Αρχική » Εθνομηδενισμός και παιδαγωγικά τμήματα

Εθνομηδενισμός και παιδαγωγικά τμήματα

από admin

Γιάννης Παπαδόπουλος Άρδην τ. 78

Αναφερόμενος στα διάφορα υποπροϊόντα της «προοδευτικής» διανόησης, από εκείνα που κυριαρχούν σήμερα στις κοινωνικές επιστήμες και κυκλοφορούν με «προοδευτική» άνεση στα ελληνικά ΑΕΙ, ο Τόμσον σημείωνε το εξής: «Υποστηρίζω πως αυτή η συγκεκριμένη μόδα έχει πλέον εγκατασταθεί για τα καλά σε ένα ιδιαίτερο κοινωνικό στρώμα, την αστική λούμπεν διανόηση: επίδοξους διανοούμενους τους οποίους, η ερασιτεχνική διανοητική προπαιδεία τους, τους αφοπλίζει απέναντι σε προφανείς παραλογισμούς  και στοιχειώδεις φιλοσοφικές γκάφες, και ταυτόχρονα αστική, γιατί παρ’ όλο που πολλοί από αυτούς θα ήθελαν να είναι επαναστάτες, αποτελούν τα προϊόντα μιας ορισμένης συγκυρίας… που τους καθιστά ικανούς να εκτελούν φανταστικά επαναστατικά ψυχοδράματα» (αναφέρεται από Γ. Καραμπελιά, Θεμελιώδης Παρέκκλιση, 2004, σελ. 164)
Οι παραπάνω διαπιστώσεις είναι ιδιαίτερα επίκαιρες στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από κάθε προβληματισμό σχετικά με την αξιολόγηση των ΑΕΙ και του προσωπικού τους. Είναι συνυφασμένες με τις διαδικασίες και το περιεχόμενο του «εκσυγχρονισμού» της ανώτατης Παιδείας,  και συνδέονται με τη σταθεροποίηση των κεκτημένων, των μικρών ή μεγάλων «νέων τζακιών», που κατέκτησαν, κάποτε με την αξία τους, συχνότερα όμως με τις κατάλληλες δημόσιες και ιδιωτικές σχέσεις, τις υψηλές καθηγητικές βαθμίδες. Ακόμα πιο ειδικά, η διαδικασία της επιλογής και εξέλιξης των μελών ΔΕΠ στα πανεπιστημιακά τμήματα, που έχουν σχέση με την ιδεολογική αναπαραγωγή της κοινωνίας και των πολιτικών της αξιών, αποτέλεσε συνάρτηση της κοινωνικής και συμβολικής αναδιάταξης, που άρχισε με συνθήματα του τύπου «ο λαός στην εξουσία», πριν από τέσσερις περίπου δεκαετίες. Πράγματι, δεν είναι τυχαίο ότι η αναδιάρθρωση της παιδείας ξεκίνησε ως «εκδημοκρατισμός» και εκ των άνω (από τα πανεπιστήμια), ήδη από το 1982, δημιουργώντας τα διπλωματούχα στελέχη της με νέους επιστήμονες που βγήκαν «από τα σπλάχνα του λαού», ο οποίος τόσον καιρό διψούσε όχι μόνο για γνώσεις και για γράμματα, αλλά και για κοινωνικές διακρίσεις που συνδέονται με αυτά, εποφθαλμιώντας να κατακτήσει κάποιες εξουσίες στις ίδιες τις επίσημες δημόσιες δομές της παραγωγής και αναπαραγωγής της επιστημονικής γνώσης. Τόσο το «χαρτί» (πτυχίο, διδακτορικά κ.λπ.), όσο και οι διαδικασίες εξέλιξης των μελών ΔΕΠ «εκδημοκρατίστηκαν» πλήρως. Γύρω από αυτές τις συμβολικές πρακτικές κοινωνικής καταξίωσης, δημιουργήθηκε, μεταξύ 1980-2000, μια ολόκληρη κοινωνική κάστα, με συγκεκριμένα κοινωνικά συμφέροντα, η οποία, αφού εξασφάλισε ότι δεν θα ελεγχθεί πλέον, από καμία αρχή, η εγκυρότητα των τίτλων σπουδών που ισχυρίζεται ότι κατέχει –και στη βάση των οποίων εκλέχτηκε σε κάποια θέση ΔΕΠ– αφού δηλαδή εξασφαλίστηκε, περιχαρακώθηκε πρακτικά και νομικά, απέκτησε κύρος, προσβάσεις, θέσεις, διοικητικά πόστα, δυνατότητες «αυτοχρηματοδότησης», μέσω προγραμμάτων κ.λπ., χωρίς δισταγμούς πλέον, εκτίθεται σε πολιτικά και διοικητικά πόστα του δημοσίου βίου.
