Συνέντευξη του συγγραφέα Χρ. Μίσσιο στο περιοδικό ΡΗΞΗ, τεύχος 23-24, Απρίλιος 1986
Το βιβλίο του Χρόνη Μίσσιου “Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς…”, παρόλο που κυκλοφόρησε τόσο πρόσφατα, έγινε κιόλας γνωστό στο πανελλήνιο με την επιτυχία που γνώρισε. Και κατά τη γνώμη μας είναι από τα λίγα βιβλία μεγάλης κυκλοφορίας (κοινώς best-seller) που πράγματι άξιζε μια τέτοια επιτυχία.
Η πρώτη μας σκέψη ήταν να το παρουσιάσουμε αλλά έγινε τόσο γνωστό που θεωρήσαμε ότι περιττεύει μια ακόμα παρουσίαση.
Έτσι πήγαμε να γνωρίσουμε από κοντά τον συγγραφέα και τον αφήσαμε να μας μιλήσει, να μας εκθέσει τις σκέψεις του και τις απόψεις του για το σήμερα και το χθες.
Παραθέτουμε σχεδόν αυτούσια τη συζήτηση, όσο μας επέτρεπε ο χώρος του περιοδικού.
Όπως γράφεις στο βιβλίο σου, εσύ ανήκες στο Δημοκρατικό Στρατό των Πόλεων. Θα ήθελες να μας μιλήσεις λίγο γι’ αυτό, ποια ήταν η δράση του, πώς λειτουργούσε, ποιοι ήταν οι σκοποί του, κ.λπ.;
Κοίταξε να δεις, μετά από την ΟΠΛΑ που χτυπήθηκε, δεν υπήρχαν πια δυναμικές οργανώσεις” εμείς ήμασταν οι τελευταίοι, και μάλιστα πιτσιρικάδες, με κάποια εμπειρία παράνομης δουλειάς, και η δουλειά μας ήταν μέσα στην πόλη. Δηλαδή στόχος μας ήταν να κάνουμε σαμποτάζ, να προωθούμε τους επιστρατευμένους στο βουνό, να βγαίνουμε με τηλεβόα, να γράφουμε συνθήματα. Ήταν, ας πούμε, η τελευταία δυναμική οργάνωση. Και υπαγόμασταν απευθείας στο αρχηγείο του Δημοκρατικού Στρατού. Δεν είχαμε καμία σχέση με τις πολιτικές οργανώσεις των πόλεων. Ήμασταν κατά κάποιο τρόπο οι πρώτοι αντάρτες των πόλεων.
Το ελληνικό κίνημα έχει διδάξει τρομερές μορφές πάλης. Αρκεί να σας πω ότι η πρώτη αεροπειρατεία που έγινε στον κόσμο, έγινε στη Θεσσαλονίκη. Επρόκειτο για κάποιους φοιτητές οι οποίοι επιστρατεύονταν, είχε κλείσει ο δρόμος, το μονοπάτι του Χορτιάτη είχε χτυπηθεί, είμαστε δηλαδή σε μια κατάσταση πραγματικά άσκημη, και τότε αυτοί κατέλαβαν ένα αεροπλάνο της Ολυμπιακής που ερχόταν στην Αθήνα και το πήγαν στην Αλβανία.
Οργανωτικά ίσχυε το πρότυπο της βαθιάς παρανομίας, σε τριάδες, με στεγανά κ.λπ. Αλλά μπροστά στη λαθεμένη πολιτική και στην ήττα που ερχόταν, ήταν αδύνατο να κρατηθούμε. Η κατάσταση μέσα στην πόλη ήταν δύσκολη και ασφυκτική. Όλοι μας θέλαμε να φύγουμε στο βουνό. Αυτό όμως σήμαινε παραβίαση της πειθαρχίας και κατά συνέπεια ανταρτοδικείο.
Και στη συνέχεια, ο διαχωρισμός που έγινε, ότι δηλαδή κομμουνιστές ήταν αυτοί του βρίσκονταν έξω, στις λεγόμενες σοσιαλιστικές χώρες, κι εμείς που τραβιόμασταν στις φυλακές, στις εξορίες, βγαίναμε, ξαναμπαίναμε, ήμασταν περίπου δευτέρας κατηγορίας κομμουνιστές, ήταν τραγικός. Γιατί τότε το να πας στο βουνό, ήταν απελευθέρωση όπως καταλαβαίνεις, παρά να μένεις μέσα στην πόλη, σε μια τρομοκρατία φοβερή και σε συνθήκες δουλειάς πάρα πολύ δύσκολες.
