του ανεξάρτητου Πολωνού ευρωβουλευτή Maciej Giertych
Το Γερμανικό σχέδιο
H μέθοδος ενοποίησης του Μπίσμαρκ
Η τρέχουσα ιδέα περί Ενωμένης Ευρώπης αρχίζει με τον καγκελάριο Ότο Μπίσμαρκ, ο οποίος ανακήρυξε τον βασιλιά της Πρωσίας «Αυτοκράτορα της Γερμανίας», στις 18 Ιανουαρίου 1871, μετά από τις επιτυχημένες στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον της Αυστρίας και της Γαλλίας. Η νέα γερμανική αυτοκρατορία είχε ομοσπονδιακή δομή και κάθε μια από τις είκοσι πέντε συνιστώσες της (βασίλεια, μικρά και μεγαλύτερα δουκάτα, ελεύθερες πόλεις) διατηρούσε κάποια αυτονομία, καθώς ο αυτοκράτορας (κάιζερ), ο βασιλιάς της Πρωσίας, δεν ήταν κυρίαρχος πάνω σε όλη τη Γερμανία, αλλά απλώς ο πρώτος ανάμεσα σε ίσους. Προέδρευε στο Μπούντερσατ, όπου εκπροσωπούνταν όλες οι συνιστώσες της αυτοκρατορίας και όπου γίνονταν οι διαβουλεύσεις γύρω από τις πολιτικές που πρότεινε ο καγκελάριος, ο οποίος διοριζόταν από τον κάιζερ. Τα επιμέρους νομίσματα, βαθμιαία, αντικαθιστούνταν από το μάρκο (Reichsbanknote). Αυτό που άρχισε ως τελωνειακός συνασπισμός (Deutscher Zollverein), μετατράπηκε σε ένα ενιαίο κράτος υπό την κυριαρχία της Πρωσίας. Ένα κράτος που, μέσα σε σαράντα τρία χρόνια, ήταν έτοιμο να αρχίσει τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με διακηρυγμένο στόχο την υποταγή της Ευρώπης στη γερμανική κυριαρχία.
Η πρόταση του Μπέτμαν Χόλβεγκ
Στην αρχή του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, στις 9 Σεπτεμβρίου του 1914, όταν μαινόταν η μάχη του Μάρνη και οι Γερμανοί ήλπιζαν να εισβάλουν σύντομα στο Παρίσι (με blitzgrieg, πόλεμο αστραπή, όπως είχαν κάνει το 1870/71 και θα κάνουν αργότερα το 1940), ο καγκελάριος Θέομπλοντ Μπέτμαν Χόλβεγκ παρουσίασε στον κάιζερ ένα έγγραφο στο οποίο όριζε τον σκοπό του πολέμου (Ziel des Krieges). Το ιδιαίτερα διαφωτιστικό αυτό έγγραφο ορίζει τον σκοπό ως ακολούθως:
«Η διασφάλιση του Γερμανικού Ράιχ από τη Δύση και την Ανατολή για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Για τον σκοπό αυτό, η Γαλλία πρέπει να αποδυναμωθεί σε βαθμό που να μην μπορεί να διεκδικήσει ξανά ρόλο μεγάλης δύναμης, η Ρωσία πρέπει κατά το μέγιστο δυνατό να απωθηθεί από τα γερμανικά σύνορα και να σπάσει η επικυριαρχία της πάνω στους λαούς που ζουν υπό φεουδαρχικά καθεστώτα. Είναι απαραίτητο να επιτευχθεί ένας κεντρικός ευρωπαϊκός οικονομικός συνασπισμός μέσω κοινών τελωνειακών συμφωνιών μεταξύ Γαλλίας, Βελγίου, Ολλανδίας, Δανίας, Αυστρο-ουγγαρίας, Πολωνίας και πιθανώς Ιταλίας, Σουηδίας και Νορβηγίας. Ο συνασπισμός αυτός, παρά την έλλειψη κοινής συνταγματικής υπερδομής και των ακραίων ανισοτήτων των μελών του, μπορεί να τεθεί υπό γερμανική κυριαρχία και να λειτουργήσει σταθεροποιητικά για μια γερμανική οικονομική παντοκρατορία πάνω από την Κεντρική Ευρώπη».
Μοιάζει πολύ οικείο όλο αυτό, έτσι δεν είναι; Την επόμενη χρονιά, το 1915, αυτή η ιδέα του Μπέτμαν Χόλβεγκ περιγράφηκε και αναλύθηκε λεπτομερέστερα στο βιβλίο «Mitteleuropa»1 του Φρίντριχ Νάουμαν, που εκδόθηκε στο Βερολίνο. Ο Νάουμαν αναγνωρίζει τον Μπίσμαρκ ως τον άνθρωπο που ξεκίνησε αυτή την ιδέα:
«Θεωρώ ότι έχω δείξει πως είναι ο πρωτοπόρος της ιδέας της Μεσευρώπης. Δουλειά μας είναι να συνεχίσουμε το έργο του. Σκοπός ήταν να οργανωθεί η περιοχή αυτή στη βάση της συνεργασίας Γερμανίας και Αυστροουγγαρίας, οδηγώντας στη δημιουργία ενός ενιαίου κράτους (Groίstaat) με πολλές εθνικότητες: Και πάνω απ’ όλα, πάνω από τους Γερμανούς, Γάλλους, Δανούς, Πολωνούς πολίτες του Γερμανικού Ράιχ, πάνω από τους Ούγγρους, Γερμανούς, Ρουμάνους, Σλοβάκους, Κροάτες και Σέρβους, πολίτες της ουγγρικής αυτοκρατορίας· πάνω από τους Γερμανούς, Τσέχους, Σλοβάκους, Πολωνούς και Γιουγκοσλάβους της αυστριακής αυτοκρατορίας, οραματιζόμαστε για άλλη μια φορά την ιδέα μιας Μεσευρώπης. Αυτή η Μεσευρώπη θα είναι γερμανική στον πυρήνα της και θα χρησιμοποιεί φυσικά τη γερμανική γλώσσα, επιτρέποντας την αμοιβαία κατανόηση. Ωστόσο θα δείξει από την αρχή ανοχή και ελαστικότητα προς τις γλώσσες των λαών που τη συναπαρτίζουν, γιατί μόνο με τον τρόπο αυτό μπορεί να αναπτυχθεί η απαραίτητη αρμονία για όλα τα τμήματα ενός μεγάλου κράτους που αντιμετωπίζει εξωτερικές πιέσεις. Η νέα γενιά, που θα μεγαλώσει μετά τον πόλεμο, θα πρέπει να το κάνει καλύτερα από τους παλαιότερους, ώστε να αναπτυχθεί ένας τύπος Μεσευρωπαίου ανθρώπου που θα συγκεντρώνει όλα τα δημιουργικά στοιχεία και τις δυνάμεις του παρελθόντος, για να λειτουργήσει ως φορέας της πολύμορφης και πλούσιας σε περιεχόμενο κουλτούρας που αναπτύσσεται γύρω από τη γερμανικότητα.
