Αρχική » Ίτε παίδες, οι καιροί ου μενετοί

Ίτε παίδες, οι καιροί ου μενετοί

από admin

ΡΗΞΗ 18 Απρίλιος 1985

«Και αποφάσισαν πως πρέπει να παραμερίσουν κάποια σημεία αντιπαράθεσης και στείρας σύγκρουσης, να βάλουν τον αριστερισμό στα χρονοντούλαπα της ιστορίας και να προχωρήσουν ενωμένοι για τα νέα τους… πεπρωμένα».

Να πως, σαν Βίπερ «Νόρα», θα μπορούσε να διηγηθεί ο αισθηματίας ιστορικός μια ευτυχή κατάληξη στην ιστορία της ελληνικής άκρας αριστεράς. Μπροστά στην κρίση που τους απειλούσε στην ίδια τους την υπόσταση και ύπαρξη αποφάσισαν να ενωθούν και να αντιμετωπίσουν έτσι τη νέα πολιτική κρίση που άνοιγε!

ΟΙ ΚΑΙΡΟΙ ΟΥ ΜΕΝΕΤΟΙ

Όπως έχουμε επαναλάβει πολλές φορές δεν υπάρχουν-νομοτέλειες στο πολιτικό επίπεδο. Το Ισπανικό POUM που έλεγε τόσα σωστά πράγματα στη διάρκεια της ισπανικής επανάστασης και η CNT που αντιπροσώπευε μια καταπληκτική επαναστατική παράδοση σβήσανε γιατί τα ιστορικά γεγονότα τους ξεπέρασαν. Η αριστερά του μπολσεβίκικου ή του κινέζικου κόμματος εξοντώθηκαν και θα μπορούσαμε να αναφέρουμε χιλιάδες άλλα παραδείγματα. Στην Ελλάδα όσοι κριτίκαραν τη γραμμή του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, μέσα και έξω από το κόμμα, όπως ο ίδιος ο Άρης Βελουχιώτης και αναρίθμητες αντιπολιτευτικές ομάδες και τάσεις, έσβησαν και συχνά δολοφονήθηκαν στη δίνη μιας εθνικής σύγκρουσης που ξεπερνούσε κάθε επιμέρους άποψη. Όταν μπαίνει κανείς σε περίοδο εθνικής πολιτικής κρίσης με απρόβλεπτες εξελίξεις, τότε δεν παίζει κανένα ρόλο η «ιστορική ορθότητα» ή η σκοπιά «εμείς είμαστε οι σωστοί και τελικά η άποψή μας θα κυριαρχήσει». Η ιστορία δεν είναι παιδικό παραμύθι όπου οι καλοί κερδίζουν στο τέλος, δεν υπάρχει τέτοιου τύπου ιστορική τελεολογία. Όπως έγραφε ο Κατσαρός σχεδόν 35 χρόνια πριν, «πρέπει να χτίσουμε υψηλό πύργο απέναντι τους», διαφορετικά δε θα αποτελέσουμε παρά μια ιστορική ανάμνηση, ή ένα προμήνυμα για κάτι περισσότερο αύριο. Αλλά στη σύγκρουση που δίνεται σήμερα, εμείς θα χαθούμε.

Ξέρουμε ή διαισθανόμαστε όλοι ότι μπήκαμε σε μια εποχή που η αντιπαράθεση δεξιάς – αριστεράς, αλλαγής – απαλλαγής αποκτάει κεντρική σημασία οι εξελίξεις που θα ακολουθήσουν είναι απρόβλεπτες. Το πολιτικό πλαίσιο θα τεντωθεί μέχρι τα άκρα, μέχρι τη ρήξη. Σ’ αυτά τα πλαίσια πρέπει να χαράξουμε μια γραμμή που να υπερβαίνει αυτά τα δύο στρατόπεδα, μια γραμμή οικοδόμησης ενός νέου, διαφορετικού πολιτικού πόλου, ικανού να υπάρξει σ’ αυτές τις συνθήκες με μια αυτόνομη πολιτική.