Όταν, όμως, μερικά από τα άτομα αυτά έχουν ειδικευτεί στην αναπαραγωγή του εθνομηδενιστικού λόγου και έχουν σταδιοδρομήσει στα παιδαγωγικά τμήματα, ένα κομμάτι της κοινής γνώμης δικαίως διερωτάται και δυσπιστεί: Τι άραγε μαθαίνουν οι δάσκαλοι των Ελλήνων μαθητών και από ποιους; Ας απαντήσουμε συνοπτικά. Εδώ και πολλά χρόνια, η λειτουργία του χαμηλόβαθμου «ιερατείου» (των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας δηλαδή εκπαίδευσης), στην αναπαραγωγή των ιδεολογημάτων του εθνομηδενισμού, αποτελεί προτεραιότητα για τις πολιτικές ηγεσίες του υπό νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση «ελληνικού» κράτους και των υπουργείων Παιδείας του. Πιο απλά, στη σημερινή μετα-νεωτερική εποχή, οι εκπαιδευτικοί, ιδιαίτερα αυτοί της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, έχουν ένα ρόλο συμμετρικό, αλλά αντιστρόφως ανάλογο με εκείνο που είχε, στην προ-νεωτερική και νεωτερική εποχή, ο κατώτατος κλήρος, ο παπάς του χωριού: εγχαράσσουν τις συνειδήσεις του «πολίτη του κόσμου» σε ένα ποίμνιο μικρών μαθητών, που θα εξελιχθούν σε τυπικά εγγράμματους, ημιμαθείς, τεχνικά εξειδικευμένους-σε-κάτι, εργαζόμενους και μελλοντικούς υπηκόους ενός (μελλοντικού) κράτους, διαχωρισμένου από κάθε ιστορική παράδοση και από κάθε λαϊκό πολιτισμό
Πώς ακριβώς έγιναν ή εμφανίστηκαν όλα τα παραπάνω στο πεδίο της αρχικής πανεπιστημιακής εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και της προσχολικής εκπαίδευσης; Να υπενθυμίσουμε εξίσου τηλεγραφικά: Το 1984, ανωτατοποιούνται οι παραπάνω σπουδές και τα τέσσερα χρόνια πανεπιστημιακής εκπαίδευσης αντικαθιστούν τη διετή κατάρτιση των παραπάνω εκπαιδευτικών στις ως τότε Παιδαγωγικές Ακαδημίες. Τα έτη σπουδών διπλασιάζονται χωρίς κανέναν προβληματισμό σχετικά με τον στενά επαγγελματικό χαρακτήρα αυτής της εκπαίδευσης, που ουσιαστικά επεκτείνει τη λογική των παιδαγωγικών ακαδημιών μέσα στα πανεπιστήμια.
