του Γκυγιώμ Ντυβάλ από το Άρδην τ. 79 (Απρίλιος 2010)
Οι πρόσφατες διαμάχες ανάμεσα σε Παρίσι και Βερολίνο αποκαλύπτουν τη διαφωνία σχετικά με την οικονομική πολιτική που πρέπει να ακολουθηθεί στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρά τις κριτικές και έναν μέτριο απολογισμό, η Γερμανία δεν δείχνει έτοιμη να αμφισβητήσει το δικό της μοντέλο ανάπτυξης, που στηρίζεται στις εξαγωγές και τη συμπίεση των μισθών.
Η Αγγέλα Μέρκελ δεν εξετίμησε τις πρόσφατες κριτικές της Κριστίν Λαγκάρντ και του Προέδρου του Δ.Ν.Τ., Ντομινίκ Στρως-Καν, σύμφωνα με τους οποίους η γερμανική οικονομική πολιτική στηρίζεται υπερβολικά στις εξαγωγές και τη συμπίεση του κόστους των μισθών. Σε απάντηση, η Καγκελάριος υποστήριξε, στις 17 Μαρτίου, πως η γερμανική βιομηχανία δεν σκοπεύει να εγκαταλείψει τα πλεονεκτήματά της «υπό το πρόσχημα ότι τα προϊόντα μας έχουν ίσως μεγαλύτερη ζήτηση από τα προϊόντα άλλων χωρών». Αυτή η συζήτηση χρονολογείται από καιρό: ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, η Γερμανία, προκειμένου να δώσει νέα ώθηση στην ανάπτυξή της, έριξε το βάρος στις εξαγωγές, επί ζημία της εσωτερικής ζήτησης. Προφανώς, οι Γερμανοί ηγέτες δεν σκοπεύουν να αμφισβητήσουν αυτή τη στρατηγική, παρά τις πολλές αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητά της.
Παρότι η οικονομική δραστηριότητα έπαψε να υποχωρεί στα τέλη του 2009, η Γερμανία παραμένει ιδιαίτερα ταλαιπωρημένη από την κρίση. Και, παρόλο που η χώρα δεν επιδόθηκε στις απολαύσεις της κερδοσκοπίας των ακινήτων ή του υπερδανεισμού, εντούτοις η γερμανική οικονομία δέχτηκε ισχυρό χτύπημα από τη κατάρρευση του παγκόσμιου εμπορίου. Θα πρέπει να πούμε πως, εδώ και μια δεκαετία περίπου, οι διαδοχικές κυβερνήσεις, τόσο της δεξιάς όσο και της αριστεράς, έριχναν το βάρος αποκλειστικά στις εξαγωγές για να ζωντανέψουν την οικονομία, θυσιάζοντας την εσωτερική ζήτηση. Πράγμα που συνέβαλε αποφασιστικά στη στασιμότητα της ευρωζώνης και στις αυξανόμενες δυσκολίες της ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης. Άραγε, η σημερινή συζήτηση θα ωθήσει τη Γερμανία σε έναν δρόμο πιο ισορροπημένης ανάπτυξης; Τίποτα δεν προμηνύει κάτι τέτοιο για την ώρα.
Με μία πτώση του ΑΕΠ της, της τάξης του 6%, το 2009, η Γερμανία υπέστη μια ύφεση χωρίς προηγούμενο, για πρώτη φορά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτή η υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας υπήρξε διπλάσια από ό,τι στις ΗΠΑ και πολύ μεγαλύτερη από ό,τι στο Ηνωμένο Βασίλειο ή την Ισπανία, χώρες που είχαν μιμηθεί τους Αμερικανούς στην κερδοσκοπία στα ακίνητα και τον υπερδανεισμό. Και αυτό όταν οι τιμές των ακινήτων στη Γερμανία υποχωρούν εδώ και δέκα χρόνια, όπως και ο δανεισμός των νοικοκυριών, αναλογικά με το εισόδημά τους. Το μέγεθος της πρόσφατης ύφεσης εξηγείται από την πτώση κατά 20% των εξαγωγών, οι οποίες αποτελούν το 47% του γερμανικού ΑΕΠ (έναντι 27% της Γαλλίας). Από μόνη της, η εξέλιξη του εξωτερικού εμπορίου προκάλεσε μια πτώση κατά 4% του γερμανικού ΑΕΠ, το 2009, επίπεδο μοναδικό ανάμεσα στις μεγάλες αναπτυγμένες χώρες.