Αντικειμενικότητα και Υποκειμενικότητα

Η άκρα αριστερά έχει μια διπλή φύση, μια διπλή υπόσταση. Αποτελεί την προέκταση της αριστεράς, αποτελεί τους «ακραίους» του στρατοπέδου της αριστεράς, τα άτακτα παιδιά της μεγάλης αριστερής οικογένειας. Αυτό το βλέπουμε πολύ καθαρά στην ίδια την ιστορική προέλευση αυτής της άκρας αριστεράς. Δεν είναι τυχαίο πως οι αρχικές της εκφράσεις και μορφές είχαν σαν κύρια αναφορά τους την ίδια την παλιά αριστερά και την προσπάθεια επιστροφής στην «παλιά καλή παράδοση», οι τροτσκιστές στην επανάσταση του 17 και οι «μαρξιστές-λενινιστές» σε εκείνη πριν από το 1956! Αυτός είναι ο ομφάλιος λώρος της. Όσο προχωράει η μεταπολίτευση, όσο βαθαίνει η κίνηση της ελληνικής κοινωνίας προς τα «αριστερά», τόσο η άκρα αριστερά χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια. Παράλληλα η κριτική του υπαρκτού σοσιαλισμού, η πολωνική εξέγερση, τα κινήματα της Δύσης υπονομεύουν αυτή την ιστορική αναφορά. Οι οργανώσεις της άκρας αριστεράς μπαίνουν σε κρίση. Αναπτύσσονται αναρχικές και αυτόνομες τάσεις, τάσεις που βάζουν σαν προμετωπίδα τους το σύνθημα «ίδια είναι τ αφεντικά, δεξιά και αριστερά». Όμως και εδώ η σκέψη, ο προβληματισμός παραμένει στην πλειοψηφία αρχαιο-αναρχική, παραμένει η αναφορά σε ιδεολογίες του 19ου αιώνα. Ακόμα και οι αναρχικοί δεν ξεκόβουν από τη συνολικότερη οικογένεια της «αριστεράς», σαν οι «άτακτοι των ατάκτων». Όπως έχει συμβεί πολλές φορές στην ιστορία, η τύχη τους παραμένει δεμένη με εκείνη της συνολικής αριστεράς όσο και αν γκρινιάζουν, φωνάζουν, διακηρύσσουν την ιδιαιτερότητά τους. Ας μελετήσουμε για άλλη μια φορά την ιστορία. Θα διαπιστώσουμε πάντα αυτό το γεγονός. Τα βασικά ταξικά στρατόπεδα διαθέτουν πάντα στα «αριστερά» ή στα «δεξιά» τους κάποιες ομάδες και κάποιες τάσεις οι οποίες θέλουν να προχωρήσουν πιο πέρα, τους «εραστές του απόλυτου». Δεν παύουν όμως να αποτελούν κομμάτια του ίδιου στρατοπέδου. Εκεί θα αναζητήσουμε και τα αίτια της ιστορικής συρρίκνωσης τnς ελληνικής άκρας αριστεράς. Στο βαθμό που ένας σημαντικός αριθμός από τα αιτήματά της καλύφθηκαν από τα κόμματα της αριστεράς και τη συνολική κοινωνική κίνηση, η άκρα αριστερά οδηγήθηκε στην περιθωριοποίηση, ιδιαίτερα μετά το 1981, περιθωριοποίηση που άρχισε από το 1975και μετά. Στη διάρκεια της δικτατορίας είχαν έναν άλλο ουσιαστικό, «κεντρικό» θα λέγαμε ρόλο.

Γι’ αυτό οι υπαρκτές ομάδες, τόσο «αριστερίστικες» όσο και αναρχικές, αποκτάνε σε μεγάλο βαθμό χιλιαστικά χαρακτηριστικά. Δεν είναι εξάλλου τυχαίου η επιβίωση φαινομένων σαν την ΕΔΕ, τη ΣΑΚΕ, κλπ. Δεν υπάρχει πια χώρος για κάποια ιστορική κεντρικότητα των αριστερίστικων και αναρχικών ομάδων, μεταβάλλονται σε «περιθώριο».

Ταυτόχρονα όμως μ’ αυτή τη φύση των οργανωτικών αποκρυσταλλώσεων του αριστερισμού-αναρχισμού, ο χώρος της άκρας αριστεράς, παρά την ιδεολογία του, μέσα στα 11 μεταπολιτευτικά χρόνια δεν έπαψε να υπάρχει σαν ένας χώρος αμφισβήτησης των κατεστημένων ιδεολογιών και πρακτικών, τόσο αριστερών όσο και δεξιών. Δεν έπαψε αντικειμενικά να παρεμβαίνει «προβοκατόρικα» σε σχέση με το κυρίαρχο πολιτικό πλαίσιο του διπολισμού. Από το Πολυτεχνείο του 1973 που αποτέλεσε τον κινητήρα των εξελίξεων μέχρι την υπόθεση Λε Πεν αυτός ο χώρος δεν έπαψε να προκαλεί το κυρίαρχο πολιτικό πλαίσιο, δεν έπαψε να εκφράζει ένα χώρο νεολαίας και μερικών στρωμάτων εργαζόμενων. Και το κυριότερο στοιχείο της διαφοροποίησης υπήρξε ο τρόπος ζωής, οι ευαισθησίες. Εδώ η τομή από το χώρο της αριστεράς και της δεξιάς υπήρξε αποφασιστική και κάθετη.

Ο «χώρος» υπάρχει σαν ένα κοινωνικό πολιτικό υποκείμενο που βάζει σαν στόχο του την κριτική στην εργασία σαν καπιταλιστική τέτοια, την κριτική στην παραγωγικότητα, το κράτος, κλπ. Εκφράζει στην πράξη και την καθημερινότητα κάποιες αξίες αντιπαλότητας με την ιδεολογία και το μοντέλο τόσο της αριστεράς όσο και της δεξιάς, έστω και εμβρυακά, έστω και διαστρεβλωμένα.