Στο βιβλίο σου ασκείς μια έντονη κριτική στην καθοδήγηση του κόμματος ενώ παράλληλα αναφέρεσαι με θαυμασμό και αγάπη για τους αγωνιστές του κόμματος που τα έδωσαν όλα για τον αγώνα. Πώς εξηγείς εσύ το γεγονός ότι παρόλο που στο κόμμα υπήρξαν άνθρωποι ικανοί και έξυπνοι δεν μπόρεσαν να επιβάλλουν μια άλλη εναλλακτική πρόταση;
Πιστεύω ότι το πρόβλημα είναι το εξής: Εγώ έχω ζήσει τρεις διασπάσεις του κόμματος, είμαι από 13 χρονών στο κουρμπέτι. Το πρόβλημα είναι ότι καταφέρνουμε να βρισκόμαστε φυλακισμένοι μέσα στην ίδια θεωρητική, ιδεολογική και οργανωτική δομή. Δηλαδή, ένα κόμμα το οποίο είναι οργανωμένο όπως το καπιταλιστικό εργοστάσιο, όπως η χωροφυλακή, όπως ο στρατός, όπως η αστική εξουσία, δεν είναι δυνατόν να αναπαράξει τίποτε άλλο παρά αυτές τις δομές, αυτό το ιδεολογικό πλέγμα. Αν αυτό δεν το σπάσουμε, αν δεν βγούμε πάρα έξω, αν δεν επιχειρήσουμε να επικοινωνήσουμε κάπως αλλιώς με τον κόσμο και με τα πράγματα, θα είμαστε συνεχώς σε μία αντίφαση με την πραγματικότητα. Για παράδειγμα το ΚΚΕ Εσωτερικού σήμερα κάνει θαυμάσιες διατυπώσεις, για σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο, για δημοκρατία πολύχρωμη, πολύμορφη, κ.λπ. Κι αυτή τη στιγμή διεξάγεται ένας διάλογος μέσα στο κόμμα όπου η συμπεριφορά των ανθρώπων σου θυμίζει τις χειρότερες περιόδους του Ζαχαριάδη. Δηλαδή η αριστερά ακόμα δεν έχει κατακτήσει την ικανότητα δημοκρατικού διαλόγου.
Και τελικά δεν έχει κάποιο άλλο μοντέλο κοινωνίας να προτείνει.
Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα. Δηλαδή, απ’ τη μια μεριά ενώ υποτίθεται ότι υπερασπιζόμαστε τον πιο προωθημένο ανθρωπισμό της εποχής μας, που λέγεται κομμουνισμός, σοσιαλισμός κ.λπ., δεν έχουμε φτάσει ακόμα σένα επίπεδο δημοκρατικού πολιτισμού όπου τη διαφορετική άποψη του συντρόφου μας να την δεχόμαστε σαν συνεισφορά στην έρευνα και το διάλογο, σαν κατάθεση. Εμείς τη θεωρούμε πάντα αντίπαλο δέος που πρέπει να συντριβεί, να τσακιστεί, και πολλές φορές μαζί με τον φορέα της άποψης! Αν είχαμε δηλαδή και στρατό και Ασφάλεια και ΚΥΠ κ.λπ., θα τους είχαμε αλλάξει τα φώτα!
Εδώ πια η ιστορία είναι καθαρή: τα όρια εξέλιξης των λεγόμενων κομμουνιστικών κομμάτων τα έχει εξαντλήσει το ιταλικό, σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα κατάληψης της εξουσίας, και το ισπανικό σε ό,τι αφορά τις αλλαγές των δομών. Ο Καρίγιο γύρισε, γύρισε, ξανάγινε σταλινικός και τέλειωσε. Στα ίδια χνάρια περίπου βρίσκεται και το ΚΚΕ Εσωτερικού, το οποίο διατυπώνει κάποια πράγματα (πολλά απ’ αυτά είναι αντιγραφές από το ιταλικό ΚΚ) αλλά μένει στις ίδιες δομές. Και βλέπεις αυτή τη στιγμή, ας πούμε, ενώ υπάρχει μια πρόταση να βγουν παραέξω τα πράγματα, για ένα φορέα κ.λπ., όλα αυτά γίνονται τόσο κουτσά, τόσο στραβά, … που δεν οδηγούν πουθενά.
Το ερώτημα είναι γιατί αυτοί που διαφωνούσαν μ’ όλη αυτή την αντίληψη δεν μπόρεσαν ποτέ να αρθρώσουν ολοκληρωμένα έναν άλλο λόγο. Μήπως δεν είχαν ούτε αυτοί μια συνολική άποψη, μήπως η διαφωνία τους ήταν μόνο διαδικαστική και όχι στο ίδιο το περιεχόμενο ενός οράματος;
Είναι πάρα πολύ δύσκολο να διαμορφώσεις μια σφαιρική άποψη αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Είναι ακόμα πιο δύσκολο να γίνει μέσα σ’ αυτούς τους φόβους που καλλιεργούνται, μέσα σ’ αυτή τη θρησκεία που λέγεται κόμμα, ιδεολογία… Κάθε φορά υπήρχε ο βασικός κίνδυνος, σήμερα από τα δεξιά, αύριο από τ’ αριστερά. Λοιπόν πώς να τολμήσεις… Υπήρχαν βέβαια συγκρούσεις, αλλά όλα αυτά δεν μπορούσαν να δομηθούν. Και κάθε φορά υπήρχαν κάποιες αναγκαιότητες συγκεκριμένες που μας έκαναν να λέμε “άστο για μετά”. Διότι κάθε πρωί ξυπνάγαμε με την αίσθηση ότι σήμερα κάνουμε την επανάσταση. Όλα αυτά ήταν τρομαχτικά δογματικά πράγματα. Η κατάληψη των Χειμερινών Ανακτόρων ήταν το πρότυπο της επανάστασης. Έτσι μπροστά στον αντίπαλο όλα τ’ άλλα έμπαιναν στην πάντα.
