκβιαστή.

Ωστόσο, το υπερ-εξορυκτικό κράτος χρειάζεται τον πληθυσμό του για να προστατεύσει τις ζωτικές ροές των εμπορευμάτων και του χρήματος. Η εξόρυξη είναι εντάσεως κεφαλαίου, και δεν χρειάζεται πολλή εργασία. Σε αντίθεση, η προστασία των ροών είναι εντάσεως εργασίας και δεν χρειάζεται πολύ κεφάλαιο. Αλλά και οι τρεις βασικές λειτουργίες του κράτους το οποίο είναι εξαρτημένο από τους φυσικούς πόρους –εξόρυξη, μεταφορά και προστασία των εμπορευμάτων– απαιτούν εργασία που εκτελείται σχεδόν αποκλειστικά από άνδρες. Λιγότερο από το 1% των Ρώσων εργάζονται στην εξόρυξη ορυκτών καυσίμων και περίπου 5% επιπλέον εργάζονται στις υπηρεσίες ασφαλείας. Σχεδόν όλοι τους είναι άνδρες. Οι γυναίκες περιορίζονται σε δευτερογενείς τομείς, που ανακυκλώνουν την πρόσοδο που παράγουν οι άνδρες. Προωθώντας τον πετροανδροκρατισμό –οι αρχέγονες αξίες ενός ανδρικού σωβινισμού συνδέονται με τις βιομηχανίες πετρελαίου και φυσικού αερίου– η υπερβολική εξάρτηση της Ρωσίας από τους φυσικούς πόρους και τις υπηρεσίες ασφαλείας αρνείται το ρόλο των γυναικών ως κρίσιμων κινητήριων μοχλών του ανθρώπινου κεφαλαίου.

Μελετώντας τις φτωχές και τις πλούσιες σε πετρέλαιο χώρες της Μέσης Ανατολής, ο Michael Ross έδειξε ότι οι γυναίκες έχουν εκπαίδευση υψηλότερου επιπέδου, καλύτερη απασχόληση και περισσότερα νομικά δικαιώματα σε εκείνα τα κράτη που δεν έχουν πολύ πετρέλαιο[5]. Στην Ανατολική Ευρώπη, παρόμοιοι παράγοντες εξηγούν το γεγονός ότι, παρόλο που η πλειοψηφία των διαδηλωτών στο ρωσικό δημοκρατικό κίνημα του 2011 και στην ουκρανική επανάσταση του 2014 ήταν άνδρες, τα πιο επιτυχημένα σύμβολα αυτών των κινημάτων ήταν γυναίκες. Από το γκρουπ των Pussy Riot στη Ρωσία ως τις Femen στην Ουκρανία, από την Γιούλια Τιμοσένκο στο Κίεβο έως μια ομάδα πρωτοπόρων γυναικών δημοσιογράφων στον αντιπουτινικό τύπο της Ρωσίας, η συμβολική ηγεσία της διαμαρτυρίας ανήκει στη γυναίκα. Όταν η επαναστατική, θηλυκότητα έρχεται αντιμέτωπη με το αυταρχικό αρσενικό κράτος, οι εκδηλώσεις της θηλυκότητας λειτουργούν καθολικά ως πολιτικά σύμβολα. Θύματα του καθεστώτος, οι γυναίκες γίνονται οι ήρωες της αντίστασης.