Εδώ στο υποκείμενο και την πρακτική του βρίσκεται η ιστορική ιδιαιτερότητά του γι’ αυτό και το διαζύγιο με τις παλιές υπαρκτές μορφές του αριστερισμού βάθαινε και βαθαίνει αδιάκοπα. Ο χώρος της άκρας αριστεράς τείνει να υπάρχει πραγματικά σαν ένας εναλλακτικός κοινωνικός και πολιτικός πόλος, μ’ όλο που δεν μπορεί να αναγνωρίσει τον εαυτό του πλήρως σ’ αυτή τη διαφορετικότητα.

Έτσι λοιπόν ισχυριζόμαστε ότι το πολιτικό υποκείμενο της άκρας αριστεράς, οι παλιές οργανώσεις και ομαδοποιήσεις αποτελούσαν και αποτελούν ένα οργανωτικό και πολιτικό περίβλημα που δεν ανταποκρίνεται στο κοινωνικό υποκείμενο το οποίο υποτίθεται πως εκπροσωπούν. Γι’ αυτό εξάλλου τα τελευταία χρόνια βαθαίνει το διαζύγιο ανάμεσα στις πολιτικές ομαδοποιήσεις και το «χώρο».

Ιστορικότητα και Μη

Μήπως όμως πρόκειται για ένα ιστορικό φαινόμενο περιθωριακό, για μια απλή απόφυση της ιστορικής αριστεράς, που θα απορροφηθεί αργά ή γρήγορα απ’ αυτήν;

Οπότε δεν έχει τελικά κανένα νόημα να επιμένουμε σ’ έναν αδιέξοδο δρόμο; Μήπως τελικά αυτά που προτείνουμε δεν είναι μια μουσική του μέλλοντος; Μήπως για άλλη μια φορά θα «τσουβαλιαστούμε» μέσα στο ευρύτερο «αριστερό» στρατόπεδο, οπότε το μόνο αίτημα είναι τελικά η αριστερή βελτίωση της γραμμής των κομμάτων, όπως κάνουν τόσες και τόσες εισοδιστικές ή «κριτικό-υποστηρικτικές» ομάδες;

Έχουμε την πεποίθηση πως τα πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά σε σχέση με το παρελθόν. Στις αναπτυγμένες χώρες της Ανατολής και της Δύσης δεν υπάρχει καμμιά βάση πλέον για μια στρατηγική συμμαχία με την αριστερά. Δεν βρισκόμαστε ούτε στο 17 ούτε στην ισπανική επανάσταση ούτε, σ’ ότι αφορά την Ελλάδα, στη χούντα και το Πολυτεχνείο. Σ’ όλες τις παλιές συγκρούσεις μέσα σ’ αυτό που λέμε αριστερά δεν είχε υπάρξει κάποια διαφοροποίηση ανάμεσα σ’ εκείνη τη δύναμη που εκφράζει τον σοσιαλισμό σαν κρατική διαχείριση του κεφάλαιου και την εργατική επανάσταση. Σ’ αυτές τις παλαιότερες συγκρούσεις η νέα τάξη των διαχειριστών – και η εργατική τάξη βρίσκονταν στο ίδιο στρατόπεδο και η διαφοροποίηση στο εσωτερικό του ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Σήμερα στον αναπτυγμένο κόσμο τα πράγματα έχουν αλλάξει. Η αριστερά έχει μεταβληθεί σε εξουσία σε πολλές χώρες ενώ στις υπόλοιπες συμμετέχει στην εξουσία. Δεν υπάρχει λοιπόν δυνατότητα διαμόρφωσης σε μόνιμη βάση κάποιου στρατοπέδου της «αριστεράς», που μέσα του να περιλαμβάνει και να ενσωματώνει και μια κάποια «άκρα αριστερά».

