Άρδην τ. 80 Ιούνιος 2010
του Χρήστου Γαλανίδη, Προέδρου της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών
Στο ογκώδες πόνημα του Βλάση Αγτζίδη, 500 περίπου σελίδων, διακρίνει κανείς το μέγεθος και την αξία του ερευνητικού του έργου. Ανακαλύπτοντας το κρυμμένο αρχείο της εφημερίδας στο Σοχούμι, έφερε στο φως τα 270 από τα 310 συνολικά φύλλα που εξέδωσε ο «Κόκινος Καπνάς», μία καθαρά καθεστωτική εφημερίδα με ελληνικό κομμουνιστικό λόγο, την περίοδο 1932-1937.
Ο Βλάσης Αγτζίδης, βαθύς γνώστης των συνθηκών που επικρατούσαν στην περιοχή του Καυκάσου, της Γεωργίας και της Αμπχαζίας, επιμελής αναλυτής των γεγονότων της περιόδου εκείνης, του μεσοπόλεμου, μας δίνει το ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο της έκδοσης του «Κόκινου Καπνά», μιας από τις επτά ελληνικές εφημερίδες που εκδόθηκαν την περίοδο 1921–1938 στη Σοβιετική Ένωση.
Καταγράφει τα τεχνικά και μορφικά χαρακτηριστικά, τα στοιχεία έκδοσης (η στοιχειοθεσία γινόταν με το χέρι, δεν χρησιμοποιούνταν λινοτυπικές ή μονοτυπικές μέθοδοι), την επιλογή και τη διάταξη της ύλης. Περιγράφει τις σχέσεις της εφημερίδας με τις κοινότητες των Ελλήνων και των άλλων εντύπων και ιδιαίτερα του Ριζοσπάστη, στην Ελλάδα. Μας παρέχει στοιχεία για την κρατούσα ιδεολογία, τον μπολσεβικισμό, την εφαρμοσμένη κομμουνιστική κοσμοθεωρία που ξεκίνησε με τις ιδέες του Μαρξ και του Λένιν και συνεχίστηκε με τις θεωρητικές απόψεις του Στάλιν και ερμηνεύει τα ιστορικά γεγονότα και τη ζωή των σοβιετικών πολιτών μετά την επικράτηση της Οκτωβριανής Επανάστασης.
Ασχολείται εκτενώς με τις εχθρικές ιδεολογίες όπως τις επιγράφει, δηλ. τους μενσεβίκους και την ανατροπή τους, που σήμανε την απαρχή της ειρηνικής συμβίωσης των εθνών, τον Τρότσκι και τον τροτσκισμό που, σύμφωνα με τον «Κόκινο Καπνά», ήταν ο μεγαλύτερος εχθρός του σοβιετικού μοντέλου, την Εκκλησία, τον χριστιανισμό, το ισλάμ και το θρησκευτικό φρόνημα.
Αξίζει να αναφερθεί ότι το ποσοστό αναφορών της εφημερίδας σε θρησκευτικά θέματα τα έτη 1933 και 1934 έφθανε το 30% του συνόλου των αναφορών. Για την εφημερίδα η αντιθρησκευτική στάση ήταν αυτονόητη. Στις δύο διαμετρικά αντίθετες άκρες του φάσματος βρισκόταν ο κομμουνισμός και η θρησκεία. Όσο για τον ναζισμό και τον φασισμό, κατά τον «Κόκινο Καπνά» εκφράζανε τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου.
Μας περιγράφει την κοινωνική δομή του νέου καθεστώτος, τους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς και τον κομματικό Τύπο, ιδιαίτερη αναφορά γίνεται για τις γυναίκες, ο «Κόκινος Καπνάς» παρουσίαζε το γυναικείο ζήτημα προσπαθώντας να αποδείξει ότι η ανάπτυξη της γυναίκας μπορεί να γίνει μόνο σε συνθήκες σοσιαλισμού και κομμουνισμού. Γίνεται εκτενής αναφορά στον ρόλο της νεολαίας, των Κομσομόλων και Πιονέρων, ως και των στρατιωτικών οργανώσεων.
