του Βασίλη Στοϊλόπουλου από τη Ρήξη φ. 88
Επέστρεψε άραγε ο περιβόητος «στρατός του Μωάμεθ» στην Ευρώπη, όπως κραύγαζαν πρόσφατα εξαγριωμένοι μουσουλμάνοι διαδηλωτές, απειλώντας με πόλεμο στους δρόμους της Δύσης; Βρισκόμαστε μήπως μπροστά σε έναν ακήρυχτο «ιερό πόλεμο», όπως προτρέπει τους πιστούς του ο Προφήτης; Μάλλον ακόμα όχι, αν δει κανείς και τις μικρές τελικά σε όγκο διαδηλώσεις φανατικών μουσουλμάνων στην Ευρώπη και τη σχετικά γρήγορη εκτόνωση της κατάστασης.
Όμως οι πρόσφατες υστερικές και βίαιες αντιδράσεις μιας μερίδας του ισλαμικού κόσμου, με αφορμή αυτή τη φορά ένα αμφιλεγόμενο φιλμ δεκατεσσάρων λεπτών στο διαδίκτυο για τον «τρυφηλό» προφήτη Μωάμεθ, έκαναν πολλούς να υποστηρίξουν ότι βρισκόμαστε ήδη εν μέσω μιας σύγκρουσης πολιτισμών, όπως το έθεσε πριν σχεδόν μια εικοσαετία ο Χάντιγκτον, στη προσπάθειά του να «νομιμοποιήσει» τη μεταψυχροπολεμική αμερικανική ηγεμονία.
Αναμφίβολα, η ευκολία με την οποία κάθε τόσο γίνεται λόγος για «προσβολή», «βλασφημία», «ρατσισμό» και «χλευασμό» εις βάρος του Μωάμεθ –και κατ’ επέκταση των οπαδών του– δίνει την ευκαιρία, σε όσους βλέπουν κριτικά το Ισλάμ ή ανησυχούν για την ακατάπαυστη μαζική είσοδο μουσουλμάνων στην Ευρώπη και τον «επικείμενο εξισλαμισμό της Δύσης», να θεωρούν ότι η αντιπαράθεση μεταξύ των δύο κοσμοσυστημάτων (Δύσης και Ανατολής) οξύνεται όλο και περισσότερο και ότι μέσα από τη θρησκευτική της διάσταση αναδύεται μια σύγκρουση όχι μόνο σε γεωπολιτικό και γεωοικονομικό επίπεδο, αλλά και σε αξιακό και πολιτισμικό. Το συμπέρασμά τους είναι σαφές: «Ο ισλαμικός κόσμος έμεινε πίσω πολιτικά, οικονομικά και πολιτισμικά. Και επειδή αυτό είναι η πραγματικότητα, θα πρέπει η δυτική νεωτερικότητα να επιστρέψει βιαίως πίσω στο παρελθόν, σε εποχές όπου η θρησκεία ασκούσε απερίσπαστη και υπερήφανα την εξουσία της» (1). Αρκετοί μάλιστα προχωρούν ακόμη παραπέρα, εκτιμώντας ότι «ο σκοπός του ισλαμικού κινήματος αφύπνισης δεν είναι μόνο η «απελευθέρωση» ισλαμικού εδάφους από ξένους εισβολείς, αλλά η παγκόσμια κυριαρχία του Ισλάμ, όπως αυτοί το αντιλαμβάνονται : σαν απολυταρχική, θρησκευτική δικτατορία» (2).
Μπορεί ακόμη να μην έχουμε φτάσει σε τέτοιες καταστάσεις, όμως είναι σαφές ότι με τέτοιου είδους «ασήμαντα» γεγονότα, όπως ένα φιλμάκι ή μια κακόγουστη καρικατούρα, που σίγουρα δεν αντίκεινται στο δυτικό δίκαιο και νομοθεσία, δίνεται η ευκαιρία σε μουσουλμάνους φανατικούς, από τους σαλαφιστές και τους αδελφούς μουσουλμάνους, μέχρι τους σκοταδιστές της Σαουδικής Αραβίας και τους Ιρανούς σιίτες, να αποδεικνύουν πόσο απέχουν ακόμη από τη δυτική τάξη πραγμάτων. Γι’ αυτό και πληθαίνουν οι φωνές που υποστηρίζουν ότι «η πραγματική πρόκληση για τον (μουσουλμανικό) κόσμο δεν είναι ένα χλευαστικό φιλμ, αλλά ο τρόπος ζωής, η επιτυχία και η ελευθερία της Δύσης –σε συνδυασμό με την έλλειψη προοπτικής του ισλαμικού κόσμου» (Νέκλα Κέλεκ), ή που αναγορεύουν το Ισλάμ σε «σέχτα βαρβαρότητας» και προτρέπουν τη Δύση, «αν δεν θέλει να διαλυθεί (αφού πρώτα ματώσει), να επιστρέψει στις χριστιανικές ρίζες και αξίες» (3). Και είναι βέβαιο ότι ανάλογες απόψεις τις ενστερνίζονται εκατομμύρια Ευρωπαίων πολιτών, οι οποίοι απορρίπτουν απόψεις όπως αυτές της Μέρκελ, που θεωρεί ότι το Ισλάμ είναι μέρος της Γερμανίας.