Στις ανατολικές κοινωνίες μάλιστα τα πράγματα είναι ακριβώς αντίστροφα. Επαναστατικό κίνημα και αριστερά βρίσκονται σε μετωπική αντιπαράθεση. Είναι προφανές λοιπόν ότι η ιστορική συγκυρία έχει μεταβληθεί, δε βρισκόμαστε στην εποχή του πολέμου ούτε στην εποχή της χούντας. Δε βρισκόμαστε στην εποχή της σοσιαλιστικής «επανάστασης». Η διαχείριση του κεφαλαίου είναι όλο και περισσότερο σοσιαλιστική. Μπαίνουμε στην εποχή του κομμουνιστικού κινήματος, των κομμουνιστικών αιτημάτων. Επομένως η κοινωνία θα τείνει να διαμορφωθεί μέσα στις επόμενες δεκαετίες ή και αιώνες, σε παγκόσμια κλίμακα, με βάση μια νέα διάταξη, μια νέα διπολική αντιπαράθεση. Μια αντιπαράθεση ανάμεσα στο κομμουνιστικό κίνημα και τον σοσιαλ-καπιταλισμό. Όμως αυτή η διπολική αντιπαράθεση δεν πρόκειται να εκφραστεί από την αρχή της σαν τέτοια παρά μόνο στις ανατολικές χώρες. Στις υπόλοιπες, όπως και σε μας, θα εκφραστεί αρχικά σαν τριπολική αντιπαράθεση. Με τον ίδιο δηλαδή τρόπο που στον 19ο αιώνα υπήρχαν τρεις πολιτικοί και κοινωνικοί πόλοι. Ο πόλος της παλιάς κοινωνίας, των γαιοκτημόνων, ο πόλος της αστικής τάξης και ο πόλος του σοσιαλιστικού εργατικού κινήματος, που έκανε πολλά χρόνια μέχρι να διαχωριστεί από το αστικό-δημοκρατικό στρατόπεδο. Από τη γαλλική επανάσταση μέχρι το 1848 στη Γαλλία, μέχρι τον Ματσίνι και τον Γαριβάλδη στην Ιταλία, μέχρι τη διαμόρφωση του εργατικού κόμματος στην Αγγλία κλπ.

Σήμερα λοιπόν στις χώρες της Δύσης βρισκόμαστε μπροστά σ’ αυτή την τριπολικότητα. Το κομμουνιστικό εργατικό κίνημα μόλις εμφανίζεται στην ιστορία και αρχίζει να διαχωρίζεται σταδιακά από την παλιά αριστερά. Όσο θα αναπτύσσεται αυτός ο πόλος τόσο περισσότερο η κοινωνία θα τείνει να δομείται σε μια νέου τύπου διπολικότητα ανάμεσα στη σοσιαλιστική διαχείρηση του κοινωνικού κεφάλαιου και την κομμουνιστική επανάσταση. Στο μεταξύ το αίτημα της εποχής μας είναι η δόμηση του «τρίτου πόλου», αυτού που εμφανίστηκε στο ιστορικό προσκήνιο με την εξέγερση της δεκαετίας του 60, με την πολιτιστική επανάσταση στην Κίνα, την Αλληλεγγύη στην Πολωνία, αυτού του τρίτου πόλου που στην Γερμανία και τη Βόρεια Ευρώπη πήρε σε μια φάση τη μορφή των Πράσινων.

Να λοιπόν που θεμελιώνουμε τη βαθύτερη ιστορική αισιοδοξία μας. Δεν είμαστε ένα απόκομμα τη ιστορικής αριστεράς, όπως βέβαια δεν είμαστε μια απλή καρικατούρα της επανάστασης του 17. Μέσα στη συνέχεια της εργατικής επανάστασης αποτελούμε μια αποφασιστική τομή, έναν εν δυνάμει νέο πόλο.

Φυσικά όπως τονίσαμε στην αρχή, αυτό δεν σημαίνει ότι θα κατορθώσουμε σήμερα να οικοδομήσουμε αυτό το πόλο. Μπορεί να συνθλιβούμε ανάμεσα σε δυνάμεις υπέρτερες από μας. Όμως αξίζει, πρέπει να προσπαθήσουμε.

Ιδεολογική Συνειδητοποίηση ή Πολιτική Ενότητα.

Είναι προφανές πως αυτός ο ιστορικός πόλος αργά ή γρήγορα θα αναδυθεί, αν η κοινωνία δε βαδίσει στη βαρβαρότητα. Όμως αυτό δεν μας λέει τίποτε. Εμείς δε ζούμε στα βιβλία της ιστορίας, αλλά εδώ και τώρα. Και δε μας αρκεί καθόλου η ιστορική πιθανότητα ή αν θέλετε η βεβαιότητα, ότι «θα νικήσουμε». Είναι κι αυτό κάτι, αλλά δευτερεύον. Εκείνο που μας ενδιαφέρει σήμερα είναι το εξής: θα μπορέσουμε να χτίσουμε, έστω και εμβρυακά το πρόπλασμα, την απαρχή, ή ότι άλλο θέλετε αυτού του πολιτικού πόλου; Είναι προφανές πως κάτι τέτοιο, σαν μια διαδικασία αληθινά συνεκτική, θα απαιτούσε μια πολλαπλή ολοκλήρωση. Μια ολοκλήρωση σε θεωρητικό, ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο. Όμως, δυστυχώς η ιστορία δε μας προσφέρει μια τέτοια πολυτέλεια. Σήμερα βρισκόμαστε σε τέτοιες συνθήκες που το βάρος δεν μπορεί παρά να μπει υποχρεωτικά στο πολιτικό πεδίο. Αν μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία βάζαμε σαν κέντρο μια θεωρητική-ιδεολογική προετοιμασία, σήμερα τα πράγματα παρουσιάζουν μια τέτοια επιτάχυνση που το πολιτικό επίπεδο περνάει μπροστά, η τουλάχιστο αποκτάει το ίδιο βάρος και σημασία. Δεν μπορούμε να περιμένουμε πρώτα μια ολοκληρωμένη ιδεολογική-θεωρητική διαδικασία, πράγμα που εξάλλου ποτέ δεν έγινε στην ιστορία. Άλλοτε και αλλού προχώραγε η πολιτική διαδικασία και αλλού η σε μια άλλη στιγμή η θεωρητικο-ιδεολογική. Σήμερα λοιπόν μπαίνει η ανάγκη για ένα πολιτικό προχώρημα.