Ο Νάουμαν υποστηρίζει ότι, με τον τρόπο αυτό, μια ρυθμισμένη εθνική οικονομία θα αναπτυχθεί στη βάση του εθνικοσοσιαλισμού2. «Η οικονομική φιλοσοφία των Γερμανών θα καταστεί στο μέλλον ολοένα και πιο χαρακτηριστική, για το σύνολο της Μεσευρώπης». Με άλλα λόγια, η Μεσευρώπη υποσχόταν υλικά οφέλη, ως αντίτιμο για την αποδοχή της γερμανικής κυριαρχίας. Με εκείνους που δεν δέχονται αυτή την ιδέα, ο Νάουμαν είναι ιδιαίτερα σκληρός: «Τα μικρότερα έθνη δεν έχουν ελπίδα να ηγηθούν ενός συνασπισμού [κρατών] στο διεθνές οικονομικό τοπίο. Μπορούν μόνο να επιλέξουν ανάμεσα σε απομόνωση ή τη συμμετοχή. Αργά ή γρήγορα, θα πρέπει να αποφασίσουν υπό ποία δύναμη θα πρέπει να τεθούν [Γερμανία, Ρωσία ή Βρετανία], ανάλογα με τη γεωγραφική τους θέση, την παραγωγικότητα και τις σχέσεις της κουλτούρας τους με τις δυνάμεις αυτές. Είναι δύσκολη η αποδοχή μιας τέτοιας μοίρας, αλλά είναι επιτακτική ανάγκη των καιρών για την εξέλιξη της ανθρωπότητας». Εδαφικά, το πρόγραμμα αυτό είναι σχεδόν όμοιο με την τωρινή Ευρωπαϊκή Ένωση, με τη διαφορά ότι εκείνη την εποχή (1915), η πιθανότητα υποταγής της Βρετανίας, μιας μεγάλης αποικιακής δύναμης, στη γερμανική κυριαρχία, ήταν ακόμη αδιανόητη.
Στα 1916 δημιουργήθηκε μια Επιτροπή για την Μεσευρώπη (Arbeitsausschuί fόr Mitteleuropa) ως μια δεξαμενή σκέψη χρηματοδοτούμενη από το υπουργείο Εξωτερικών της Γερμανίας. Μέλη της επιτροπής αυτής ήταν, εκτός από τον Νάουμαν, ο Ματίας Ερζμπέρκερ, που αργότερα διαπραγματεύτηκε την εκκεχειρία της Κομπιέν, ο σοσιαλιστής ηγέτης Γκούσταβ Νόσκε, οι βιομήχανοι Ρόμπερτ Μπος και Άλμπερτ Μπαλίν, ο μελλοντικός πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας του Γ΄ Ράιχ και υπουργός Οικονομικών του Χίτλερ Χάλμαρ Σαχτ, ο φιλόσοφος Μαξ Βέμπερ και άλλοι. Στα 1917, η επιτροπή άρχισε να εκδίδει το εβδομαδιαίο έντυπο Mitteleuropa. Η ιδέα μιας Κεντρικής Ευρώπης υπό γερμανική κυριαρχία μελετήθηκε και προωθήθηκε συστηματικά.
Αξίζει να επισημάνουμε εδώ ότι ο Νάουμαν, ως χριστιανοδημοκράτης, δεν πρότεινε ένα πρωσικό μοντέλο διακυβέρνησης των μη γερμανικών εθνών, αλλά κάτι πιο κοντινό στα πρότυπα των Αψβούργων. Ωστόσο, δεν χρειάζεται να εικάζουμε για το πώς θα ήταν η γερμανική Ευρώπη αν η Γερμανία κέρδιζε τον πόλεμο. Στην πραγματικότητα, η Γερμανία κέρδισε τον πόλεμο στην Ουκρανία (9.02.1918) και στη Ρωσία (3.03.1918). Οι συνθήκες που υπογράφηκαν εκεί κατοχύρωσαν τη γερμανική κυριαρχία στην περιοχή. Η ίδια η Γερμανία διευρύνθηκε ενσωματώνοντας τμήματα του πρώην πολωνικού βασιλείου (βρίσκονταν μέχρι το 1914 υπό ρωσική κηδεμονία), στα οποία γινόταν αναφορά ως μια «μεθοριακή γραμμή», αλλά στην πραγματικότητα ήταν μια περιοχή μεγαλύτερη της Αλσατίας και της Λορένης3. Ιδρύθηκαν μια σειρά από μικρές χώρες και συγκεκριμένα η Βαλτικία (η σημερινή Εσθονία), η Λιθουανία, η Πολωνία και η Λετονία (που εδαφικά κυμαίνονταν στα όρια των σημερινών κρατών της Βαλτικής, καθώς το πρώην βασίλειο της Πολωνίας έχασε τα εδάφη της «μεθοριακής γραμμής», η περιοχή του Χελμ αποδόθηκε στην Ουκρανία και τα τμήματα της Πολωνίας υπό αυστροουγγρική και ρώσικη κυριαρχία δεν περιλήφθηκαν). Σε κάθε ένα από αυτά τα κράτη εγκαταστάθηκε μια ψευδοανεξάρτητη κυβέρνηση (στην Πολωνία, κάτω από ένα περιφερειακό συμβούλιο), αλλά στην πραγματικότητα η εξουσία πήγαζε από τον Γερμανό Γενικό Κυβερνήτη (στην Πολωνία ήταν ο Χανς Χάτριχ φον Μπέζελερ). Αυτά ήταν τα πλάνα και για ολόκληρη την ήπειρο, εφόσον οι Γερμανοί κέρδιζαν τον πόλεμο.
Ευτυχώς, τον έχασαν.