Κι εγώ ακόμα όταν στην παρανομία, στη δικτατορία, βρίσκομαι μπροστά στην πρόταση να καταργήσουμε την καθοδήγηση του κόμματος λέω “τρελοί είστε; Εδώ έχουμε σωθεί πέντε άνθρωποι, τώρα θα ρίξουμε το κόμμα σε κρίση; Αφήστε θα τους κρεμάσουμε μεθαύριο στα φανάρια του Συντάγματος, τώρα να κάνουμε τη δουλειά μας”. Και φυσικά μπήκαμε πάλι όλοι μας στο λούκι.
Είναι βέβαια και η κατάσταση στην Ελλάδα τέτοια. Μην ξεχνάτε ότι 50 χρόνια τρώμε ξύλο… Όλα αυτά έχουν επιδράσει. Όμως η δικτατορία τους έσωσε πραγματικά. Διότι είχε αρχίσει η ιστορία πια να ξεκινήσει αυτή η διάσπαση, η σύγκρουση με τους έξω, με τους γραφειοκράτες, από τα κάτω. Και δυστυχώς μεσολαβεί η δικτατορία όπου μπαίνουμε ξανά όλοι μαζί στο γκεζί -λούκι το λέμε σήμερα- και γίνεται πάλι από τα πάνω, όπου είναι μπασταρδεμένη η υπόθεση, είναι προδομένη από χέρι. Διότι αν μέσα σ’ αυτή την ιστορία εισορμούσαν οι κομμουνιστές, τα μέλη του κόμματος, με τις σκέψεις, τις ιδέες τους, τη φαντασία τους, και σπάγανε τα πράγματα, σήμερα θα είμασταν αλλού σαν κίνημα.
Και υπάρχει και το άλλο τεράστιο πρόβλημα: με τι ασχολείται σήμερα η αριστερά; Είναι φρικτό! Μας φεύγει η ζωή μέσα απ’ τα χέρια μας. Αν υπήρχε κάποιος σ’ έναν άλλο πλανήτη και μας μπάνιζε, μας έβλεπε πώς είμαστε χωμένοι στο λούκι… Δηλαδή, όλοι μας ξυπνάμε το πρωί με μια τρομακτική απελπισία. Πάμε σε μια δουλειά που δεν την γουστάρουμε και δεν μας γουστάρει, χαμένοι, και σπρώχνουμε τις ώρες, τις δολοφονούμε! Να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα… Κι έχουμε χάσει κάθε αίσθηση ότι ανατέλλει και δύει ο ήλιος, κι εμείς πάμε στο θάνατο. Μία αριστερά λοιπόν η οποία θα μπορούσε να απαντήσει στο πρόβλημα του πώς θα κάνει στους ανθρώπους ξανά ελκυστικό το εικοσιτατράωρο η μέρα να είναι μια θαυμάσια περιπέτεια, να μην τη δολοφονούμε, να μη θέλουμε να φύγει, ν’ αγαπάμε τις ώρες, τα λεπτά, να παίζουμε, κατάλαβες; Εγώ όταν έγινα κομμουνιστής, είχα έναν καθοδηγητή με φαντασία που μού έλεγε: “Ξέρεις, ρε Χρονάρα, τι θα πει κομμουνισμός; Θα παίζουμε ρε όλη τη μέρα, η δουλειά θα είναι παιχνίδι, θα είναι σπορ. Φαντάζεσαι, κανένας δε θα σου λέει κάνε τούτο, κάνε κείνο, ό,τι γουστάρεις θα κάνεις. Θα θέλεις να κάνεις ένα τραπέζι, θα το κάνεις, θα θέλεις να παίξεις τέννις, θα παίζεις”.”Τι λες, ρε”, έλεγα γω, “θα παίζουμε και τέννις!” Έτσι είναι ο άνθρωπος πρέπει να παίζει, η ζωή είναι ανεπανάληπτη και μοναδική, δεν γίνεται αλλιώς.