Πως άραγε μπορεί να γίνει ένα τέτοιο προχώρημα; Όπως τονίσαμε προηγούμενα δεν έχει γίνει κάποια θεωρητική και ιδεολογική επεξεργασία που να επιτρέπει την ενοποίηση είτε γύρω από κάποιες απόψεις είτε γύρω από κάποιες ομάδες – φορείς αυτών των απόψεων. Σήμερα το θεωρητικό – προχώρημα είναι ανεπαρκές. Προφανώς λοιπόν πρέπει να υπάρξει μια-διαδικασία πολιτικής ενοποίησης ανάμεσα σε δυνάμεις που δεν έχουν επιτύχει μια κοινή ανάλυση και εκτίμηση, αλλά που βρίσκονται αντικειμενικά στο ίδιο οδόφραγμα σε ένα σύνολο από αντιπαραθέσεις. Έτσι συμβαίνει όλο και πιο συχνά τα τελευταία χρόνια. Ένας κοινωνικός και πολιτικός χώρος, παρά την καθυστέρηση στην ανάλυση, παρά τις διαφορές ανάλυσης και εκτίμησης, βρίσκεται μαζί σε όλο και περισσότερες αντιπαραθέσεις και κοινωνικούς χώρους. Για τον ευρύτερο κόσμο εξάλλου αποτελούμε λίγο πολύ έναν ενιαίο χώρο, το χώρο, των «αριστεριστών» ή των αναρχοαυτόνομων. Μπροστά στην πρόκληση της συγκυρίας πρέπει να κάνουμε κάποια βήματα πάρα πέρα.

Από τις επιτροπές στην «ομοσπονδία».

Σήμερα, στην πράξη, αυτός ο χώρος όταν κινείται προς τα έξω, όταν παρεμβαίνει πολιτικά, κινείται μέσα από ενιαίες διαδικασίες, μέσα από κοινά καλέσματα, επιτροπές, είτε κατά θέματα είτε κατά χώρους. Στην πράξη δηλαδή της πολιτικής παρέμβασης έχουν ξεπεραστεί οι παρεμβάσεις κατά οργανώσεις. Πάνε οι εποχές που διάφορα μ-λ και ΕΚΚΕ εμφανίζονταν σαν αυτόνομα πολιτικά υποκείμενα. Σήμερα οι διάφορες ΕΔΕ και ΣΑΚΕ αποτελούν περιθωριακά φαινόμενα σε σχέση με το «χώρο», που δρουν πλέον μέσα από κοινά όργανα παρέμβασης. Και μπορούμε να ισχυριστούμε πως από την πλευρά μας παλεύουμε εδώ και δέκα χρόνια για κάτι τέτοιο. Στο παρελθόν ακούγαμε συχνά την άποψη πως είμαστε το «Πρώτων Βοηθειών του κινήματος» γιατί παρεμβαίναμε χωρίς να προβάλλουμε την παρουσία και το πρόσωπο της «ένδοξης» οργάνωσής μας! Πάνε δέκα χρόνια από τότε που, μαζί με άλλους συντρόφους, φτιάξαμε την πρώτη επιτροπή που δεν στηριζόταν σε οργανωτικίστικη βάση, την «Επιτροπή υποστήριξης στην πορτογαλική επανάσταση», και στη συνέχεια με την «Επιτροπή Σερίφη» και άλλες μορφές, προωθήσαμε μια λογική αυτονόμησης του κινήματος από τις θελήσεις της μιας ή άλλης οργάνωσης ή ομαδούλας. Δεν πιστέψαμε ποτέ πως «εμείς θα χτίσουμε τον πόλο». Γι’ αυτό νοούσαμε πάντα την αυτόνομη ύπαρξή μας σαν μια ομάδα παρέμβασης που θέλει να παίξει ένα ρόλο για την προώθηση και τη διαμόρφωση ενός πολιτικού και ιδεολογικού πόλου. Πιστεύουμε, δέκα χρόνια μετά, και για μερικούς από μας ακόμα περισσότερα, πως μια πρώτη φάση έχει ολοκληρωθεί. Αυτός ο πολιτικός και κοινωνικός χώρος δεν μπορεί πια να έχει μια συνολική παρέμβαση σε σχέση με την κοινωνία παρά μόνο σαν σύνολο, παρά μόνο σαν κάτι πέρα από μια ομάδα ή οργάνωση.

