Γερμανικά άρματα Leopard, τα οποιά έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην κατάληψη του Αφρίν
«Ρεαλισμός», πέρα από αξίες και αρχές!
του Βασίλη Στοϊλόπουλου από την Ρήξη φ. 142
Ο διακηρυγμένος στόχος της Γερμανίδας καγκελαρίου Μέρκελ, να μην απομακρυνθεί ακόμη περισσότερο η «πολύτιμη» Τουρκία από τη νατοϊκή Δύση, μπορεί να μην επιτυγχάνεται ακόμη στον επιθυμητό βαθμό, όμως η Γερμανία το προσπαθεί με κάθε τρόπο. Ακόμη και με κίνδυνο, ο κυνικός ρεαλισμός του Βερολίνου απέναντι στις αλλοπρόσαλλες και μεταλλασσόμενες διαθέσεις του Ερντογάν, να εκληφθεί ως «ερντογανοποίηση» της γερμανικής πολιτικής για την Τουρκία.
Οι περυσινές φραστικές επιθέσεις και ύβρεις του Τούρκου προέδρου, ο οποίος γνωρίζει όσο κανείς άλλος να μεταμορφώνεται επιτυχώς από μια ημέρα στην άλλη, με επίκεντρο στο ναζιστικό παρελθόν της Γερμανίας, σταμάτησαν και έχουν πλέον ξεχαστεί. Γεγονός είναι όμως ότι, παρά τους λεονταρισμούς και τις προσβολές της Άγκυρας, το επαίσχυντο γερμανοτουρκικό, προσφυγικό ντηλ, συνεχίστηκε σχεδόν απρόσκοπτα, όπως και ότι συνολικά οι εξαγωγές της Γερμανίας προς την Τουρκία αυξήθηκαν σημαντικά και κατά την περίοδο ψυχρότητας της τελευταίας διετίας.
Φαίνεται πως για τη Μέρκελ η γεωπολιτική και οικονομική σημασία της Τουρκίας είναι όντως τέτοιας σπουδαιότητας που, σύμφωνα με τον Γερμανό Επίτροπο Γκύντερ Έτινγκερ, η καγκελάριος θα ήταν διατεθειμένη γι’ αυτό «να πάει έρποντας στα γόνατα μέχρι την Άγκυρα», ως σύγχρονος Ερρίκος ο Δ΄. Στο πλαίσιο αυτού του «ρεαλισμού», η τουρκική εισβολή στη Συρία χαρακτηρίστηκε από τη Γερμανία απλώς ως μια «ρευστή κατάσταση», όπου πρέπει να ληφθούν υπόψη τα «νόμιμα συμφέροντα ασφάλειας» της Τουρκίας, ενώ η σύλληψη των δύο Ελλήνων στρατιωτικών από τους Τούρκους υποβαθμίστηκε ως να μην υφίσταται. Επίσης, δεν είναι καθόλου τυχαίο που η διακαής επιθυμία της Άγκυρας για μια Σύνοδο Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τουρκίας θα πραγματοποιηθεί τελικά στις 26 Μαρτίου στη Βάρνα της Βουλγαρίας, μετά από πιέσεις της Μέρκελ και της γερμανοκρατούμενης γραφειοκρατίας των Βρυξελών σε πολλά κράτη-μέλη της Ένωσης, τα οποία είχαν δηλώσει ανοιχτά απροθυμία. Ιδιαίτερα μάλιστα σε μια περίοδο που η Τουρκία έχει εισβάλει στρατιωτικά στον «βούρκο» της Συρίας, παραβιάζοντας το διεθνές δίκαιο, δεν αναγνωρίζει εμπράκτως την ΑΟΖ κράτους-μέλος της Ένωσης, απειλεί την Ελλάδα σχεδόν καθημερινά, ενώ παράλληλα έχουν αναβαθμιστεί και οι σχέσεις της με τη Ρωσία. Το γεγονός ότι το βασικό μελλοντικό διακύβευμα της Ελλάδας, αλλά και της Σερβίας, είναι ο διακηρυγμένος τουρκικός αναθεωρητισμός και ο ύστερος αλβανικός εθνικισμός, δεν είναι ιδιαίτερα ανησυχητική, όπως φαίνεται, για τη γερμανική εξωτερική πολιτική. Η αντιπαλότητα των μεγάλων δυνάμεων ΗΠΑ, Κίνας, Ρωσίας στα δυτικά Βαλκάνια εξελίσσεται τελευταία εις βάρος της γερμανικής Ευρώπης, που συνεχώς χάνει σε αξιοπιστία και ισχύ, παρότι είναι πρώτη σε επενδύσεις στον εύθραυστο αυτό χώρο. Γι αυτό άλλωστε και η προσπάθεια του Βερολίνου σύμπραξης Γερμανίας-Τουρκίας στα Δυτικά Βαλκάνια. Προσπάθεια που αποτελεί και μια ιστορική συνέπεια, η οποία έρχεται από την εποχή της γερμανοτουρκικής «αδελφότητας των όπλων» των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα.