Την εφημερίδα απασχολούν, οι νέες οικονομικές δομές, η προώθηση του σταλινικού μοντέλου, προβάλλει την κολεκτιβοποίηση που, κατά τον «Κόκινο Καπνά», άλλαξε την όψη των χωριών. Η εφημερίδα αναφέρεται στα προβλήματα που εμφάνισαν οι νέοι θεσμοί από την έναρξη λειτουργίας των, τα οποία οφείλονταν σε καταχρήσεις και σε μεροληπτική εξυπηρέτηση, δημοσίευε πλήθος παραπόνων τα οποία σχετίζονταν με την ανεπάρκεια της διοίκησης, το χαμηλό πολιτικό επίπεδο και την οικογενειοκρατία. Και αναφέρεται συχνά στα προβλήματα που αντιμετώπιζαν τα κολχόζ από τις απουσίες, τις αργοπορίες, την έλλειψη πειθαρχίας, την ανευθυνότητα και την τεμπελιά των κολχόζνικων.
Ιδιαίτερο κεφάλαιο της εξονυχιστικής έρευνας, καταγραφής και παρουσίασης του Βλάση Αγτζίδη αποτελεί ο πολιτισμός. Οι μορφές πολιτισμού που απασχολούσαν την εφημερίδα ήταν κυρίως το θέατρο, η λογοτεχνία, η ποίηση και η εκπαίδευση. Υπήρχαν λίγες αναφορές και στον κινηματογράφο. Για τον «Κόκινο Καπνά» ο πολιτισμός έπαιρνε νέο περιεχόμενο εφόσον γινόταν σοσιαλιστικός, οι διάφορες μορφές τέχνης, καθώς και η εκπαίδευση, έπρεπε να εξυπηρετούν άμεσα το σοβιετικό κράτος, να έχουν διαπαιδαγωγικό χαρακτήρα. Εγώ, πέρα απ’ αυτά, θα ήθελα να σταθώ ιδιαίτερα και αναλυτικότερα σαν Έλληνας ποντιακής καταγωγής στην παρουσία του ποντιακού ελληνισμού στον χώρο αυτό, στη σχέση της εφημερίδας με τον εκεί ελληνισμό και στο γλωσσικό ιδίωμα που χρησιμοποιούσε ο «Κόκινος Καπνάς».
Η παρουσία των Ελλήνων στον Καύκασο και Αντικαύκασο χρονολογείται από τους μυθικούς και ιστορικούς χρόνους. Από την εποχή του Βυζαντίου, επί αυτοκράτορος Ηρακλείου (610-640 μ.Χ.) έως το 1918 έχουν καταγραφεί επτά περίοδοι μετοικεσίας από τον Πόντο προς τη Γεωργία, Νότια Ρωσία και Ουκρανία. Η πιο πολυάριθμη ήταν αυτή του 1877, μετά το ρωσοτουρκικό πόλεμο, μέσα σε 7 χρόνια 100.000 Πόντιοι από Χαλδία –Κολωνία, Νεοκαισάρεια και Αμάσεια εγκαταστάθηκαν στο Καρς, στην Τσάλκα, στο Σοχούμι, στο Βατούμι, στο Κουπάν κ.α. Μεγάλη μετακίνηση πληθυσμού είχαμε και το 1918 μετά την αποχώρηση των τσαρικών στρατευμάτων από τον Ανατολικό Πόντο, από τον φόβο αντιποίνων των Τούρκων εις βάρος των Ελλήνων του Πόντου
Ο ακριβής αριθμός των εκ Πόντου Ελλήνων στη Ρωσία δεν μπορεί να προσδιορισθεί με ακρίβεια. Κατά τον αρχιμανδρίτη Πανάρετο Τοπαλίδη εκτιμάται ότι το 1914 έφθανε τους 650.000, ενώ το 1925 οι σοβιετικοί δήλωναν ότι στο έδαφος της Ε.Σ.Σ.Δ. κατοικούσαν περίπου 300.000 Έλληνες και αποτελούσαν μία από τις 160 εθνότητες της Σοβιετικής Ένωσης. Τις περιοχές όπου κατοικούσαν οι Έλληνες, ο «Κόκινος Καπνάς», τις ανέφερε ως «ελληνικές» ή «ρωμαίικες περιοχές» καθώς και ως «ελληνικά» ή «ρωμαίικα» χωριά. Τέτοιες περιοχές με σχετικά συμπαγή ομάδα πληθυσμού ήταν η Μαριούπολη στην Ουκρανία, το Κρασνοντάρ, η Σταυρούπολη, το Γελεντζίκ κ.ά. στη Ρωσία, το Σοχούμι στην Αμπχαζία, το Βατούμι στην Ατζαρία και η Τσάλκα στη Γεωργία. Η πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμού που κατοικούσε στη Σοβιετική Ένωση την περίοδο αυτή ήταν οι πρόσφυγες από τον Πόντο. Η εφημερίδα ανέφερε ότι η νοοτροπία που τους διακατείχε στηριζόταν σε δυο στοιχεία, στην αίσθηση της προσωρινότητας λόγω της επικείμενης καθόδου τους στην Ελλάδα και στην πίστη περί της μητέρας–πατρίδας. Ιδεολογικά εκυριαρχείτο από τις θρησκευτικές και πατριωτικές τους προκαταλήψεις, οι οποίες έφερναν εμπόδιο στη σοσιαλιστική ανάπτυξη. Η εφημερίδα πρόβαλλε την προσπάθεια του κράτους για την πολιτιστική ανάπτυξη των Ελλήνων. Εξαιτίας του κρατικού ενδιαφέροντος δημιουργήθηκαν τρία ελληνικά κρατικά θέατρα, στη Μαριούπολη, στο Σοχούμι και στο Βατούμι. Για τους Έλληνες υπήρχε και ραδιοφωνική εκπομπή στο κρατικό ραδιόφωνο της Οδησσού στη δημοτική γλώσσα, τρεις φορές την εβδομάδα, κάθε Τετάρτη, Σάββατο και Κυριακή.
