από το Άρδην τ. 54, Ιούνιος – Ιούλιος 2005
Το γαλλο-ολλανδικό όχι ξεπήδησε από την αντίθεση των λαών απέναντι σε δύο παράλληλες εξελίξεις: την αποδυνάμωση των εθνικών κρατών και εθνικών ταυτοτήτων από τη μια αλλά και τη διάλυση του κράτους πρόνοιας, τη διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής και την ένταση των κοινωνικών ανισοτήτων από την άλλη.
Αυτές οι δυο διαστάσεις συνιστούν όψεις μιας ενιαίας διαδικασίας. Είναι η παγκοσμιοποίηση που κινείται ενάντια στο εθνικό κράτος γιατί αυτό συμπυκνώνει θεσμικά τις κοινωνικές και δημοκρατικές κατακτήσεις του παρελθόντος αλλά και εκφράζει σ’ ένα επίπεδο την ανάγκη για αυτοδιάθεση και αυτοπροσδιορισμό των λαών.
Η παγκοσμιοποίηση έχει προκαλέσει μια πολυδιάστατη κρίση, ένα αδιέξοδο, απέναντι στο οποίο οι λαοί της Ευρώπης κινητοποιήθηκαν. Οι δυνάμεις της αγοράς μετακινούν ταυτόχρονα σε παγκόσμια κλίμακα προϊόντα και ανθρώπους μέσα σ’ ένα καθεστώς ανελέητου ανταγωνισμού. Το κοινωνικό κόστος όμως των τεράστιων μεταναστευτικών ρευμάτων αλλά και της ελεύθερης διακίνησης των προϊόντων –είτε αυτά είναι δυτικής προέλευσης είτε προέρχονται από την Κίνα– εντείνει δραματικά τις κοινωνικές ανισότητες.
Ταυτόχρονα, οι ίδιοι μηχανισμοί, για να μπορέσουν να αποδώσουν, απαιτούν και τις ανάλογες πλανητικές πολιτικές: η οικονομία της αγοράς απαιτεί μια πολιτική της αγοράς, μια γεωπολιτική της αγοράς καθώς κι έναν ομογενοποιημένο, αγοραίο πολιτισμό.
Η πρώτη υπαγόρευσε το προβάδισμα της αγοράς στο «Ευρωσύνταγμα» και στις πολιτικές της Ε.Ε., την απαξίωση της κοινωνικής πολιτικής, τη λιτότητα και όλα τα άλλα μέτρα που ευνοούν το πολυεθνικό κεφάλαιο.
Η δεύτερη επιτάσσει ως άμεσο καθήκον στην Ευρώπη να διευρύνεται διαρκώς συμπεριλαμβάνοντας όλους τους συμμάχους της παγκόσμιας Αρχής στους κόλπους της: είναι οι Η.Π.Α. που πιέζουν την Ε.Ε. να δεχτεί την Τουρκία, γνωρίζοντας καλά πως κάτι τέτοιο θα υπονομεύσει τη συνοχή της, αποτρέποντας τη συγκρότηση ενός αυτόνομου πόλου.
Η τρίτη απαιτεί μια Ευρώπη «ομοσπονδιακή», μέσα στην οποία οι λαοί θα σκέφτονται και θα δρουν ως υπήκοοι της αμερικανικής αυτοκρατορίας.
Ορισμένοι οπαδοί του «Όχι» έτειναν να διαχωρίσουν αυτές τις διαστάσεις. Κάποιες δυνάμεις (π.χ. ένα μέρος του «Συνασπισμού») προέβαλλαν κυρίως το «κοινωνικό όχι» ενάντια στη νεοφιλελεύθερη Ευρώπη, υποβαθμίζοντας την εθνική διάσταση, ενώ άλλοι επέμεναν μόνο στην αντίθεση απέναντι στην πολιτιστική και εθνική ομογενοποίηση των λαών.
