του Χέρμαν Ντέιλι από το Άρδην τ. 89 που κυκλοφορεί
Η παγκοσμιοποίηση δεν είναι διεθνοποίηση, αλλά κατάργηση των εθνικών συνόρων –ανοίγοντας το δρόμο όχι μόνο στην ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων και προϊόντων αλλά, επίσης, κατ’ ουσίαν, στην ελεύθερη μετακίνηση (ή ανεξέλεγκτη μετανάστευση) των τεράστιων αποθεμάτων εργατικού δυναμικού από περιοχές με ραγδαία δημογραφική ανάπτυξη. Οι συνέπειες για τις εθνικές οικονομίες θα μπορούσαν να αποβούν τραγικές.
Η τάση για παγκοσμιοποίηση (ελεύθερο εμπόριο, ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων) δεν συσχετίζεται συνήθως με τη μετανάστευση ή τη δημογραφία. Αν η παγκοσμιοποίηση επρόκειτο να επιτευχθεί με την ελεύθερη μετακίνηση πληθυσμών, οι δημογράφοι σίγουρα θα επέδειχναν την πρέπουσα προσοχή. Όμως, καθώς η παγκοσμιοποίηση προτάσσει κυρίως την ελεύθερη διακίνηση προϊόντων και κεφαλαίου, με την εργασία να κατατάσσεται μακράν τρίτη σε αυτή τη διαδικασία, λίγοι έχουν παρατηρήσει ότι οι οικονομικές συνέπειες αυτής της ελεύθερης ροής προϊόντων και κεφαλαίου είναι παρόμοιες με εκείνες που θα προέκυπταν από μια ελεύθερη ροή εργατικού δυναμικού. Επίσης, ωθούνται από την ίδια δημογραφική και οικονομική δυναμική που θα καθόριζε τη μετανάστευση εργατικού δυναμικού, αν αυτό αφηνόταν ελεύθερο να μεταναστεύσει.
Η οικονομική τάση που προκύπτει από τον ανταγωνισμό εξισώνει μισθούς και κοινωνικές συνθήκες σ’ όλες τις χώρες. Αλλά, αντί να μετακινείται το φτηνό εργατικό δυναμικό εκεί που βρίσκεται το κεφάλαιο και να κατεβάζει τους μισθούς, το κεφάλαιο μετακινείται εκεί που υπάρχει φτηνή εργασία, και ανεβάζει τους μισθούς – ή θα το έκανε αν δεν υπήρχε μια σχεδόν αστείρευτη προσφορά φτηνής εργασίας, μια μαλθουσιανή κατάσταση που ακόμη επικρατεί στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου. Παρ’ όλ’ αυτά, οι μισθοί στη χώρα-εξαγωγέα κεφαλαίου συμπιέζονται εξίσου, σαν οι εργαζόμενοι της χώρας με τους χαμηλούς μισθούς να είχαν όντως μεταναστεύσει στη χώρα με τους υψηλούς μισθούς. Ο καθοριστικός παράγοντας για τη διαμόρφωση των μισθών στη χώρα με το χαμηλόμισθο εργατικό δυναμικό δεν είναι η «παραγωγικότητα» της εργασίας, ούτε οτιδήποτε άλλο που να αφορά τη ζήτηση στην αγορά εργασίας. Βρίσκεται κατά κύριο λόγο στην πλευρά της προσφοράς – μια υπερβολική και ταχύτατα διευρυνόμενη προσφορά εργασίας, για μισθούς που μόλις εξασφαλίζουν την απλή αναπαραγωγή. Γι’ αυτήν ακριβώς τη δημογραφική κατάσταση –μιας πολυπληθούς και ταχύτατα αναπτυσσόμενης τάξης αποκλεισμένων στον Τρίτο Κόσμο– οι δημογράφοι έχουν πολλές εξηγήσεις, ξεκινώντας απ’ τον Μάλθους.