Καθώς οι νίκες συνεχίζονταν, ιδιαίτερα στην Ανατολή, στη Γερμανία υπήρχε λαϊκή υποστήριξη στην πρωσική διακυβέρνηση, αλλά, όταν επήλθε η ήττα, επανεμφανίστηκαν τα αντιπρωσικά αισθήματα. Έγιναν ακόμη και προσπάθειες επιστροφής στην ανεξαρτησία των γερμανικών κρατιδίων, μια ιδέα που βρήκε στήριξη από τον ανώτατο διοικητή Ρεϊμόν Πουανκαρέ. Υπήρξαν τρεις διαφορετικές προσπάθειες, όλες στην περιοχή του Ρήνου, η Δημοκρατία της Pfälzische, που κάλυπτε τις βαυαρικές κτήσεις στην περιοχή του Άνω Ρήνου, η Ανεξάρτητη Δημοκρατία του Ρήνου, στα δυτικά του ποταμού, και η Έσση-Νασσάου ανατολικότερα. Η ιδέα εμφανίστηκε για πρώτη φορά στις 5 Δεκεμβρίου του 1918 στην Κολωνία, υπό τον Κόνραντ Αντενάουερ, τότε δήμαρχο της πόλης, που αρχικά τέθηκε επικεφαλής του κινήματος. Οι Γάλλοι πίστευαν ότι αυτές οι ανεξάρτητες δημοκρατίες θα μπορούσαν να τεθούν υπό γαλλική ηγεμονία, φυσικά όμως ήθελαν να παραμείνουν γερμανικές. Ήθελαν να αποδυναμώσουν την πρωσική κυριαρχία, αλλά όχι και να επιβάλουν τη γαλλική, κι έτσι απευθύνθηκαν στο Συμβούλιο Ειρήνης του Παρισιού με το κυρίαρχο πολιτικό σλόγκαν της εποχής, «αυτοδιάθεση των εθνών». Αυτές οι απελευθερωτικές τάσεις, ωστόσο, δεν κράτησαν πολύ, λόγω του χαμένου πολέμου, της άνευ όρων παράδοσης, της ξένης κατοχής και των αντίστοιχων περιορισμών που επιβλήθηκαν. Οι ενοποιητικές τάσεις, αντίθετα, αποδείχτηκαν ισχυρότερες στη Γερμανία. Ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Ζώρζ Κλεμανσώ αφιέρωσε ένα ολόκληρο κεφάλαιο από τα απομνημονεύματά του4 στα απελευθερωτικά κινήματα στην περιοχή του Ρήνου.
Τα σχέδια του Χίτλερ
Κατά τη διακυβέρνηση του Χίτλερ, στη Γερμανία επανεμφανίστηκαν οι αυτοκρατορικές φιλοδοξίες. Ολόκληρη η περιοχή, που κάποτε σχεδιαζόταν να γίνει Μεσευρώπη (Mitteleuropa), είχε υποταχθεί στο λάβαρο του εθνικοσοσιαλισμού και της ιδέας μιας περιοχής χωρίς σύνορα (keine Grenzen). Κατά τον πόλεμο έγιναν συστηματικές προσπάθειες για μια Ενωμένη Ευρώπη με αυτό τον τρόπο.
Σχηματίστηκε μια ομάδα μελέτης που δημοσίευσε ένα κείμενο με τον τίτλο Europaische Wirtschaftsgemeinschaft (EWG), Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Το κείμενο αυτό εκδόθηκε στο Βερολίνο το 1942. Ένας από τους βασικούς συγγραφείς ήταν ο Βάλτερ Φουνκ, υπουργός Οικονομικών και πρόεδρος της Γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας (Reichsbank) [καταδικάστηκε αργότερα, στις δίκες της Νυρεμβέργης]. Οι υπόλοιποι συντάκτες του ήταν υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι του γερμανικού πολιτικού και οικονομικού καθεστώτος. Ο πρόλογος ανήκει στον καθηγητή Χάινριχ Χούνκε, σύμβουλο της οικονομικής επιτροπής του ναζιστικού κόμματος και προέδρου της Ένωσης Βιομηχανίας και Εμπορίου του Βερολίνου.
Σκοπός της μελέτης ήταν ένα πρόγραμμα μακρόπνοης ανάπτυξης σε ηπειρωτικό επίπεδο (με αυτό εννοείται ολόκληρη η Ευρώπη πλην της Γερμανίας). Αφετηρία ήταν η πεποίθηση ότι η εποχή για την οικονομική ενοποίηση της Ευρώπης είχε φτάσει. Τα επιτεύγματα της Γερμανίας άξιζε να γίνουν γνωστά σε όλη την Ευρώπη, ιδίως στην υπανάπτυκτη Ανατολή. Το εμπόριο, σε μακροπρόθεσμη βάση, θα ενίσχυε την παραγωγικότητα και την κατανάλωση, που χρειάζονται συνετή διαχείριση, και το ίδιο θα έπρεπε να συμβαίνει με το χρήμα και την πίστη. Η ευρωπαϊκή συνεργασία έπρεπε να επιτευχθεί. «Αυτό απαιτεί συνεχή προσπάθεια κατανόησης των βασικών σκοπών και προσαρμογή σε αυτούς, καθώς και ετοιμότητα υποταγής των ίδιων συμφερόντων στα συμφέροντα της ευρωπαϊκής κοινότητας. Αυτός είναι ο μεγάλος στόχος που θέτουμε για τα ευρωπαϊκά έθνη». «Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί μόνο με εθελοντική συνεργασία των ανεξάρτητων κρατών, αποδεχόμενων φυσικά την πολιτική ηγεσία ενός μόνο έθνους5».
Στη συνέχεια, το κείμενο προτείνει διάφορες διηπειρωτικές λύσεις σε μια σειρά από θέματα. Τονίζεται για παράδειγμα η ανάγκη κρατικής στήριξης της γεωργίας, για την αποφυγή της εξάρτησης από τις εισαγωγές στα είδη διατροφής. «Η γερμανική εμπειρία στην οικονομία των τροφίμων, που αποτέλεσε μοντέλο για πολλές χώρες και τόνωσε την προσπάθεια της Γερμανίας και της Ιταλίας για αυτάρκεια στα πιο σημαντικά προϊόντα διατροφής, πρέπει να διαδοθεί σε όλη την Ευρώπη».