Είναι όμως μόνο η τυφλή βία των μουσουλμάνων και οι «αιτίες» που την προκαλούν, που πρέπει να μας προβληματίζουν; Είναι σαφές ότι μόνο όσοι εθελοτυφλούν αφελέστατα, ή επιδιώκουν οι ίδιοι την αναταραχή και τον πόλεμο για τα δικά τους συμφέροντα, δεν αντιλαμβάνονται ότι ο ισλαμικός κόσμος, ιδιαίτερα της Μέσης Ανατολής, κοχλάζει επικίνδυνα. Οι συντελούμενες μεγάλες ανακατατάξεις σε ισλαμικές χώρες μπορεί να ξεκίνησαν –με αμερικανική υποστήριξη– σαν «Αραβική Άνοιξη», όμως αυτό που παρατηρούμε είναι τα ανατραπέντα αυταρχικά καθεστώτα να κινδυνεύουν να μετατραπούν σε θεοκρατικά και ισλαμοφασιστικά, τα οποία στρέφονται ανοιχτά και βίαια ενάντια σε άλλα δόγματα, εχθρεύονται τη δημοκρατία και αποστρέφονται τον φιλελευθερισμό. Και είναι γνωστό ποιοι ήταν αυτοί που υποστήριζαν τους φανατικούς μουσουλμάνους αναγορεύοντάς τους σε «μαχητές της ελευθερίας» στο Αφγανιστάν, στην Αίγυπτο, στη Λιβύη και τώρα στη Συρία. Είναι γνωστό επίσης ποιοι συνέκριναν την «Αραβική Άνοιξη» με την πτώση του τείχους του Βερολίνου το 1989 και προσπαθούσαν στα δυτικά ΜΜΕ να μας πείσουν ότι επίκειται η «δημοκρατική άνοιξη» στον μουσουλμανικό κόσμο.
Πρόκειται άραγε για ένα ακόμη «λάθος» της αμερικανικής κυβέρνησης, όπως πιστεύουν πολλοί δυτικοί αναλυτές; Μάλλον όχι. Η πολιτική των ΗΠΑ είναι, τις τελευταίες τουλάχιστον δεκαετίες, συνεπής και σταθερή: Δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για έναν διαρκή και αέναο πόλεμο μικρής ή και μεσαίας έντασης, στη βάση μιας ξεκάθαρης στρατηγικής και τακτικής. Κατ’ αρχάς παρέχεται κάθε είδους βοήθεια σε φονταμενταλιστές μουσουλμάνους, με στόχο την ανατροπή αντιδημοκρατικών ή και αυταρχικών (αλλά με κοσμικά χαρακτηριστικά) καθεστώτων, και κατόπιν πόλεμος ενάντια στους επικίνδυνους πλέον φονταμενταλιστές, για την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας και την επιβολή της τάξης.
Μόνο που συνήθως ο πόλεμος αυτός δεν τελειώνει ποτέ, όπως βλέπουμε στο Αφγανιστάν, το Ιράκ και αλλού, ενώ μερικές φορές έχει και «παράπλευρες απώλειες», όπως αυτή του Αμερικανού πρέσβη στη Βεγγάζη.
Σημειώσεις:
1. Φρανκ Μάγιερ, «Ναι, σύγκρουση πολιτισμών!», Blick, 23-9-2012.
2. Ρίχαρντ Χέρτσιγκερ, «Ο Ισλαμισμός επιδιώκει την παγκόσμια κυριαρχία», die Welt, 15-9-2012
3. Φαήλος Κρανιδιώτης, «Σέχτα βαρβαρότητας το Ισλάμ», Κυριακάτικη δημοκρατία, 16-9-2012.