Ένα πολύ σημαντικό κριτήριο για την αποδοχή του «Κόκινου Καπνά» από τους ελληνικούς πληθυσμούς ήταν ότι γραφόταν στην ελληνική γλώσσα και εθεωρείτο ελληνική εφημερίδα που ήταν περισσότερο γνωστή στα ελληνικά σχολεία και ακολουθούσαν τα κολχόζ. Οι πιστοί αναγνώστες και συνεργάτες φρόντιζαν για την ανάδειξή του σε κύρια πηγή άντλησης πληροφοριών για τους Έλληνες. Αποκορύφωμα αυτής της προσπάθειας ήταν η καθιέρωση της δημόσιας ανάγνωσης της εφημερίδας σε ομάδες χωρικών και κολχόζνικων.
Η σύνταξη του «Κόκινου Καπνά» είχε υιοθετήσει εξ αρχής τη δημοτική γλώσσα. Ήταν η μόνη ελληνική εφημερίδα της Σοβιετικής Ένωσης η οποία χρησιμοποιούσε τη δημοτική χωρίς καμία παρέκκλιση. Πολύ πιθανόν η γραμμή της εφημερίδας να επηρεαζόταν από το κλίμα που επικρατούσε στις ελληνικές κομματικές οργανώσεις του Σοχούμι, οι οποίες, σε αντίθεση με τις αντίστοιχες οργανώσεις του Κρασνοντάρ, είχαν ταχθεί εναντίον όσων προσπαθούσαν να αντικαταστήσουν τη δημοτική γλώσσα με την ποντιακή. Υπήρχαν όμως κατά καιρούς άρθρα, ανταποκρίσεις και ποιήματα στην ποντιακή, αλλά ουδέποτε το ποσοστό αυτό ξεπερνούσε το 4% του συνόλου των αποδελτιωμένων πληροφοριών.
Ο «Κόκινος Καπνάς» ήταν μια εφημερίδα που απευθυνόταν στους Έλληνες της Σοβιετικής Ένωσης και ειδικότερα τους Έλληνες του Καυκάσου. Κατά συνέπεια η ύλη ήταν αφιερωμένη σχεδόν εξ ολοκλήρου σε θέματα που σχετίζονταν με τη ζωή, την έκφραση και τις ανησυχίες του εκεί ελληνικού πληθυσμού, που χαρακτηριζόταν από τη μεγάλη διασπορά στον χώρο της Ε.Σ.Σ.Δ. Υποστήριζε επίσης τους Έλληνες, όταν γίνονταν θύματα διακρίσεων εξ αιτίας της εθνικής τους καταγωγής. Τα εκπαιδευτικά ζητήματα απασχολούσαν έντονα την εφημερίδα με αποτέλεσμα να διαθέτει αρκετό χώρο στις σελίδες της για την παρουσίαση των λειτουργιών και των προβλημάτων. Η ανάπτυξη του δικτύου των ελληνικών σχολείων και της κομμουνιστικής εκπαίδευσης είχαν προτεραιότητα στις επιλογές του «Κόκινου Καπνά». Στο χώρο του Καυκάσου η μεγαλύτερη ελληνική Παιδαγωγική Ακαδημία έδρευε στο Σοχούμι. Η άλλη μεγάλη Ακαδημία έδρευε στη Μαριούπολη. Οι Ακαδημίες πρόσφεραν στους φοιτητές τους στέγη και τροφή. Οι φοιτητές με την σειρά τους ήταν υποχρεωμένοι, εκτός από την καλή συμπεριφορά και απόδοση στα μαθήματα να καλλιεργούν τα χωράφια, ώστε να εξασφαλίζεται ένα μέρος της διατροφής τους.