Πετρέλαιο, άνθρακας και σχιστολιθική εξόρυξη

Το 2014, ο πόλεμος στην ανατολική Ουκρανία σταμάτησε στο όριο των κοιτασμάτων άνθρακα. Οι ανθρακωρύχοι του Ντονμπάς και του Λουγκάνσκ διαφέρουν κατά πολύ από τους Ουκρανούς αγρότες και εμπόρους που κατοικούν τις γύρω περιοχές. Η παραδοσιακή εξόρυξη άνθρακα σε αυτές τις αποσχισθείσες περιοχές έχει δημιουργήσει μια ιδιαίτερη κουλτούρα που είναι κολεκτιβιστική, εκθειάζει την πειθαρχία, και την τυφλή υπακοή στην εξουσία, ενώ εξαρτάται από τις κρατικές επιδοτήσεις. Τα πρόσφατα γεγονότα στο Ντονμπάς πρέπει να γίνουν κατανοητά, νομίζω, στο ιστορικό πλαίσιο των αγώνων των ανθρακωρύχων ενάντια στα κράτη που στηρίζονται στο πετρέλαιο. Τέτοιες ήταν οι απεργίες των ανθρακωρύχων στο Ηνωμένο Βασίλειο και το κίνημα της Αλληλεγγύης στην Πολωνία. Η διαφορά είναι ότι το εξορυκτικό κράτος της Ρωσίας προκαλεί και υποδαυλίζει, αντί να καταστέλλει την αντίσταση των ανθρακωρύχων στην παγκόσμια τάση για εκσυγχρονισμό. Ο Timothy Mitchell υποστηρίζει ότι αγαθά όπως το πετρέλαιο ή ο άνθρακας ενθαρρύνουν διαφορετικά πολιτικά χαρακτηριστικά. Τον 19ο αιώνα, που ήταν η εποχή του άνθρακα, η εργασία των ανθρακωρύχων αποτελούσε μια σημαντική δύναμη. Μια απεργία μπορούσε να παραλύσει μια ολόκληρη οικονομία[6].

Το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, από την άλλη, απαιτούν λίγους ανθρώπους να δουλεύουν στα τρυπάνια και τις αντλίες. Η πραγματική πρόκληση για το πετρέλαιο αφορά στην ασφάλεια των γραμμών μεταφοράς. Τα δεξαμενόπλοια στην ανοιχτή θάλασσα και οι αγωγοί σε ένα αχανές, ακατοίκητο πεδίο, είναι ευάλωτα σε επιθέσεις. Αν στην οικονομία του άνθρακα, ο ανθρακωρύχος ήταν η κεντρική φιγούρα και μία απεργία ήταν η κύρια απειλή, στην οικονομία του πετρελαίου, η κεντρική φιγούρα είναι ο φύλακας και η κύρια απειλή είναι μία τρομοκρατική επίθεση. Δεδομένου ότι το κόστος ασφαλείας παίζει σημαντικό ρόλο στην τιμή του πετρελαίου, όσοι προέρχονται από τους θεσμούς ασφαλείας, όπως ο Βλαντιμίρ Πούτιν, αποκτούν ασυνήθιστη ισχύ σε μια πετροεξορυκτική οικονομία.

Η παγκόσμια μετάβαση από τον άνθρακα στο πετρέλαιο άλλαξε πολλά μέρη του κόσμου προς μια νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση. Η Αγγλία υπό την Μάργκαρετ Θάτσερ είναι ένα παράδειγμα από αυτήν την άποψη. Ωστόσο, υπάρχουν χώρες όπως η Ουκρανία, η Πολωνία, το Καζακστάν, και η Κίνα, που ακόμη βασίζονται στον άνθρακα εντάσεως εργασίας (labour-intensive coal). Επιπλέον, το αμερικανικό σχιστολιθικό πετρέλαιο αλλάζει το γνωστό μοτίβο του παραδοσιακού, απομακρυσμένου και μονοπωλιακού πετρελαίου. Στη Ρωσία υπάρχουν 3.000 αδειοδοτημένες θέσεις εξόρυξης, που έχουν εκδοθεί για 500 εταιρίες. Παράγοντας περίπου την ίδια ποσότητα υγρού καυσίμου, οι ΗΠΑ έχουν 65.000 αδειοδοτημένες θέσεις και 17.000 γεωτρύπανα[7]. Η σχιστολιθική βιομηχανία είναι γεωγραφικά διασκορπισμένη, εντάσεως γνώσης (knowledge-intensive) και ελαστική στις διακυμάνσεις της ζήτησης. Ως προς τις πολιτικές του ιδιότητες, οι σχιστολιθικοί υδρογονάνθρακες βρίσκονται πιο κοντά στον άνθρακα, απ’ ό,τι το πετρέλαιο.

