Alain Bhir
Η Ομάδα Έρευνας και Μελετών πάνω στον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό, (OEMEΠ ή G.R.E.C.E. – Ελλάδα στα γαλλικά) που ιδρύθηκε στο τέλος της δεκαετίας του 60, όπως και η Νέα Δεξιά, συνδέονται στενά με την προσωπικότητα του Αλέν ντε Μπενουά. Μετά την αποτυχία της Οργάνωσης Μυστικός Στρατός (Organisation Armée Secrète, ΟΑS), τελευταία απόπειρα της ακροδεξιάς να οργανώσει ένα μαζικό πολιτικό κίνημα, ο ντε Μπενουά συγκαταλέγεται μεταξύ κάποιων εθνικιστών φοιτητών αλλά επίσης παλιών φασιστών (Σεν Λου, Μπουκέ) και πρώην συνεργατών των Γερμανών (Πλονκάρ ντ’ Aσάκ) που στοιχηματίζουν ότι θα αναγεννήσουν τη γαλλική ακροδεξιά από τις στάχτες της, συνεχίζοντας τον αγώνα κυρίως στο πολιτισμικό επίπεδο.
Ο στόχος τους είναι να νομιμοποιήσουν την παρουσία της ακροδεξιάς σκέψης μέσα στον πολιτισμικό διάλογο, και στη συνέχεια να διασφαλίσουν προοδευτικά τους όρους για τη κατάκτηση της ηγεμονίας μέσα στην κοινή γνώμη, αναγκαίο όρο για την ανακατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την αυθεντική δεξιά (δηλαδή τη φασίζουσα ακροδεξιά). Είναι αυτό που θα ονομάσει αργότερα ο ίδιος ο ντε Μπενουά “δεξιό γκραμσισμό”. Για τον σκοπό αυτό, είναι απαραίτητο να διεισδύσουν και να καταλάβουν όχι τόσο τους χώρους της εξουσίας (οικονομικής, διοικητικής, στρατιωτικής) όσο τους χώρους επιρροής, εκεί όπου διαμορφώνεται η κοινή γνώμη, αρχίζοντας, όπως είναι προφανές, από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αλλά επίσης το Πανεπιστήμιο, τις εκδοτικές δομές, κλπ. Έτσι, η G.R.E.C.E. (OEMEΠ) θα προικισθεί με δυό περιοδικά, το Nouvelle École (Νέα Σχολή) και μετά τo Éléments (Στοιχεία), κάνοντάς τα χώρους συναντήσεων και συζητήσεων, πραγματικά “ιδεολογικά εργαστήρια”, που προορίζονταν τόσο για να προσελκύσουν τους συμπαθούντες της δεξιάς όσο και για να γοητεύσουν υποτιθέμενους αντιπάλους της αριστεράς. Κατά τη δεκαετία του ’70, θα προστεθεί σ’ αυτά ένας εκδοτικός οίκος, ο οίκος Copernic (Κοπέρνικος). Γύρω από αυτά τα διαφορετικά εκδοτικά ερείσματα, η ΟΕΜΕΠ δεν έπαψε να οργανώνει μια πνευματική ζωή που περιελάμβανε συνταντήσεις, διαλέξεις, συνέδρια, κλπ., που γρήγορα προσελκύουν όλους τους ριζοσπάστες δεξιούς στοχαστές, και μάλιστα ακροδεξιούς, που μπορεί να επιδείξει η γαλλική αλλά και η ξένη (δυτικοευρωπαϊκή) διανόηση. Από τα τέλη της δεκαετίας ’70, την επιχείρηση αυτή θα αναλάβει ένα μέρος των εκδόσεων Ηersant, κυρίως το περιοδικό Le Figaro magazine, πράγμα το οποίο θα επιτρέψει στη Νέα Δεξιά να κάνει την εμφάνισή της στη σκηνή των μέσων ενημέρωσης και της διανόησης, μέσα σε ένα περιβάλλον που ήδη σημαδεύεται από τη μετατόπιση προς τα δεξιά μερίδας διανοουμένων της αριστεράς (βλ. το επεισόδιο της “νέας φιλοσοφίας”).