Το επίπεδο της βιομηχανικής ανάπτυξης είναι πολύ διαφορετικό στα διάφορα σημεία της Ευρώπης. «Αρχικά θα πρέπει να δοθεί βάση στα κοινά για όλους τους εταίρους συμφέροντα, εις βάρος των επιμέρους συμφερόντων». «Καθώς ο πόλεμος συνεχίζεται στις μεθοριακές περιοχές και τις ακτές της Ευρώπης, στο εσωτερικό είναι απαραίτητο να εγκαθιδρυθούν θεσμοί αποβλέποντες προς τη μελλοντική ευρωπαϊκή κοινότητα των εθνών και την κοινή οικονομία». Για την καταπολέμηση της ανεργίας, προτάθηκε η αναδιανομή της εργασίας. «Αν μια χώρα δεν είναι σε θέση να εγγυηθεί χαμηλά ποσοστά ανεργίας για το εργατικό δυναμικό της, θα πρέπει να το προωθήσει προς άλλες χώρες της κοινότητας όπου υπάρχει έλλειψη. Θα ήταν ευχής έργο να αποδεχθεί η Ευρώπη κεντρικό σχεδιασμό και διαχείριση της εργασίας και την υιοθέτηση κοινού εργατικού νομοθετικού πλαισίου, καθώς κάτι τέτοιο θα διευκολύνει την ελεύθερη μετακίνηση εργατικού δυναμικού». Η αναφορά για τις μεταφορές μιλά για ένα διηπειρωτικό δίκτυο αγωγών νερού, σιδηροδρόμων και αυτοκινητόδρομων.
Η Verein Mitteleuropaeische Eisenbahnverwaltungen θα αναδειχθεί σε ηγέτιδα δύναμη στην αυτοδιαχείριση του σιδηροδρομικού δικτύου της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. Το κεφάλαιο για τη νομισματική ένωση αναφέρει: «Οι γεωπολιτικές τάσεις στον 20ό αιώνα δείχνουν προς την κατεύθυνση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. Η παρούσα νομισματική κατάσταση δεν θα επηρεαστεί λιγότερο από άλλες πτυχές της οικονομίας. Όπως αναπτύχθηκε στον 19ο αιώνα, μετά την τελωνειακή ένωση, ο γερμανικός οικονομικός χώρος, λόγω της εξάλειψης των πολλαπλών διαιρέσεων και των συνόρων, έτσι και τώρα –σε μια πολιτική βάση– η περιφερειακή συνεργασία των ευρωπαϊκών χωρών και η οργανική ανάπτυξη των οικονομικών δυνάμεών τους θα προετοιμάσει και θα ενισχύσει, μέσα από τα σύγχρονα εργαλεία δημοσιονομικής εξυγίανσης, την ευρωπαϊκή οικονομική τάξη και την ευρωπαϊκή νομισματική ένωση». Ωστόσο, η σχέση μεταξύ των μεγάλων και των μικρών εθνών γίνεται πολύ ξεκάθαρη: «Τα μικρά ευρωπαϊκά έθνη πρέπει να γνωρίζουν ότι ήταν πάντοτε εξαρτώμενα από τους γείτονές τους και ως εκ τούτου θα πρέπει να εξοικειωθούν με αυτή την κατάσταση». Η μελέτη καταλήγει με το συμπέρασμα ότι: «Η Πρωσία και εντέλει το Ράιχ προέκυψαν από την ενοποίηση όλων των γερμανικών φύλων. Πιστεύω ότι, παρομοίως, η κοινή προσπάθεια των ευρωπαϊκών εθνών που βρίσκονται στα ανατολικά της Ευρώπης θα υποστηρίξει και θα διαμορφώσει την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα».
* * *
Για να συνοψίσουμε, το γερμανικό σχέδιο προέβλεπε μια Ενωμένη Ευρώπη που περιλάμβανε: την Τελωνειακή Ένωση, μια κοινή βιομηχανική πολιτική που στοχεύει στην εξάπλωση της γερμανικής τεχνογνωσίας και αποδοτικότητας σε όλη την επικράτεια, μια μεταναστευτική πολιτική που ευνοεί την αναδιανομή της εργατικής δύναμης, έναν ιδιαίτερο ρόλο για τη γερμανική γλώσσα, έναν αυξημένο βαθμό αυτονομίας για τις περιφέρειες, καθώς και την κυριαρχία των Γερμανών πάνω στην εξωτερική, την οικονομική, τη στρατιωτική και τη νομισματική πολιτική. Τα μικρότερα έθνη πρέπει να αποδεχθούν αυτήν τη γερμανική κυριαρχία ακόμα και εάν είναι ενάντια στα συμφέροντα και τις παραδόσεις τους. Με άλλα λόγια, η ιδέα αφορούσε στη διεύρυνση του μοντέλου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Η Ευρώπη των περιφερειών
Όπως μπορούμε να δούμε, ένα από τα στοιχεία που οικοδομούν ένα ευρωπαϊκό υπερ-κράτος (Großstaat) είναι η μείωση των εξουσιών του εθνικού κράτους και η μεταφορά τους, είτε προς τα πάνω, προς τις Βρυξέλλες, ή προς τα κάτω, προς τις περιφέρειες. Οι περιφέρειες, οι οποίες είναι υπό συζήτηση, είναι πάνω κάτω του μεγέθους των γερμανικών κρατιδίων ή κρατών όπως η Δανία ή η Ολλανδία. Οι Βρυξέλλες δεν θέλουν να έχουν πρόβλημα με τις μεγάλες διοικητικές περιοχές, όπως είναι η Γαλλία, η Μεγάλη Βρετανία, η Ισπανία ή η Πολωνία. Όπου είναι εφικτό, οι παλιές περιφερειακές διαιρέσεις ενισχύονται. Η περίφημη «αποκέντρωση» της Μεγάλης Βρετανίας, δηλαδή η μεταφορά ενός ανώτερου επιπέδου εξουσίας στη Σκοτία, την Ουαλία και τις άλλες περιφέρειες, είναι ένα στοιχείο αυτού του προγράμματος. Ο χωρισμός της Φλάνδρας, της Καταλονίας, της Νορμανδίας, της Σαμπαούντιας, της Καρύνθιας κ.ο.