του Πιέρ Ιλάρ από το Άρδην τ. 79 (Απρίλιος 2010)
* Ο Πιερ Ιλάρ, κυκλοφόρησε πρόσφατα ένα βιβλίο αφιερωμένο στο πιο ισχυρό ευρωπαϊκό ίδρυμα. Το ίδρυμα Μπέρτελσμαν, στενά συνδεδεμένο με το ΝΑΤΟ, στα πλαίσια του οποίου οργανώνει ετησίως, στο Μόναχο, το Συνέδριο για την Ασφάλεια, συνιστά έναν γίγαντα των μέσων ενημέρωσης στην υπηρεσία των γερμανικών φιλοδοξιών να οικοδομηθεί μια διατλαντική αυτοκρατορία.
Από το βιβλίο αυτό δημοσιεύουμε παρακάτω ένα απόσπασμα:
Η δημιουργία μιας μεγάλης διατλαντικής αγοράς ως το 2015 αποτελεί τη μεγάλη φιλοδοξία των ηγετών Ευρώπης και Αμερικής. Μετά την επίσκεψη του προέδρου Ομπάμα στην Ευρώπη, στη διάρκεια της συνάντησης κορυφής ΕΕ/ΗΠΑ της 26/03/09, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επωφελήθηκε της ευκαιρίας για να υιοθετήσει ένα ψήφισμα υπέρ επίτευξης αυτής της διατλαντικής αγοράς. Μάλιστα, έκανε επίκληση στην «ενίσχυση του συντονισμού μεταξύ των ευρωπαϊκών και αμερικανικών χρηματιστικών ιδρυμάτων». [1] Στην πραγματικότητα, αυτές οι δηλώσεις δεν αποτελούν παρά το λογικό επακόλουθο των επιδιώξεων του ιδρύματος Μπέρτελσμαν. Η φιλοδοξία είναι να καταλήξουν σε μια και μοναδική διατλαντική αγορά, της οποίας οι συνέπειες θα αφορούν τους Γάλλους και όλους τους λαούς της Ευρώπης.
Προς μια μεγάλη ευρωαμερικανική αγορά
Οι βλέψεις του ιδρύματος Μπέρτελσμαν στοχεύουν πολύ μακριά. Πράγματι, οι ηγέτες του προωθούν τη δημιουργία ενός αληθινού οικονομικού μπλοκ, ενός ευρωαμερικανικού G-2 ακόμη πιο οργανωμένου από το G-7 (ή το G-8, που περιλαμβάνει και τη Ρωσία) που περιλαμβάνει τις ισχυρότερες βιομηχανικές χώρες. Καθώς υπογραμμίζει ο Βέρνερ Βάιντενφιλντ: «Τα οικονομικά δεδομένα μιλούν από μόνα τους. Πάνω από το 50% των εισοδημάτων των αμερικανικών εταιρειών απορρέουν από την ευρωπαϊκή αγορά. Η Ευρώπη παραμένει ο πιο σημαντικός συνεταίρος του αμερικανικού επιχειρηματικού κόσμου. Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις εξασφαλίζουν περισσότερες από ένα εκατομμύριο θέσεις εργασίας στην Καλιφόρνια και μόνο. Οι ευρωπαϊκές επενδύσεις στο Τέξας ξεπερνούν το σύνολο των αμερικανικών επενδύσεων στην Ιαπωνία. Κι από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού, πάνω από 12,5 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν από τις διατλαντικές σχέσεις».