Δυσαρέσκεια μιας μερίδας της ακροδεξιάς
Αυτή η εμφάνιση της νέας (άκρας) δεξιάς προκάλεσε ωστόσο μια εχθρική αντίδραση εκ μέρους της παλιάς ακροδεξιάς, καθολικής και μοναρχικής, που προέρχεται από τη Γαλλική Δράση (Action française). Και τούτο διότι η γαλλική ακροδεξιά, και ευρύτερα η ευρωπαϊκή, ήταν πάντα χωρισμένη σε δύο αντίπαλες τάσεις: η μία, εθνικιστική, λαϊκιστική, λίγο-πολύ συνδεδεμένη με τον καθολικισμό (ιδιαίτερα στη συντηρητική και αντεπαναστατική εκδοχή του)· η άλλη, οπαδός του εξευρωπαϊσμού, ελιτιστική και άθρησκη (διεκδικώντας μια ταυτότητα κέλτικη και μάλιστα ινδοευρωπαϊκή), με φασιστική χροιά.
Η G.R.E.C.E. συνδέεται σαφώς με τη δεύτερη τάση όπως το αποδεικνύουν υπερεπαρκώς τα κείμενά της αλλά επίσης το φλερτ της με το Κόμμα των Νέων Δυνάμεων κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του ’70, και η προσέγγισή της με το Επαναστατικό Εθνικιστικό Κίνημα στα μέσα της δεκαετίας του ’80, δύο κινήματα με δεδηλωμένη φασιστική πατρότητα. Περιττό να πούμε ότι μεταξύ των δυο αυτών τάσεων της ακροδεξιάς, παρ’ ότι αντιπάλων, υπήρχαν πάντοτε γέφυρες επικοινωνίας.
Μέσα στη συγκυρία της γρήγορης εντυπωσιακής ανόδου του Εθνικού Μετώπου στη γαλλική πολιτική σκηνή κατά τη δεκαετία του ’80, η Νέα Δεξιά επρόκειτο ωστόσο να υποστεί μια σχετική έκλειψη. Φαίνεται ότι αντέδρασε σ’ αυτή τη νέα κατάσταση με δυό διαφορετικούς τρόπους. Αφενός, προσπαθώντας να επηρεάσει τον ιδεολογικό προσανατολισμό του ΕΜ, αφού δεν μπορούσε να ελέγξει την πολιτική του διεύθυνση. Έτσι, σύμφωνα με τον Μονζά (Monzat), “η ΟΕΜΕΠ εμφανίζεται στην πράξη ως ένας από τους τρείς πυλώνες της σχολής στελεχών του ΕΜ (το Ινστιτούτο εθνικής εκπαίδευσης) μαζί με την ομάδα του Παρόντος (Présent) και τα μέλη της Λέσχης του Ρολογιού (Club de l’Horloge) και επομένως παίζει σημαντικό ρόλο στην εσωτερική ισορροπία του κόμματος”. Και ο Ρενέ Μονζά δίνει μιά χαρακτηριστική λίστα μελών της G.R.E.C.E. που ανήκουν επίσης στο επιστημονικό συμβούλιο του ΕΜ.