Έτσι, η πρακτική και στενά επαγγελματική κατάρτιση των εκπαιδευτικών προσχολικής και πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, σε συνάρτηση μάλιστα με την παντελή σχεδόν απουσία μιας σοβαρής παιδαγωγικής κατάρτισης των εκπαιδευτικών της μέσης (αλλά και της ανώτατης) εκπαίδευσης, αγγίζει στην Ελλάδα τα όρια μιας χοντροκομμένης, αλλά κοινωνικά και πολιτικά, οργανωμένης φάρσας. Αν λοιπόν στον τομέα αυτό (τις παιδαγωγικές σπουδές), η αποσπασματικότητα και η προχειρότητα χαρακτηρίζουν στις περισσότερες περιπτώσεις τις εκπαιδευτικές και ερευνητικές διαδικασίες, δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι, στα παιδαγωγικά τμήματα, οι διαδικασίες πρόσβασης σε τίτλους σπουδών και εκείνες της εξέλιξης των μελών ΔΕΠ μοιάζουν τόσο πολύ. Για την πλειοψηφία του εκπαιδευτικού προσωπικού, η πρακτική εξάσκηση (στη διδασκαλία και τις δημόσιες σχέσεις) συνοδεύεται συνήθως από πρωτότυπες δήθεν επιστημονικές δημοσιεύσεις, που προκύπτουν από επαναλήψεις διδακτικών σημειώσεων, μεταφράσεις τμημάτων κάποιας εμπειρικής έρευνας, που πολλαπλασιάζεται διά μαγείας σε αναρίθμητες «εργασίες». Από την πλευρά τους, οι μελλοντικοί δάσκαλοι και νηπιαγωγοί αποκτούν το ποθητό επιστημονικό και κοινωνικό τους κύρος μέσα από μια αποσπασματική κατάρτιση σε διάφορα αντικείμενα, με ιδιαίτερη έμφαση στη «διαπολιτισμικότητα».
Από τους «παραδοσιακούς» στους «μεταμοντέρνους»
Πέραν των άλλων θεσμικών (μισο)μεταρρυθμίσεων, η δεκαετία’80-’90 είναι, τόσο στην Ελλάδα, όσο και σε όλη την Ευρώπη, μια περίοδος σημαντικών ιδεολογικών και πολιτικών ανακατατάξεων. Στο πεδίο της εγχώριας οργάνωσης των παιδαγωγικών σπουδών, δηλαδή της αρχικής κατάρτισης των νηπιαγωγών και των δασκάλων, που στελεχώνουν τα αντίστοιχα σχολεία της χώρας, από το 1989 και ύστερα, ήταν ιστορικά απολύτως ερμηνεύσιμη η έμφαση που έδωσαν οι ιδεολόγοι του ιδεολογικού εκσυγχρονισμού στην κατάληψη των παιδαγωγικών τμημάτων από άτομα ικανά να χειριστούν τη μετάβαση των νεωτερικών προταγμάτων του εξορθολογισμού προς τη μετα-νεωτερικότητα. Το τελικό ζητούμενο της μεταρρύθμισης της οργάνωσης και του περιεχομένου των σπουδών των τμημάτων αυτών, που αργότερα μετονομάστηκαν σε τμήματα επιστημών της εκπαίδευσης ή της προσχολικής αγωγής, ήταν η σταδιακή τους μετάλλαξη, από θεσμικά κέντρα αναπαραγωγής της θρησκευτικής και εθνικής νεοελληνικής συνείδησης, σε θεσμούς αποσταθεροποίησης των παραπάνω παραδοσιακών αξιών και περιεχομένων διδασκαλίας και αφιερωμένων, με ασίγαστο εξορθολογιστικό πάθος, στην καλλιέργεια των κοσμοπολίτικων μετα-νεωτερικών ιδεολογημάτων του λεγόμενου εξευρωπαϊσμού, που ήταν τότε ακόμα η κύρια προτεραιότητα των «εκσυγχρονιστών». Η προτίμηση πολλών για τα τμήματα κατάρτισης νηπιαγωγών ήταν επίσης ερμηνεύσιμη. Θεωρητικά, κατ’ αρχάς, διότι η προσχολική ηλικία προσφέρεται ιδιαίτερα για την εγχάραξη αξιών, δηλαδή τη βαθιά και σχεδόν ασυνείδητη μάθηση κάποιων τρόπων σκέψης που, ανάλογα με τις συγκυρίες και τις εποχές, θεωρούνται ως οι πλέον ενδεδειγμένες για την κοινωνικοποίηση των μαθητών. Πρακτικά όμως επίσης, διότι λόγω του μη υποχρεωτικού χαρακτήρα της προσχολικής εκπαίδευσης, οι ιδεολογικές αντιστάσεις των εκφραστών της προηγούμενης, εθνοκεντρικής λογικής, που είχαν περάσει από τις παλιές παιδαγωγικές ακαδημίες στα νεοσύστατα πανεπιστημιακά τμήματα, ως προς τα περιεχόμενα του ήδη διαφαινόμενου ιδεολογικού εκσυγχρονισμού (του κοσμοπολιτισμού, της πολυπολιτισμικότητας, της καλλιέργειας της διαφορετικότητας κ.λπ.), ήταν μάλλον μικρότερες στα τμήματα που εκπαίδευαν τους μελλοντικούς νηπιαγωγούς, σε σχέση με εκείνα που εκπαίδευαν τους δασκάλους του δημοτικού σχολείου.
Όλα τα παραπάνω διευκόλυναν ιδιαίτερα την εκλογή ή τη μετακίνηση του ιδεολογικά και πολιτικά κατάλληλου επιστημονικού δυναμικού, που προοδευτικά στελέχωσε τα νέα παιδαγωγικά πανεπιστημιακά τμήματα, μετά το 1985, και επέτρεψε τη σταδιακή περιθωριοποίηση των πιο συντηρητικών κύκλων (θεολόγων, παιδαγωγών, παπαδοδασκάλων κ.λπ.), που, μέχρι το 1985, είχαν τον πλήρη έλεγχο της επεξεργασίας των προγραμμάτων σπουδών όχι μόνο στις παιδαγωγικές ακαδημίες, αλλά και στα παιδαγωγικά τμήματα μέχρι σχεδόν το τέλος της δεκαετίας. Λίγο-λίγο, όμως, τα εκλεκτορικά σώματα, που οργανώθηκαν με διαφανείς ή αδιαφανείς διαδικασίες επί των διαδοχικών κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ, γέμισαν τα τμήματα αυτά με πιο νέους ανθρώπους, συχνά πιο προοδευτικών αντιλήψεων, αλλά, ταυτόχρονα, με τα «νέα τζάκια» νεόκοπων ή μη σοσιαλιστών-κοινωνιολογιζόντων παιδαγωγών και με «αριστερούς» διαφόρων ειδικοτήτων (κοινωνιολόγους, ψυχολόγους, φιλόλογους, μαθηματικούς, φυσικούς κ.λπ.), έτοιμους γενικά να επικυρώσουν στις γενικές συνελεύσεις όχι μόνο όλες τις προτεινόμενες, πραγματικές ή φανταστικές, καινοτομίες, αλλά και όλους τους σταδιακούς ιδεολογικούς αναπροσανατολισμούς και μετασχηματισμούς των προγραμμάτων σπουδών. Στις εκλογές μελών ΔΕΠ, αυτοί οι ιδεολογικοί αναπροσανατολισμοί λειτούργησαν ουσιαστικά σαν ένα πλαίσιο στρατολόγησης. Άλλωστε, συνήθως, όλα τα παραπάνω δεν αποτελούσαν για τους περισσότερους εκλέκτορες ρητώς διατυπωμένους στόχους, αλλά ήταν προβληματισμοί ενταγμένοι, με τρόπο άρρητο και αμφίσημο, στις γνωστές και συνηθισμένες ημιδιαφανείς διαδικασίες αμοιβαίας εξυπηρέτησης και προώθησης ημετέρων σε διάφορες θέσεις και βαθμίδες.
