«Βασιλιάς Ληρ», σε σκηνοθεσία Τομάζ Παντούρ
Του Κώστα Σαμάντη από τη Ρήξη φ. 114
Κάθε φορά που ανεβαίνει ένα κλασσικό όσο και χιλιοπαιγμένο κείμενο, προκύπτει το ακόλουθο ερώτημα: Γιατί αυτό, γιατί τώρα; Είναι γεγονός ότι τα διαχρονικά κείμενα του θεάτρου κουβαλούν, εξαιτίας ακριβώς αυτής της διαχρονικότητας, μια πολύ σημαντική δυναμική. Είναι η δυναμική των πολυεπίπεδων αναγνώσεων, οι οποίες προσφέρουν έδαφος τόσο στον σκηνοθέτη όσο και στους κοινωνούς ηθοποιούς να δώσουν μια διαφορετική, εναλλακτική πρόταση, η οποία αρκετές φορές πηγάζει από τις ανάγκες των καιρών. Είναι ακριβώς αυτή η δυνατότητα η οποία καθιστά χιλιοπαιγμένα (κάποιες φορές είναι αλήθεια) κείμενα σύγχρονα και εφαλτήριο προβληματισμού για το παρόν.
Ο Βασιλιάς Ληρ είναι ίσως το σημαντικότερο, μετά τον Άμλετ, κείμενο του Σαίξπηρ. Σε αυτό ο ήρωας της ομότιτλης τραγωδίας, ισχυρός ηγεμόνας και γέρος πλέον, ετοιμάζεται να αποσυρθεί. Καλεί λοιπόν τις τρεις θυγατέρες του να εκφράσουν την αγάπη του για αυτόν. Οι δύο πρώτες υπερβαίνουν η μία την άλλη σε κολακείες, πράγμα που ικανοποιεί τον βασιλιά, ενώ η τελευταία αρνείται να μπει σε ένα ψευδές παιχνίδι, υπερασπιζόμενη τόσο την ακεραιότητά της όσο και την ειλικρίνεια. Το αποτέλεσμα είναι αναμενόμενο. Ο συνηθισμένος στις κολακείες βασιλιάς μοιράζει το βασίλειό του στις δύο πρώτες ενώ αποκληρώνει την τρίτη. Μη έχοντας πλέον καμία εξουσία και δύναμη στα χέρια του, σπεύδει μαζί με τη φρουρά του στη μεγαλύτερη κόρη προς φιλοξενία. Αυτή που δεν τον έχει πλέον ανάγκη τον παραπέμπει στη δεύτερη κόρη. Εκεί όμως έρχεται αντιμέτωπος με την ίδια συμπεριφορά. Συνειδητοποιώντας το τραγικό όσο και εσφαλμένο της επιλογής του αναγκάζεται, ένα ανθρώπινο ράκος πλέον, να απευθυνθεί στην τρίτη και μικρότερη, η οποία αποδεικνύεται η πλέον ειλικρινής.
Ο βασιλιάς Ληρ είναι ένα κείμενο προβληματισμού πάνω στην ανθρώπινη φύση, στις οικογενειακές σχέσεις, αλλά και στις σχέσεις εξουσίας που αναπτύσσονται στο εσωτερικό μιας κοινωνίας. Αρκεί μια θρυαλλίδα για να διαρρήξει τις ευαίσθητες όσο και συμβατικές ισορροπίες στις οποίες στηρίζεται το οικοδόμημα αυτής της κοινωνίας για να οδηγηθεί σε κρίση. Κάποιες φορές ανεπίστρεπτη.
Όμως χρειάζεται βαθιά γνώση του κειμένου όσο και του συνολικότερου έργου του Σαίξπηρ, αλλά κυρίως μια αγάπη για αυτό ώστε να μπορέσει κάποιος να κολυμπήσει στα βαθιά νερά του, να αισθανθεί την υγρασία του και να μπορέσει να βγει από αυτό έχοντας στα χέρια του μια πρόταση η οποία θα πηγάζει από τις βαθύτερες ανησυχίες τις οποίες κουβαλά. Κάποιες φορές,–και δεν έχει να κάνει μόνο με το συγκεκριμένο έργο– διαχρονικά κείμενα αντιμετωπίζονται, ειδικά στα χρόνια του μεταμοντερνισμού, ως απλές ευκαιρίες ανάδειξης της ατομικής βιρτουαζιτέ του εκάστοτε δημιουργού. Δεν έχει σημασία αν αυτές παρουσιάζονται στο κοινό μέσω ευφάνταστων όσο και εντυπωσιακών ευρημάτων. Μπορεί κάποιες φορές η διασκευή όσο και η σκηνοθεσία να ξεφεύγει από τα παραδοσιακά θεατρικά πρότυπα. Κανένα κακό, εφόσον εξυπηρετεί και εντάσσεται στον προβληματισμό του συγγραφέα. Τα προβλήματα προκύπτουν από τη «σεπαρατιστική» λογική του σκηνοθέτη, η οποία οδηγεί εντέλει και σε ένα μακέλεμα του έργου.
