Του Γιώργου Καραμπελιά από την Ρήξη Μαρτίου που θα κυκλοφορήσει το Σάββατο 4 Μαρτίου
Το δημοψήφισμα του 2015 και η ολοκλήρωσή του, με τη μεταβολή του ΟΧΙ σε ΝΑΙ μέσα σε μία βδομάδα, υπήρξε η μεγαλύτερη αντεπαναστατική πράξη που εξετελέστη στη σύγχρονη Ελλάδα μετά το πραξικόπημα των συνταγματαρχών! Και όμως, ακόμα και από φίλους, ακόμα και σήμερα θεωρείται ακριβώς το αντίστροφο! Ως μία μεγάλη επαναστατική πράξη που προδόθηκε!
Ωστόσο αποτέλσε μια άκρως «αντεπαναστατική» κίνηση για πολλούς λόγους:
Πρώτον, διότι ολοκλήρωσε με τις συνέπειές της, – τα capital controls στις τράπεζες που οδήγησαν στο ξεπούλημά τους, και την υπογραφή ενός νέου, δρακόντειου μνημονίου–, την καταστροφή της ελληνικής οικονομίας, ξαναρίχνοντάς την βαθύτερα στα νύχια του Σόιμπλε και της παρέας του.
Δεύτερον, διότι επέτρεψε την επιβίωση μιας ετοιμόρροπης μέχρι τότε κυβέρνησης και της έδωσε τη δυνατότητα να ξανακερδίσει τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015.
Τρίτον, και σημαντικότερο, διότι βύθισε τον ελληνικό λαό σε μια μεγάλη ιστορική κατάθλιψη, – την καλύτερη συνταγή για να αποδεχθεί όλα όσα ακολούθησαν και όσα πρόκειται να ’ρθουν. Για πρώτη φορά μετά το 1967, ο ελληνικός λαός φάνηκε να αποδέχεται τη μοίρα του και πλέον δεν αμφισβητεί την εξουσία και τα μηχανεύματά της. Αντίθετα έχει οδηγηθεί στη λογική του «σφάξε με, πασά μου, ν’ αγιάσω», δηλαδή, «τελειώνετε και ό,τι είναι να γίνει ας γίνει». Αυτό είναι το μεγαλύτερο αντεπαναστατικό κατόρθωμα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Η υποταγή του ελληνικού λαού που, μη έχοντας άλλη διέξοδο, είναι έτοιμος να παραδοθεί στο μοιραίο.
Τέταρτη, και όχι αμελητέα συνέπεια –στα πλαίσια της γενικευμένης απελπισίας των Ελλήνων–, είναι η πτώση του Σαμαρά και η ανάδειξη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της Ν.Δ.. Διότι το δημοψήφισμα και ο Σύριζα έφεραν ως αντίπαλο δέος τον Μητσοτάκη στη Ν.Δ.
Και έτσι οι Έλληνες, «δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα», χωρίς καν «να προσμένουν κάποιο θαύμα», κινούνται μεταξύ καταθλίψεως και Κυριάκου. Διότι και ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποτελεί έκφανση αυτής της κατάθλιψης. Παρά την αδιαμφισβήτητη δημοσκοπική του υπεροχή –ως το μη χείρον βέλτιστον ενός λαού σε απελπισία– και παρά την επαναλαμβανόμενη αναφορά του στην ανάγκη εκλογών, στην πραγματικότητα ασκεί μια υποτονική αντιπολίτευση.
Φταίει άραγε μόνο το γεγονός ότι οι Γερμανοί θέλουν ακόμα τον Τσίπρα «για να τελειώσει τη δουλειά», ή έχει να κάνει και με κάτι βαθύτερο, την καθολική εξάντληση του ελληνικού πολιτικού συστήματος;