Συμπίεση των μισθών
Μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, το 1989, και την επανένωση της χώρας, η Γερμανία, για μια δεκαετία περίπου, επικεντρώθηκε στον εαυτό της: οι εξαγωγές της είχαν τελματώσει και, μάλιστα, είχε φτάσει να εισάγει περισσότερα απ’ όσα εξήγε. Με την άνοδο στην εξουσία του σοσιαλ-δημοκράτη Γκέρχαρντ Σρέντερ, το 1998, η γερμανική οικονομία έκανε τη στροφή που την οδηγεί, σήμερα, σε μια εξίσου σοβαρή κρίση.
Ο Σρέντερ ήταν πεισμένος πως έπρεπε να έρθει σε ρήξη με τις παραδοσιακές πολιτικές της σοσιαλδημοκρατίας και πως οι δυσκολίες στις οποίες προσέκρουε η γερμανική οικονομία οφείλονταν πρωτίστως σε ένα υπερβολικά υψηλό κόστος εργασίας και στα ιδιαιτέρως γενναιόδωρα κοινωνικά συστήματα. Μια πεποίθηση ευρέως διαδεδομένη στη Γερμανία. Θα ακολουθήσει, λοιπόν, μια πολιτική που κανένας ηγέτης της δεξιάς δεν θα είχε τολμήσει να εφαρμόσει. Σε συνεργασία με την εργοδοσία, θα ασκήσει μια έντονη πίεση στα συνδικάτα ώστε να περιορίσει τις αυξήσεις μισθών. Θα ευνοήσει σε μεγάλη κλίμακα την ανάπτυξη των «μικρο-απασχολήσεων», προκαλώντας την εμφάνιση των φτωχών εργαζομένων, σε μια χώρα που μέχρι τώρα αγνοούσε τέτοια φαινόμενα. Θα αμφισβητήσει, επίσης, σε βάθος την κοινωνική προστασία, ιδιαίτερα με τη λεγόμενη μεταρρύθμιση Hartz IV, επαναφέροντας, τo 2005, το δικαίωμα του επιδόματος ανεργίας από τους 32 μήνες στους 12. Παρά την ισχυρή κριτική που έχει δεχτεί, αυτή η μεταρρύθμιση παραμένει σε ισχύ.
Η ίδια πολιτική ακολουθήθηκε, αν και με λιγότερη βιαιότητα, μετά το 2005, από τη μεγάλη συμμαχία χριστιανο-δημοκρατών και σοσιαλ-δημοκρατών, υπό την ηγεσία της Αγγέλα Μέρκελ. Συγκεκριμένα, η κυβέρνησή της αύξησε τον ΦΠΑ κατά 3 μονάδες, στις αρχές του 2007, πράγμα που ισοδυναμεί με χτύπημα της κατανάλωσης και των εισαγωγών, υποστηρίζοντας ταυτόχρονα τις εξαγωγές μέσω της παράλληλης μείωσης των κοινωνικών εισφορών. Έτσι το όριο ηλικίας για συνταξιοδότηση πέρασε, το 2007, από την ηλικία των 65 στην ηλικία των 67 χρόνων, με πρωτοβουλία του ηγέτη των σοσιαλδημοκρατών υπουργών, Φραντς Μύντεφερινγκ.
Ενίσχυση των εξαγωγών
Αυτή η πολιτική μεταφράστηκε σε αυτό που ο Ζακ Λε Κασέ, διευθυντής του τμήματος σπουδών του OFCE (Κέντρο Οικονομικών Ερευνών της σχολής Πολιτικών Επιστημών), χαρακτήρισε σαν «γερμανικό πάγωμα μισθών». Μεταξύ 1998 και 2008, το μισθολογικό κόστος ανά μονάδα αυξήθηκε μόνο κατά 4,4% στη Γερμανία, έναντι 19% κατά μέσον όρο, στη ζώνη του Ευρώ, και έναντι 28% στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το μερίδιο των μισθών στην προστιθέμενη αξία , που το 2000 ανερχόταν στο 66,3% (66,2% στη Γαλλία), βυθίστηκε στο 62,2% το 2007 (65,4% στη Γαλλία), αποκαλύπτοντας αυξήσεις μισθών κατά πολύ μικρότερες από την αύξηση της παραγωγικότητας.