Θέλουμε λοιπόν μια αριστερά η οποία θα μπορούσε ν’ απαντήσει σ’ αυτά τα προβλήματα. Βέβαια η ΑΤΑ είναι πρόβλημα αν θα είναι 4,5% ή 5,5%, αλλά μην ξεχνάμε ότι από τα απορρίμματα της Αθήνας μπορεί να ζήσει μια χώρα της Αφρικής, και μην ξεχνάμε τι αποφάγια πετάμε όταν πηγαίνουμε τα βράδια στα ταβερνάκια…
Ούτε πιάνει η Αριστερά ότι στην Πατησίων το καλοκαίρι λιποθύμησε μια πόρνη, ένας φοιτητής, ένας εργάτης, ένας συνταξιούχος στρατιωτικός, από το νέφος και πήγε στο νοσοκομείο. Δεν πιάνει αυτό τον ιμπεριαλισμό της πολυκατοικίας της Αθήνας, αυτής της φρικτής αντι-ανθρώπινης πόλης, η οποία μας έχει συντρίψει, μας έχει απομονώσει, μας έχει βάλει σ’ ένα σύστημα που μας μετατρέπει σε ηλίθιους. Δεν έχει πιάσει ακόμα το γεγονός ότι η παιδεία τέλειωσε πια ακόμα και σ’ αυτή την ψωροκώσταινα την Ελλάδα, και πως βρισκόμαστε στην εποχή της εκπαίδευσης. Και εκπαίδευση σημαίνει μετατροπή των ανθρώπων σε βιδάκια και παξιμαδάκια του συστήματος. Ο άνθρωπος από κοινωνικό ον μετατρέπεται σ’ αντικείμενο παραγωγής και κατανάλωσης υλικών αγαθών. Και μέσα σ’ ένα κόσμο που καταστρέφει την ίδια τη μήτρα του, καταστρέφει το περιβάλλον του, τα πάντα. Δεν έχει πού ν’ αναπνεύσει, πού να γεννήσει, πού να ζήσει.
Αυτά τα προβλήματα δεν μας απασχολούν, δεν απασχολούν την Αριστερά. Έχουμε γίνει οικονομιστές του κερατά, διότι έχουμε μπει μέσα στο παιχνίδι της εξουσίας, χωρίς ταυτόχρονα να αποφασίζουμε να χτυπήσουμε την εξουσία τουλάχιστον.
Ίσως θα πρέπει να ξαναδούμε ακόμα κι αυτές τις ορολογίες που χρησιμοποιούσαμε μέχρι τώρα. Να δούμε δηλαδή τι σημαίνει σοσιαλισμός, μήπως κι ο σοσιαλισμός είναι ένα σύστημα παρόμοιο.
Η βαθύτερη μου άποψη είναι ότι έχει τελειώσει η εποχή των κομμάτων. Πιστεύω ότι θα φτάσουμε ξανά στη δυνατότητα να διατυπώσουμε μια ελπίδα ανθρώπινης διεξόδου από την κρίση στο βαθμό που οι άνθρωποι θα μάθουν να κουβεντιάζουν κυκλικά. Δηλαδή, να καταργήσουμε την αυθεντία, να καταργήσουμε την έδρα, να καταργήσουμε την εξουσία, και ν’ αρχίσουμε πάλι από την αρχή.
Παραδείγματος χάρη θα ήταν τόσο σπουδαίο πράγμα, οι άνθρωποι που μένουν σ’ αυτή την αντι-ανθρώπινη πόλη, να κατέβουν στους δρόμους του κέντρου και να πούνε : στοπ, δεν περνάνε αυτοκίνητα, σκάβουμε την άσφαλτο και φυτεύουμε λεύκες και στο πλάι γρασίδι για να παίζουν τα παιδιά μας. Και ας πάμε φυλακή. Στο κάτω-κάτω μια ζωή ξύλο τρώμε και πάμε φυλακή για ένα σωρό πράγματα. Ας πάμε και για κάτι που αξίζει. Εξάρχεια; Δεν περνάει αυτοκίνητο. Αυτά τα φρικτά κανάλια των ασφάλτων ανάμεσα στις πολυκατοικίες τα φυτεύουμε με δέντρα και γύρω-γύρω γρασίδι. Ας ξεκινήσουν κάποια κινήματα.
Έχουμε μπει σε μια διαδικασία αδρανείας των ανθρώπων που οφείλεται πιστεύω σ’ αυτό το τσάκισμα το ψυχολογικό των ανθρώπων που δεν είχαν ποτέ μια νίκη, και θα φανεί συγχρόνως και μια διαδικασία εκ-φασισμού στην ψυχολογία πια των μαζών. Όταν ο περιπτεράς, ας πούμε, από τη διαδήλωση των παιδιών, διαμαρτύρεται γιατί τού σπασαν το περίπτερο και λέει “τσακιστέ τους” όταν ένα παιδάκι δεκαπέντε χρονών σκοτώνεται, και ο χωροφύλακας πιάνεται και μετά από λίγο αφήνεται ελεύθερος, και ακούς ανθρώπους, απλούς ανθρώπους, να λένε “καλά του καναν του αναρχικού” αυτά είναι φαινόμενα τρομακτικά επικίνδυνα. Όταν βλέπεις σε όλον τον δημοκρατικό τύπο, όταν σκοτώνεται ένας χωροφύλακας -και ρε παιδί μου, πώς να το κάνουμε, το επάγγελμα του χωροφύλακα σημαίνει και λίγο ζην επικινδύνως- τετράστηλα στις εφημερίδες: η γιαγιά του χωροφύλακα που σπαράζει, η θεία που σπαράζει και πάει λέγοντας… Ενώ πέφτει ένας οικοδόμος από τη σκαλωσιά και σκοτώνεται, κάθε μέρα έχουμε δέκα νεκρούς από τροχαία, αλλά αυτά τα περνάμε στα ψιλά. Το αντιλαμβάνεσαι τι γίνεται; Πήγαινε ρε παιδάκι μου, γίνε μαραγκός. Τι πας και γίνεσαι χωροφύλακας; Που σημαίνει ότι θα χεις και κάποιο κόστος, δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Κι όμως βλέπεις όλες τις εφημερίδες, μηδέ εξαιρουμένης και της Αυγής, τα λουλούδια, τα στεφάνια στο παιδί που σκοτώθηκε. Είναι τρέλα πράγματα αυτά δεν είναι τρελά, είναι επικίνδυνα.