Η παγκοσμιοποίηση, που θεωρείται από πολλούς ως η αναπόδραστη τάση του μέλλοντος, συχνά συγχέεται με τη διεθνοποίηση, αλλά, στην πραγματικότητα, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Η διεθνοποίηση παραπέμπει στην ολοένα και μεγαλύτερη σημασία που αποκτάει το διεθνές εμπόριο, οι διεθνείς σχέσεις, οι συμφωνίες, οι συμμαχίες κ.ο.κ. Το διεθνικό, ασφαλώς, υφίσταται μεταξύ εθνών. Η βασική μονάδα παραμένει το έθνος, την ώρα που οι σχέσεις μεταξύ των εθνών γίνονται ακόμη πιο αναγκαίες και σημαντικές. Η παγκοσμιοποίηση αφορά στην παγκόσμια οικονομική ενσωμάτωση πολλών πρώην εθνικών οικονομιών σε μια ενιαία παγκόσμια οικονομία, κυρίως μέσα από το ελεύθερο εμπόριο και την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, αλλά επίσης διά μέσου της κατά κάποιον τρόπο πιο αθρόας, ανεξέλεγκτης μετανάστευσης. Είναι η ουσιαστική κατάργηση των εθνικών συνόρων για οικονομικούς λόγους. Αυτό που ήταν διεθνές μετασχηματίζεται σε διαπεριφερειακό.
Η λέξη «ενσωμάτωση» προκύπτει από το ρήμα «ενσωματώνω» και σημαίνει το ένα, το ολοκληρωμένο, το όλον. Καθώς μπορεί να υπάρξει μόνον ένα όλον, συνάγουμε ότι η παγκόσμια οικονομική ενσωμάτωση λογικά υπονοεί την εθνική οικονομική αποδιάρθρωση. Κατά τη λαϊκή ρήση, για να φτιάξεις ομελέτα πρέπει να σπάσεις μερικά αυγά. Η αποδιάρθρωση του εθνικού «αυγού» είναι αναγκαία για την ενσωμάτωση στην παγκοσμιοποιημένη ομελέτα. Είναι ανέντιμο να υμνούμε τα αγαθά της παγκόσμιας ενσωμάτωσης, χωρίς να προσμετράμε το συνεπαγόμενο κόστος της εθνικής αποδιάρθρωσης.
Η Ξεχασμένη Ρίζα
Αυτά τα κόστη είναι σημαντικά. Δεν είναι άσχετο το γεγονός ότι η πληθυσμιακή έκρηξη στον Τρίτο Κόσμο μόλις πρόσφατα επηρέασε τους μισθούς στον βιομηχανικό κόσμο. Οι Βρετανοί, για παράδειγμα, δεν επέτρεπαν στην αποικιακή Ινδία να ανταγωνιστεί στις παγκόσμιες αγορές με τη φτηνή εργατική της δύναμη, ούτε οι Κινέζοι επιζητούσαν κάτι τέτοιο κατά την περίοδο της απομονωτικής πολιτικής του προέδρου Μάο. Μόνο τα τελευταία 30 χρόνια έχει γίνει απόλυτα αποδεκτή από την Παγκόσμια Τράπεζα η, τώρα πλέον αδιαμφισβήτητη, ορθοδοξία της ανάπτυξης μέσω εξαγωγών που βασίζονται σε ξένα κεφάλαια, ως κεντρική ιδέα για μια δομική προσαρμογή στην παγκοσμιοποίηση. Παρ’ όλο, όμως, που ο όρος «ελεύθερο εμπόριο» έχει γίνει η νέα προσευχή, σήμερα πλέον σημαίνει κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που σήμαινε στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν ο Βρετανός οικονομολόγος Ντέιβιντ Ρικάρντο της προσέδωσε κύρος με τη θεωρία του περί συγκριτικού πλεονεκτήματος.
Στην κλασική εκδοχή του 19ου αιώνα που διετύπωσαν οι Ρικάρντο και Άνταμ Σμιθ, η εθνική κοινότητα περιελάμβανε και το εθνικό εργατικό δυναμικό και το εθνικό κεφάλαιο. Οι τάξεις συνεργάζονταν (αν και μέσω συγκρούσεων) για να παράγουν εθνικά αγαθά, τα οποία κατόπιν ανταγωνίζονταν στις διεθνείς αγορές τα αγαθά άλλων εθνών που είχαν παράγει με τις δικές τους εθνικές τάξεις εργαζόμενων/κεφαλαίου. Αυτή ήταν η διεθνοποίηση, όπως ορίστηκε νωρίτερα.