Τέλος, ορισμένες αντιλήψεις με κοινωνική προέλευση και έξω από το κομματικό σκηνικό, όπως για παράδειγμα ο Ζοζέ Μποβέ – επειδή ακριβώς είχαν πιο άμεση επαφή με την πραγματικότητα– εξέφρασαν μια πιο συνολική τοποθέτηση. Γι’ αυτούς, το «Όχι» συνδυάζεται με αιτήματα που προκρίνουν μια εναλλακτική λογική «αποσύνδεσης από την παγκοσμιοποίηση, επανατοπικοποίησης της παραγωγής, επαναφοράς της σε εθνικό και περιφερειακό πλαίσιο. Αυτή είναι και η μοναδική απάντηση στην οικολογική κρίση και το φαινόμενο του θερμοκηπίου που διογκώνει η παγκοσμιοποίηση και σε ελάχιστα χρόνια θα κάνει αβίωτο τον πλανήτη: εναλλακτικό μοντέλο ανάπτυξης, επανατοπικοποίηση της παραγωγής, ενίσχυση της άμεσης δημοκρατίας, σε εθνικό και περιφερειακό πλαίσιο, συμβαδίζουν.
Εμείς εδώ, στην Ελλάδα, έχουμε επιπλέον λόγους να υιοθετήσουμε μια σφαιρικότερη αντίληψη. Ούτως ή άλλως, σε όλη τη διάρκεια του σύγχρονου ιστορικού μας βίου, από το 1204 κι έπειτα, οποιαδήποτε προσπάθεια εθνικής ολοκλήρωσης προσέκρουσε στην παγκόσμια πρωτοκαθεδρία της Δύσης αλλά και στις αυτοκρατορικές επιβολές της Ανατολής. Έτσι, μόλις στα 1922, θα ολοκληρώσουμε το πέρασμά μας σ’ ένα σύγχρονο Έθνος-Κράτος, και το ευρύτερο γένος μας θα εξαφανιστεί. Και αυτή η ολοκλήρωση δεν θα συμβεί με μια επανάσταση, που θα επιβεβαίωνε το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, αλλά με μια καταστροφή, που διέγραψε αμετάκλητα ένα κομμάτι της ιστορικής μας διαδρομής και μεταβάλλει σε διαρκώς αιτούμενο το αίτημα της αυτονομίας.
Το γεγονός αυτό καθόρισε και τον χαρακτήρα του ελληνικού έθνους-κράτους. Τα μεγέθη και οι συνθήκες για τις οποίες αποφάσισε αυτή η ιστορική μας ιδιαιτερότητα καθόρισαν την παρασιτική σχέση της χώρας μας με τη Δύση. Σήμερα, λοιπόν, εμείς έχουμε περισσότερους λόγους από κάθε άλλο Ευρωπαίο να επιμένουμε στη διατήρηση της ταυτότητάς μας και του ελληνικού έθνους-κράτους. Αυτό το κράτος, που οι βρυξελλόβιοι γραφειοκράτες και οι πολιτικοί μας ανεπίγνωστα θέλουν να διαλύσουν μέσα σε μια υπερεθνική δομή, είναι απαραίτητο για την εθνική μας υπόσταση, την κοινωνική μας συνοχή, τη δημοκρατική λειτουργία της κοινωνίας μας. Και αυτό μέχρις ότου μπορέσει ίσως – στην καλύτερη περίπτωση, μετά από πολλές δεκαετίες– να αποσυνδεθεί το αίτημα της διατήρησης της ταυτότητας μας από εκείνο της ύπαρξης ενός κράτους. Στην Ευρώπη, σήμερα, είναι δυνατή μόνο μια συνομοσπονδιακή ένωση, που θα περιλάβει και τη Ρωσία μέσα σε ενιαίο περιφερειακό σύνολο, και θα σέβεται τις διαφορετικές εθνικές ταυτότητες. Ευτυχώς, για άλλη μια φορά, ο γαλλικός πετεινός λάλησε για όλους τους ευρωπαϊκούς λαούς.