Ο Τομάζ Παντούρ είναι ένας πολύ γνωστός Σλοβένος σκηνοθέτης. Ένας καχύποπτος θεατής θα προσερχόταν επιφυλακτικά στην πρότασή του εξαιτίας του ότι το έργο εντάσσεται στον βαθύ πυρήνα της ευρωπαϊκής θεατρικής παράδοσης. Περιμένει λοιπόν με αδημονία την παράσταση. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση έρχεται αντιμέτωπος με μία πανκ εκδοχή του μύθου, στην οποία η κυριαρχία του μεταμοντερνισμού είναι εμφανής όσο και καταλυτική. Οι ήρωες κυκλοφορούν ως νίντζα πολεμιστές, αυτομπουγελώνονται ακολουθώντας τη μόδα της εποχής, συνοδευόμενοι από προβολές βίντεο ώστε το έργο να αποκτήσει μία μορφή επικαιρότητας. Ύστατο όπλο εντυπωσιασμού του σκηνοθέτη το γυμνό όσο και το αίμα που κυκλοφορεί επί σκηνής καθιστώντας το έργο γκροτέσκ. Συμπερασματικά, ο σκηνοθέτης προσπαθεί να εντυπωσιάσει σε μια πράξη αυταρέσκειας το κοινό, έχοντας χάσει το νήμα που τον συνδέει με την τραγικότητα του κειμένου.
Τέλος, αλλά καθόλου ελάχιστο, ίσως και ενδεικτικό των προθέσεών του, η αυθαίρετη εισαγωγή στην παράσταση, η οποία αποδυναμώνει την καθήλωση που με μαεστρία έχει στήσει ο μεγάλος θεατρικός συγγραφέας.
Ο Κιμούλης, ως παραγωγός της συγκεκριμένης παράστασης, προσκάλεσε τον Παντούρ για το ανέβασμα του Βασιλιά Ληρ. Ενδεχομένως η πρόσκλησή του να εντάσσεται σε μια λογική ότι οι σκηνοθέτες της αλλοδαπής μπορούν να προσφέρουν αυτό που οι δικοί μας αδυνατούν. Έχει αποδειχθεί όμως, στις περισσότερες των περιπτώσεων, ότι η συγκεκριμένη επιλογή λειτουργεί ως «χάντρες και καθρεφτάκια» για τους ιθαγενείς. Ίσως αξίζει να προβληματιστούμε δύο και τρεις φορές πλέον για το «ρηξικέλευθο» της μετάκλησης ξένων δημιουργών χωρίς όρια, χωρίς κριτήρια, χωρίς ισορροπία.
Ο Κιμούλης ως Βασιλιάς Ληρ απέδειξε για μία ακόμη φορά ότι κουβαλά μέχρι σήμερα τη στόφα του μεγάλου ηθοποιού. Όσο και αν κάποιες φορές κατέφυγε στη μανιέρα που λίγο πολύ κουβαλά, ήταν αυτός ο οποίος έσωσε κάπως την παράσταση και κράτησε ζωντανό το ενδιαφέρον των θεατών. Κρίμα που ελέγχεται για το εύστοχο της επιλογής του Παντούρ. Ενδεχομένως μάλιστα, αν σκηνοθετούσε ο ίδιος, να τα κατάφερνε καλύτερα. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί εκ των πραγμάτων αδικούνται από τις επιλογές του σκηνοθέτη. Καθόλου τυχαίο οι αρνητικές επισημάνσεις των θεατών που παρακολούθησαν το έργο σε αντίθεση με τα ευμενή σχόλια δημοσιογράφων πριν την έναρξη των παραστάσεων.
Δυστυχώς ο μεταμοντερνισμός εξακολουθεί να εντυπωσιάζει τους παρακοιμώμενους την ίδια στιγμή που πνέει τα λοίσθια ως καλλιτεχνικό ρεύμα.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Σκηνοθεσία: Tομάζ Παντούρ
Διασκευή: Λίβιγια Παντούρ
Μετάφραση: Γιώργος Κιμούλης
Παίζουν: Γιώργος Κιμούλης, Στεφανία Γουλιώτη, Γιώργος Γάλλος,
Κόρα Καρβούνη,
Προμηθέας Αλειφερόπουλος,
Πηνελόπη Τσιλίκα, Αργύρης Πανταζάρας, Χάρης Τζωρτζάκης
Θέατρο: Πειραιώς 260,
Αθήνα έως 3/6,
Μέγαρο Μουσικής
Θεσσαλονίκης
14-16/5