Παρ’ όλ’ αυτά, στον παγκόσμια ενοποιημένο κόσμο του 21ου αιώνα, τόσο το κεφάλαιο όσο και τα αγαθά μπορούν να κινούνται διεθνώς ελεύθερα –και το κεφάλαιο, ή τουλάχιστον το χρήμα, μπορεί να μεταφερθεί σε χρόνο μηδέν. Αλλά η ελεύθερη κινητικότητα κεφαλαίου υπονομεύει εξ ολοκλήρου τα θεμέλια του επιχειρήματος του Ρικάρντο περί συγκριτικού πλεονεκτήματος στο ελεύθερο εμπόριο αγαθών, επειδή αυτό είναι κατά βάση θεμελιωμένο στο ότι το κεφάλαιο (και άλλοι παράγοντες) παραμένει ακίνητο. Υπό το νέο καθεστώς παγκοσμιοποίησης, το κεφάλαιο τείνει απλώς να διοχετεύεται οπουδήποτε ελαχιστοποιείται το κόστος –δηλαδή επιζητάει το απόλυτο πλεονέκτημα.
Έτσι, η κύρια αντίληψη υποστηρίζει ότι αν το ελεύθερο εμπόριο αγαθών είναι ωφέλιμο, τότε η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων πρέπει να είναι ακόμη πιο ωφέλιμη. Όμως, δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιούμε το συμπέρασμα ενός συλλογισμού για να αρνηθούμε μια από τις υποθέσεις του! Όπως και να ’χει, είναι παράλογο να συζητάμε με εθνικούς όρους για το εργατικό δυναμικό και το κεφάλαιο στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Υπάρχουν παγκόσμιοι καπιταλιστές που ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον, ενώ το κινούμενο κεφάλαιο ρίχνει το εθνικό εργατικό δυναμικό στο στίβο του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού.
Τέλος, ας επιστρέψουμε στα κόστη που αναφέρθηκαν νωρίτερα. Ποιές είναι οι συνέπειες της παγκοσμιοποίησης για την εθνική κοινότητα; Εδώ, στις Ηνωμένες Πολιτείες, γίναμε μάρτυρες της κατάργησης ενός βασικού κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ των εργαζομένων και του κεφαλαίου, σχετικά με τη διανομή της αξίας που μαζί οι δυο τους προσθέτουν στις πρώτες ύλες (καθώς και της αξίας των ίδιων των πρώτων υλών, δηλαδή την προστιθέμενη αξία της φύσης, που συχνά δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη). Αυτό το συμβόλαιο έχει συμφωνηθεί εθνικά, όχι διεθνώς, και φυσικά όχι παγκόσμια. Δεν προέκυψε από την οικονομική θεωρία, αλλά μέσα από δεκαετίες εθνικού διαλόγου, εκλογών, απεργιών, λοκάουτ, δικαστικών αποφάσεων και βίαιων αντιπαραθέσεων. Αυτή η συμφωνία, από την οποία εξαρτώνται η εθνική κοινότητα και η εργασιακή ειρήνη, αποκηρύσσεται προς χάριν της παγκόσμιας ενοποίησης. Αυτό είναι πολύ κακής ποιότητας εμπόριο, ακόμη κι αν το αποκαλούμε «ελεύθερο εμπόριο».