Η πρόθεσή τους αυτή να ευνοήσουν το ευρωαμερικανικό οικονομικό μπλοκ αποτελεί το μέσον εξασφάλισης της παγκόσμιας οικονομικής ισορροπίας, σύμφωνα με τους ειδικούς τους. Εμμέσως, αποτελεί επίσης έναν τρόπο εξασφάλισης μιας υπεροχής επί των αναδυόμενων χωρών, κατά πρώτον της Κίνας. Έτσι, η ομάδα «Οικονομία, εμπόριο και χρηματοπιστωτικά μέσα» συνιστά τη θεσμοθέτηση ενός πραγματικού εργαλείου, της «Συμφωνίας G-2» («εμπόριο G-2»), προκειμένου να αποφευχθούν οποιαδήποτε εμπόδια στο εσωτερικό της ευρωαμερικανικής οικονομικής κοινότητας. Για να πετύχει αυτός ο γάμος, οι εν λόγω ειδικοί ενθαρρύνουν τις ΗΠΑ να μοιραστούν την ηγεμονία τους με τον Ευρωπαίο εταίρο τους στους τομείς όπου υπάρχει μια κάποια ισοτιμία εμπορικής ισχύος. Ο ανομολόγητος στόχος τους είναι επίσης η αποφυγή μιας απώλειας ισχύος λόγω περιττών συγκρούσεων που θα υπονόμευαν το ατλαντικό μπλοκ και θα το αποδυνάμωναν απέναντι στον ασιατικό και ινδικό ανταγωνισμό. Από την άλλη, υπογραμμίζεται πως αυτή η νέα συγκρότηση δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί παρά μόνον όταν οι Ευρωπαίοι κατορθώσουν να οργανωθούν ώστε να μπορούν να μιλούν με μία και μόνο φωνή [1]. Οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές, διατυπωμένες από διάφορους ειδικούς, στα πλαίσια των σεμιναρίων που οργανώνει το ίδρυμα Μπέρτελσμαν, μορφοποιήθηκαν το πρώτο εξάμηνο του 2007, στη διάρκεια της γερμανικής προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πράγματι, τον Απρίλιο του 2007 αποφασίστηκε να συσταθεί το «Διατλαντικό Οικονομικό Συμβούλιο» (TEC, ΔΟΣ) κατά τη διάσκεψη κορυφής ΕΕ/ΗΠΑ στην Ουάσιγκτον, ώστε να ενισχυθεί η διατλαντική οικονομική ενοποίηση. Το ΔΟΣ, που αποτελεί τη μετωνυμία της «Συμφωνίας G-2», η οποία προήλθε από τις συζητήσεις του ιδρύματος Μπέρτελσμαν, ξεκίνησε τις εργασίες του στις 9/11/2007. Με επικεφαλής τον αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, Γκύντερ Βερχόιγκεν, στενό συνεργάτη του ιδρύματος Μπέρτελσμαν, και τον διευθυντή του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου, Άλαν Χούμπαρντ, οι συζητήσεις στο ΔΟΣ επικεντρώθηκαν «στις δυνατότητες περιορισμού των εμποδίων στο διατλαντικό εμπόριο και τις επενδύσεις». Στη συνέχεια, η δεύτερη συνάντηση του ΔΟΣ, που έλαβε χώρα στις Βρυξέλλες στις 13/05/2008, παραμονή της συνάντησης κορυφής ΕΕ/ΗΠΑ του Ιουνίου του 2008, απλώς και μόνο εμβάθυνε μια πολιτική προετοιμασμένη από καιρό ώστε να συνεχιστεί και στο νομισματικό επίπεδο. [2]
Πράγματι, με τη δημιουργία του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, το δολάριο συνυπάρχει με ένα νόμισμα που εκπροσωπεί έναν σημαντικό οικονομικό πόλο. Γι’ αυτό, οι μεσολαβητές ενθαρρύνουν τους ηγέτες των δύο οικονομιών να τα συμφωνήσουν ώστε να γίνει δυνατή η δημιουργία ενός κοινού «νομισματικού στίβου»: «Κατά βάθος, οι ΗΠΑ και η ΕΕ δεν είναι μόνο οι δύο οικονομικές υπερδυνάμεις, αλλά και οι εκπρόσωποι των δύο κυριότερων νομισμάτων του πλανήτη. Το ευρώ επιβλήθηκε ήδη ως ένα διεθνές νόμισμα πρώτου επιπέδου και όλο και περισσότερο θα διεκδικεί τη νομισματική ηγεμονία από το δολάριο. Οι διακυμάνσεις στις συναλλαγματικές ισοτιμίες ευρώ-δολαρίου έχουν σημαντικές συνέπειες για όλες τις χώρες του κόσμου. Γι’ αυτό, επομένως, απαιτείται να σχηματιστεί το συντομότερο ένας κοινός νομισματικός στίβος για το G-2 (Σημ. Συντάκτη: έμμεση αναγγελία ενός διατλαντικού νομίσματος). Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που είναι και οι δύο ανεξάρτητες από τις αντίστοιχες κυβερνήσεις τους, θα όφειλαν να δημιουργήσουν τη δική τους σχέση στους κόλπους του G-2».