κ. ενισχύεται και προωθείται. Όλα αυτά συντείνουν προς την ίδια κατεύθυνση –την περιφερειοποίηση της Ευρώπης. Η Πολωνία είναι πιο δύσκολη περίπτωση. Είναι μεγάλη και εθνικά και θρησκευτικά ομοιογενής. Οι διαιρέσεις, που επιβλήθηκαν από τις δυνάμεις που επιθυμούσαν τον διαχωρισμό (Πρωσία, Ρωσία και Αυστρία) για πάνω από έναν αιώνα (1795-1918), έχουν εξαλειφθεί πριν από εφτά δεκαετίες από τη βούληση του λαού. Η δημιουργία νέων «εθνικοτήτων» όπως οι Σιλεσιανοί ή οι Κασούμπς (που προωθείται από την πολιτική συμμαχία των Πρασίνων/Ευρωπαϊκής Ελεύθερης Συμμαχίας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο) δεν έχουν καμία πιθανότητα να αναπτυχθούν σε επαρκή δύναμη που θα προωθήσει το πρόγραμμα της περιφερειοποιήσης. Μπροστά σ’ αυτή την πραγματικότητα, γίνονται προσπάθειες να εξαλειφθούν τα εθνικά σύνορα με τη δημιουργία ευρωπεριφερειών, που θα συνδέουν τις γειτονικές επαρχίες δύο ή τριών εθνικοτήτων σε πολυεθνικούς οργανισμούς με αυξανόμενη εξουσία. Από την άλλη πλευρά, πραγματοποιούνται προσπάθειες να αναβαθμιστούν οι φυσικές υποδιαιρέσεις της κάθε χώρας δίνοντάς τους μεγαλύτερες εξουσίες, που ακουμπούν ακόμα και στη σφαίρα της εξωτερικής πολιτικής. Με το να βρίσκονται κοντύτερα εκεί όπου λαμβάνονται οι πραγματικές αποφάσεις, αναμένεται από αυτές να προσηλωθούν στα συμφέροντα των δικών τους περιφερειών. Αυτό είναι μέρος του προγράμματος για τη μείωση της ισχύος των κρατών-μελών της Ε.Ε. Διαφημίζεται ότι βασίζεται στην αρχή της επικουρικότητας, αλλά η επικουρικότητα αυτή ισχύει μόνο για τις περιφέρειες και όχι για τα κράτη-μέλη. Αυτό που προβλέπεται είναι μια κεντρική ομοσπονδιακή κυβέρνηση στις Βρυξέλλες (ελεγχόμενη από τους Γερμανούς) και περιφερειακές κυβερνήσεις που ασχολούνται με τα τοπικά προβλήματα, λειτουργώντας με τον ίδιο τρόπο όπως λειτουργεί τώρα η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.
Μετά την κηδεία του Ζαν Μονέ, όπου και ο Γερμανός καγκελάριος Χέλμουτ Σμιτ ήταν παρών, ένα από τα ιδρυτικά στελέχη της Ενωμένης Ευρώπης δημοσίευσε στο περιοδικό Le Spectacle du Monde το ακόλουθο κείμενο:
Η Ευρώπη του Ζαν Μονέ θα μπορούσε να είναι μια Ευρώπη στην οποία δεν θα υπήρχαν πλέον κράτη, αλλά μόνο ομοσπονδιοποιημένες περιφέρειες· μια Ευρώπη των περιφερειών, στην οποία, σύμφωνα με τον Έντμουντ Ρόθτσιλντ: «Δεν θα λέμε πλέον ότι είμαστε Γερμανοί, Γάλλοι ή Βρετανοί, αλλά ότι είμαστε Ευρωπαίοι Βρετόνοι, Ευρωπαίοι Βαυαροί ή Σκότοι». Στην Ευρώπη του Ζαν Μονέ, μεταξύ των περιφερειών και της κεντρικής ομοσπονδίας, δεν θα υπάρχει χώρος για τα εθνικά κράτη. Υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, όπως συμβαίνει και στην Αμερική, οι Πολιτείες δεν είναι τίποτα παραπάνω από επαρχίες με πραγματική αυτονομία, που ενώνονται υπό τη σιδηρά κυριαρχία του Ομοσπονδιακού Δικαίου και της Διοίκησης6·
Μερικοί πολιτικοί στην Πολωνία προωθούν επίσης την Ευρώπη των περιφερειών. Ο φιλελεύθερος πρωθυπουργός της Πολωνίας, Γιαν Κριστόφ Μπιελέκι, μιλώντας στις 15 Μαρτίου του 1991, κατά την ίδρυση μιας επιτροπής που συστάθηκε για να προτείνει μια αλλαγή στην εδαφική οργάνωση του κράτους, είπε: «Προκειμένου να ενθαρρύνουμε τις περιφέρειες στην Πολωνία, απαιτείται μια αυθεντική πολιτική αποκέντρωσης. [ ] Αυτό που χρειάζεται είναι μια νέα εδαφική διαίρεση της χώρας, που να συμβαδίζει με το νέο πολιτικό σύστημα που αναπτύσσεται τώρα. [ ] Εξ ου και η πρότασή μου, που παρουσιάστηκε στο Πόζναν τη 16η Φεβρουαρίου, ενός νέου σχεδίου που περιλαμβάνει 10-12 οντότητες, που ανταποκρίνονται στο μέγεθος των δυτικοευρωπαϊκών περιφερειών».
Ο καθηγητής Ανδρέι Πίσκοζαμπ, από το πανεπιστήμιο του Γκντανσκ, σχολίασε αναφορικά με τα κινήματα χειραφέτησης της Σκοτίας, της Ουαλίας και της Σιλεσίας: «Ο κατακερματισμός των ευρωπαϊκών κρατών είναι μια διαδικασία που θα καθοδηγήσει την ενοποίηση της Ευρώπης ως συνόλου».
Πρόσφατα, ο Γιόζεφ Ολένσκι, ο πρώην αριστερόστροφος πρωθυπουργός της Πολωνίας, δήλωσε: «Πιστεύω ότι στο ορατό μέλλον η εθνικότητα θα πάψει να αποτελεί την πιο ισχυρή έκφανση της ταυτότητας. Αντί να λέμε είμαι Πολωνός, θα λέμε ότι είμαι ένας Ευρωπαίος από την Πολωνία».
Αυτές οι ιδέες κλωθογυρίζουν ανά την Ευρώπη για αρκετό καιρό και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι πίσω τους βρίσκεται η Γερμανία. Ο Πιερ Ιλάρ αφιέρωσε ένα βιβλίο στο ζήτημα, ο τίτλος του οποίου («Μειονότητες και περιφερειακότητα: Το γερμανικό σχέδιο που θα εξοργίσει την Ευρώπη») ξεκάθαρα παραπέμπει στις γερμανικές καταβολές του σχεδίου αυτού7. Το βιβλίο καταλήγει:
Για την επανενωμένη Γερμανία, την πρώτη οικονομική δύναμη της ηπείρου, ο δρόμος είναι ανοιχτός. Η Γερμανία έχει επιβάλει την πολιτική της φιλοσοφία στην ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως και την εθνοπολιτιστική της πρόταση, που υπάρχει στη Χάρτα για τις Περιφερειακές ή τις Μειονοτικές Γλώσσες και στο Πλαίσιο για την Προστασία των Εθνικών Μειονοτήτων. Αυτά τα μέτρα καταδικάζουν το εθνικό κράτος σε μαρασμό8.