Βάρη και Δυσκολίες
Σε ένα βαθύτερο επίπεδο, μήπως η παγκοσμιοποίηση συνεπάγεται την ανοιχτή ενθάρρυνση της ελεύθερης μετανάστευσης; Ακόμη και κάποιοι υπερασπιστές του ελεύθερου εμπορίου θα απέρριπταν με φρίκη την κοσμοπολίτικη ριζοσπαστικότητα μιας τέτοιας πολιτικής. Ίσως, μπορούν να προβλέψουν ότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε πληθυσμιακή μετατόπιση τεραστίων διαστάσεων μεταξύ περιοχών του κόσμου με υπέρμετρη διαφορά πλούτου, προκαλώντας μια τραγωδία των δημόσιων αγαθών. Οι δυσκολίες που θα αντιμετώπιζαν οι τοπικές κοινότητες, τόσο των χωρών προέλευσης όσο και των χωρών προορισμού, θα ήταν τεράστιες. Μπροστά στην προοπτική μιας μετανάστευσης άνευ ορίων, πώς θα μπορούσε η οποιαδήποτε εθνική κοινότητα να διατηρήσει ένα μίνιμουμ βασικού μισθού, κοινωνικής πρόνοιας, δημόσιας υγείας και εκπαίδευσης; Πώς θα μπορούσε ένα έθνος να τιμωρεί τους εγκληματίες και τους φοροφυγάδες, αν οι πολίτες ήταν απόλυτα ελεύθεροι να μετακινούνται; Στην πραγματικότητα, θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί μήπως δε θα ήταν πολύ φθηνότερο να ενθαρρύνουμε τη μετανάστευση των φτωχών, αρρώστων ή εγκληματιών μιας χώρας, από το να εφαρμόζουμε προγράμματα κοινωνικής μέριμνας, ιατρικής φροντίδας απόρων και φυλάκισης; (Ο Φιντέλ Κάστρο ακολούθησε ακριβώς αυτή τη λογική όταν άνοιξε τις φυλακές της Κούβας το 1980. Η πολιτική αυτή ενθάρρυνε τη μετανάστευση των φυλακισμένων και άλλων που αποτέλεσαν το κύμα μεταναστών «μαριελίτο» προς τις Ηνωμένες Πολιτείες.)
Επιπλέον, θα μπορούσε κάποιος πολύ λογικά να αναρωτηθεί με ποιόν τρόπο μια χώρα θα επωφελούνταν από τις επενδύσεις στην εκπαίδευση των πολιτών, αν οι τελευταίοι ήταν απόλυτα ελεύθεροι να μεταναστεύσουν. Θα συνέχιζαν τα έθνη να κάνουν τέτοιες επενδύσεις εφόσον υπήρχε ελεύθερη μετανάστευση και μια συνεχιζόμενη «απομύζηση εγκεφάλων»; Θα επένδυε μια χώρα στην εκπαίδευση αν βίωνε τεράστιες μεταναστευτικές πιέσεις, που θα διέλυαν τα εκπαιδευτικά αποθέματα του έθνους; Θα προσπαθούσε ποτέ μια χώρα να περιορίσει το ρυθμό γεννήσεων όταν οι νεαροί μετανάστες της θα έστελναν πίσω εμβάσματα, τα οποία αποτελούν μια πολύ καλή επένδυση και πιθανόν να αύξαναν και το ρυθμό γεννήσεων; (Με απόλυτα ελεύθερη μετανάστευση, μια χώρα δε θα μπορούσε ποτέ να ελέγξει τα μεγέθη της ούτως ή άλλως, οπότε γιατί να ασχοληθεί καν με το αμφιλεγόμενο θέμα του ελέγχου των γεννήσεων;)
Για κάποιους, αυτός ο προβληματισμός ακούγεται σαν εθνικιστική απόρριψη της παγκόσμιας κοινότητας. Δεν είναι. Η άποψη αυτή υποστηρίζει ότι θα πρέπει να θεωρούμε την παγκόσμια κοινότητα σαν μια «κοινότητα κοινοτήτων», μια ομοσπονδία εθνικών κοινοτήτων, αντί για μια κοσμοπολίτικη παγκόσμια διακυβέρνηση χωρίς καμιά ιστορική ρίζα σε πραγματικές κοινότητες. Η φράση «ένας κόσμος χωρίς σύνορα» έχει μεγάλη συναισθηματική φόρτιση, αλλά η κοινότητα και η πολιτική δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς σύνορα. Για τους οικονομολόγους της δεσπόζουσας νεοκλασικής τάσης, μόνο το άτομο είναι πραγματικό. η κοινότητα είναι απλώς ένα παραπλανητικό όνομα για μια συνάθροιση ατόμων. Κάτω από αυτή την οπτική, οι εθνικές κοινότητες επιφέρουν «παραμορφωτικές» παρεμβάσεις πάνω στο ατομικιστικό ελεύθερο εμπόριο, οπότε η αποδιάρθρωσή τους δεν κοστίζει, ίσα ίσα είναι καλοδεχούμενη. Τουναντίον, θα αντιπαρέθετα, αυτή η πτυχή της παγκοσμιοποίησης είναι απλώς ένας άλλος τρόπος με τον οποίο ο καπιταλισμός υπονομεύει τις ίδιες τις συνθήκες που χρειάζεται για να λειτουργήσει.
