Ένα νέο θέατρο συγκρούσεων Δύσης και Ρωσίας ανοίγει.
Του Σωτήρη Δημόπουλου από τη Ρήξη φ. 103
Η ουκρανική κρίση και η προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία επανέφεραν στο προσκήνιο το πρόβλημα της Μολδαβίας. Οι κάτοικοι της Υπερδνειστερίας ζητούν, πλέον, να ενταχθούν και αυτοί στη Ρωσία, σύμφωνα και με το δημοψήφισμα που διεξήγαγαν το 2006, όπως και οι Γκαγκαούζοι στα νότια της χώρας. Την ίδια ώρα, με παρότρυνση της Δύσης, η νέα εξουσία στο Κίεβο μπλόκαρε τα σύνορα της φιλορωσικής περιοχής, απαγορεύοντας την έξοδο των κατοίκων της προς τα ανατολικά.
Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για μια αναμενόμενη εξέλιξη. Η μικρή αυτή χώρα, με πληθυσμό περίπου 3,5 εκατομμύρια, επηρεάζεται αυτόματα από τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις στον ευρύτερο ρωσικό χώρο επιρροής. Άλλωστε, στο παρελθόν λειτούργησε ως πύλη επικοινωνίας των Βαλκανίων με τον ρωσικό κόσμο.
Βασικό στοιχείο της ταυτότητας της Μολδαβίας είναι η ανθρωπογεωγραφική της διαίρεση. Δυτικά του ποταμού Δνείστερου, στη Βεσσαραβία, ο πληθυσμός είναι ρουμανόφωνος ενώ ανατολικά, στην Υπερδνειστερία, ρωσόφωνος και κατά πλειοψηφία σλαβικός. Ο διχασμός αυτός έχει σφραγίσει την πρόσφατη ιστορική πορεία της περιοχής. Η Ρουμανία τη θεωρεί αναπόσπαστο τμήμα της, ενώ η Ρωσία ως όριο της παρουσίας της στις παρυφές των Βαλκανίων.
Τη δεκαετία του 1920, και ενώ η Βεσσαραβία είχε παραχωρηθεί στη Ρουμανία, η Μόσχα συνέστησε στην ανατολική όχθη του Δνείστερου την Αυτόνομη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μολδαβίας, ως τμήμα της ΣΣΔ της Ουκρανίας. Ο σκοπός ήταν προφανής: η προσάρτηση και της Βεσσαραβίας. Και ο στόχος επετεύχθη το 1940, ως αποτέλεσμα του Συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μολότωφ. Από τη μεριά της Ρουμανίας, ο στόχος της ένωσης με τη Μολδαβία επέδρασε καταλυτικά στην ενεργητικότατη συστράτευση του Βουκουρεστίου με τις δυνάμεις του Άξονα. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δημιουργήθηκε η Σοβιετική Δημοκρατία της Μολδαβίας, χωρίς, όμως, τη νότια Βεσσαραβία, και επομένως έξοδο στη Μαύρη Θάλασσα.