Αυτές είναι οι διαδικασίες της μαζοποιημένης κοινωνίας. Δηλαδή κάπου η ψυχολογία είναι, ρεπούστη δηλαδή εμείς πώς ζούμε, πώς υπάρχουμε, εσύ τις παριστάνεις; Και η κόντρα είναι εκεί. Αυτή είναι η διαδικασία γέννησης του φασισμού. Γιατί ο άνθρωπος δεν μπορεί να πιστέψει ότι δεν υπάρχουν δύο άνθρωποι όμοιοι σαν δύο σταγόνες νερό. Ο καθένας, και αυτή είναι η παραγωγή του πολιτισμού μας, πρέπει να έχει το δικό του βλέμμα, τη δική του άρθρωση λόγου, τη δική του σκέψη… Αλλιώς δεν γίνεται… αλλιώς χαθήκαμε…Αλλιώς θα μπούμε στον κόσμο του Χάξλεϋ.
Να σε γυρίσουμε λίγο πάλι στα παλιά;
Πάλι στα παλιά; Γιατί σας ενδιαφέρουν τόσο τα παλιά;
Γιατί σπάνια βρίσκεις ανθρώπους που βλέπουν το παρελθόν με τα μάτια του σήμερα. Δηλαδή στο βιβλίο σου, κάνοντας εδώ μια παρένθεση, εκείνο που εντυπωσιάζει είναι ότι δίνεις την αίσθηση πως όλα αυτά τα χρόνια, μέσα στις φυλακές, παρέμεινες ζωντανός, έδινες την σύγκρουση σου, τη μάχη σου, τη ζούσες όλη αυτή την ιστορία. Με αποτέλεσμα να έχεις και μια φυσιολογική εξέλιξη, σα να ζούσες έξω όλον αυτόν τον καιρό. Γι’ αυτό και επιμένουμε λίγο και στα παλιά.
Θα δεις καταρχήν μέσα στο βιβλίο μου μιαν αγάπη για το λαό της αριστεράς και ότι ταυτόχρονα θεωρώ λαό της αριστεράς και τους ποινικούς. Στην Ελλάδα υπάρχει ένα τρομακτικό αντεργκράουντ το οποίο επάραξε ταλέντα και ιδέες, που όμως έβγαινε αλλού. Δεν μπορούσε δηλαδή να πειθαρχήσει ούτε ακόμα στην αναγκαιότητα της επανάστασης. Αν και πολλοί απ’ αυτούς τους ανθρώπους τους είχαμε στην κατοχή που ήταν πολύ απλά τα πράγματα, είχαμε δηλαδή απέναντι τον εχθρό, τον κατακτητή, και τα ρέστα, ήταν οι καλύτεροι ΟΠΛΑτζήδες, τα καλύτερα πιστόλια, παληκάρια. Μόλις φύγανε οι Γερμανοί και ενταχθήκανε μέσα στο κόμμα, ξαναβγήκανε αλλού. Ήταν απείθαρχοι και τα ρέστα. Αλλά αυτός είναι ο λαός. Την σύγκρουση τους τη δίναν στο δικό τους επίπεδο το μοναχικό, το παληκαρίσιο. Εμείς οι παλιοί κομμουνιστές, οι περισσότεροι κλειστήκαμε μέσα σε μια ηθική και σε μια ιδεολογία που είχε σαν αποτέλεσμα να μας μετατρέψει πάρα πολύ σύντομα από εξεγερμένους σε προσαρμοσμένους ανθρώπους.