Γέφυρες για την κατάκτηση των διανοουμένων
Αφετέρου, μέσω του Αλέν ντε Μπενουά, η ακροδεξιά φαίνεται να έχει επανενεργοποιήσει την αυτόνομη στρατηγική της για την κατάκτηση της πολιτιστικής ηγεμονίας. Τέτοιο ρόλο παίζει κυρίως η επιθεώρηση Κρίσις (Krisis) “επιθεώρηση ιδεών και συζητήσεων”, αφιερωμένη εξ ολοκλήρου σε πνευματικές ανταλλαγές, της οποίας το πρώτο τεύχος κυκλοφορεί το 1988. Χάρη σ’ αυτή την επιθεώρηση, που κατορθώνει να προσελκύσει έναν αρκετά μεγάλο αριθμό διανοουμένων της αριστεράς –πράγμα το οποίο φαίνεται να είναι ο ειδικός στόχος του μέσα στη γενική στρατηγική της ΟΕΜΕΠ–, ο ντε Μπενουά επιδιώκει τον ανέκαθεν στόχο του: να επιτύχει μια δημοκρατική εγγύηση και νομιμοποίηση για την πολιτική κουλτούρα της Νέας Δεξιάς. Αυτό δεν τον εμποδίζει να διευθύνει, από την άνοιξη του 1989, μια συλλογή σ’ ένα μικρό ακροδεξιό εκδοτικό οίκο, τον Παρντ (Pardes), της οποίας ο τίτλος Συντηρητική Επανάσταση δεν αφήνει καμία αμφιβολία για τον προσανατολισμό της. Ούτε επίσης τα έργα που έχει ήδη δημοσιεύσει στη συλλογή αυτή: Καρλ Σμιτ, Περί του πολιτικού (ο Καρλ Σμιτ είναι ο θεωρητικός του αυταρχικού Κράτους και συντάκτης μέρους της εθνικοσοσιαλιστικής νομοθεσίας)· Βέρνερ Σόμπαρτ, Ο γερμανικός σοσιαλισμός (κείμενο που συμπεριλαμβάνεται στα ιδεολογικά προοίμια του ναζισμού)· Ερνστ Νίκιχ, Χίτλερ, το γερμανικό πεπρωμένο· και άλλα “εθνικο-μπολσεβικικά” κείμενα, όπως η κριτική του χιτλερισμού από έναν οπαδό της “αριστερής” πτέρυγας του ναζιστικού κόμματος, που επικρίνει τον Χίτλερ για την προδοσία των αρχικών φασιστικών δεσμεύσεών του.
Ένας στρατευμένος εκδότης
Τέλος, ας αναφέρομε ότι ο ντε Μπενουά ετοιμάζεται να διευθύνει μια νέα συλλογή στις Εκδόσεις Μεγάλων Κλασικών (Editions des Grands Classiques), με τον σαφή τίτλο: “Τα Μεγάλα Κλασικά Έργα του Ανδρός της Δεξιάς”. Τα δυό πρώτα κλασικά έργα που πρόκειται να επανεκδοθούν είναι: Σκέψεις για τη Γαλλία του Ζοζέφ ντε Μεστρ και Πέραν του εθνικισμού του Τιερρύ Μολνιέ, ενός από τους θεωρητικούς της εθνικής επανάστασης που ενέπνευσε το καθεστώς του Βισύ! Μεταξύ των συγγραφέων των οποίων σχεδιάζει να επανεκδόσει τα έργα είναι οι: Αρτύρ Ντε, θεωρητικός του ρατσισμού· Εντουάρ Ντρυμόν, συγγραφέας του “Η εβραϊκή Γαλλία”· Ζορζ Βαλουά, ένας από τους πρωταγωνιστές του γαλλικού φασισμού· Ρομπέρ Μπραζιγιάκ, Πιέρ Ντριέ Λα Ροσέλ και Αμπέλ Μπονάρ.
Αυτοί είναι οι συγγραφείς των οποίων τα έργα οφείλουν οπωσδήποτε να βρίσκονται μέσα στα σημεία αναφοράς του “καθώς πρέπει άνδρα της δεξιάς”, σύμφωνα με τον Αλέν ντε Μπενουά!