Σ’ αυτή την κατεύθυνση βλέπουμε σήμερα πως θα πρέπει να κάνουμε κάποια νέα βήματα-άλματα.

Ομάδες «χώρος» και νέο υποκείμενο.

Ο στόχος που μπαίνει στην περίοδο που έρχεται είναι να περάσουμε από τις «επιτροπές» σε μια μορφή μόνιμης διασύνδεσης ανάμεσά τους, να περάσουμε σε μια «ομοσπονδιακή» φάση διαμόρφωσης τον πολιτικού υποκείμενου. Δεν πιστεύουμε πως κάτι τέτοιο θα γίνει αυτόματα, ή αμέσως. Τόσο οι αντιστάσεις των υπαρκτών ομάδων, που δεν έχουν εγκαταλείψει – συνειδητά ή ασυνείδητα – το όνειρο της μεταβολής τους σε «κέντρο», και που στην πλειοψηφία τους βρίσκονται σαν πολιτική ανάλυση πίσω από τις απαιτήσεις της πραγματικότητας και πίσω από το συνολικό επίπεδο ανάλυσης του ίδιου του «ευρύτερου χώρου», όσο και ο σχετικός ωχαδερφισμός ενός «χώρου» που έχει συνηθίσει για χρόνια να αποτελεί περιθώριο, αποτελούν τα κυριότερα εμπόδια. Πρόκειται για κάτι φαινομενικά παράδοξο: οι οργανώσεις και οι ομαδοποιήσεις που συσπειρώνουν τον πιο δραστήριο κόσμο, βρίσκονται ιδεολογικο-πολιτικά πιο πίσω από τον υπόλοιπο χώρο, ενώ αντίστροφα ο υπόλοιπος χώρος είναι μεν ιδεολογικοπολιτικά πιο δεκτικός στις νέες ιδέες και πιο ριζοσπαστικός, αλλά πολύ πιο δύσκολα περνάει σε πρακτική! Να το πρόβλημα που έχουμε να λύσουμε. Κατ’ αρχήν ας ξεκινήσουμε ερμηνεύοντάς το. Όσοι συσπειρώνονται σε ομαδοποιήσεις που μπαίνουν σε πρακτικές κίνησης είναι πάντα υποχρεωμένοι, για να κινούνται, να έχουν κάποιες σταθερές αναφορές, να διαθέτουν ένα αναλυτικό σύστημα σκέψης και δράσης, που προφανώς το δανείζονται κύρια από το παρελθόν.

Και μια και αυτό το παρελθόν είναι κύρια το παρελθόν της ιστορικής αριστεράς – ενώ το δικό μας παρελθόν σαν κίνημα είναι μικρό – οι αναφορές είναι κύρια αναφορές σ’ εκείνο το παρελθόν. Η δεύτερη αιτία είναι πως η πολιτική πρακτική υποχρεώνει πάντα στη διαμόρφωση κάποιων προτάσεων που να παίρνουν υπόψη τους το επίπεδο και τα προβλήματα του ευρύτερου κόσμου. Όσο λοιπόν δε βρισκόμαστε σε μια επαναστατική κατάσταση εκείνοι που βρίσκονται σε άμεση επαφή με την περιρρέουσα συντηρητική πολιτική ατμόσφαιρα, όπως είναι τα μέλη των πολιτικών ομάδων, τείνουν με τον ένα ή άλλο τρόπο να «βάζουν νερό στο κρασί τους» κι να προσαρμόζονται σε ένα βαθμό στον κυρίαρχο λόγο. Τέλος, αλλά όχι ελάχιστο, είναι και ζήτημα της ταξικής προέλευσης και ψυχοσύνθεσης. Σε ομάδες που για μακρύ χρονικό διάστημα βρίσκονται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, σε ομάδες που προσπαθούν να επιβιώσουν για χρόνια, δύσκολα μπορούν να σταθούν άνθρωποι που έχουν έντονα οικονομικά προβλήματα, τα πιο προλεταριακά και λαϊκά στοιχεία δύσκολα συμμετέχουν σε πολιτικές ομάδες με κάποια διάρκεια σε τέτοιες εποχές. Σ’ αυτές παραμένουν άνθρωποι που έχουν συνήθως κάποιο μίνιμουμ εξασφάλισης, είτε φοιτητές, σπουδαστές και νέοι με «πλάτες», είτε εργαζόμενοι με κάποια εξασφάλιση. Λίγες είναι οι περιπτώσεις που σύντροφοι χωρίς κάποια στοιχειώδη εξασφάλιση αντέχουν την μακρόχρονη και μίζερη ζωή των ομάδων. Και στην περίπτωση που υπάρχουν τέτοιοι σύντροφοι, πρόκειται πολύ συχνά για άτομα με ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση που ενσωματώνουν την έννοια της θυσίας και της θρησκευτικής προσχώρησης σε μια σέκτα. Αρκεί να δούμε τα μέλη των χιλιαστικών οργανώσεων ή μερικών αριστερίστικων ομάδων. Όλα αυτά τα στοιχεία μαζί, παράλληλα με την εγγενή συντηρητικότητα της οργάνωσης, που αποτελεί μια μόνιμη σταθερά, εξηγούν αυτή τη φύση των ομαδοποιήσεων και των οργανώσεων σήμερα.

