Η αναφορά σε κάτι που μας ξεπερνά ατομικά, ταξικά και συντεχνιακά, αλλά μας εκφράζει συλλογικά, προϋποθέτει, τουλάχιστον, μία προσπάθεια εύρεσης ενός κοινού παρονομαστή, μιας ελάχιστης διάθεσης συν-χώρησης.
Και επειδή έχουμε χάσει, προ πολλού, κάθε κοινή Αναφορά, ήμαστε ικανοί να σκοτωθούμε για το αυτονόητο.
Πρόσφατα, και με αφορμή τις συζητήσεις για το Μνημείο του Αγνώστου στρατιώτου, κυκλοφόρησε σε διάφορα site, ένα κείμενο του Ριζοσπάστη από το σωτήριον έτος 1932, με τίτλο «Ο μονόλογος του Αγνώστου Στρατιώτη».
Το κείμενο θα είχε μικρή σημασία αν δεν αποτελούσε ένα κλασικό δείγμα υπονόμευσης κάθε Εθνικής Ιδέας, κάθε έννοιας του συνανήκειν και αν παράλληλα δεν ήταν διανθισμένο (σύνηθες αυτό) με μία αύρα υποκριτικής φιλοπτωχείας. Έχει δηλαδή όλα τα χαρακτηριστικά μιας ιδεολογίας που, αν και συγκεντρώνει ένα μικρό ποσοστό συνειδητών ακολούθων, διαχέει εντούτοις το δηλητήριό της σε ολόκληρο το κοινωνικό σώμα με δόλωμα την τάχαμου φιλόπτωχη οπτική της.
Η έγκριτη εφημερίδα λοιπόν είχε τη φαεινή ιδέα να ζωντανέψει τον (μαρμάρινο) Άγνωστο Στρατιώτη και να τον βάλει να συνομιλεί το βράδυ της τελετής των αποκαλυπτηρίων με τους περαστικούς (Τα αποκαλυπτήρια του μνημείου έγιναν 25 Μαρτίου 1932).
Λέει λοιπόν, σύμφωνα με το όργανο της ΚΕ του ΚΚΕ, ο Άγνωστος στρατιώτης στους περαστικούς:
«Ήμουν ένας εργάτης, ένας αγρότης, ένας φτωχός διανοούμενος. Στη ζωή μου με πήγαιναν του κλώτσου και του βρόντου. Πείνασα, δίψασα, γύρισα γυμνός, ταπεινώθηκα, χρεώθηκα, διώχτηκα από τη δουλειά μου.
Τέλος με φωνάξανε φαντάρο να υπερασπίσω, λέει, την πατρίς. Πήγα χωρίς το θέλημά μου. Και κείνοι το ξέρανε πως χωρίς το θέλημά μου πήγα. Γι’ αυτό με σφίξανε μέσα στην τρομοκρατία, την πιο άγρια. Σούζο! Να μη σκεφτώ, να μη μιλήσω.
Δεν ήμουνα γι’ αυτούς παρά ένα φονικό μηχάνημα, σαν το τουφέκι μου, που έπρεπε να σκοτώνω τον εχθρό. Κι αν τόφερνε η περίσταση να σκοτωθώ, έπρεπε νάδινα τη ζωή μου πρόθυμα κι αδιαμαρτύρητα.
Ήμουνα το πολύ-πολύ ένα ζώο… Τι αξία είχα; Τομάρι… Φονικό μηχάνημα και κρέας για το κανόνι του εχθρού. Κι όταν εγώ, κάτω από τη βία και την τρομοκρατία, σερνόμουνα πάνω στα ματωμένα πεδία των μαχών, πίσω μου, στο σπίτι μου πεινούσαν. Τα παιδιά μου κι η γυναίκα μου, η μάνα κι ο πατέρας μου.
Ο πλούσιος γείτονας έβρισκε πως η αδερφή μου έχει νόστιμο κρέας και η γυναίκα μου όμορφα μάτια. Δεν αργούσε να αναλάβει την ‘προστασία’ τους μέσα στο πλούσιο κρεβάτι του…Σκοτώθηκα έτσι, όπως ένα μυρμήγκι σκοτώνεται κάτω από το παπούτσι ενός που περνάει…τόσο ήμουν ασήμαντος στη ζωή γι’ αυτούς… Ενας λιγότερος!
Στείλανε θαρρώ κάποιο γράμμα στο σπίτι μου, πως πέθανα σαν ήρωας, και οι γυναίκες του σπιτιού μου δινότανε σαν πόρνες! Τέτοιο τομάρι λοιπόν ήμουνα στη ζωή μου, χωρίς καμιά εχτίμηση, χωρίς καμιά υπόληψη!
