του Ιμμάνουελ Βαλερστάιν
Ο Ολάντα Ουμάλα εκλέχτηκε πρόεδρος του Περού στις 5/6/2011. Ο μόνος σίγουρος χαμένος αυτών των εκλογών ήταν οι ΗΠΑ, η πρέσβειρα των οποίων Ρόουζ Λίνκινς, δεν έκρυψε στο ελάχιστο την υποστήριξή της στην Κέικο Φουχιμόρι, αντίπαλο του Ουμάλα στον δεύτερο γύρο των εκλογών. Ποιο ήταν όμως το διακύβευμα σ’ αυτές τις κρίσιμες εκλογές στη Λατινική Αμερική; Το Περού αποτελεί χώρα-κλειδί στη γεωπολιτική σκακιέρα της Νότιας Αμερικής για πολλούς λόγους, όπως π.χ. το μέγεθός του, η κληρονομιά του ως ο φυσικός χώρος της αυτοκρατορίας των Ίνκα, το γεγονός ότι βρίσκονται εκεί οι πηγές του Αμαζονίου, τα λιμάνια της χώρας στον Eιρηνικό Ωκεανό και η πρόσφατη ιστορία του ως σημείου σύγκρουσης ανάμεσα στις εθνικές δυνάμεις και τις φιλοαμερικανικές ελίτ.
Τ ο 1924, ο Βίκτορ Ραούλ Άγια ντε λα Τόρε, ένας Περουβιανός διανοούμενος και αρκετά ανορθόδοξος μαρξιστής, ίδρυσε την ΑPRA (Αμερικανική Λαϊκή Επαναστατική Συμμαχία), η οποία είχε ως στόχο να γίνει μια παναμερικανική αντι-ιμπεριαλιστική οργάνωση. Η APRA ήκμασε στο Περού αν και πολεμήθηκε συστηματικά από το καθεστώς. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ήταν ότι, αντίθετα με τα περισσότερα κινήματα της αριστεράς στη Λατινική Αμερική, θεωρούσε πως η πλειονότητα των αγροτών του Περού ήταν ιθαγενείς, ομιλούντες τη γλώσσα κετσούα, οι οποίοι είχαν συστηματικά αποκλειστεί από κάθε συμμετοχή στα πολιτικά πράγματα της χώρας αλλά και στερηθεί κάθε πολιτιστικό και μορφωτικό δικαίωμα επί αιώνες. Μετά το 1945, η APRA έγινε λιγότερο ακραία, αλλά συνέχισε να διατηρεί μια ισχυρή λαϊκή βάση και μόνο ο θάνατος του Τόρε, το 1980, εμπόδισε την εκλογή του στη θέση του προέδρου.
Η κυβέρνηση του Περού παρέμεινε στα χέρια των συντηρητικών μέχρι το 1968, όταν το σκάνδαλο των αδειών άντλησης πετρελαίου αποτέλεσε τη θρυαλλίδα για ένα πραξικόπημα από μια ομάδα αξιωματικών υπό τον στρατηγό Χουάν Βελάσκο Αλβαράδο, οι οποίοι κατέλαβαν την εξουσία και εγκαθίδρυσαν επαναστατική κυβέρνηση των ενόπλων δυνάμεων. Η κυβέρνηση Βελάσκο εθνικοποίησε τις πετρελαιοπηγές, αλλά και πολλούς τομείς της οικονομίας, και επένδυσε στην εκπαίδευση. Επιπλέον, έκανε τα σχολεία δίγλωσσα, φέρνοντας τα κετσούα στο ίδιο επίπεδο με τα ισπανικά, και ξεκίνησε προγράμματα αγροτικής μεταρρύθμισης και εκβιομηχάνισης της χώρας. Η εξωτερική πολιτική του Περού μετατοπίστηκε απότομα προς τα αριστερά, καλλιεργώντας καλές σχέσεις με την Κούβα και αγοράζοντας στρατιωτικό εξοπλισμό από την ΕΣΣΔ.