Ελάχιστοι θα μπορούσαν να αρνηθούν ότι ένα ορισμένο ύψος μετανάστευσης είναι κάτι πολύ καλό –αλλά η συζήτηση αφορά την ελεύθερη μετανάστευση, όπου «ελεύθερη» σημαίνει μη-ρυθμιζόμενη, ανεξέλεγκτη, χωρίς όρια, ό,τι ακριβώς σημαίνει και το «ελεύθερο» στο «ελεύθερο» εμπόριο, ή την «ελεύθερη» διακίνηση κεφαλαίων ή την «ελεύθερη» αναπαραγωγή. Θα πρέπει επίσης να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή στο γεγονός ότι οι μετανάστες είναι κι αυτοί άνθρωποι, συχνά απόκληροι. Είναι τρομερό να είναι κάποιος εναντίον των μεταναστών. Αντίθετα, η μετανάστευση είναι πολιτική, όχι άνθρωπος, οπότε κάποιος μπορεί να είναι εναντίον της μετανάστευσης, ή, πιο σωστά, υπέρ της θέσπισης ορίων στη μετανάστευση χωρίς να είναι ούτε κατ’ ελάχιστον εναντίον των μεταναστών. Οι παγκόσμιοι κοσμοπολίτες πιστεύουν ότι είναι ανήθικο να διαχωρίζουμε την πολιτική μεταξύ εκείνης που αφορά πολίτες κι εκείνης που αφορά μη πολίτες μιας χώρας, οπότε είναι υπέρ της ελεύθερης μετανάστευσης. Προτάσσουν επίσης, ότι η ελεύθερη μετανάστευση είναι ο πιο σύντομος δρόμος για την επίτευξη του οράματός τους περί summum bonum, εξίσωση των μισθών σε παγκόσμιο επίπεδο. Το επιχείρημά τους είναι λογικό• υπάρχει μια κάποια λογική στην άποψή τους – αρκεί να είναι διατεθειμένοι να δουν τους μισθούς να εξισώνονται προς τα κάτω. Αλλά, όσοι υποστηρίζουν την ελεύθερη μετανάστευση ως το συντομότερο δρόμο για την εξίσωση των μισθών παγκοσμίως, αντιμετωπίζουν μεγάλη δυσκολία στην προσπάθειά τους να αντιπαρέλθουν προβλήματα όπως εκείνα που αφορούν τα δημόσια αγαθά ή την καταστροφή των τοπικών κοινοτήτων και τα άλλα θέματα που θίξαμε παραπάνω.
Ένας πιο λειτουργικός ηθικός κανόνας είναι να αναγνωρίσει κανείς ότι, ως μέλος μιας εθνικής κοινότητας, έχει υποχρέωση να μη βλάπτει τους μη συμπολίτες, ενώ έχει υποχρέωση να κάνει το καλό για τους συμπολίτες του. Οι πολλές κακές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης (πέρα από όσες αναφέρθηκαν νωρίτερα) – η υπερεξειδίκευση σε μερικά ευμετάβλητα εξαγώγιμα αγαθά (π.χ. πετρέλαιο, ξυλεία, μεταλλεύματα και άλλα αγαθά με ελάχιστη τοπική προστιθέμενη αξία), τα εξουθενωτικά χρέη, το ρίσκο των ισοτιμιών συναλλάγματος και της κερδοσκοπικής αποσταθεροποίησης νομισμάτων, ο έλεγχος των εθνικών αγορών από τις πολυεθνικές, η απαλλοτρίωση των πνευματικών δικαιωμάτων που σχετίζονται με το εμπόριο (συνήθως πρόκειται για πατέντες πάνω σε φαρμακευτικά σκευάσματα), και, τέλος, η αθρόα μετανάστευση με στόχο την επίτευξη χαμηλότερων μισθών και φθηνότερων εξαγωγών – δείχνουν επαρκώς ότι το κριτήριο της «μη βλαπτικότητας» απέχει πολύ από την υλοποίησή του.