Στην κρίση του 2014, η Ρωσία και η Ουκρανία βρέθηκαν αντιμέτωπες ως δυο διαφορετικοί τύποι πολιτικής οικονομίας. Στερούμενη σε μεγάλο βαθμό το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, η Ουκρανία στέκεται απέναντι στη Ρωσία ως μια χώρα που εξαρτάται από την εργασία απέναντι σε μια χώρα που εξαρτάται από τους φυσικούς πόρους. Αν και πριν από την παρούσα κρίση, η Ουκρανία είχε λάβει κάποιο κέρδος από τη μεταφορά του ρωσικού φυσικού αερίου και εξόρυσσε σημαντικές ποσότητες δικού της άνθρακα, η ουκρανική πολιτική ακολούθησε τις επιθυμίες των ανθρώπων που παράγουν εθνικό εισόδημα με την εργασία τους.

Η φυγή των κερδών και των οικογενειών στο εξωτερικό

Τα κράτη που εξαρτώνται από του φυσικούς πόρους και τα κράτη που εξαρτώνται από την εργασία είναι, φυσικά, ιδεατοί τύποι. Αυτό που βλέπουμε στην πραγματικότητα είναι μείγματα και υβρίδια μεταξύ αυτών των τύπων. Ωστόσο, οι θεωρητικοί του διεθνούς εμπορίου έχουν υποστηρίξει ότι οι χώρες χρησιμοποιούν τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα, με αποτέλεσμα οι μονομερείς εξειδικεύσεις τους να αυξάνονται και να οξύνονται με την πάροδο του χρόνου. Τα μεικτά κράτη επιτείνουν τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα: Τα κράτη που είναι πλούσια σε πόρους εξαρτώνται ολοένα και περισσότερο από αυτούς, και χώρες που στηρίζονται στην εργασία και τη γνώση των πολιτών τους εξαρτώνται ολοένα και περισσότερο από αυτά.

Στο απλό μου μοντέλο, τα υπερ-εξορυκτικά και τα εξαρτώμενα από την εργασία κράτη συνδέονται με οικονομικές συναλλαγές, καθώς το πρώτο πουλάει έναν πολύτιμο πόρο που εξορύσσει από τη γη, και το δεύτερο να ανταλλάσσει αυτόν τον πόρο με τα προϊόντα της εργασίας του. Η κλασσική πολιτική οικονομία μας διδάσκει ότι για λόγους αποτελεσματικότητας, τα σύγχρονα κράτη διασφαλίζουν δικαιώματα ιδιοκτησίας, αναπτύσσουν δημόσια αγαθά, ενθαρρύνουν την τεχνολογική πρόοδο, γίνονται ολοένα και πιο συμπεριληπτικά κοινωνικά και δημιουργούν δημοκρατικούς θεσμούς εξουσίας. Όλα αυτά είναι ισχύουν, αλλά μόνο σε κράτη που εξαρτώνται από την εργασία. Όπως είδαμε στη Ρωσία και σε άλλες χώρες, η αφθονία των φυσικών πόρων επιτρέπει σε ορισμένες χώρες να εξαιρούνται από τους μηχανισμούς της νεοκλασικής πολιτικής οικονομίας. Εξετάζοντας το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, για παράδειγμα, βλέπουμε ότι η παραγωγή τους στη Ρωσία, το Ιράν ή τη Βενεζουέλα αυξάνεται παρά το γεγονός ότι το κράτος ασκεί μονοπώλιο ή έχει εθνικοποιήσει τα αγαθά αυτά. Από την άλλη, κάτι αντίστοιχο δεν συμβαίνει ποτέ στη Ρωσία, ή τις άλλες χώρες με την παραγωγή τροφίμων, αυτοκινήτων ή υπολογιστών: Η εθνικοποίηση εκείνων των βιομηχανιών συνεπάγονταν πάντα την παρακμή τους. Ιστορικά έγκυρη όσον αφορά στα προϊόντα της εργασίας, η νεοκλασική θεωρία συναντά πολλαπλά προβλήματα όταν εφαρμόζεται σε εμπορεύματα όπως το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Η οικονομική επιστήμη δεν μπορεί να προβλέψει τις αλλαγές των τιμών τους, ούτε καν να εξηγήσει τις προηγούμενες και τρέχουσες κινήσεις τους. Εάν ο  νεοκλασικός μηχανισμός λειτουργεί καλά σε κράτη εξαρτημένα από την εργασία, είναι ανοιχτό ερώτημα πώς οι βαθύτερες ιδέες της πολιτικής οικονομίας –ιδιοκτησιακά δικαιώματα, θεμιτός ανταγωνισμός, ανεξάρτητη δικαιοσύνη, τεχνολογική πρόοδος, κοινωνική ένταξη, αλληλεξάρτηση της οικονομικής ανάπτυξης με την ανάπτυξη της δημοκρατίας– εφαρμόζονται σε ένα υπερ-εξορυκτικό κράτος.