Δηλαδή στην περίοδο αυτή της ΕΔΑ, των Λαμπράκηδων, η πιο χρησιμοποιημένη λέξη ήταν “σύνεση, παιδιά, σύνεση”. Θυμάμαι σ’ αυτές τις περίφημες εβδομήντα μέρες, όπου κατεβαίναμε σ’ αυτές τις τεράστιες διαδηλώσεις, κουράζαμε τους ανθρώπους, ταλαιπωρώντας τους μέσα στην άσφαλτο, χωρίς να σπάσουμε ούτε μια βιτρίνα. Και όταν υπήρχαν κάποια παιδιά που λέγανε να πάμε να πετροβολήσουμε τα ανάκτορα, γιατί κάπου έπρεπε να βγει αυτή η ορμή και να εκδηλωθεί, πέφταν οι τραμπούκοι του κόμματος και τα δερναν κιόλας. Αυτή η ιστορία, το να γυρίζεις τους ανθρώπους σ’ ένα φαύλο κύκλο τι ήθελε να δείξει; Ότι ο λαός είναι κόντρα στις εξελίξεις που προγραμμάτιζε το παλάτι και ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός; Μα αυτό το ήξεραν αυτοί καλύτερα από μας! Γι’ αυτό κάναν και τη δικτατορία. Δηλαδή εμείς τι κάναμε; Τελικά στέλναμε τους ανθρώπους πίσω στα σπίτια τους, κουρασμένους, ταλαιπωρημένους, δαρμένους και απογοητευμένους. Και βέβαια έκανε μια τεράστια καμπύλη το μαζικό κίνημα κι έπεσε, ήρθε η δικτατορία και άντε μετά να το σηκώσεις. Και ως την τελευταία στιγμή προσπαθούσαμε να πείσουμε τον κόσμο, γιατί δεν θα γίνει δικτατορία στην Ελλάδα.
Αυτό ακριβώς θέλαμε να σε ρωτήσουμε όταν σου είπαμε να γυρίσουμε στα παλιά. Δηλαδή, αναφέρεις μια αντίφαση, που αν το καλοσκεφτείς ταιριάζει πολύ καλά στη γραμμή του κόμματος. Ότι δηλαδή το κόμμα προσπαθούσε να διατηρήσει πάση θυσία τις παράνομες δομές για ένα διάστημα, ακριβώς για να δικαιώσει την ύπαρξη του τελικά. Και μόλις αποφασίζει να εγκαταλείψει την παράνομη δράση, αρχίζει μια θεοποίηση της νομιμότητας. Τελικά πιστεύω πως είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος
Ε, βέβαια. Κατ’ αρχήν, στην εποχή μας, όπου τα κέντρα πια ολοένα και απομακρύνονται από τους ανθρώπους, τα κέντρα της εξουσίας και των επιλογών, οποιοδήποτε επαναστατικό κίνημα που δεν έχει οργάνωση πληροφοριών συγκεκριμένη, στερείται πληροφοριών. Άρα δεν μπορεί να διαμορφώσει γραμμή. Η γραμμή της αριστεράς διαμορφώνονταν από εικασίες ή από τη λεγόμενη μαρξιστικολενινιστική πρόβλεψη, και τρέχα γύρευε. Συνεπώς ουσιαστικά από άποψη μιας γραμμής που να στηρίζεται στη πληροφόρηση ήμασταν εντελώς ξεκάρφωτοι. Από εκεί και πέρα όλο αυτό το τρελό πράγμα που έλεγες και προηγούμενα, δηλαδή το ότι είχαμε μια ΕΔΑ, που δούλευε και μάχονταν – στην Αθήνα τα πράγματα μπορεί να ήταν λίγο πολύ ομαλά, εμείς όμως στη Θεσσαλονίκη, για να ανέβουμε στα γραφεία της ΕΔΑ έπρεπε να περάσουμε μέσα από μια συστοιχία χαφιέδων που ήταν έξω από τα γραφεία. Εγώ στη Θεσσαλονίκη κυκλοφορούσα με τρεις χαφιέδες μονίμως από πίσω μου. Όποιον γνωστό χαιρετούσα στο δρόμο του παιρναν την ταυτότητα, σ’ όποιο μαγαζί έμπαινα τους παίρναν τα στοιχεία, όπου πήγαινα να δουλέψω τους ζήταγαν να με απολύσουν αλλιώς στήναν έναν χαφιέ απέξω. Λοιπόν την ΕΔΑ την καβαλήσαμε, της αλλάξαμε τα φώτα, αυτό το στοιχειώδες εύρος που είχε δεν μας έφτανε. Αρχίσαμε λοιπόν να κάνουμε φράξιες μέσα στην ΕΔΑ. Και συνέβαινε το εξής τραγελαφικό και γελοίο φαινόμενο: να συνεδριάζουμε εδώ σαν ΕΔΑίτες, και να πηγαίνουμε μετά στο διπλανό γραφείο και να ξανασυνεδριάζουμε για τα ίδια πράγματα, με την ίδια γλώσσα, τα ίδια πρόσωπα, σαν κομμουνιστές!