Μπορεί οι ηγεμονικές βλέψεις της Γερμανίας να έχουν δεχτεί πλήγμα κατά τους έξι μήνες ακυβερνησίας στο Βερολίνο, όμως «η απρόσκοπτη» γερμανοτουρκική συνεργασία, μετά τη γερμανοτουρκική κρίση, λόγω και των συλλήψεων Γερμανών πολιτών στη Τουρκία, επανέρχεται σταθερά στις πρότερες ομαλές καταστάσεις. Η απελευθέρωση δύο Γερμανών δημοσιογράφων τουρκικής καταγωγής ήρκεσε για να ξεκινήσει η αποκλιμάκωση των διαταραγμένων σχέσεων του πρόσφατου παρελθόντος. Το πρακτικό αποτέλεσμα ήταν, από τις 18 Δεκεμβρίου 2017 μέχρι τον Ιανουάριο του 2018, μία ημέρα δηλαδή πριν την επίθεση της Τουρκίας στο Αφρίν, να δοθούν συνολικά τριάντα μία άδειες για εξαγωγή πολεμικού υλικού στην Τουρκία. Οι αδειοδοτήσεις ξεκίνησαν δηλαδή μετά την απελευθέρωση του δημοσιογράφου Μεσάλ Τολού τον περασμένο Δεκέμβριο και πριν αυτήν του Ντενίζ Γιουτζέλ, η οποία έγινε στα μέσα του περασμένου Φεβρουαρίου. Πρόκειται σαφώς για μια επαίσχυντη συμφωνία, παρά τις γερμανικές διαψεύσεις, που προφανώς θα έχει συνέχεια. Επίκεντρο του γερμανοτουρκικού ντηλ, στην παρούσα φάση, είναι οι στρατιωτικοί εξοπλισμοί. Η τουρκική κυβέρνηση σχεδιάζει, για παράδειγμα, την κατασκευή χιλίων αρμάτων μάχης τύπου Αλτάι, αξίας περίπου επτά δισεκατομμυρίων ευρώ, με συνεργασία της τουρκικής εταιρείας BMC και της γερμανικής Rheinmetall. Ήδη από το 2016, οι δύο εταιρείες ίδρυσαν από κοινού τη RBSS, με έδρα την Άγκυρα, στην οποία οι Γερμανοί κατέχουν το 40% και αναμένουν την άδεια της νέας, τέταρτης γερμανικής κυβέρνησης υπό τη Μέρκελ, για να ξεκινήσουν την παραγωγή.
Μια τέτοια μαζική πώληση όπλων, σε μια επιθετική και σταθερά αυτονομούμενη προεδρική δικτατορία, όπως η Τουρκία του Ερντογάν, δείχνει ασφαλώς ότι, για τη γερμανική πολεμική βιομηχανία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι επεκτατικοί πόλεμοι δεν περιλαμβάνονται στην ατζέντα της. Ούτε ασφαλώς και σε αυτήν της γερμανικής κυβέρνησης που επιτρέπει τέτοιες συναλλαγές, καθώς είναι σαφές ότι, πρωτίστως, αυτό που μετρά γι’ αυτήν, είναι η αύξηση των κερδών των γερμανικών επιχειρήσεων και η δυνατότητα που της δίνεται να παρουσιάζει στον γερμανικό λαό ένα όντως τεράστιο ΑΕΠ και να προπαγανδίζει με επιτηδειότητα το θεμελιώδες ψέμα : «Ευημερία για όλους»!
Στο πλαίσιο αυτό, οι προτροπές των κομμάτων της γερμανικής αντιπολίτευσης, και ιδιαίτερα της Αριστεράς (die Linke) προς την καγκελάριο ότι, αντί να υποβαθμίζει κυνικά την υπαρξιακή τουρκική απειλή και επιθετικότητα στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή και να προσαρμόζει την πολιτική της στις διαθέσεις του «σουλτάνου» της Άγκυρας, θα έπρεπε απλώς να επιμείνει σε «πολιτικές αξιών και αρχών», φαντάζει σαν ένα ακόμα παράδειγμα ιδεαλιστικής προσέγγισης, που συχνά κάνει τα πράγματα ακόμα χειρότερα.
1 ΣΧΟΛΙΟ
Άλλη μια απόδειξη ότι μπροστά στα εθνικά οικονομικά συμφέροντα της Γερμανίας, η προστασία της ευρωπαϊκής ενότητας και ακεραιότητας είναι ελάσσονος σημασίας. Πρώτα το οικονομικό κέρδος της Γερμανίας και αν περισσέψει χώρος, το δίκαιο. η Ευρώπη, και οι άλλοι εταίροι.
Απελευθέρωση της Ευρώπης από τον γερμανικό ζυγό ΤΩΡΑ!