Ορισμένοι πιστεύουν ότι η οικονομική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών έχει προξενήσει κακό σε πολίτες χωρών του Τρίτου Κόσμου και ότι η ευκολία μετανάστευσης στις ΗΠΑ είναι ένας κατάλληλος τρόπος αποκατάστασης. Συμμερίζομαι αρκετά την άποψη ότι η αμερικανική πολιτική (και συγκεκριμένα η παγκοσμιοποίηση) έχει βλάψει πολίτες των χωρών του Τρίτου Κόσμου, αλλά, για τους λόγους που αναφέρθηκαν ήδη, δε συμμερίζομαι καθόλου την άποψη ότι η αθρόα μετανάστευση είναι είτε δίκαιος είτε λογικός τρόπος αποκατάστασης. Για κάτι τέτοιο, θα προτιμούσα μια σειρά από μικρές επιχορηγήσεις (όχι τεράστια δάνεια με τόκο), με επιπλέον προσφορά τεχνογνωσίας.
Οι κρυφές αλυσίδες του ελεύθερου εμπορίου
Το ελεύθερο εμπόριο, η εξειδίκευση και η παγκόσμια ενοποίηση συνεπάγονται ότι τα έθνη δεν θα είναι πια ελεύθερα να μην εμπορεύονται. Όμως, η ελευθερία του να μην εμπορεύεσαι αποτελεί αναγκαία συνθήκη για να παραμείνει το εμπόριο εθελοντικό, κάτι προαπαιτούμενο για να υπάρχει αμοιβαίο όφελος. Για να αποφύγουν τον πόλεμο, τα έθνη πρέπει ταυτόχρονα να καταναλώνουν λιγότερο και να είναι περισσότερο αυτάρκη. Αλλά, οι υποστηρικτές του ελεύθερου εμπορίου διατείνονται ότι θα πρέπει να γίνουμε λιγότερο αυτάρκεις και περισσότερο παγκόσμια ενοποιημένοι, πράγμα που αποτελεί κομμάτι της επικρατούσας απαίτησης για όλο και περισσότερη κατανάλωση. Θα πρέπει να ανυψώσουμε τις εργαζόμενες μάζες (οι οποίες πλέον περιλαμβάνουν τους κάποτε υψηλόμισθους εργαζόμενους) πάνω από τους μισθούς πείνας. Αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με την υπέρογκη ανάπτυξη, μας λένε. Αλλά μπορεί το περιβάλλον να αντέξει τόση ανάπτυξη; Όχι, δεν μπορεί. Και πώς θα φτάσει το οποιοδήποτε μερίδιο αυτής της ανάπτυξης στους φτωχούς; Πώς δηλαδή θα αυξηθούν οι μισθοί, με δεδομένη τη σχεδόν απεριόριστη προσφορά εργασίας; Αν οι μισθοί δεν αυξάνονται, τότε για ποιο λόγο θα πρέπει να περιμένουμε μια πτώση του ρυθμού γεννήσεων των εργατικών τάξεων μέσω της «δημογραφικής μετάβασης»; Πώς μπορούμε ποτέ να περιμένουμε να υπάρξουν υψηλοί μισθοί σε οποιαδήποτε χώρα έχει ενσωματωθεί σ’ ένα παγκόσμιο σύστημα, όπου υπάρχει τεράστια υπερπροσφορά εργασίας; Για ποιό λόγο, σε έναν ενοποιημένο κόσμο, να θελήσει το οποιοδήποτε έθνος να προωθήσει τη μείωση του ρυθμού των γεννήσεων;
Η οικονομική παγκοσμιοποίηση και ανάπτυξη, αντί να φρενάρουν την αύξηση του πληθυσμού, θα γενικεύσουν τις συνέπειες από τον υπερπληθυσμό του Τρίτου Κόσμου σε ολόκληρο τον πλανήτη. Θα γίνουν το μέσο με το οποίο ο περιορισμός των γεννήσεων, αντί να εξαπλωθεί μέσα από την επίδειξη του οφέλους που επιφέρει, θα σταματήσει μέσα σε μια δημογραφική εκδοχή της «κούρσας προς το τέλμα». Σε μια απέλπιδα προσπάθεια για την προσέλκυση κεφαλαίων και εργασίας, θα επέλθει ανταγωνισμός ως προς το να κρατηθούν οι μισθοί χαμηλά και να περιοριστούν οι όποιοι δαπανηροί κανονισμοί αφορούν την ασφάλεια, την κοινωνία ή το περιβάλλον.