Μετά την ανατροπή της κυβέρνησης Αλιέντε στη Χιλή από τον Πινοσέτ, οι σχέσεις Περού-Χιλής πάγωσαν. Για ένα διάστημα υπήρξε ακόμα και απειλή πολέμου μεταξύ των δύο χωρών, ώσπου το 1975 ο Βελάσκο ανατράπηκε με τη σειρά του από ομάδα συντηρητικών αξιωματικών. Έτσι έλαβε τέλος η 7χρονη εθνική στρατιωτική διακυβέρνηση της χώρας με το αριστερό κοινωνικο-οικονομικό πρόγραμμα. Όταν ο Άλαν Γκαρσία, ως αρχηγός της APRA, εκλέχτηκε πρόεδρος το 1985, ακολούθησε την αριστερή παράδοση προτείνοντας ένα μορατόριουμ στο εξωτερικό χρέος, αλλά σύντομα η πρωτοβουλίες του παρεμποδίστηκαν και τελικά κινήθηκε προς τα δεξιά για να εναγκαλιστεί τον νεοφιλελευθερισμό. Το Περού τη συγκεκριμένη περίοδο αντιμετώπιζε διάφορες εξεγέρσεις, η πιο γνωστή από τις οποίες ήταν το Φωτεινό Μονοπάτι, το οποίο είχε τη βάση του στις ορεινές περιοχές των Άνδεων που βρίσκονταν οι κοινότητες των αυτοχθόνων Αϊμάρα.
Στις εκλογές του 1990, ο μη δημοφιλής πλέον Γκαρσία αντιμετώπισε τον διάσημο αριστοκράτη συγγραφέα και συντηρητικό διανοητή Μάριο Βάργκας Λιόσα, ο οποίος κατέβηκε στις εκλογές με απόλυτα νεοφιλελεύθερο οικονομικό πρόγραμμα. Απροσδόκητα, ένας άγνωστος Περουβιανός ιαπωνικής καταγωγής, ονόματι Αλμπέρτο Φουχιμόρι, κέρδισε τις εκλογές, καθώς το εκλογικό σώμα απέρριψε το αριστοκρατικό ύφος του Βάργκας Λιόσα. Ο Φουχιμόρι αποδείχτηκε ένας στυγνός δικτατορίσκος, που χρησιμοποίησε αποτελεσματικά τον στρατό για να συντρίψει το Φωτεινό Μονοπάτι και τις επαναστατικές ομάδες των πόλεων. Για να εδραιώσει μάλιστα την εξουσία του, ο Φουχιμόρι δεν δίστασε να κλείσει το κογκρέσο, να επηρεάσει τις αποφάσεις των δικαστηρίων και να επεκτείνει τη δεύτερή του θητεία. Όμως η εκτεταμένη διαφθορά της κυβέρνησής του και τα σκληρά του μέτρα οδήγησαν στην ανατροπή του. Τελικά απέδρασε στην Ιαπωνία, δικάστηκε ερήμην και καταδικάστηκε σε πολύχρονη κάθειρξη.
Αντικαταστάτης του ήταν ο Αλεχάντρο Τολέδο, ο οποίος συνέχισε το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα του Φουχιμόρι. Το 2006, ο Άλαν Γκαρσία ήταν ξανά υποψήφιος για την προεδρία του Περού και αντιμετώπισε τον πρόεδρο Τολέδο και τον Ολάντα Ουμάλα, έναν πρώην στρατιωτικό, ο οποίος υποστηρίχτηκε σθεναρά από τον Τσάβες, αν και αυτή η υποστήριξη του κόστισε σε ψήφους. Επίσης, ο Ουμάλα κατηγορούνταν για κατάφωρες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά τη στρατιωτική του καριέρα. Τελικά ο Τολέδο κέρδισε και επέκτεινε ακάθεκτος το νεοφιλελεύθερο οικονομικό του πρόγραμμα. Η οικονομία άνθισε λόγω της αύξησης των εξαγωγών ορυκτών και ενέργειας, αλλά η μεγάλη μάζα του πληθυσμού δεν είδε κανένα απολύτως όφελος από την οικονομική ανάπτυξη. Όπως ήταν αναμενόμενο, η κυβέρνηση επέτρεψε στις πολυεθνικές να βάλουν χέρι σε μεγάλες εκτάσεις του Αμαζονίου και να εκμεταλλευτούν τα αποθέματα της χώρας σε ορυκτές πρώτες ύλες. Τα κινήματα των ιθαγενών αντιστάθηκαν και οι συγκρούσεις με την κυβέρνηση οδήγησαν το καλοκαίρι του 2009 στη σφαγή του Μπαγκουάσο.
