Τα πορίσματα μιας ανοιχτής συζήτησης για τα σκουπίδια
Του Κωνσταντή Σεβρή από τη Ρήξη φ. 103
Την Παρασκευή, 28 Μαρτίου, ο δημοτικός συνδυασμός Μένουμε Θεσσαλονίκη πραγματοποίησε ανοιχτή συζήτηση με θέμα την υπερπαραγωγή και τη διαχείριση των απορριμμάτων του Δήμου Θεσσαλονίκης, όπου κοινή τοποθέτηση όλων ήταν η ανάγκη για μια διαφορετική στρατηγική, πέρα από την καύση των απορριμμάτων, καυτηριάζοντας τις μεθοδεύσεις της διοίκησης Μπουτάρη για τη δημιουργία σταθμού καύσης απορριμμάτων στη Θεσσαλονίκη.
Ο Μιχάλης Σπάσος, εκπρόσωπος των φορέων που αντιστέκονται στον Σταθμό Μεταφόρτωσης Απορριμμάτων Ευκαρπίας, αναφέρθηκε εκτενώς στην ένταξη του Σ.Μ.Α. Ευκαρπίας σε έναν μεγάλο σχεδιασμό, που αφορά ευρύτερα την περιφέρεια της Θεσσαλονίκης, με επίκεντρό του τον υπό δημιουργία σταθμό καύσης απορριμμάτων στο εργοστάσιο ΤΙΤΑΝ. Κομμάτι του ευρύτερου σχεδιασμού είναι η υποβάθμιση των υπαρχουσών δομών ανακύκλωσης. Στη συνέχεια αναφέρθηκε στη φυσιογνωμία του έργου στην Ευκαρπία. “Είχαν σχεδιαστεί 7 ΣΜΑ περιμετρικά της πόλης. Από τους εφτά, μόνον εκείνος της Ευκαρπίας γίνεται. Και για τον λόγο αυτό γίνεται τεράστιος, πάνω σε μια αναδασωτέα έκταση, με ασύλληπτα καταστρεπτικές συνέπειες για το περιβάλλον. Επιλέχθηκε η Ευκαρπία γιατί έχει λίγους κατοίκους. Το ίδιο και η Μαυροράχη για την κατασκευή του Χ.Υ.Τ.Α. Είναι περιοχές με λίγους κατοίκους και οι αντιδράσεις τους είναι ελέγξιμες, ιδίως όταν οι υπόλοιποι πολίτες είναι ανενημέρωτοι για τα ζητήματα αυτά. Όμως στην Ευκαρπία κερδίσαμε το στοίχημα της αλληλεγγύης. Γίνονταν κάθε εβδομάδα συνελεύσεις που είχαν τετρακόσια και πλέον άτομα. Όταν μιλούσε κάποιος βουλευτής στην περιοχή, ζήτημα να μάζευε είκοσι άτομα. Το κίνημα δεν καπελώθηκε από τα κόμματα, αν και μας προσέγγισαν. Δεχτήκαμε διώξεις και είχαμε δικαστήρια, αλλά συνεχίζουμε.”
Ο Φίλιππος Γκανούλης, πολιτικός μηχανικός και υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος με τον συνδυασμό των Οικολόγων, περιέγραψε όλους τους τρόπους διαχείρισης των απορριμμάτων, τονίζοντας πως στην Ελλάδα η διαχείριση αυτή γίνεται με τους πλέον απαρχαιωμένους και ρυπογόνους τρόπους, τους Χ.Υ.Τ.Α και τα εργοστάσια καύσης. Στη συνέχεια τόνισε ότι “πριν από την οικονομική κρίση, ο όγκος των απορριμμάτων στην περιφέρεια της Μακεδονίας έφτανε τους 500.000 τόνους, ενώ σήμερα υπολογίζεται σε 380.000 τόνους. Από αυτούς, μόνον το 1% ανακυκλώνεται, μέγεθος τραγικό και σε πλήρη αναντιστοιχία με ανάλογα μεγέθη στην Ευρώπη”. Στη συνέχεια εξήγησε τη χρηστικότητα των ΣΜΑ, επιμένοντας όμως πως χρειάζονται μικρότερης έκτασης σε σχέση με αυτόν που κατασκευάζεται στην Ευκαρπία.
Πέραν αυτών, αναφέρθηκε εκτενώς στη σύσταση των αστικών απορριμμάτων της Θεσσαλονίκης. “Τα ζυμώσιμα υλικά φθάνουν το 26% . Δέρμα, λάστιχο κ.α. στο 10%, το πλαστικό στο 20%, το γυαλί 4%, μέταλλα 6% και το χαρτί στο 25%. Δηλαδή, το 90% των υλικών που κρύβονται στα απορρίμματα είναι ανακυκλώσιμο!”
Το χαρτί, όπως και το πλαστικό, ωστόσο, σημείωσε πως είναι υλικά πλούσια σε θερμική παραγωγή, άρα γίνεται αντιληπτό πως η ανακύκλωσή τους είναι δραστηριότητα ανταγωνιστική ως προς την καύση.