Κάποιοι δελεάζονται από την πιθανότητα να λύσουν το πληθυσμιακό πρόβλημα του Νότου και το έλλειμμα εργατικού δυναμικού του Βορρά ταυτόχρονα –με τη μετανάστευση. Όμως, το έλλειμμα εργατικού δυναμικού του Βορρά προκύπτει ως συνέπεια της συμπίεσης των μισθών κάτω από το σημείο ισορροπίας. Θα μπορούσε να σταματήσει αν αυξάνονταν οι μισθοί που θα εξίσωναν την εσωτερική προσφορά και τη ζήτηση –επιτρέποντας στην αγορά να λειτουργήσει. Όμως, οι λομπίστες των χαμηλών μισθών, τουλάχιστον στις Ηνωμένες Πολιτείες, πιστεύουν ότι πρέπει να εισάγουμε εργάτες ώστε να αποτραπεί η αύξηση των μισθών, που μειώνουν τα κέρδη και την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών. Βέβαια, αυτή η λογική βοηθάει ώστε 80% των πολιτών μας να μην μπορούν να συμμετάσχουν στην αυξημένη ευημερία μέσω υψηλότερων μισθών. Αλλά, δεν πειράζει! Και πάλι ωφελούνται, επειδή η εισαγωγή εργατών είναι σημαντική για να σωθεί η κοινωνική ασφάλιση –η οποία, μας λένε, θα καταρρεύσει εάν δεν αυξάνονται οι λεγεώνες των ανθρώπων σε εργάσιμη ηλικία που προσφέρει η μετανάστευση. Και όταν οι λεγεώνες των μεταναστών εργαζομένων συνταξιοδοτηθούν; Ε, τότε, θα επαναλάβουμε τη διαδικασία.
Η μόνη πραγματική λύση για την κοινωνική ασφάλιση είναι να αυξηθεί η ηλικία συνταξιοδότησης και να μειωθούν οι παροχές. Η μόνη πραγματική λύση για το πρόβλημα του Νότου είναι οι χώρες αυτές να μειώσουν το ρυθμό γεννήσεων και να απασχολήσουν τους εργάτες τους που θα παράγουν αγαθά για την εσωτερική αγορά. Και η απάντηση στη μισή αλήθεια ότι η Αμερική είναι πιο πυκνοκατοικημένες από την Ινδία, επειδή κάθε Αμερικανός καταναλώνει τόσο πολύ περισσότερο από το μέσο Ινδό, βρίσκεται στο γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονται βασικά να μειώσουν την κατά κεφαλή κατανάλωση (και κατά δεύτερο λόγο την αύξηση του πληθυσμού), ενώ η Ινδία και η Κίνα χρειάζονται κυρίως να μειώσουν την αύξηση του πληθυσμού τους, και δεν μπορούν με κανένα τρόπο να μειώσουν την κατά κεφαλή κατανάλωση, εκτός ίσως σε ό,τι αφορά στις ελίτ. Σοβαρές προσπάθειες μείωσης του ρυθμού γεννήσεων σε αυτές τις χώρες μερικές φορές καταδικάζονται, επειδή, με την έλευση της τεχνολογίας των υπερήχων, που μπορούν να δείξουν το φύλο του εμβρύου, η πολιτιστική επιλογή για αρσενικά έμβρυα συχνά οδηγεί στην επιλεκτική άμβλωση των θηλυκών εμβρύων. Το πρόβλημα εδώ δεν έγκειται ούτε στην προφύλαξη ούτε στον υπέρηχο, αλλά στην ανήθικη προτίμηση για άνδρες και στην αδιαφορία για το κοινωνικό κόστος μιας ανισορροπίας των φύλων μετά από μια γενεά.