Στην πραγματικότητα, οι συντάκτες αυτών των μελετών υπογραμμίζουν πως οι ήπειροι τείνουν να διαμορφώσουν περιφερειακά νομίσματα. Αυτό αποτελεί ήδη πραγματικότητα για την ΕΕ με το ευρώ, ενώ το αμερικανικό alter ego σχεδιάζει να εφοδιαστεί με ένα ενιαίο νόμισμα, το αμερώ και με μια κεντρική βορειοαμερικανική τράπεζα Το φαινόμενο είναι ανάλογο με τη δημιουργία της Ένωσης των Νοτιοαμερικανικών Κρατών (UNASUR, ΕΝΑΚ), τον Μάιο του 2008, η οποία προβλέπει τη δημιουργία ενός ενιαίου νομίσματος στη νοτιοαμερικανική ήπειρο, πλαισιωμένου από μια κεντρική νοτιοαμερικανική τράπεζα, υπό την αιγίδα ενός ενιαίου κοινοβουλίου. Πέρα από αυτά τα οικονομικά και νομισματικά ζητήματα, οι ίδιοι συγγραφείς επιμένουν επίσης για την αναγκαιότητα να ελεγχθούν προβλήματα όπως αυτό της ενέργειας (σταθεροποίηση των τιμών), του περιβάλλοντος (νευραλγικό ζήτημα, που επιτρέπει την ίδρυση ενός παγκόσμιου περιβαλλοντολογικού οργανισμού και περιορισμούς στη ζωή των ιδιωτών και των επιχειρήσεων), και των μεταναστεύσεων (εξαιτίας της μετακίνησης των πληθυσμών και των επιπτώσεων στην οικονομία). Κατ’ αυτούς, η από κοινού διευθέτηση αυτών των ζητημάτων και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού επιδιώκει πάντα τον ίδιο στόχο, τη δημιουργία ενός πόλου όσο το δυνατόν πιο σταθερού ώστε να αντιμετωπίσει και να αντέξει την πίεση που ασκούν τα άλλα πολιτικο-οικονομικά μπλοκ. Συμπερασματικά, υπενθυμίζουν την αναγκαιότητα μιας αναδιοργάνωσης του συστήματος: «Η στρατηγική του G-2 θα μπορούσε να οδηγήσει τη διατλαντική συμμαχία σε μια συνοχή και μια ευελιξία ζωτική για την ειρήνη και την ευημερία των σχεδόν 800 εκατομμυρίων ανθρώπων που κατοικούν αυτό το μέρος του κόσμου».
Τελικά αυτές οι κατευθυντήριες προτάσεις, εντάσσονται σε μια απόπειρα να εξασφαλίσουν στο ευρωαμερικανικό μπλοκ τη δυνατότητα να λειτουργήσει ως primus inter pares απέναντι στη συγκρότηση των μεγάλων νοτιοαμερικανικών ή ασιατικών πολιτικο-οικονομικών πόλων. Εφόσον επιτευχθεί η σύμπραξη, κάθε άλλο παρά θα αποτελεί μια σχέση μεταξύ ίσων. Οι απάτριδες αγγλοσαξονικές ελίτ θα παραμείνουν οι κυρίαρχοι αυτού του συνεταιρισμού, που δεν είναι δυνατόν να συσταθεί παρά μετά από σοβαρές χρηματοπιστωτικές, οικονομικές και κοινωνικές ανατροπές.
Συνημμένα
From Alliance to Coalitions: The Future of Transatlantic Relations
(Από τη Συμμαχία σε Συνασπισμούς: Το μέλλον των διατλαντικών σχέσεων)
Το εξώφυλλο αυτού του βιβλίου απεικονίζει ένα φωτομοντάζ με τις σημαίες των ΗΠΑ, της Γερμανίας και της ΕΕ, μαζί με το κτήριο του Ράιχσταγκ ως φόντο. Στην ψυχολογία, αυτή η εικόνα θα χαρακτηριζόταν ως μια «λανθάνουσα ενέργεια».