Η αφύπνιση των εθνικών κινημάτων στην ΕΣΣΔ, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, θα λάβει χώρα και στη Μολδαβία. Κατά τη περίοδο αυτή, η σύνθεση του πληθυσμού ήταν: Μολδαβοί-ρουμανόφωνοι 64,5%, Ουκρανοί 13,8%, Ρώσοι 13%, Γκαγκαούζοι 5,2%, Βούλγαροι 2%. Σε αντίθεση με την εθνική σύσταση, η ομοιογένεια στη θρησκευτική είναι πολύ υψηλή, καθώς το 98% είναι ορθόδοξοι. Η έναρξη των εθνοτικών συγκρούσεων είχε ως αφορμή το γλωσσικό ζήτημα. Η προσπάθεια καθιέρωσης της ρουμανικής ως της μόνης επίσημης γλώσσας αποτέλεσε τη θρυαλλίδα της έκρηξης. Αν προωθούνταν οι αλλαγές, ο κρατικός μηχανισμός θα έπρεπε να στελεχωθεί μόνον από ρουμανόφωνους. Αυτό θα οδηγούσε τελικά στην ενσωμάτωση της Μολδαβίας στη Ρουμανία. Μέσα σε αυτό το κλίμα, οι κάτοικοι της Υπερδνειστερίας ανακήρυξαν την περιοχή τους σε σοβιετική Δημοκρατία με πρωτεύουσα το Τιράσπολ (έκταση 3.567 τ.χλμ., πληθυσμός 633.000 κάτοικοι και εθνοτική σύνθεση: Μολδαβοί 43%, Ουκρανοί 28%, Ρώσοι 25%). Το πλήγμα ήταν μεγάλο για τη Βεσσαραβία, καθώς ανατολικά του Δνείστερου παραγόταν το 40% του ΑΕΠ και το 90% της παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος. Το 1992, 50 χιλιάδες οπλισμένοι ρουμανόφωνοι εθνικιστές επιτέθηκαν στην αποσχισθείσα περιοχή και 1.500 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους κατά τις συγκρούσεις που ακολούθησαν. Η επέμβαση της 14ης Ρωσικής Στρατιάς, που βρίσκεται στη Μολδαβία από το 1956, έβαλε τέλος στην αιματοχυσία, αλλά θα αποτελεί εφεξής και τον εγγυητή της Υπερδνειστερίας.
Την απόσχισή τους, όμως, επιδίωξαν και οι Γκαγκαούζοι, λαός τουρκόφωνος, αλλά ορθόδοξος στο θρήσκευμα, που είναι υπερήφανος για τη βυζαντινή του καταγωγή. Οι Γκαγκαούζοι αριθμούν στη νότια Μολδαβία περί τους 150 χιλιάδες. Όταν το 1990 ανακήρυξαν την περιοχή τους ανεξάρτητη, από τις εκκαθαρίσεις των ρουμανόφωνων τους προστάτεψε ο ρωσικός στρατός. Τελικά, το 1994, η Γκαγκαουζία κέρδισε καθεστώς αυτονομίας, με παρέμβαση της Τουρκίας!
Τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα της χώρας, σε όλη τη διάρκεια της ανεξαρτησίας της, έχουν οδηγήσει στη μετανάστευση περίπου ένα εκατομμύριο Μολδαβούς, και τα εμβάσματα των ξενιτεμένων φθάνουν ετησίως στο ένα δισ. ευρώ. Ο αγροτικός τομέας, που ήταν αρκετά δυναμικός, επλήγη από τις απαγορεύσεις εισαγωγών κρασιού που επέβαλαν οι Ρώσοι, ως αντίποινα για τη στάση του Τσισινάου. Επιπλέον, η εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο και τα χρέη προς την Γκάζπρομ -σχεδόν στα 4,3 δισ. όταν το ΑΕΠ είναι περίπου στα 13 δισ.- καταδεικνύει την πολυπλοκότητα της κατάστασης.
Μετά την ουκρανική κρίση, οι διαδικασίες επιταχύνονται και στη Μολδαβία. Το Τσισινάου υπέγραψε πρόσφατα συμφωνία σύνδεσης με την Ε.Ε. και η Δύση διαμορφώνει ένα νέο πεδίο επικίνδυνης αντιπαράθεσης με τη Μόσχα. Στην περίπτωση που δημιουργηθούν, αρνητικά για τη Ρωσία, τετελεσμένα στις σχέσεις Μολδαβίας και ευρωατλαντικών δομών, είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο Πούτιν θα ενσωματώσει και την Υπερδνειστερία στη Ρωσία. Το ερώτημα είναι αν αυτό θα γίνει σε συνδυασμό με τις όποιες κινήσεις εκδηλωθούν στην ανατολική και νότιο Ουκρανία, ανοίγοντας έτσι έναν ρωσικό διάδρομο μέχρι τον Δνείστερο, ή η μικρή Δημοκρατία θα αποτελεί έναν ρωσικό θύλακο, όπως η περιοχή του Καλινινγκράντ στον βορρά.