Εξ άλλου η παρουσίαση που έκανε για τη νέα αυτή συλλογή είναι ενδεικτική του ολικού του σχεδίου: “Όταν οι ιδεολογίες χρεωκοπούν, η σκέψη της δεξιάς αναγεννιέται. Η αποτυχία του σοσιαλισμού στη Γαλλία και η όψιμη ανακάλυψη του μεγέθους της καταστροφής μέσα στο πρώην σοβιετικό κομμουνιστικό σύστημα βύθισαν τους διανοούμενους στην απογοήτευση και την κατήφεια. Η σκέψη της δεξιάς, από τη μεριά της, δεν έχει λόγο να ντρέπεται για τον απολογισμό της. Εν τούτοις, είναι δύσκολο να βρει κανείς τα πιο σημαντικά κείμενα που εδώ και δύο αιώνες συνιστούν τις ουσιαστικές βάσεις της σκέψης αυτής. Είναι λοιπόν αυτά τα κείμενα που επιλέξαμε να επανεκδώσομε”. Εν ολίγοις, ο Αλέν ντε Μπενουά δεν κρύβει ότι θέλει να επωφεληθεί από τη αναμφισβήτητη οπισθοχώρηση των αξιών της αριστεράς και, κυρίως, από τη απόγνωση μερίδας της διανόησης της αριστεράς, ως επακόλουθο του προσεταιρισμού του Σοσιαλιστικού Κόμματος στη φιλελεύθερη ιδεολογία και της κατάρρευσης του “υπαρκτού σοσιαλισμού”, για να βοηθήσει να ξαναβγούν στο προσκήνιο τα πιο αντιδραστικά ιδανικά και, όσο είναι δυνατόν, να συσπειρώσει κάτω από το λάβαρό τους όλους τους αποπροσανατολισμένους της αριστεράς που αναζητούν μια νέα Ιερουσαλήμ. Και φαίνεται ότι έχει ήδη βρει μερικούς προσκυνητές για να τον ακολουθήσουν!
Καταλαβαίνει κανείς γιατί ενδιαφέρει τον Αλέν ντε Μπενουά και ευρύτερα τη Νέα Δεξιά να ανοίξουν τις στήλες τους στους διανοούμενους της αριστεράς (ή σ’ αυτούς που υποτίθεται ότι είναι) ή να παρελαύνουν μαζί τους στα σαλόνια και στις αίθουσες συνεδρίων. Εν αντιθέσει, καταλαβαίνει κανείς λιγότερο τους λόγους που έχουν οι συνομιλητές τους στο να υπηρετούν σχέδια ανομολόγητα και ωστόσο εξαιρετικά σαφή.
Η εκμετάλλευση της απώλειας προσανατολισμού
Ο Ντε Μπενουά δεν έχει άδικο όταν εκτιμά ότι η κατάσταση της απόγνωσης και της ιδεολογικής σύγχυσης ευνοεί την επιχείρηση της αναγέννησης αυτού που ονομάζει η “σκέψη της δεξιάς”. Μια τέτοια κατάσταση όντως δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για την προσέγγιση, που εύχεται, όλων εκείνων που δεν εκφράζονται από την “ισοπέδωση της γαλλικής πολιτικής ζωής”, η οποία ακολούθησε την ιστορική παραίτηση της αριστεράς. Και πράγματι, στους διανοούμενους της αριστεράς, που είναι αποπροσανατολισμένοι από την απώλεια των παραδοσιακών τους σημείων αναφοράς οι οποίοι όμως δεν ακολούθησαν τη νεοφιλελεύθερη αλλαγή πορείας του Σοσιαλιστικού Κόμματος και δεν είναι αποφασισμένοι να κλίνουν σε όλες τις κλίσεις τα αξεπέραστα θέλγητρα του δυτικού καπιταλισμού, απευθύνονται σήμερα κατά προτεραιότητα ο ντε Μπενουά και η Νέα Δεξιά για να τους προτείνουν μια νέα σχολή σκέψης…
Τίποτε δεν είναι πιο χαρακτηριστικό, από αυτήν την άποψη, από τα θέματα που προτείνει η επιθεώρηση Krisis, κατάλληλα να διευκολύνουν τη σύγκλιση μιας κάποιας κριτικής της δεξιάς με την κριτική της αριστεράς του “σύγχρονου πολιτισμού” που έχει γεννήσει ο καπιταλισμός: κουλτούρα (τεύχος 1), κοινωνία (τ. 4), έθνος (τ. 5), επικοινωνία (τ. 9), χρήμα (τ. 12). Εξ άλλου, η “ιδιοποίηση” κοινών τόπων της κριτικής της αριστεράς από τον ντε Μπενουά είναι απίστευτη. Έτσι, στο τεύχος της επιθεώρησης Krisis το αφιερωμένο στο χρήμα, το άρθρο της παρουσίασης που περιγράφει σε τι τερατωδίες οδηγεί τελικά ο φετιχισμός του χρήματος, δεν έρχεται καθόλου σε αντιπαράθεση με το κείμενο του Μαρξ που βρίσκεται μέσα στο ίδιο τεύχος! Επίσης, ένα προηγούμενο τεύχος του περιοδικού Στοιχεία (Éléments, τεύχος 75, Σεπτ. 1992) παραθέτει μια βίαιη κριτική της “ιδεολογίας της εργασίας” που δεν θα αρνιόταν ο Αντρέ Γκορζ, ο οποίος αναφέρεται πολλές φορές. Επί πλέον τον φάκελο συμπληρώνει ένα απόσπασμα από το “Δικαίωμα στην τεμπελιά “ του Πωλ Λαφάργκ. Σύντομα θα μείνει μόνο η Νέα Δεξιά για να επιστρατεύει τόσο αριστερίστικες αναφορές!