Τώρα πώς βρέθηκα ξάφνου τόσο σπουδαίος, που να μου κάνουνε παράτες, να μου βγάνουν λόγους και να μου καταθέτουνε στεφάνους;
Δεν είναι ωστόσο μυστήριο το πράγμα, όσο θα φαινότανε. Για τη μάζα των κουτών, τους χρειάζεται να δείχνουν πως μ’ έχουν σε τέτοια τιμή και υπόληψη.
Αύριο στο νέο πόλεμο που ετοιμάζουν θα καλέσουν και νέα κορόιδα να πάνε, όπως εγώ. Κι άλλους να σκοτωθούνε. Γι’ αυτά τα μελλοντικά τραγιά, χρειάζεται να δείχνουνε πως με τιμούνε και με θεωρούν ήρωα.
Στο βάθος δεν έπαψαν ποτέ να με θεωρούν ένα ηλίθιο, που χάθηκα τζάμπα γι’ αυτούς, κι αν μάθαιναν τι σας λέω θα μ έστελναν στρατοδικείο».
Να σημειώσουμε εδώ πως όταν γράφτηκε το κείμενο, η Ελλάδα είχε στην πλάτη της πολλούς πολέμους αλλά οι σημαντικότεροι ήταν, η Ελληνική επανάσταση, οι Βαλκανικοί πόλεμοι και η Μικρασιατική εκστρατεία.
Και ενώ το ΚΚΕ εν έτει 1932, δεν είχε αποφασίσει ακόμη για τον ΧαραΧτήρα της Ελληνικής επανάστασης και είχε εργαστεί με περηφάνια ώστε να χάσουμε στη Μικρασιατική εκστρατεία, χλευάζει ανερυθρίαστα τους πεσόντες.
Η απελευθέρωση από τους Τούρκους, της Πελοποννήσου και της Στερεάς, καθώς και η απελευθέρωση της Ηπείρου και της Βόρειας Ελλάδας, ήταν απλώς «μπίζνες της αστικής τάξης» που έστειλαν αθώους φαντάρους να σκοτωθούν για τα συμφέροντά της. Οι φαντάροι μας δεν το θελαν, αλλά αναγκάστηκαν. Και όπως λέει ο Άγνωστος σύμφωνα με τον Ριζοσπάστη, τους έστειλαν τάχα να «υπερασπιστούν την πατρίς».
Αλλά τι να περιμένεις από ανθρώπους που τιμούν έναν αρχηγό που δήλωσε «Η Μικρασιατική εκστρατεία δεν χτυπούσε μόνο τη νέα Τουρκία, μα στρεφότανε και ενάντια στα ζωτικότατα συμφέροντα του Ελληνικού λαού. Γι’ αυτό εμείς, όχι μόνο δεν λυπηθήκαμε για την αστικοτσιφλικάδικη ήττα στη Μικρασία ΜΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΔΙΩΞΑΜΕ». (Νίκος Ζαχαριάδης 1935).
Και η Παρθενόπη ΚΕ του τιμημένου κόμματος εν έτει 2015 να δηλώνει για τη γενοκτονία Ποντίων και Μικρασιατών «…Δεν είχαν απέναντί τους γενικά και αόριστα τους Τούρκους, αλλά την αστική τάξη της Τουρκίας, η οποία ήθελε να βγάλει από τη μέση το ελληνικό κεφάλαιο, καθώς και την αστική τάξη της Ελλάδας, η οποία τους άφησε στη μοίρα τους».
Κάθε Πόρνη είναι μία πρώην Παρθένα, λέει ο ποιητής.
Μπορεί όμως μία Παρθένα να είναι πρώην Πόρνη;
Πώς λέμε την Παρθενοπιπίτσα που, απ’ τη μια δακρύζει που η αστική τάξη της Ελλάδας εγκατέλειψε τους Πoντίους και τους Μικρασιάτες στη μοίρα τους και απ’ την άλλη δηλώνει πως, όχι μόνο χάρηκε, αλλά επιδίωξε και την ήττα αυτής της αστικής τάξης στο Μικρασιατικό μέτωπο, με αποτέλεσμα να αφεθούν στην μοίρα τους οι Μικρασιάτες και οι στρατιώτες μας, τους οποίους κατόπιν τους λοιδορεί και από πάνω;

1 ΣΧΟΛΙΟ
Πάντα θα υπάρχουν οι μηδενιστές, θα πρέπει όμως να γυρίσουν εκεί που ανήκουν, δηλαδή στο περιθώριο.