O Ιλάρ επίσης δημοσιεύει και έναν χάρτη που τιτλοφορείται: «Η Ευρώπη των εθνικοτήτων», και ο οποίος προετοιμάστηκε από τα Βάφεν Ες-Ες, το 1945, και διαιρεί σε περιφέρειες όλες τις ευρωπαϊκές χώρες9.
Το 1958, όταν ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, υπήρχε μόνο μια χώρα με περιφέρειες –η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Σταδιακά, οι χώρες πιέστηκαν προκειμένου να αναπτύξουν μια πολιτική περιφερειοποίησης. Από το 1992, η συνθήκη του Μάαστριχτ δημιούργησε το πλαίσιο για τη δημιουργία του Συμβουλίου των Περιφερειών (CoR), το 1994. Τώρα, το CoR έχει 344 μέλη. Το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Περιφερειών έχει εκδώσει έναν χάρτη, η τελευταία έκδοση του οποίου είναι το 2008, της Ευρώπης διαιρεμένης σε όλες αυτές τις περιφέρειες (Tabula Regionum Europae)10. Είναι πολύ πιο λεπτομερής, αλλά στην πραγματικότητα αρκετά παρόμοιος με αυτόν που είχαν προτείνει τα Βάφεν Ες-Ες.
Αρχικά ήλπιζαν ότι το CoR θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ένα δεύτερο σώμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ύστερα από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο), παρόμοιο με το Μπουντερσρατ στη Γερμανία, όπου αντιπροσωπεύονται οι επαρχίες. Τούτο μέχρι στιγμής δεν έχει πραγματοποιηθεί εξαιτίας της σφοδρής αντίθεσης των κρατών μελών, τα οποία δεν επιθυμούν να αποσυρθούν μόνα τους από το προσκήνιο.
Γερμανική κυριαρχία
Είναι αλήθεια ότι υφίσταται κάποια μορφή γερμανικής κυριαρχίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Αν ναι, τότε έχει συμβεί με έναν εξαιρετικά υπόγειο τρόπο, ώστε να μην εγείρει αντιδράσεις. Πριν το 1990, ο κύριος στόχος της πολιτικής της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ήταν το να επιτύχει την επανένωση με τη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας. Αυτό ήταν κατανοητό.
Όταν έπεσε το Τείχος του Βερολίνου και ήρθε και η επανένωση το 1990, η ΛΓΔ έγινε αμέσως μέρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ήταν η πρώτη χώρα του σοβιετικού μπλοκ που έπραττε κάτι τέτοιο. Πριν από αυτό, η ΟΔΓ ήταν ελάχιστα μεγαλύτερη από την Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο ή τη Γαλλία. Μετά την επανένωση, η Γερμανία μεταβλήθηκε στην αποφασιστικά μεγαλύτερη χώρα της ΕΕ, με πάνω από 80 εκατομμύρια, τη στιγμή που η Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία έχουν μόνο 60 εκατομμύρια η καθεμία.
Η γερμανική επανένωση πήρε κάποιο χρόνο, χρήματα και προσπάθεια, τόσο για την ίδια τη Γερμανία όσο και για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο μετασχηματισμός από μια σοσιαλιστική σε μια οικονομία της ελεύθερης αγοράς δεν είναι εύκολος. Καθ’ όλη αυτήν τη διάρκεια, η Γερμανία δεν επιδείκνυε ανοιχτά την ενισχυμένη της βαρύτητα. Σταδιακά, ωστόσο, οι δυσκολίες του μετασχηματισμού ξεπεράστηκαν, και με τη βοήθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Καμία άλλη δύναμη του πρώην σοβιετικού μπλοκ δεν έλαβε τόση βοήθεια όση έλαβε η ΛΔΓ, γεγονός που αντικατόπτριζε το αυξανόμενο βάρος της Γερμανίας στη διαχείριση της ΕΕ. Τα σχέδια της ενσωμάτωσης των κεντροευρωπαϊκών χωρών με την ΕΕ διαμορφώθηκαν σε ένα κλίμα πολιτικής γενναιοδωρίας, όπως απέδειξε και η συνθήκη της Νίκαιας, που υπογράφηκε τον Φεβρουάριο του 2001. Αυτή έδωσε αξιοσημείωτη ισχύ στην ψήφο των μικρότερων χωρών.
Ύστερα, προέκυψε το ευρωπαϊκό σύνταγμα. Εκείνη τη στιγμή, η Γερμανία αισθάνθηκε αρκετά ισχυρή ώστε να απαιτήσει αλλαγές που αντικατοπτρίζουν την πληθυσμιακή της πρωτοκαθεδρία στο σύστημα των ψήφων της ΕΕ. Έτσι προέκυψε το σχέδιο της «διπλής πλειοψηφίας». Αυτό ήταν μέρος τόσο της Ευρωπαϊκής Συνταγματικής Συνθήκης, που απέρριψαν οι Γάλλοι και οι Ολλανδοί με δημοψήφισμα, όσο και της συνθήκης της Λισαβόνας, που απέρριψε η Ιρλανδία. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι, όταν η Ευρωπαϊκή Συνέλευση ετοίμαζε το σχέδιο του Ευρωσυντάγματος, το Ευρωκοινοβούλιο εκπροσωπήθηκε από δύο μέλη του, που ανήκαν στα δύο ισχυρότερα ευρωπαϊκά κόμματα, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα και το Κόμμα των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών. Και οι δύο ήταν Γερμανοί, ο ένας από το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (Έλμαρ Μπροκ) και ο άλλος από το Κόμμα των Σοσιαλδημοκρατών (Κλάους Χανς). Μιλώντας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τη 19η Νοεμβρίου του 2003, αυτή η απόφαση αμφισβητήθηκε από δύο Γάλλους ευρωβουλευτές, τον Πρεβανσέ Μπερές των Σοσιαλιστών και τον Ουίλιαμ Αμιτμπολ του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, χωρίς να πετύχουν κανένα αποτέλεσμα.