Δημογράφοι και οικονομολόγοι διστάζουν πλέον, και με το δίκιο τους, να συστήσουν σε άλλες χώρες έλεγχο των γεννήσεων. Αν μια χώρα ιστορικά επιλέγει μεγάλο πληθυσμό, χαμηλούς μισθούς και τεράστια ανισότητα, αντί για μικρότερο πληθυσμό, υψηλότερους μισθούς και λιγότερη ανισότητα, ποιός θα υποστηρίξει ότι αυτό είναι λάθος; Ας κάνει καθένας τις δικές του επιλογές, μιας και εκείνος θα πρέπει να ζήσει με τις συνέπειες.
Αλλά, ενώ αυτή θα μπορούσε να είναι μια θέση ικανή να υποστηριχτεί σε μια εναλλακτική περίπτωση διεθνοποίησης, δεν μπορεί να υποστηριχτεί στην περίπτωση της παγκοσμιοποίησης. Όλη η λογική ενός ενοποιημένου κόσμου στηρίζεται στο ότι τέτοιες συνέπειες, τόσο δηλαδή το κόστος του υπερπληθυσμού όσο και τα οφέλη του ελέγχου του πληθυσμού, μπορούν να μετακυληθούν σε όλα τα έθνη. Το κόστος και τα οφέλη του υπερπληθυσμού στην περίπτωση της παγκοσμιοποίησης κατανέμονται σύμφωνα με την κοινωνική τάξη και όχι σύμφωνα με το έθνος. Το εργατικό δυναμικό φορτώνεται το κόστος του μειωμένου μισθού. το κεφάλαιο απολαμβάνει το όφελος του μειωμένου κόστους των μισθών. Τόσο οι μαλθουσιανές, όσο και οι μαρξιστικές αναλύσεις, αποτυπώνουν μια αύξηση της ανισότητας. Η παλιά αντιπαράθεση μεταξύ του Μαρξ και του Μάλθους, που πάντα υπήρξε περισσότερο ιδεολογική παρά λογική, έχει επιπλέον αμβλυνθεί για πρακτικούς λόγους. Εξάλλου, κι οι δυο πάντα υποστήριζαν ότι οι μισθοί τείνουν να συμπιέζονται στον καπιταλισμό. Ο Μαρξ πιθανώς θα αντιλαμβανόταν την παγκοσμιοποίηση σαν μια ακόμη καπιταλιστική στρατηγική για να μειωθούν οι μισθοί. Ο Μάλθους πιθανόν να συμφωνούσε, ενώ θα υποστήριζε ότι το γεγονός του υπερπληθυσμού κάνει την καπιταλιστική αυτή στρατηγική να λειτουργεί. Κατά το μάλλον ή ήττον, ο Μαρξ θα το αποδεχόταν, αλλά θα επέμενε ότι ο υπερπληθυσμός λογίζεται μόνο σε σχέση με τους καπιταλιστικούς θεσμούς και όχι με τους πιθανούς περιορισμούς της φύσης πάνω στον πλούτο, καθώς και ότι δε θα υπήρχε στον σοσιαλισμό. Ο Μάλθους θα διαφωνούσε, μαζί με τους μετα-μαοϊκούς Κινέζους κομουνιστές. Να παραδεχτώ ότι τείνω περισσότερο προς την άποψη του Μάλθους και λυπάμαι πολύ για την πρόσφατη τάση του περιβαλλοντικού κινήματος να ξεμπερδεύει εύκολα από τα θέματα του υπερπληθυσμού, της μετανάστευσης και της παγκοσμιοποίησης μέσω της πολιτικής ορθότητας.
* Ο Χέρμαν Ε. Ντέιλυ (Herman E. Daly) είναι καθηγητής στη Σχολή Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου του Μέριλαντ, πρώην οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας και συγγραφέας των For the Common Good (μαζί με το θεολόγο Τζων Μπ. Κομπ Τζούνιορ), Steady-State Economics, Beyond Growth καθώς και πολλών άλλων έργων πάνω στην οικολογική οικονομία και σε θέματα ανάπτυξης.