Από την άλλη πλευρά, ο «χώρος» εκτός των ομαδοποιήσεων συγκεντρώνει τα αντίστοιχα αρνητικά και θετικά. Από τη μια είναι πιο δεκτικός σε νέες ιδέες και απόψεις, ακριβώς γιατί έχει μια δυνατότητα μεγαλύτερης απόστασης από το άμεσο αντικείμενο της πολιτικής πάλης και μπορεί να ξεφεύγει από τον υποκειμενισμό της μικρής ομάδας, ενώ από την άλλη συχνά αποτελεί έναν κόσμο που ταξικά βρίσκεται πιο κοντά στο υποκείμενο της επαναστατικής διαδικασίας. Θα δούμε ότι αυτός είναι ο χώρος όπου συγκεντρώνεται και το μεγαλύτερο ποσοστό ανθρώπων που μελετάνε ενώ ο κόσμος των οργανώσεων περιορίζεται συνήθως σε προκηρύξεις και πολιτικές μπροσούρες. Από την αντίστροφη πλευρά ο εκτός οργανώσεων κόσμος δεν κατορθώνει να μεταβάλει σε πρακτική τα καινούργια ή πρωτοποριακά που προτείνει γιατί αυτά ακόμα δεν έχουν μεταβληθεί σε μια πλατφόρμα πολιτικής πρακτικής που να είναι ταυτόχρονα νέα και αποτελεσματική! Γι’ αυτό συχνά πέφτει στον ωχαδερφισμό.

Να λοιπόν το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε σήμερα, πώς θα ενεργοποιήσουμε τον ευρύτερο χώρο του πολιτικού υποκειμένου στο οποίο απευθυνόμαστε, βάζοντας ταυτόχρονα στη διαδικασία και τις υπαρκτές ομαδοποιήσεις ή τουλάχιστον ένα σημαντικό αριθμό τους. Άλλη λύση δεν υπάρχει. Δεν μπορούμε να κάνουμε ούτε με το ένα σκέλος μόνο ούτε με το άλλο. Και βέβαια μιλάμε για σήμερα, όχι για αύριο ή μεθαύριο. Είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε μαζί όλοι αν θέλουμε να υπάρξει μια οποιαδήποτε απάντηση στο πολιτικό αδιέξοδο. Άρα πρέπει να μπει μπροστά μια διαδικασία ομοσπονδιοποίησης, μια διαδικασία όπου τα διαφορετικά υποκείμενα θα έρθουν σε μια μονιμότερη συνάφεια και θα εμφανιστούν με ένα κοινό πρόσωπο σε κάποια κεντρικά ζητήματα.

Μέτρα όπως η έκδοση κάποιων κοινών εντύπων, κεντρικές πολιτικές παρεμβάσεις παρεμβάσεις, όπως σε εκλογές π.χ. δημιουργία κοινών στεκιών, όχι μόνο στις γειτονιές, αλλά και στο κέντρο, και βέβαια γενίκευση των κοινών επιτροπών σε χώρους δουλειάς και ζωής θα πρέπει να μπουν στην ημερήσια διάταξη.

Μέσα από επαναλαμβανόμενες καμπάνιες, παρεμβάσεις και κεντρικές πολιτικές εμφανίσεις θα τείνει ο χώρος να αποκτήσει μια ομοσπονδιακή μορφή, μια μορφή που θα αποτελεί μια κοινή αναφορά για όλους, μια κοινή αναφορά σε ένα αυτόνομο εναλλακτικό κίνημα, ενώ από την άλλη θα επιτρέπει τη διατήρηση της ιδιαιτερότητας του καθενός, ομάδας ή ατόμου, θεωρητικά και- πολιτικά.

Μέσα στις πολιτικές συγκρούσεις που έρχονται, μια τέτοια μορφή είναι ανάγκη! Διαφορετικά θα χρειαστούμε πολύ περισσότερο χρόνο για να συγκροτήσουμε οτιδήποτε και, αν τα πράγματα εξελιχθούν γρηγορότερα απ’ ό,τι νομίζουμε, πιθανά να μην προλάβουμε καν να αντιδράσουμε. Επομένως το πέρασμα απ’ αυτή τη μορφή είναι ανάγκη σήμερα, ανάγκη αδήριτη.