Ανταλλάσσοντας τους πολύτιμους πόρους τους με τους γείτονές τους, οι ηγεμόνες των υπερ-εξορυκτικών κρατών συσσωρεύουν μεγάλα, και δυνητικά απεριόριστα κεφάλαια. Διαμορφώνουν μια μικρή, κλειστή ελίτ της οποίας η ζωή διαφέρει ριζικά από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Ωστόσο, αυτή η ελίτ έχει τα δικά της προβλήματα. Δεδομένου ότι οι ηγεμόνες αυτοί δεν έχουν διασφαλίσει την ιδιοκτησία των αγαθών που εμπορεύονται, δεν μπορούν να βασίζονται στο δικό τους κεφάλαιο, να το διατηρήσουν στη χώρα τους και να το μεταβιβάσουν στα παιδιά τους. Μαζί με τους υπηκόους τους, οι ηγεμόνες αυτοί στερούνται δημοσίων αγαθών όπως η δικαιοσύνη, το καθαρό περιβάλλον ή η επαρκής υγειονομική περίθαλψη, επειδή ο λαός δεν έχει κανένα δικαίωμα να τα διεκδικήσει. Οι σύζυγοι των ηγεμόνων χρειάζονται ιδιωτικά αγαθά που μόνο ένα κράτος που εξαρτάται από την εργασία μπορεί να παράγει, και τα παιδιά τους χρειάζονται εκπαίδευση που είναι διαθέσιμη μόνο στην άλλη πλευρά των συνόρων. Σε απάντηση, η ελίτ του υπερεξορυκτικού κράτους διοχετεύει τα κεφάλαιά της στα κράτη που εξαρτώνται από την εργασία. Περιέργως, αλλά λογικά, αυτή η ελίτ επενδύει στο εξωτερικό σε εκείνους ακριβώς τους θεσμούς που δεν υποστηρίζει ή που καταστρέφει ενεργά στο εσωτερικό: αποτελεσματική δικαιοσύνη, καλά πανεπιστήμια, ασφαλή νοσοκομεία και ωραία πάρκα. Αυτή είναι η κατάσταση που παρατηρούμε στις σχέσεις της Ρωσίας με τη Δύση, από τη Φινλανδία μέχρι την Αγγλία και τις ΗΠΑ.