Αυτή η τεράστια πίεση που ασκήθηκε για μια ολόκληρη δεκαετία πάνω στους μισθούς δεν είχε όμοια της στην Ευρώπη, εκτός από τη μικρή Αυστρία. Η πολιτική που προώθησε ο Γκέρχαρντ Σρέντερ δεν είχε καμία σχέση ιδιαίτερα με εκείνη που ακολούθησε στο Ηνωμένο Βασίλειο ο Τόνι Μπλερ, έστω και αν τα λόγια ήταν παρόμοια. Οι Άγγλοι Εργατικοί αντιμετώπισαν πολύ ευνοϊκά τον κόσμο του χρηματιστικού κεφαλαίου, αλλά εισήγαγαν και τον θεσμό του κατώτερου μισθού, αύξησαν βολονταριστικά τις δημόσιες δαπάνες και την απασχόληση στον δημόσιο τομέα, ενώ ακολούθησαν ένα σύστημα φορολογίας περισσότερο αναδιανεμητικό… Τίποτε παρόμοιο στη Γερμανία, που παραμένει, για παράδειγμα, μία από τις τελευταίες ευρωπαϊκές χώρες χωρίς θεσμό κατώτερου μισθού. Γι’ αυτό και είναι μεγάλος ο αριθμός των εργαζόμενων με αμοιβή μικρότερη από 5 ευρώ την ώρα1, ιδιαίτερα στον τομέα των υπηρεσιών.
Αυτή η πολιτική νάρκωσε πλήρως την εσωτερική ζήτηση στη Γερμανία: το 1995, αυτή ήταν υψηλότερη, σε σύγκριση με τη γαλλική, κατά 730 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά 56%. Το 2008, η διαφορά αυτή έπεφτε στο 17%, τη στιγμή που η Γερμανία αριθμεί 28% περισσότερους κατοίκους από τη Γαλλία! Σε αντιστάθμισμα, η συμπίεση του εργατικού κόστους αύξησε την ανταγωνιστικότητα των γερμανικών προϊόντων. Μια ανταγωνιστικότητα που ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο από τη μεταφορά μεγάλου αριθμού παραγωγικών δραστηριοτήτων και υπεργολαβιών προς τις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, όπου επένδυσαν μαζικά οι Γερμανοί βιομήχανοι. Πράγμα που συνέβαλε στο να συγκρατηθούν οι τιμές πώλησης, χάρη στη μείωση του κόστους των εξαρτημάτων και των επιμέρους συστατικών των τελικών προϊόντων. Παράλληλα, η παραδοσιακή εξειδίκευσή τους σε είδη βιομηχανικού εξοπλισμού επέτρεψε στους Γερμανούς βιομηχάνους να εκμεταλλευθούν την επενδυτική έκρηξη που παρατηρήθηκε στις χώρες του Νότου, στις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Έτσι οι εξαγωγές εκτινάχθηκαν, περνώντας από το 24% του ΑΕΠ, στα 1995, στο 47%, το 2008. Παράλληλα, εκτινάχθηκαν και οι εισαγωγές, εξ αιτίας επιχειρήσεων που μεταφέρθηκαν στις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, αλλά σε μικρότερο ποσοστό, δεδομένης της ισχνής εσωτερικής ζήτησης. Αποτέλεσμα αυτού υπήρξε η έκρηξη των εξωτερικών πλεονασμάτων, που πέρασαν από το 0 το 2001 στα 184 δισεκατομμύρια ευρώ το 2007, δηλαδή στο 7,6% του ΑΕΠ. Και αυτό επετεύχθη εις βάρος κυρίως των Ευρωπαίων γειτόνων: το θετικό ισοζύγιο των εμπορικών ανταλλαγών με την υπόλοιπη Ε.Ε. αντιπροσώπευε, μόνο του, το 5,2% του γερμανικού ΑΕΠ, το 2007…
Ένας αμφιλεγόμενος
απολογισμός
Αυτά τα πλεονάσματα ερμηνεύονται, στη Γερμανία όπως και αλλού, ως η απόδειξη της επιτυχίας των μεταρρυθμίσεων που εγκαινίασε ο Γκέρχαρντ Σρέντερ. Και ναι μεν δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ο δυναμισμός των Γερμανών εξαγωγέων, ωστόσο ο απολογισμός είναι πολύ λιγότερο θετικός απ’ όσο φαίνεται: όπως τονίζει ο Αμερικανός νομπελίστας, Πωλ Κρούγκμαν, στην πραγματικότητα τα εξωτερικά πλεονάσματα είναι ένας πολύ κακός δείκτης ανταγωνιστικότητας. Κατ’ αρχάς, αυτές οι επιτυχίες στις εξαγωγές δεν εμπόδισαν τη σιδερένια λιτότητα, που επιβλήθηκε στο εσωτερικό, να προκαλέσει μια σημαντική σχετική εκπτώχευση των Γερμανών: το 1995, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ των γειτόνων μας ανερχόταν, κατά μέσον όρο, σε 23.600 ευρώ, όταν στη Γαλλία δεν έφτανε παρά τα 20.200 ευρώ, δηλ. 17% λιγότερο. Το 2009, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ενός Γάλλου θα φτάσει τα 29.900 ευρώ, ανώτερο δηλαδή από τα 29.100 ευρώ του μέσου Γερμανού.