Στο τέλος της ομιλίας του εστίασε στο ασύλληπτο δημοτικό κόστος από την καύση των απορριμμάτων. Χρησιμοποίησε για παράδειγμα την Κύπρο. Όπου τα συμφέροντα εκεί μπόρεσαν γρήγορα να προχωρήσουν στη δημιουργία εργοστασίων καύσης απορριμμάτων και σήμερα οι δήμοι, μη μπορώντας να ανταποκριθούν στο κόστος της καύσης, ανοίγουν ξανά χωματερές!
Ενώ τα εργοστάσια καύσης, σημείωσε, μπορούν να δημιουργήσουν το πολύ δέκα με δεκαπέντε θέσεις εργασίας, η αξιοποίηση των υλικών των απορριμμάτων και μια άλλη διαχείριση είναι σε θέση να εξασφαλίσουν ασύλληπτα περισσότερες.
Ο Κώστας Νικολάου, χημικός περιβαλλοντολόγος και μέλος της Πρωτοβουλίας για την Κοινωνική Διαχείριση των Απορριμμάτων, αρχικώς έθεσε το ζήτημα των εκπεμπόμενων από την καύση των απορριμμάτων αερίων και τις επιπτώσεις του στην υγεία των πολιτών. “Στους Χ.Υ.Τ.Α. πάντα υπάρχει φωτιά, που προκαλείται από τα εύφλεκτα υλικά και τον ήλιο. Τα αέρια προσβάλλουν την υγεία όλων των οργανισμών. Σε βοσκοτόπους κοντά σε Χ.Υ.Τ.Α. γεννιούνται ζώα με γενετικές ανωμαλίες!”
Στη συνέχεια αναφέρθηκε στην πυραμίδα που παρουσιάζει την πιο φιλική διαχείριση των απορριμμάτων. “Οι χειρότερες είναι οι Χ.Υ.Τ.Α και τα εργοστάσια καύσης. Ενώ η πλέον φιλική διαχείριση των απορριμμάτων είναι η μείωσή τους! Η συγκεκριμένη πυραμίδα είναι κατοχυρωμένη στο νομικό πλαίσιο της Ε.Ε., αλλά και της Ελλάδας. Στην Ελλάδα, όμως, τη διαβάζουν ως στάδια! Τελειώνουμε τους ΧΥΤΑ, αρχίζουμε τα εργοστάσια καύσης. Και αργότερα βλέπουμε για την ανακύκλωση. Όμως η λογική της είναι ακριβώς η ανάποδη! ”
“Τα εργοστάσια καύσης τα επιλέγουν οι δημοτικές αρχές για μικροπολιτικούς λόγους. Γεμίζουν οι Χ.Υ.Τ.Α, κανείς δεν είναι διατεθειμένος να έχει Χ.Υ.Τ.Α. στην αυλή του, άρα τα καίμε και ξεμπερδεύουμε!”
Κατόπιν παρουσίασε τον σχεδιασμό για τα εργοστάσια καύσης. Σχεδιάζονται πέντε στην Αττική και δύο στη Θεσσαλονίκη. Στη Θεσσαλονίκη προβλέπεται να καίγονται 800.000 τόνοι σκουπιδιών, την ίδια στιγμή που παράγονται 380.000 τόνοι. Το εργοστάσιο δουλεύει 24 ώρες το 24ώρο, 365 μέρες τον χρόνο για να παράγει ενέργεια. Που σημαίνει πως σε ετήσια βάση χρειάζονται οι 800.000 τόνοι σκουπιδιών. Άρα, εντός του σχεδιασμού ενυπάρχει η προοπτική της εισαγωγής απορριμμάτων από το εξωτερικό!
Σε όλη την Ευρώπη, όπου υπάρχουν εργοστάσια καύσης, ή τα κλείνουν ή εισάγουν σκουπίδια, διότι είναι δεσμευμένοι με συμβόλαια με τις πολυεθνικές. “Την παλιά τους τεχνολογία προσπαθούν να μας πουλήσουν, γι’ αυτό έλιωσαν σόλες Γερμανοί και Αμερικανοί στο υπουργείο Οικονομικών για να πετύχουν τη δημιουργία σταθμών καύσης!”
Στη συνέχεια τόνισε το υψηλό κόστος, για τον δημότη, της καύσης των απορριμμάτων. Κατ’ ελάχιστον ο τόνος απορριμμάτων που καίγεται κοστίζει 300 ευρώ. Δύο άτομα, στη Θεσσαλονίκη, τον χρόνο, παράγουν έναν τόνο απορριμμάτων. Ως προς τις θέσεις εργασίας, μία θέση εξασφαλίζεται για κάθε 10.000 τόνους απορριμμάτων που πηγαίνουν στους ΧΥΤΑ. Το ίδιο ισχύει για τα εργοστάσια καύσης, ενώ αντίθετα η ανακύκλωση 10.000 τόνων σκουπιδιών δίνει 236 θέσεις εργασίας.
Στο τέλος της ομιλίας του παρουσίασε τα εγχειρήματα που έχουν ξεκινήσει σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας για την εναλλακτική και οικολογική διαχείριση των απορριμμάτων, τους τρόπους που οργανώθηκαν και λειτουργούν, καθώς και τα αποτελέσματα της δουλειάς τους.