Τελευταία το Περού έχει βρεθεί στο επίκεντρο δύο γεωπολιτικών συγκρούσεων. Η πρώτη ήταν ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Βραζιλία. Υπό την προεδρία του Λούλα, η Βραζιλία προσπάθησε με αξιόλογη επιτυχία να πετύχει τη νοτιοαμερικανική αυτονομία, μέσω της δημιουργίας τοπικών δομών όπως η UNASUR και η MERCOSUR. Οι ΗΠΑ αντιτάχθηκαν στις πρωτοβουλίες αυτές συγκροτώντας τη Συμμαχία του Ειρηνικού, αποτελούμενη από το Μεξικό, την Κολομβία, τη Χιλή και το Περού, η οποία βασιζόταν σε συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου με τις ΗΠΑ. Επιπρόσθετα η Χιλή, η Κολομβία και το Περού δημιούργησαν κοινό χρηματιστήριο, τα αρχικά του οποίου είναι MILA, και οι ένοπλες δυνάμεις του Περού ενώθηκαν επιτελικά με τη νότια διοίκηση των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ.
Η δεύτερη σύγκρουση ήταν ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα στην επιδίωξή τους για προνομιακή πρόσβαση στις ορυκτές και ενεργειακές πρώτες ύλες της Νότιας Αμερικής. Το Περού ήταν σημείο-κλειδί και στη σύγκρουση αυτή.
Η εκλογική επιτυχία του Ουμάλα οφείλεται σε τρεις παράγοντες. Πρώτον, τοποθετήθηκε ανοιχτά και δημόσια υπέρ του βραζιλιάνικου σοσιαλδημοκρατικού δρόμου χωρίς πλέον να κάνει αναφορές στον Τσάβες. Επίσης, συναντήθηκε πολλές φορές με τον Λούλα και συζήτησε τη συμμετοχή του Περού στη MERCOSUR ως στρατηγικού εταίρου. Το δεύτερο σημαντικό στοιχείο ήταν η υποστήριξη που έλαβε ο Ουμάλα από τον συντηρητικό αριστοκράτη Βάργκας Λιόσα, που δήλωσε ότι θα ήταν καταστροφή για το Περού να εκλεγεί η κόρη του Φουχιμόρι, η οποία θα απελευθέρωνε τον πατέρα της από τη φυλακή και θα συνέχιζε τις ύποπτες πολιτικές του. Η στάση του Βάργκας Λιόσα προκάλεσε σχίσμα στις συντηρητικές δυνάμεις. Το τρίτο στοιχείο ήταν η στάση της περουβιανής αριστεράς, που για καιρό είχε τις αμφιβολίες της για τον Ουμάλα. Όπως δήλωσε στη λατινοαμερικανική υπηρεσία Τύπου, Αλάι Αμ Λατίνα, ο Όσκαρ Ουγκαρέτσε, κορυφαίος διανοητής της αριστεράς, «Για όλους εμάς ο Ουμάλα είναι ένα ερωτηματικό, αλλά η Φουχιμόρι είναι βεβαιότητα». Ο Ουγκαρέτσε συνόψισε την εκλογική διαδικασία λέγοντας ότι: «Αυτό που είναι το πιο σημαντικό, παρ’ όλα αυτά, είναι η επιστροφή του Περού στη Νότια Αμερική». Μένει να δούμε κατά πόσον ο Ουμάλα θα κατορθώσει να πετύχει στην εσωτερική του πολιτική αναφορικά με την αναδιανομή εισοδήματος και την αποκατάσταση των δικαιωμάτων της ιθαγενούς πλειοψηφίας, το θέμα ωστόσο είναι ότι η Συμμαχία του Ειρηνικού, η γεωπολιτική αντεπίθεση των ΗΠΑ, έχει διαρραγεί.
1/7/2011 Μετάφραση: Κωνσταντίνος Μαυρίδης Ρήξη τ. 76