του Κωνσταντίνου Μπλάθρα από τη Ρήξη φ. 90
Ο ίδιος ο σκηνοθέτης λέει ότι η ταινία του μιλάει για την αδιαφορία. Στους –ειλικρινείς– θεατές δεν μένει στο τέλος παρά η απορία. Την ίδια την ταινία δε, και τη ματιά του Κριστιάν Μουντζίου, τη διατρέχει μάλλον μια αμηχανία. Τον Μουντζίου, από τη Ρουμανία, τον γνωρίσαμε, ελπιδοφόρο, με την ταινία του 4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 μέρες (2007), βραβείο Χρυσού Φοίνικα στις Κάνες. Η κινηματογραφική του γλώσσα στέρεα και γοητευτική, ο κοινωνικός ρεαλισμός του σπάει κόκαλα, οι ερμηνείες των ηθοποιών του συγκλονιστικές. Τα στοιχεία αυτά επαναλαμβάνονται και στη νέα του ταινία. Μόνο που…
Το Πίσω από τους λόφους στοχεύει ψηλότερα. Βουτάει στα νερά της θρησκείας, του έρωτα και, αναπόφευκτα, του θανάτου. Βαθιά νερά για να τ’ αντέξεις χωρίς σκανταλόπετρα και δίχως μάσκα, με κοινωνιολογικές έννοιες μονάχα. Γιατί οι κοινωνιολογίες δεν αρκούν σαν ο έρωτας γίνει παράνοια, η θρησκεία νεύρωση κι ο θάνατος ένα τυχαίο, αναπόφευκτο συμβάν. Ευτυχώς που ο ίδιος ο κινηματογράφος σώζει κάπως τα πράγματα: τα στοχαστικά του πλάνα και η συγκινητική υπόκλιση του Μουντζίου στα πρόσωπα δικαιώνουν, εν μέρει, το εγχείρημά του.
Η Αλίνα, μεγαλωμένη σε ορφανοτροφείο στη Ρουμανία (του υπαρκτού), επιστρέφει από τη Γερμανία για να συναντήσει την πρώην συγκάτοικο και κολλητή της, με την οποία έχουν αποφασίσει να φύγουν μαζί στη Γερμανία. Η Βοϊτσίτα, όμως, έχει βρει το νόημα της ζωής σ’ ένα μοναστήρι, μαζί κι ένα καινούργιο καταφύγιο, μετά το ορφανοτροφείο, όπου μεγάλωσαν αχώριστες οι δύο φίλες. Έχει βρει μια οικογένεια, όπως λέει, ενώ η τυφλή πίστη στη χάρη που έχει ο Γέροντας του μοναστηριού και στην καθοδήγησή του της δίνει τη σιγουριά, την οποία φαίνεται ότι είχε παλιότερα κοντά στη δυναμική Αλίνα, με την οποία η σχέση τους φαίνεται να ήταν κάτι παραπάνω από φιλική. Η Αλίνα θεωρεί τη Βοϊτσίτα δική της, κτήμα της, που τη διεκδικεί ξανά, κι η Βοϊτσίτα αναλαμβάνει να σώσει την ατίθαση, επιβλητική Αλίνα και να τη φέρει στο ίσιο δρόμο του Θεού.
Εάν ο Μουντζίου έμενε στη σχέση των δύο κοριτσιών, με την αυστηρότητα που το έκανε στην προηγούμενη ταινία του, θα είχαμε την επανάληψη του θαύματος του 4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 μέρες. Το πράγμα όμως μπλέκει όταν αποφασίζει να πλεύσει σε μάλλον άγνωστά του νερά. Μένοντας σε μια επιφάνεια διαπιστώσεων, εκεί που χρειάζεται βουτιές με κρατημένη την ανάσα, χάνει στο τέλος ακόμα και το νήμα της ιστορίας του, πράγμα που φαίνεται πως παρέβλεψαν οι κριτές που του έδωσαν το βραβείο σεναρίου στις Κάνες. Η υπαινισσόμενη ερωτική σχέση των κοριτσιών στην αρχή παραμένει ένα βουβό μυστικό ως το τέλος. Η παράνοια (επιληψία;) της Αλίνας μένει κι αυτή μετέωρη κι ανεξερεύνητη. Κι όταν η Βοϊτσίτα στην αρχή λέει πως φρόντισε για το διαβατήριο της Αλίνας, ενώ τη βλέπουμε να εκδίδει δικό της διαβατήριο, το ψέμα της μένει κι αυτό ξεκρέμαστο. Έτσι φτάνουμε στην αμηχανία του τέλους, όπου ένα αργό τράβελινγκ μέσα στο όχημα μεταγωγών της αστυνομίας κι η αινιγματική συζήτηση των δύο αστυνομικών έρχεται να μπαλώσει τα κενά και την απορία του θεατή.
Μένει, εν τέλει, ο κοινωνικός του ρεαλισμός και οι ερμηνείες των ηθοποιών, μέρος του μετιέ του σκηνοθέτη, να δώσουν στην ταινία λίγη από τη αίγλη της προηγούμενής του. Πίσω από την πρώτη γραμμή του δράματος χάσκει μια κατεδαφισμένη κοινωνία –τουτέστιν οικονομία, λέει κλείνοντας το μάτι ο Μουντζίου– πάνω στα ερείπια του καθεστώτος κι ένας ολόκληρος κόσμος που αναζητά μια καινούργια ισσοροπία. Η θρησκεία φαίνεται μια καλή λύση. Πλην όμως η σχεδόν γραφειοκρατική τυπολατρεία της τής έχει αφαιρέσει κάθε ζωογόνο χυμό που θα μπορούσε να νοτίσει ξανά τα αποξηραμένα οστά που κείτονται «εν μέσω του πεδίου». Αντί ν´ αναστηθούνε οι νεκροί, παίρνουν κι οι ζωντανοί-νεκροί τον δρόμο για τον Άδη. Αν είχε τουλάχιστον εκραγεί αυτό το βουβό πάθος που κρύβουνε οι δύο φίλες…
Η από κοινού βράβευση της Κοσμίνας Στρατάν (Βοϊτσίτα) και της Χριστίνας Φλουτούρ (Αλίνα) με το βραβείο Α´ Γυναικείου Ρόλου, στις Κάνες, δείχνει πράγματι το μέγεθος των ερμηνειών των δύο πρωτοεμφανιζόμενων πρωταγωνιστριών, κάτω από τη σίγουρη επίβλεψη του σκηνοθέτη. Το ίδιο στέρεες είναι και οι υπόλοιπες ερμηνείες της ταινίας. Το σενάριο προέρχεται από το βιβλίο της ανταποκρίτριας του BBC στη Ρουμανία Τατιάνας Νικουλέσκου Μπραν, για μια υπόθεση εξορκισμού που είχε απασχολήσει τη ρουμανική κοινή γνώμη το 2005. Η κινηματογράφηση του Μουντζίου, τέλος, είναι πράγματι γοητευτική και σίγουρη, με τα πλάνα του να στέκονται, αρμέγοντας, ώρες-ώρες το φως από τα πρόσωπα του δράματος ή με τη μηχανή στο χέρι να καταγράφει τα ίδια τα βήματά τους. Ένας κινηματογράφος που σπάνια πια βλέπουμε. Σαν ο Μπρεσόν κι ο Κιαροστάμι νάχουνε φτιάξει ένα δίφορο ρόδο στον κήπο του Μουντζίου!