Η πλύση εγκεφάλου
Η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη (και σε μικρότερο βαθμό η Πάτρα, η Αλεξανδρούπολη και το Ρέθυμνο) μοιράστηκαν το κύριο βάρος αυτού του εκσυγχρονισμού. Οι νέες ιερατικές πολιτικές σχολές των διαμορφωτών των συνειδήσεων του κατώτερου εκπαιδευτικού ιερατείου, δηλαδή το Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης Θεσσαλονίκης (Τσιάκαλος, πολύ αργότερα Ρεπούση κ.λπ.) και το Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών της Αθήνας (Φραγκουδάκη, Δραγώνα κ.λπ.), ανέλαβαν σταδιακώς ενεργό δράση μέσω πολλών και πολύ καλά επιδοτούμενων ευρωπαϊκών προγραμμάτων, όχι μόνο στην αρχική κατάρτιση, αλλά και στην επιμόρφωση του εκπαιδευτικού προσωπικού ή στη διαμόρφωση του ιδεολογικά κατάλληλου παιδαγωγικού υλικού, για διάφορα μαθήματα σχετιζόμενα κυρίως με τους τομείς της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, της γλώσσας και της ανάγνωσης, της αγωγής του πολίτη, της διδακτικής της ιστορίας κ.λπ. Όλα αυτά απαιτούσαν βέβαια συνεργασίες με διάφορους αμειβόμενους εξωτερικούς ερευνητές, καθώς και τεχνικούς και διοικητικούς υπαλλήλους – συνεπώς, διαμόρφωσαν μια αλληλουχία συμφερόντων και ανάλογα  δίκτυα εξαρτήσεων, τόσο με όλο το παραπάνω προσωπικό, όσο και με στελέχη του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου. Οι όποιες καταγγελίες, διαμαρτυρίες και ενστάσεις είδαν το ημίφως εκείνη την εποχή (μεταξύ 1990-2000 περίπου), δικαίως ή αδίκως, θεωρήθηκαν είτε αντιδραστικές, είτε, κυρίως, επουσιώδεις και ασήμαντες. Οι δημοσιογράφοι της αριστεράς και της δεξιάς, οι πολιτικοί στοχαστές, οι διαμορφωτές της πολιτικής επικαιρότητας είχαν βέβαια τότε άλλα, «σοβαρότερα πράγματα», με τα οποία έπρεπε να ασχοληθούν κατά προτεραιότητα.
Οι μάλλον άτυχοι συμπολίτες μας, οι δάσκαλοι, οι νηπιαγωγοί και οι καθηγητές της μέσης εκπαίδευσης, υφίστανται λοιπόν, χρόνια τώρα, τις ίδιες ή παραπλήσιες πολυδάπανες «επιμορφώσεις» (χρηματοδοτούμενες κυρίως από προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης), από τους ίδιους ή παραπλήσιους επιμορφωτές και με τους ίδιους πάνω-κάτω επιστημονικούς υπευθύνους. Αυτοί οι τελευταίοι, με το υψηλό αίσθημα κοινωνικής ευθύνης, που προφανώς τους διακρίνει, ανταποκρίθηκαν πάντα πρόθυμα (αν και όχι πάντα τελείως ανιδιοτελώς), στα καθήκοντα του συντονισμού, της οργάνωσης και της «επιστημονικής διαχείρισης» των παραπάνω εκσυγχρονιστικών ενεργειών και λοιπών εκπολιτιστικών «δράσεων». Παράλληλα, το κυριότερο θύμα των παραπάνω εκπολιτιστικών πρωτοβουλιών, δηλαδή το ανθρώπινο δυναμικό των δασκάλων, βομβαρδίστηκε κυριολεκτικά με όλες τις πολιτισμικά ηγεμονικές αγγλο-αμερικάνικες ιδεοληψίες (περί της «σύγχρονης κοινωνίας της διακινδύνευσης», περί των «ανοικτών κοινωνιών της πληροφορίας», περί των «ατομικών και μειονοτικών δικαιωμάτων στη διαφορά» κ.