Επί πλέον, οι ανισότητες εκτινάχθηκαν στα ύψη: το 2000, το 20% των πλουσιότερων Γερμανών κέρδιζε 3,5 φορές περισσότερο από το 20% των φτωχότερων· το 2007, αυτή η σχέση είχε φτάσει στο 5, σύμφωνα με τα στοιχεία της Γιούροστατ. Πολύ μεγαλύτερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και πολύ πιο κοντά στο 5,5 του Ηνωμένου Βασιλείου ή της Ιταλίας. Ενώ το ποσοστό των φτωχών, και μετά τις κοινωνικές παροχές, από το 10% το 2000, εκτινασσόταν στο 15% το 2007 (στη Γαλλία ανέρχεται στο 13%).
Και πάνω απ’ όλα, τίποτε δεν δείχνει ότι η χώρα είναι καλύτερα προετοιμασμένη για να αντιμετωπίσει το μέλλον. Ο πληθυσμός της μειώνεται και γερνάει ταχύτερα από άλλες χώρες: το ποσοστό 13,7%, στις ηλικίες 0-14 ετών (18,5% στη Γαλλία), μόνο στη Βουλγαρία θα το βρούμε μικρότερο από τις 27 χώρες της Ε.Ε. Η επιμονή της να μην αυξάνει τις δημόσιες δαπάνες εξακολουθεί να εμποδίζει τη Γερμανία να αποκτήσει δομές που να επιτρέπουν στις γυναίκες να συνδυάσουν την επαγγελματική με την οικογενειακή ζωή. Ενώ, παράλληλα, η στασιμότητα της εσωτερικής ζήτησης ανακόπτει τα μεταναστευτικά ρεύματα που θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν τη χαμηλή γεννητικότητα, όπως έγινε στην Ισπανία.
Στις μελέτες PISA του ΟΟΣΑ, τα αποτελέσματα του γερμανικού σχολικού συστήματος αποκαλύπτονται επίσης μέτρια: ιδιαίτερα άνισο, το σχολικό σύστημα εκπαιδεύει άσχημα τους μαθητές των λαϊκών στρωμάτων, που συχνά προέρχονται από μετανάστες. Ακόμα χειρότερα, οι νεαροί Γερμανοί αποστρέφονται όλο και περισσότερο τα τεχνικά και επιστημονικά επαγγέλματα, που αποτελούσαν μέχρι τώρα τη δύναμη της γερμανικής βιομηχανίας. Τέλος, οι συλλογικές υποδομές υποβαθμίζονται εξ αιτίας της παρατεταμένης λιτότητας, ιδιαίτερα στο πεδίο των τοπικών θεσμών. Με 1,5% του ΑΕΠ να κατευθύνεται στις δημόσιες επενδύσεις, το 2008 (2,7% ο μέσος όρος στην Ε.Ε. και 3,5% στις ΗΠΑ), η Γερμανία αποτελούσε, με εξαίρεση την Αυστρία, τη χώρα της Ευρώπης των 27 που δαπάνησε τα λιγότερα χρήματα για τις υποδομές της. Και αυτό διαρκεί ήδη δέκα χρόνια…
Η πορεία δεν αλλάζει
Μήπως, όμως, από τη στιγμή που αποκαλύπτεται πόσο εύθραυστη είναι μια οικονομία που βασίζεται αποκλειστικά στις εξαγωγές, η πρόσφατη κρίση οδηγήσει τη Γερμανία να αναζωογονήσει την εσωτερική ζήτηση, όπως δείχνουν να ελπίζουν οι επικριτές της; Τίποτα τέτοιο δεν φαίνεται για την ώρα. Είναι ενδεικτικός ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίστηκε την κρίση η Γερμανία. Αρχικώς, η Αγγέλα Μέρκελ και η κυβέρνησή της είχαν υποτιμήσει το εύρος της κρίσης και θεώρησαν πως η Γερμανία θα μπορούσε να την περάσει αβρόχοις ποσί. Αυτό μεταφράστηκε σε μια βίαιη άρνηση να δεχτεί κάθε ευρωπαϊκό σχέδιο διάσωσης των τραπεζών, στις αρχές του Οκτωβρίου 2008. Αυτό, βέβαια, πριν η καγκελάριος ανακαλύψει ότι οι γερμανικές τράπεζες βρίσκονταν τελικά σε πολύ χειρότερη θέση από ό, τι φανταζόταν, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να υποχρεωθεί, όπως και όλες οι άλλες, να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη.