[*] Διδάκτορας πολιτικών επιστημών και καθηγητής διεθνών σχέσεων. Οι έρευνές του αφορούν κυρίως την ενορχήστρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης έτσι ώστε να σχηματιστεί ένα ευρωατλαντικό μπλοκ. Το τελευταίο του βιβλίο έχει τίτλο: Bertelsmann: Un empire des médias et une fondation au service du mondialisme (Μπέρτελσμαν: Μια αυτοκρατορία των μέσων ενημέρωσης και ένα ίδρυμα στην υπηρεσία της παγκοσμιοποίησης, Εκδόσεις François-Xavier de Guibert, Παρίσι, 2009).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Έτσι κατανοούμε καλύτερα την ανυποχώρητη θέληση των ευρωπαϊστών να καθιερωθεί ένα σύνταγμα για όλη την Ευρώπη. Στα πλαίσια των σεμιναρίων που οργανώνει το Ίδρυμα Μπέρτελσμαν, ο Αμερικανός Φρεντ Μπέρκστεν, διευθυντής του Ινστιτούτου για τα Διεθνή Οικονομικά, και ο Γερμανός Κάιο Κοτς-Βέσερ, γενικός γραμματέας του υπουργείου Οικονομικών της κυβέρνησης Σρέντερ, μέλος της διοικούσης επιτροπής του Ιδρύματος Μπέρτελσμαν και πρόεδρος της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής επιτροπής της ΕΕ μέχρι το 2007, είναι η ψυχή των εργασιών για την προώθηση της ανάδυσης ενός G-2.
Εκτιμούν πως η ίδρυση του ΔΟΣ καθορίζεται από τέσσερις λόγους:
α) Αφορά τη δημιουργία μιας κοινής βάσης για τις ΗΠΑ και την ΕΕ, που θα υποκαταστήσει τους στενούς τους δεσμούς που προήλθαν από τον Ψυχρό Πόλεμο.
β) Οι ΗΠΑ ως μοναδική υπερδύναμη θα είχε την τάση να πέσει πιο εύκολα στη μονομέρεια. Από την άλλη, η ΕΕ, απορροφημένη από την εσωτερική της θεσμική εξέλιξη, θα γλιστρούσε ευκολότερα σε ένα είδος εγωκεντρισμού και θα απέφευγε να ασχοληθεί ενεργά με τα διεθνή προβλήματα. Μια οικονομική αλληλεξάρτηση των δύο μπλοκ θα λειτουργούσε ως ένα αντίδοτο προς όφελός τους. Οι υπερβολές της μονομέρειας των ΗΠΑ θα συγκρατούνταν από τον Ευρωπαίο σύμμαχο. Αντίθετα, η ΕΕ θα υποχρεωνόταν να βγει από τη διαχείριση των εσωτερικών της προβλημάτων για να αποκαταστήσει την ισορροπία (Σύμφωνα με την χεγκελιανή αρχή: θέση-αντίθεση-…σύνθεση).
γ) Λόγω της διαφορετικής ανάπτυξης των κρατών και της ποικιλίας των προβλημάτων στον κόσμο, το ευρωαμερικανικό αυτό μπλοκ θα λειτουργούσε ως ένας σταθεροποιητής που θα επέτρεπε τη διεύθυνση και καθοδήγηση της διεθνούς οικονομίας.
δ) Παρ’ όλο που έχουν δημιουργηθεί σημαντικοί οικονομικοί δεσμοί μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού εδώ και δεκαετίες, πρέπει κατά κάποιον τρόπο θα θεσμοθετηθεί αυτή η σχέση, όπως έγινε με το ΝΑΤΟ στον στρατιωτικό τομέα.
[2] Από το 1913 που ιδρύθηκε, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα (FED) είναι μια ιδιωτική τράπεζα που ελέγχει την έκδοση του νομίσματος, ανεξάρτητα από τον ρεπουμπλικάνο ή δημοκρατικό υπάλληλο που κατοικεί στον Λευκό Οίκο, προς τεράστιο όφελος των ολιγαρχιών. Πρώτος της πρόεδρος υπήρξε ο Πολ Βάρμπουργκ (Αμερικανός πολίτης γερμανικής καταγωγής) που διηύθυνε επίσης την Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων (CFR) κατά την ίδρυσή της το 1921. Ο Πολ Βάρμπουργκ ήταν ο αδερφός του Μαξ Βάρμπουργκ (ο γερμανικός κλάδος) που χρηματοδοτούσε την Πανευρωπαϊκή Ένωση (1922-29), διοικούμενη από τον Αυστριακό κόμη Ρίχαρντ ντε Κουντένχοβεν Καλέργκι.