Αν επρόκειτο για ένα αφηρημένο παιχνίδι, κάποιος θα μπορούσε να αναμείνει μια ισορροπία μεταξύ των δύο τύπων κρατών, η οποία θα συνεχιζόταν όσο θα υπήρχε ειρήνη και εμπόριο μεταξύ τους. Δεδομένου ότι το κράτος που εξαρτάται από την εργασία λαμβάνει πίσω το κεφάλαιό του με τη μορφή καταθέσεων και επενδύσεων, δεν το ενοχλεί η άνοδος των τιμών των εμπορευμάτων. Σε απάντηση, διογκώνει την ακίνητη περιουσία του, τα δίδακτρα κ.λπ. Είναι όμως μία σταθερή κατάσταση, από την οποία κερδίζουν όλοι; Ποιες είναι οι πιθανές πηγές μιας αλλαγής σε αυτό το σύστημα των δύο τύπων κρατών; Θα μπορούσε να είναι η εξάντληση του κρίσιμου φυσικού πόρου, ή η τεχνολογική πρόοδος που μειώνει τη ζήτηση γι’ αυτόν, ή ένας εξωτερικός καταναγκασμός όπως η κλιματική αλλαγή. Ακόμα και χωρίς εξάντληση των πόρων, οι επιστημονικές ανακαλύψεις και η ασφάλεια των πνευματικών δικαιωμάτων σε μια χώρα εξαρτημένη από την εργασία εν τέλει θα παράγει υποκατάστατα των ξένων πρώτων υλών. Ένα εγγενές πρόβλημα του υπερ-εξορυκτικού κράτους είναι η ηγεσία του. Αρνούμενη τις αρχές δικαίου και ανταγωνισμού, η ελίτ των «εξαγωγών και της ασφάλειας» αρνείται να ακολουθήσει τους κανόνες της πολιτικής αλλαγής οι οποίοι υπήρξαν καθοριστικοί για τη σταθερότητα των σύγχρονων κρατών. Λατρεύοντας τα έσοδα του κράτους και την σοφία των ηγετών του, η υπερ-εξορυκτική ελίτ επιμένει στον αμετάβλητο χαρακτήρα του, κάτι που οδηγεί εν τέλει στην θεοποίησή του.

Ενώ η αποτελεσματικότητα του υπερ-εξορυκτικού κράτους μειώνεται, η ελίτ του γίνεται αλαζονική, απελπισμένη και παράλογη. Κάποια στιγμή, οι εξουσιαστές αυτοί γίνονται ανυπόφοροι για τους διεθνείς εταίρους τους και στη συνέχεια, για τον ίδιο τον πληθυσμό τους. Υπάρχει κάτι από θρησκευτικό φανατισμό στην συμπεριφορά αυτών των αμετακίνητων ηγετών, κάτι που παραπέμπει σε πολιτική αυτοκτονία. Αυτό είναι ό,τι έχει ήδη συμβεί στην Ρωσία του Πούτιν, και βρισκόμαστε σ’ ένα ενδιάμεσο στάδιο αυτής της διαδικασίας.


[1]Daron Acemoglu, James Robinson. (2013)Why Nations Fail. The Origins of Power, Prosperity and Poverty. (New York: Crown).

[2] Clifford D. Gaddy, Barry W. Ickes. (2013) ‘Russia’s Dependence on Resources’. In Michael Alexeev, Shlomo Weber (eds). The Oxford Handbook of the Russian Economy. (Oxford University Press ), pp. 309-339.

[3] Nicolas Eberstadt, ‘Putin’s Hollowed-Out Homeland’, The Wall Street Journal, 7 May 2014. In his recent statement, the leading Russian demographer Anatolii Vishnevsky has confirmed this conclusion: http://award.gaidarfund.ru/articles/2133.

[4] http://journal.mirkvartir.ru/analytics/2013/11/26/kopit-na-kvartiry-raznih-professii/

[5] Michael L. Ross. (2012). The Oil Curse. How Petroleum Wealth Shapes the Development of Nations.(Princeton UP), ch.4.

[6] Timothy Mitchell. (2013).Carbon Democracy. Political Power in the Age of Oil. (London: Verso).

[7] http://www.resfo.ru/actual/128-neft-sibiri-re sursov-mnogo-zapasov-malo.html.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