Ας δούμε τώρα πώς αντιμετώπιζε τον Πόντο ο «Κόκινος Καπνάς». Λίγες είναι οι αναφορές της εφημερίδας για τον γεωγραφικό χώρο του Πόντου. Παρ’ όλο που ανέφερε τους Ποντίους ως μία από τις ομάδες που συγκροτούσαν την ελληνική εθνότητα της Σοβιετικής Ένωσης, εντούτοις έδινε λίγα στοιχεία για τον τόπο προέλευσής τους. Σύμφωνα με τον «Κόκινο Καπνά», ο τόπος προέλευσης των Ποντίων ήταν η Τουρκία. Υπήρχαν όμως περιπτώσεις άρθρων που αναγραφόταν το όνομα του Πόντου. Η παρουσίαση της Τουρκίας από τον «Κόκινο Καπνά» δεν ξέφευγε από τη γενική φιλοτουρκική αντιμετώπιση που υπήρχε στη Σοβιετική Ένωση. Η φιλία της Σοβιετικής Ένωσης με την Τουρκία σφυρηλατήθηκε μέσα στα δύσκολα και για τις δύο χώρες χρόνια και γι’ αυτό παρέμενε ζωντανή και ισχυρή. Γενικά για την εφημερίδα η Τουρκία ήταν πάντα φιλική χώρα. Δεν υπήρχε καμία αναφορά στην καπιταλιστική φύση του τούρκικου καθεστώτος εκτός από την ταξική ανάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας που στόχο είχε να αναδείξει τα προβλήματα και την καταπίεση που βίωναν οι Έλληνες στον Πόντο, ο οποίος ήταν όμως αναμφισβήτητα τμήμα της τουρκικής επικράτειας κατά την εφημερίδα.
Η σημαντική αυτή ερευνητική δουλειά έρχεται να προστεθεί στις εργασίες συλλογής πληροφοριών και καταγραφής μαρτυριών από πρόσφυγες πρώτης γενιάς που πραγματοποίησαν ο Χρήστος Σαμουηλίδης για το «Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών», ο Σίμος Λιανίδης για την «Επιτροπή Ποντιακών Μελετών» από Έλληνες πρόσφυγες καταγόμενους από τις διάφορες περιοχές του Πόντου. Στο «Αρχείο Πόντου» της Ε.Π.Μ. έχει δημοσιευθεί επίσης η πολύ ενδιαφέρουσα εργασία του Απόστολου Καρπόζηλου και της Μάρθας Καρπόζηλου για την εφημερίδα «Κολεκτιβιστίς» της εκδοτικής ομάδας «Εκδοτικό κομμουνιστίς» στο Ροστόβ του Δον, η οποία επεδίωκε να καθιερώσει την ποντιακή διάλεκτο ως ενιαία γλώσσα της ελληνικής μειονότητας στη Σοβιετική Ένωση. Η δημοσιευθείσα το 1999 στο 20ο παράρτημα «Αρχείον Πόντου» γλωσσοσυλλεκτική εργασία για τη μαριουπολίτικη διάλεκτο που επιμελήθηκαν και παρουσίασαν οι καθηγητές γλωσσολογίας του Α.Π.Θ.Δ. Τομπαϊδης και Χ. Συμεωνίδης, όπως επίσης και το δικό του έργο, αποτελούν πρόσκληση και πρόκληση για την Ε.Π.Μ. να συνεχίσει την έρευνα και την καταγραφή μαρτυριών για τους Έλληνες που παραμένουν ακόμη στις χώρες της τέως Σοβιετικής Ένωσης και σ’ όλους αυτούς που έχουν έλθει στην Ελλάδα από το 1937 έως σήμερα. Όποιος λοιπόν διαβάσει προσεκτικά το βιβλίο του, «Κόκινος Καπνάς», που αποτελεί τη διδακτορική του διατριβή, θα συμφωνήσει απόλυτα με την πανεπιστημιακή επιτροπή που την έκρινε παμψηφεί με άριστα.