Έτσι λοιπόν μας βρίσκει η δικτατορία. Και ενώ είχαμε στήσει οι έρημοι κάποιους μηχανισμούς γι’ αυτό το ενδεχόμενο, κρατιούνται από τους ίδιους ανθρώπους που δουλεύουν νόμιμα και παράνομα, χτυπιούνται όλοι και εξαφανίζονται. Γιατί πιάστηκαν όλοι στον ύπνο. Το μόνο που διασώθηκε ήταν ένας πολύγραφος, σαράντα χιλιάδες δραχμές, δύο πάκα χαρτί και μερικά σωληνάρια μελάνης που ήταν όλα από την γραμματεία της νεολαίας Λαμπράκη. Μόλις γίνεται η δικτατορία, ξημερώματα Παρασκευής, το Σάββατο μπαίνει μπροστά αυτός ο μηχανισμός, ο μόνος που διασώθηκε και λειτουργούσε σ’ όλη την Ελλάδα, ένας πολύγραφος χειροκίνητος. Και τον βάζουμε μπρος και βγάζουμε την πρώτη προκήρυξη: “Κάτω οι σταυρωτήδες”. Δεν ξέραμε και τι να πούμε, πρώτη μέρα. Από κει και πέρα ούτε γιάφκες λειτούργησαν, ούτε πολύγραφο είχαμε κι αρχίσαμε πια με το λινόλεουμ να φτιάχνουμε σφραγίδες για να το χτυπάμε προκηρύξεις. Άντε τώρα να τα βάλεις με τα τανκς και τα ρέστα.
Άσε δε το άλλο! Εγώ έσπασα πεντέξι τρανζίστορ στα διάφορα σπίτια που έμενα τον καιρό της δικτατορίας, γιατί μόλις έβαζα Μόσχα :”Το έκτο δημοτικό σχολείο της Μόσχας έκανε εκδήλωση συμπαράστασης υπέρ του αγωνιζόμενου ελληνικού λαού”. Μού λεγε λοιπόν η καθοδήγα: “Μα Χρόνη, σε παρακαλώ, μα δεν το καταλαβαίνεις. Εδώ είναι η παγκόσμια σκακιέρα, το παιχνίδι..” Άσε τη σκακιέρα, γαμώ το Χριστό σου. Κι όταν βγάζουνε την διακήρυξη του Μετώπου, όπου για πρώτη φορά διατυπώνουμε, με φόβο βέβαια, μια θέση και λέγαμε, θυμάμαι, στην πρώτη Διακήρυξη του Πατριωτικού μετώπου: “Χαιρετίζουμε τον αγώνα των ευρωπαϊκών λαών και ιδιαίτερα των σκανδιναβικών για την συμπαράσταση τους στον αγωνιζόμενο ελληνικό λαό ενάντια στη χούντα. Δεν κατανοούμε την στάση της Σιοβετικής Ένωσης”. Τη μάζεψαν και την κ ά ψ α ν ε. Δεν είχε διασπαστεί ακόμα το κόμμα. Η ενιαία καθοδήγηση, εσωτερικού και εξωτερικού, την τσάκωσε και την έκαψε. Κι όταν πάω στους Αβέρωφ, φυλακή, μου λέγανε “Ρε Χρονάρα, τι κάνατε ρε; Τα βάλατε με τη Σοβιετική Ένωση;” “Τι τα βάλαμε ρε, γαμώ τη Παναγία σας. Το έκτο δημοτικό σχολείο της Μόσχας κάνει εκδήλωση για τη δικτατορία, και ο Παττακός με τον σοβιετικό πρέσβη εδώ κάνουν το εναρκτήριο λάκτισμα στις ομάδες που παίζουν ποδόσφαιρο; Ή την τύρφη στους Φιλίππους; Τι μου λέτε τώρα δηλαδή; Και η απάντηση βέβαια ήταν η εξής: “η επιχείρηση που θα στηθεί για την τύρφη στους Φιλίππους θα βοηθήσει την καπιταλιστική ανάπτυξη στην Ελλάδα, έτσι ώστε μέσα από την ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Ελλάδα, θα αναπτυχθεί και το προλεταριάτο” και τρέχα γύρευε. Τρέλα, παιδιά, τρέλα του κερατά.
Και πώς βλέπεις τον τρόπο που αντιμετώπισε το κόμμα τους λεγόμενους “δηλωσίες”; Δεν ήταν μια συμπεριφορά που τους εξόντωνε τελειωτικά;
Αυτό είναι μεγάλο δράμα. Δεν μπορείτε να το φανταστείτε. Γιατί κάποια στιγμή, άνθρωπος είσαι, τα χάνεις, ρε παιδί μου. Και υπήρχαν άνθρωποι που εκείνη την στιγμή τα χασαν. “Μια υπογραφή, μια υπογραφή, να τελειώνουμε, δεν αντέχω πια”. Και μετά συνέρχονταν ας πούμε πάλι και ανακαλούσαν την υπογραφή τους.
Εγώ έχω δει ανθρώπους να γίνονται ήρωες από το φόβο, από το φόβο της κοινότητας, του τι θα πουν γι’ αυτούς. Και ενώ άντεξαν τρομακτικά βασανιστήρια, μόλις βγήκαν έξω και λάσκαραν, αυτό ήταν, εξαφανίστηκαν αμέσως. Και βλέπω άλλους ανθρώπους, που κάποια στιγμή λύγισαν, γονάτισαν αλλά συνέχισαν σ’ όλη τους τη ζωή να ναι παρόντες στο κίνημα. Είναι πράγματα τρελά που ποτέ δεν τα πήρε χαμπάρι η καθοδήγηση -ευτυχώς ήρθε μετά η 7η ολομέλεια και τέλειωσε αυτή η ιστορία.