Και ξανά τα ίδια, λίγες εβδομάδες αργότερα: «δεν τίθεται ζήτημα για συντονισμένο σχέδιο ανάκαμψης του προϋπολογισμού, άλλωστε η γερμανική οικονομία δεν το χρειάζεται». Αργότερα όμως, η κυβέρνηση θα αποφασίσει, στις αρχές του 2009, να δεχτεί ένα σχέδιο ανάκαμψης, κάτω από την πίεση των άσχημων νέων που συσσωρεύονταν, ιδιαίτερα στη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία, η οποία προσβλήθηκε περισσότερο από άλλες, ιδιαίτερα εξ αιτίας της επικέντρωσής της στην παραγωγή ακριβών αυτοκινήτων. Τελικά, με 50 δισεκατομμύρια ευρώ, αυτό το σχέδιο ανάκαμψης ήταν διπλάσιο σε μέγεθος από εκείνο που τέθηκε σ’ εφαρμογή στη Γαλλία. Ωστόσο, βρίσκεται ακόμα μακριά από τα επίπεδα που θα δικαιολογούσε το εύρος της ύφεσης στη Γερμανία: το σχέδιο Ομπάμα, των 787 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τις ΗΠΑ, ισοδυναμεί με 175 δισεκατομμύρια ευρώ στην κλίμακα της Γερμανίας, ποσό τριπλάσιο από αυτό που χορήγησε η Αγγέλα Μέρκελ. Δεν είναι ν’ απορεί, λοιπόν, κανείς γιατί η ύφεση υπήρξε λιγότερο έντονη στις ΗΠΑ σε σύγκριση με τη Γερμανία…
Επί πλέον, η κίνηση αυτή αντισταθμίστηκε με μία άλλη, θέλοντας η κυβέρνηση να δείξει ότι, κατά βάθος, δεν έχει αλλάξει φιλοσοφία: η μεγάλη συμμαχία εισήγαγε στο Σύνταγμα την απαγόρευση, μετά το 2016, κάθε δημόσιου ελλείμματος μεγαλύτερου από 0,35% του ΑΕΠ. Όπως υπογραμμίζει ο Τόμας Φρίκε, ο οικονομολόγος υπεύθυνος της εφημερίδας Financial Times Deutschland, ακόμα και όταν πέφτουν οι τιμές, προκαλώντας τον φόβο ότι θα πυροδοτήσουν μιας σπειροειδή αποπληθωριστική κίνηση, οι Γερμανοί εξακολουθούν να τρέφουν «έναν υποχονδριακό φόβο του πληθωρισμού»2. Εξ αιτίας του τραύματος που είχε προκαλέσει ο υπερπληθωρισμός στη δεκαετία του 1920, οι Γερμανοί φοβούνται πολύ περισσότερο μια υποθετική επιστροφή της ανόδου των τιμών, λόγω σημαντικών δημόσιων ελλειμμάτων, παρά τις εκατοντάδες χιλιάδες επί πλέον ανέργους με τους οποίους κινδυνεύει να πλημμυρίσει η χώρα ελλείψει ικανοποιητικής ανάκαμψης στην Ευρώπη.
Αν δεν επρόκειτο για εθνικές εμμονές, θα μπορούσε να γελάσει κανείς με αυτή την τύφλωση, αλλά, δεδομένου του οικονομικού βάρους του, όσο ο γείτονάς μας θα επιμένει μανιωδώς να περιορίζει την εσωτερική του ζήτηση, η ζώνη του ευρώ θα είναι καταδικασμένη στη στασιμότητα, τα δημόσια χρέη θα συνεχίζουν να αυξάνονται και η ευρωπαϊκή προοπτική να αποσυντίθεται…
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Συγκριτικά, το γαλλικό Smic (σ.τ.μ.: το κατώτερο μεροκάματο) ανέρχεται σήμερα στα 8,86 ευρώ την ώρα.
2. Βλ. το μπλογκ του, www.ftd.de/wirtschaftswunder, δυστυχώς μόνο στα γερμανικά.
* Αρχισυντάκτης του γαλλικού περιοδικού Οικονομικές Εναλλακτικές Προοπτικές