Ξεπερνώντας κάθε είδους προκαταλήψεις, επισημαίνοντας κάθε φορά αυτό που ενώνει και όχι ό,τι χωρίζει, πρέπει να διαμορφώσουμε ένα πολιτικό κέντρο πρωτοβουλιών και αναφοράς για μια εναλλακτική άποψη, που θα ξεπεράσει σταδιακά τόσο την ακαμψία των ομαδοποιήσεων, όσο και τον ωχαδερφισμό των ανένταχτων, δημιουργώντας όρους για την ανάδειξη ενός νέου υποκειμένου που να ξεπερνάει και τους δύο, ενός υποκειμένου που να συνδυάζει την αγωνιστικότητα του ενός και την ιδεολογική κινητικότητα του άλλου, και που σίγουρα θα διαμορφώσει συντρόφους νέους χωρίς τις «αμαρτίες» των παλιότερων.

Έτσι λοιπόν μια ενοποιητική διαδικασία δε θα πρέπει να την βλέπουμε σαν κάτι που θα ενοποιήσει τις «αμαρτίες» του χώρου, αλλά θα δώσει μια πραγματική βάση για το ξεπέρασμά τους. Το νέο υποκείμενο θα είναι κάτι διαφορετικό από την «ένωση» του παλιού.

Ας προχωρήσουμε σ’ αυτό το δρόμο, δεν έχουμε τίποτε να χάσουμε και υπάρχουν πραγματικές προοπτικές για κάτι άλλο.

Έρχεται η κρίση!

Από το 1973 και μετά ο καπιταλισμός μπήκε σε κρίση. Εκατομμύρια άνεργοι στη Δύση, κρίση και πτώση των ρυθμών ανάπτυξης στην Ανατολή, κρίση στον Τρίτο Κόσμο. Αυτή είναι η πραγματική κρίση που ζούμε. Τα νομίσματα χορεύουν ένα αδιάκοπο βαλς με κέντρο το δολλάριο. Και όμως η μυθολογία της αριστεράς δεν μπορεί να αρκεστεί σ’ αυτή την πραγματική κρίση. Και κάθε χρόνο …ευαγγελίζεται την «κρίση». «Θα έρθει η μεγάλη κρίση». Γιατί βέβαια όταν το 1984 ο ΟΟΣΑ σε κρίση ξεπέρασε το 3% αύξηση και ο «βουλιαγμένος» Τρίτος Κόσμος έφτασε το 4,5%, έ τότε κάτι δεν κολλάει στην εικόνα της κρίσης που έχουν οι οικονομολόγοι και «θεωρητικοί» της αριστεράς! Κρίση, πραγματική κρίση, ήταν εκείνη του ’29, με κραχ, μείωση της παραγωγής στο μισό κλπ. κλπ.

Έτσι και σήμερα όλοι περιμένουν μια κρίση σαν εκείνη, πραγματική, που να την «νοιώθεις». Και όχι μια απλή «ύφεση»! Και κάθε χρόνο εδώ και δώδεκα χρόνια προαναγγέλλεται η αποκάλυψη, για τον επόμενο ή μεθεπόμενο χρόνο, και βέβαια η αποκάλυψη δεν έρχεται! Και μάλλον δεν πρόκειται να έρθει στο επίπεδο της οικονομίας. Οι αστοί οικονομολόγοι αποδείχνονται για άλλη μια φορά πιο κοντά στην πραγματικότητα, όταν προβλέπουν μια σχετικά μεγάλη περίοδο από υφέσεις και ανακάμψεις μικρής διάρκειας. Οι «αριστεροί» αποδείχνονται τυφλοί για μια ακόμα φορά, περιμένοντας την επανάληψη της ιστορίας. Ή ακόμα περισσότερο περιμένοντας μια κρίση περισσότερο «αποκαλυπτική» από εκείνη του ’29. Δεν είχαν καταλάβει ότι το σημερινό σύστημα δεν είναι ο άγριος καπιταλισμός του ’29 αλλά ο σχεδιοποιημένος σοσιαλ-καπιταλισμός, και αυτή η σχεδιοποίηση δεν πραγματοποιείται μόνο σε εθνική κλίμακα αλλά και σε παγκόσμια μέσα από οργανισμούς σαν την Διεθνή τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τον ΟΟΣΑ κ.λπ., η σε υπερεθνική, ΚΟΜΕΚΟΝ, ΕΟΚ, κ.λπ. Έτσι δεν πρόκειται «να έρθει» η μεγάλη κρίση. Η κρίση είναι αυτή που ζούμε. Η κρίση είναι ο θάνατος από την πείνα στην Αφρική, το κατρακύλισμα των χωρών της Λατινικής Αμερικής, η ανεργία στη Δύση, η στασιμότητα στην Ανατολή! Ας μην περιμένουμε πια την μεγάλη οικονομική κρίση, το κραχ, γιατί μάλλον θα απογοητευτούμε. Η κρίση είναι εδώ και σήμερα και η εκδήλωσή της θα είναι πρώτα απ’ όλα πολιτική και κοινωνική. Όλα τα άλλα είναι χιλιαστικές μυθολογίες της αριστεράς, μια ακόμα απ’ αυτές που συνηθίζει.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