λπ.). Κλήθηκε, με άλλα λόγια, επειγόντως να συμμορφωθεί στις θρησκευτικές αξίες του νέου «μετα-εθνικού σύμπαντος» και να «εκσυγχρονιστεί», υπερβαίνοντας, με κοσμοπολίτικη διανοητική τσαχπινιά και χάρη, τις παραδοσιακές, «εθνοκεντρικές» (και «αγροτο-κτηνοτροφικές») αξίες του προηγούμενου ιδεολογικού πλαισίου «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια», με τις οποίες είχε γαλουχηθεί ο παραδοσιακός νεοέλληνας δάσκαλος
Μια καθυστερημένη συνειδητοποίηση
Από τη μεριά τους, τα περισσότερα από τα άτομα που στρατολογήθηκαν για να υπηρετήσουν ως μέλη ΔΕΠ, σε διάφορες βαθμίδες στα παραπάνω τμήματα, προσπάθησαν απλώς να κρατήσουν τις απαραίτητες ισορροπίες που τους επέτρεπαν να επιβιώσουν. Στο κάτω-κάτω, το να πιστεύεις και να λες αυτά για τα οποία πληρώνεσαι, ή έστω έχεις συμφέρον να πιστεύεις και να λες, δεν έχει τίποτα το δαιμονικό ή εξωφρενικό. Αντίθετα, αποτελεί την κοινή πρακτική της μεγάλης μάζας των διανοουμένων όλων των εποχών. Η δαιμονοποίηση αυτών των μάλλον ταλαίπωρων κοινωνικά και μετρίων επιστημονικά ατόμων και καθεστωτικών υπαλλήλων είναι τόσο ανόητη, όσο και η εξίσου δραματοποιημένη στομφώδης και υποκριτική μικροαστική έκκληση σε κάποια ιδεώδη που υποτίθεται ότι εξυπηρετούν όλοι ανεξαιρέτως οι «πνευματικοί ταγοί».
Άλλωστε, όλοι, ακόμα και οι πιο πολιτικά υποψιασμένοι από τις αμφισημίες του «εκσυγχρονισμού», ξεγελάστηκαν: επικροτώντας ως αριστεροί το αίτημα του διαχωρισμού του κράτους και της παιδείας από τον στενό εναγκαλισμό τους με την Εκκλησία, άνοιξαν τον δρόμο στο εθνομηδενιστικό αίτημα του διαχωρισμού μεταξύ παιδείας και ιστορικού (λαϊκού και εθνικού) πολιτισμού. Δεν κατανόησαν εγκαίρως την πραγματική κοινωνική και πολιτισμική δυναμική της νεοφιλελεύθερης διεθνοποίησης των καπιταλιστικών αγορών. Ωθώντας στις φθαρμένες ιστορικές ράγες του το αργοπορημένο τρένο της νεωτερικότητας, δεν είδαν πίσω του –ίσως δεν υποψιάστηκαν καν– την υπερταχεία της μετα-νεωτερικότητας που έφθανε ολοταχώς. Εντούτοις, είναι επίσης πιθανό, ότι ακόμα και αν το είχαν εγκαίρως υποψιαστεί, δεν θα είχαν πετύχει τίποτα άλλο, παρά την ακόμα πιο πρόωρη περιθωριοποίησή τους.