Πιστεύω ότι ήταν και συγκεκριμένη πολιτική από τη μεριά της καθοδήγησης. Γιατί όταν παραδέχεσαι ότι ο άλλος μπορεί να λυγίσει, κάπου μπαίνει πιο έντονα το ζήτημα του τι έχεις κάνει εσύ. Όταν όμως τους απορρίπτεις αυτός είναι ένας τρόπος για να αυτοεπιβεβαιώνεσαι.
Ναι έτσι είναι. Αλλά εδώ που τα λέμε, από μία άλλη άποψη, ήταν και οι συνθήκες δύσκολες. Δηλαδή όταν μια ζωή δουλεύεις στην παρανομία, πρέπει να είσαι βέβαιος ότι αυτός που θα πιαστεί και θα βασανιστεί κατά ένα σημαντικό ποσοστό δεν θα προδώσει τους άλλους, δεν θα παραδώσει την οργάνωση. Αυτό βέβαια είναι το ένα. Από κει και πέρα υπάρχει η ανθρωπιά, ο ουμανισμός. Υποτίθεται ότι είσαι φορέας ενός νέου πολιτισμού του ανθρώπου. Αυτός είναι σοσιαλισμός, η θεωρία της ευτυχίας του ανθρώπου. Δεν μπορεί να είναι τίποτα, μα τίποτα άλλο.
Και αυτή η θεωρία της ευτυχίας του ανθρώπου είναι ένα απέραντο περιβόλι. Εγώ πάντα αναρωτιόμουνα, άμα κάναμε σοσιαλισμό και ένα αγόρι αγαπάει ένα κορίτσι και εκείνο δεν το θέλει τι κάνουμε εκεί; Ή το αντίθετο. Κι έλεγα, μα δεν είναι δυνατόν γιατί θα αφήνεται ελεύθερη η προσωπικότητα του ανθρώπου, η επικοινωνία του με τον κόσμο θα είναι εντελώς διαφορετική κι αυτά τα πράγματα θα είναι πολύ φυσικά, οι άνθρωποι δεν θα πληγώνονται γιατί θα χουν τεράστιες επιλογές μπροστά τους. Ή ακόμα με απασχολούσε το πρόβλημα της παραγωγής του πολιτισμού και της αισθητικής. Πώς θα χουμε σχεδιοποιημένη οικονομία; Δηλαδή θα βγάζουμε ίδιες καρέκλες για όλους; Ίδια κουστούμια για όλους; Και που είναι αυτό το ξεχωριστό, το ωραίο του κάθε ανθρώπου; Θέλω να βάλω ένα λουλούδι στ’ αυτί μου ή θέλω να φοράω ένα κουστούμι διαφορετικό και ιδιόμορφο. Πώς θα γίνουν αυτά τα πράγματα; Κι έλεγα τα σοβιέτ – τώρα μας κάναν κι αντισοβιετικούς. Τα σοβιέτ όμως τα κατάργησε ο Στάλιν κι οι σοβιετικοί ενώ εμείς ήμασταν υπέρ της αυτοδιαχείρισης και των σοβιέτ. Αλλά είναι από τα σημαντικά προβλήματα που πρέπει να ψάξουμε. Κι εγώ πιστεύω ότι εκείνο που θα ξαναγεννήσει την αριστερά και θα της δώσει την δυνατότητα να παίξει τον ρόλο της είναι ο ανθρωπισμός. Όχι πια ο ανθρωπισμός στο γενικό επίπεδο, αλλά στη λεπτομέρεια. Στο πώς, παρόλα αυτά, και μέσα απ’ αυτή την τρομαχτική αλλοτρίωση και ηλιθιοποίηση όπου μας οδηγεί το σύστημα, θα παραμείνουμε άνθρωποι. Σε λίγο θα γίνουμε σαν τα σκυλάκια του Παβλώφ. Δεν θα είμαστε μόνο χειροκροτητές και κουβαλητές των πλαστικών σημαιών, αλλά θα χτυπάν ένα καμπανάκι και εμείς θα αντιδρούμε αναλόγως από τον ήχο που θα μας παίζει η εξουσία ή η αυθεντία.
Της Σύνταξης
4 ΣΧΟΛΙΑ
Απο που ειναι το κειμενο ;
Συνέντευξη του συγγραφέα Χρ. Μίσσιο στο περιοδικό ΡΗΞΗ, τεύχος 23-24, Απρίλιος 1986
Καλοκαίρι του 1986 νομίζω… 12 χρονών παιδί να κάθομαι στην παραλία διαβάζοντας όχι κόμικς αλλά το … Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς…
Ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει…
Απο τα ωραιοτερα ελληνικα μυθιστορηματα πραγματι… καλως ή κακως δεν διαβαζω συχνα ελληνικη λογοτεχνια, ειμαι τυχερος που μου το εκαναν δωρο.