Ανησυχητικά προηγούμενα
Όλα αυτά θα μας έκαναν να χαμογελάσομε, εάν η Ιστορία αυτού του αιώνα δεν μας είχε ήδη διδάξει σε ποιους και σε τι μπορεί τελικά να αποφέρει οφέλη μια τέτοια κατάσταση ιδεολογικής σύγχυσης. Μέσα στο πνευματικό σκότος που δημιουργεί, όλες οι γάτες φαίνονται γκρίζες … ή καλύτερα γκριζοπράσινες!
Όταν, στα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, μερικοί διανοούμενοι της αριστεράς έκριναν ότι το ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα, υπό την επήρεια των σοσιαλδημοκρατών, καθώς έμπλεκε μέσα στους δημοκρατικούς θεσμούς και τους μικροπολιτικούς συμβιβασμούς, δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις υπερβολικές προσδοκίες τους (και η πανωλεθρία την οποία υπέστη μπροστά στον πόλεμο το απέδειξε δυστυχώς υπεραρκετά, μερικά χρόνια αργότερα), ορισμένοι (μεταξύ των οποίων ο Σορέλ και ο Λαγκαρντέλ), χωρίς να εγκαταλείψουν τη βαθιά τους εχθρότητα προς το δημοκρατικό καθεστώς και το καπιταλιστικό σύστημα, αναζήτησαν εναλλακτικές ριζοσπαστικές λύσεις και προσέγγισαν κυρίως τη Γαλλική Δράση. Από αυτή την εκπληκτική συμμαχία μεταξύ της άκρας αριστεράς και της “επαναστατικής δεξιάς” γεννήθηκαν στη Γαλλία τα προοίμια του φασισμού που κάποιοι άλλοι ανέλαβαν να αναπτύξουν με τη γνωστή σε όλους επιτυχία, στη Γαλλία ή στο εξωτερικό, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου.
Μία επιχείρηση τέτοιου τύπου προωθεί τώρα η Νέα Δεξιά, με επικεφαλής τον Αλέν ντε Μπενουά, καλώντας σε διάλογο όλους όσους αντιτίθενται στο σύστημα, με το σύνθημα “ούτε δεξιά, ούτε αριστερά”, υποστηρίζοντας μια αναμόρφωση του πνευματικού (αλλά και πολιτικού) γαλλικού σκηνικού, προσπαθώντας να ξαναφέρουν στη μόδα εκείνους που ονομάζουν “μη κονφορμιστές του μεσοπολέμου”, δηλαδή στην πραγματικότητα τους οπαδούς και όσους δούλεψαν για τη συγκρότηση του φασισμού. Και σ’ αυτή την επιχείρηση συνεταιρίζονται με αυταρέσκεια (είτε το γνωρίζουν, είτε όχι) οι διανοούμενοι της αριστεράς που δέχονται τον “διάλογο” μαζί του.