Η ελληνική δημοκρατική κοινή γνώμη συνειδητοποίησε για πρώτη φορά ότι κάτι περίεργο συμβαίνει με τα παιδαγωγικά τμήματα και το εκπαιδευτικό τους προσωπικό, όταν ουσιαστικά ο κύκλος της θεσμικής συγκρότησης αυτών των «εκσυγχρονιστών-αποδομιστών» είχε ήδη κλείσει. Ανακάλυψε το τι λέγεται και το τι γράφεται, στο όνομα των κοινωνικών επιστημών και της ιστορίας, το τι λένε οι δάσκαλοι στους μαθητές τους και το τι διδάσκονται αυτοί οι ίδιοι στα πανεπιστήμια, με την ευκαιρία των αντιπαραθέσεων γύρω από το βιβλίο της ιστορίας για μαθητές του δημοτικού, που εκπόνησε η ομάδα Ρεπούση-Κουλούρη κ.λπ. Τότε περίπου, και με την ευκαιρία της πολιτικής σταδιοδρομίας της Θάλειας Δραγώνα, δηλαδή των στενών της σχέσεων με το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου, η ευρύτερη κοινωνία θυμήθηκε και τις πολύ καλά επιδοτούμενες «διαπολιτισμικές καινοτομίες» των Φραγκουδάκη,  Δραγώνα κ.λπ., στα Πομακοχώρια της Θράκης και αλλού. Η θέση της Δραγώνα στο σημερινό υπουργείο της (όχι πια εθνικής) Παιδείας επιβεβαίωσε τις ανησυχίες. Η εμπλοκή όμως του ΛΑΟΣ στις καταγγελίες επέτρεψε ταυτόχρονα τη θυματοποίησή της – δηλαδή την εμφάνιση όψιμων υπερασπιστών που προέρχονται από τους γνωστούς κύκλους, οι οποίοι, στο όνομα της δημοκρατίας και της πολυπολιτισμικότητας, στιγματίζουν κάθε κοινωνική αντίδραση στην πολτοποίηση της ιστορικής μνήμης ως «λαϊκίστικη» ή «ακροδεξιά». Όλων εκείνων δηλαδή που υπερασπίζονται με τη βοήθεια των ΜΜΕ κάθε ιδεολογική προπαγάνδα που έχει ντυθεί έστω και πρόχειρα με το ένδυμα της «επιστημονικής άποψης», στο όνομα βεβαίως της ελευθερίας των «επιστημόνων» να εκφράζονται.
Με την προσθήκη του Μίκη Θεοδωράκη στον χορό των «λαϊκιστών», που αποτόλμησαν την καταγγελία της μετα-νεωτερικής επιστημονοποίησης του εθνομηδενισμού, η σεμνή τελετή της συμβολικής αντιπαράθεσης μεταξύ νεοελλήνων «ανορθόλογων σκοταδιστών» και «ορθολογικά σκεπτόμενων μετα-νεωτερικών διαφωτιστών» μάλλον έλαβε τέλος.
Όλα τα παραπάνω τελικά δεν επιβεβαιώνουν παρά μόνο μια πικρή ιστορική αλήθεια: Ότι η, διχασμένη ιδεολογικά, δημοκρατική κοινή γνώμη της σημερινής νεοελληνικής κοινωνίας, καθώς και όποιες αριστερές ευαισθησίες της έχουν απομείνει στο πολιτικό πεδίο, τρέχουν πάντα πίσω από τις εξελίξεις και τα γεγονότα. Υποτιμώντας την πολιτική σημασία και την πολιτισμική σπουδαιότητα πολλών φαινομενικά ασήμαντων μικρογεγονότων, δηλαδή των πραγματικών διαδικασιών με τις οποίες οργανώνονται ιστορικά οι όποιες εξελίξεις –και με την ευθύνη κυρίως των πολιτικών οργανώσεων της αριστεράς, που συνήθως περί άλλα τυρβάζουν– η δημοκρατική κοινή γνώμη, μαζί με τις ανησυχίες της και τις άλλες ιδεολογικές της αποσκευές, φθάνει πάντα αργά.
Και όποιος φθάνει αργά, χάνει το τρένο.

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