Όταν εισήλθα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το 2004, οι πιο σημαντικές επιτροπές του, αυτή των Διεθνών Υποθέσεων και η Συνταγματική, προεδρεύονταν από Γερμανούς, τον Έλμαρ Μπροκ και τον Γιο Λάινεν αντίστοιχα. Οι ηγέτες των δύο κύριων ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων ήταν Γερμανοί, ο Χανς Γκερτ Πότερινγκ και ο Μάρτιν Σουλτζ. Όποιος έχει την υποστήριξη αυτών των δύο ομάδων έχει σίγουρη την εκλογή του. Στα μέσα της θητείας μου (2007), ο Χέρμαν Πότερινγκ έγινε πρόεδρος του Κοινοβουλίου. Στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ο Γερμανός επίτροπος Γκίντερ Φερχόιγκεν είναι αντιπρόεδρος και ελέγχει τα πολύ σημαντικά χαρτοφυλάκια της Επιχειρηματικότητας και της Βιομηχανίας.
Το κοινό νόμισμα ελέγχεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που εδρεύει στην Φρανκφούρτη. Βεβαίως, η γερμανική επιρροή επικρατεί.
Κατά τη διάρκεια της θητείας μου ως ευρωβουλευτής, έχω ζήσει διάφορες προεδρίες, συμπεριλαμβανομένης της ιταλικής, της βρετανικής, της γαλλικής και της γερμανικής. Σε σύγκριση με τις άλλες, η προετοιμασία, η αποδοτικότητα και ο αντίκτυπος της γερμανικής προεδρίας σαφώς υπερείχαν. Πριν ξεκινήσει η γερμανική προεδρία, υπήρξε μια δήλωση της κυβέρνησης, γι’ αυτή, που περιλάμβανε και τα ακόλουθα: «Η Γερμανία θα χρησιμοποιήσει το βάρος της και την εμπιστοσύνη που απολαμβάνει στον κόσμο προκειμένου να συμβάλει στη διαμόρφωση μιας κοινής πολιτικής για τα εξωτερικά θέματα και την ασφάλεια, η οποία έχει αναπτυχθεί μέχρι τώρα όσο το δυνατόν περισσότερο»11. Και, βέβαια, χρησιμοποίησαν αυτό το βάρος. Όχι μόνον οι Γερμανοί πέτυχαν τα περισσότερα από αυτά που σχεδίαζαν, αλλά επίσης επιχείρησαν να προκαταλάβουν και τις επόμενες δύο προεδρίες (την πορτογαλική και τη σλοβενική), υπαγορεύοντας σ’ αυτά τα μικρά κράτη το τι να κάνουν. Η προετοιμασία της Συνθήκης της Λισσαβόνας είναι ένα καλό παράδειγμα γι’ αυτό. Η πρόεδρος Άγκελα Μέρκελ πρότεινε, με ένα γράμμα που απέστειλε τον Απρίλιο του 2007, σε όλες τις κυβερνήσεις των κρατών μελών, τα εξής: «Να χρησιμοποιήσουν μια διαφορετική ορολογία, δίχως να αλλάξουν τη νομική ουσία, σε σχέση για παράδειγμα με τον τίτλο της συνθήκης, τον υπουργό Εξωτερικών της Ένωσης και τις δικαιοδοσίες της νομοθετικής εξουσίας της ΕΕ». Επρόκειτο για μια προγραμματισμένη εξαπάτηση. Αμέσως το Σύνταγμα αναδιατυπώθηκε και υποβλήθηκε ως τροπολογία των προηγούμενων Συνθηκών. Η λέξη Σύνταγμα είχε παραλειφθεί. Ο υπουργός Εξωτερικών είχε μετατραπεί σε Ανώτατο Εκπρόσωπο της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας κ.ο.κ. Η ουσία όμως ήταν η ίδια με το απορριφθέν Ευρωσύνταγμα. Η Γερμανία ενέκρινε το περιεχόμενο της Συνθήκης, η Πορτογαλία επέβλεψε την υπογραφή της και η Σλοβενία την επικύρωσή της. Η αποτελεσματικότητα του σχεδίου ήταν πραγματικά εντυπωσιακή. Η προεδρία της Ένωσης είχε κυρίως τυπική σημασία (όπως και στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας), αλλά ο Ανώτατος Εκπρόσωπος της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και της Πολιτικής Ασφαλείας ελέγχει σημαντικές λειτουργίες.
Η πολύ θορυβώδης θητεία του Νικολά Σαρκοζί, κατά τη διάρκεια της γαλλικής προεδρίας, δεν επεφύλασσε τίποτε παραπάνω από μια αποσπασματική αντίδραση στα γεγονότα (το ιρλανδικό «Όχι» στη Συνθήκη της Λισαβόνας, την αντιπαράθεση Ρωσίας- Γεωργίας, την οικονομική κρίση), που άλλαζε συχνά στάσεις και ήταν γενικά αναποτελεσματική. Δεν υπήρξε κανένα πρόγραμμα, κανένα σχέδιο, ούτε μακροπρόθεσμες επιπτώσεις από αυτή την προεδρία. Ακόμα και μια προσπάθεια να ελεγχθούν οι επόμενες προεδρίες (των Τσέχων και των Σουηδών) απέτυχε. Όπως το έθεσε και το London & Oxford Group: «Αυτός (ο Σαρκοζί) μπορεί να φωνάζει και να γαβγίζει όσο θέλει, αλλά γνωρίζει πολύ καλά ότι το πραγματικό βάρος του στον κόσμο είναι περιορισμένο σε εκείνες τις πολιτικές επιλογές στις οποίες θα συμφωνήσει και η Γερμανία –και οι οποίες αυτή τη στιγμή δεν είναι πάρα πολλές11». Το Νιούζγουικ σχολίασε: «Δύσκολα περνάει μια ημέρα χωρίς ο Σαρκοζί, ο οποίος κατέχει τώρα τη θέση της κυλιόμενης ευρωπαϊκής προεδρίας, να υποβάλει ένα ολοκαίνουργιο σχέδιο, μόνο και μόνο για να απορριφθεί από το Βερολίνο12». Όπως έγραψε και το Στερν: «Γενικά, εδώ και αρκετές εβδομάδες, οι συναντήσεις της ΕΕ ακολουθούν το ίδιο μοτίβο. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες περίμεναν με φόβο να αντικρίσουν τις νέες προτάσεις που θα είχε στο τραπέζι ο Σαρκοζί. Έπειτα πήγαιναν κατευθείαν στη Μέρκελ και της έλεγαν: Πρέπει να του μιλήσεις ώστε να το αποσύρει13». Στο ίδιο κλίμα κυμαίνεται ο τίτλος και ο υπότιτλος ενός άρθρου της Ντι Βελτ: «Η Μέρκελ έχει επιστρατεύσει μια πολιτική του “όχι” απέναντι στον Σαρκοζί. Όσον αφορά την απομόνωση: Στην Ευρωπαϊκή σύνοδο, η Άγκελα Μέρκελ προώθησε πολλές από τις απόψεις της –για την προστασία του περιβάλλοντος και την οικονομία. Η πρόεδρος της Γερμανίας, με το όραμά της για την οικονομική κρίση, δεν είναι σε καμία περίπτωση μόνη. Από την άλλη πλευρά, τα σχέδια του Σαρκοζί ναυάγησαν στις Βρυξέλλες»14.
Η υπεροψία με την οποία οι Γερμανοί προσπαθούν να κυριαρχήσουν στους ευρωπαϊκούς θεσμούς φάνηκε καλύτερα όταν μια αντιπροσωπεία των αρχηγών των πολιτικών κομμάτων συναντήθηκε με τον Τσέχο πρόεδρο Βάκλαβ Κλάους στην Πράγα, λίγο πριν την έναρξη της τσεχικής προεδρίας της Ένωσης. Οι Γερμανοί αντιπρόσωποι απλώς υπαγόρευσαν στη νέα προεδρία το τι θα κάνει σχετικά με την επικύρωση της Συνθήκης της Λισσαβόνας. Συγκεκριμένα, ο Χανς-Γκερτ Πότερινγκ, ο Μάρτιν Σουλτζ και ο Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ των Πρασίνων μίλησαν στον Τσέχο πρόεδρο μ’ έναν επιτακτικό τρόπο.
Προφανώς, η απόρριψη των συνταγματικών κειμένων δεν αποτελεί το τέλος των προσπαθειών για τη δημιουργία μιας νομικής βάσης για την απαλλοτρίωση των εξουσιών των εθνών – κρατών από την Ένωση, σε μια κεντρική, ομοσπονδιοποιημένη δομή. Μετά από την αποτυχημένη συνθήκη της Λισαβόνας, κάποια άλλη λύση θα προκύψει, πιθανόν μέσω της σταδιακής επιβολής του περιεχομένου της15.
Οι Γερμανοί επίσης προετοιμάζουν και την κοινωνική βάση. Αναφέρθηκε ότι, στις 29/09/08, ένα εκπαιδευτικό σεμινάριο ξεκίνησε στο Μπαντ Κίσιγκεν, κοντά στο Μόναχο, με τίτλο «Ακαδημία Μεσευρώπης». «Η “Ακαδημία”, που προέρχεται από το περιβάλλον των Ενώσεων των Εκτοπισμένων (Bund der Vertriebenen [BdV])16, εκπαιδεύει μελλοντικό διαχειριστικό προσωπικό της Ανατολικής Ευρώπης με βάση τα σχέδια που είχαν εκπονήσει οι Γερμανοί για τις χώρες προέλευσής τους. Ένα από τα θέματα των σεμιναρίων είναι “Ρωσία και Μεσευρώπη”». Στην Πολωνία, σήμερα, σχεδόν όλες οι καθημερινές εφημερίδες, συμπεριλαμβανομένων και των τοπικών, είναι γερμανικής ιδιοκτησίας. Δεν τολμούν ποτέ να προωθήσουν μια πολιτική εναντίον των γερμανικών συμφερόντων. Πιθανόν, το ίδιο συμβαίνει και με τις υπόλοιπες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Μετάφραση: Νίκος Κατζούρης
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Friedrich Naumann «Mitteleuropa» 1915, Berlin, Druck u Verlag Georg Reimer.
2. Στο ίδιο, σ. 113.
3. Αυτή η περιοχή ενσωματώθηκε και αργότερα στη Γερμανία του Χίτλερ, στα 1939.
4. Georges Clemenceau “Grandeurs et misιres d’une victoire”, 1930, Paris, Libraire Plon
5. Funk Walter, Jecht Horst, Woermann Emil, Reithinger Anton, Beisiegel Philipp, Koenigs Gustav, Benning Bernhard, Clodius Carl, Hunke Heinrich, 1942 Europδische Wirtschaftsgemeinschaft, Haude & Spenersche Verlagsbuchhandlung Max Paschke. Εκδόθηκε μια έναν πρόλογο του Prof Dr H Hunke, οικονομικού συμβούλου της επιτροπής και προέδρου της Ένωσης για το Εμπόριο και την Βιομηχανία του Βερολίνου (σσ. 229).
6. Le Spectacle du Monde, no 205, Απρίλιος 1979, σ. 19.
7. Pierre Hillard, “Minorites et regionalismes, Enquκte sur le plan allemand qui va bouleverser l’ Europe”, ιditions Francois-Xavier de Guibert, 2002.
8. Στο ίδιο (σ. 269): «Για την επανενωμένη Γερμανία, πρώτη οικονομική δύναμη της ηπείρου, ο δρόμος είναι πλέον ανοικτός, στον βαθμό που η Γερμανία μπόρεσε να επιβάλει την πολιτική της φιλοσοφία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή την ομοσπονδιακή συγκρότηση, καθώς και την εθνοπολιτιστική της αντίληψη που ενσαρκώνεται στη Χάρτα των περιφερειακών ή μειοψηφικών γλωσσών και τη Συνθήκη-Πλαίσιο για την προστασία των μειονοτήτων. Αυτά τα μέτρα καταδικάζουν σε θάνατο το Έθνος-Κράτος».
9. Hillard reproduces it after Saint-Loup “Les S S da la Toison d’ Or Flamands et Wallons au combat 1941-1945”, Presses de la Cit, Paris 1975
10. http://www.aer.eu/publications/tabula-regio-num-europae.html
11. http://news.londonandoxford.com/html/news/article.aspx?articleId=276
12. http://www.newsweek.com/id/166912?tid =relatedcl
13. Σύμφωνα με την Dziennik (Poland) 29.10.2008.
14. http://www.welt.de/politik/article2870012/Merkel-setzt-Non-Politik-gegen-Sarkozy-durch.html?nr=1&pbpnr=0
und C. Schiltz 12. Dezember 2008, 17:59 Uhr.
15. Το κείμενο έχει γραφτεί πριν την επικύρωση της Συνθήκης της Λισαβόνας, από τους Ιρλανδούς τον Οκτώβριο του 2009.
16. Η Bund der Vertriebenen είναι μια ΜΚΟ που συστάθηκε για να προστατέψει τα συμφέροντα των Γερμανών που εκτοπίστηκαν στην Ανατολική Ευρώπη έπειτα από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.