και οι κίνδυνοι της «κλιμάκωσης»
Του Δημήτρη Παπαμιχαήλ από τη Ρήξη φ. 117
Εξ αφορμής της εκδήλωσης «Το σύντομο καλοκαίρι του “Όχι” και η επίμονη ανακατασκευή του “εμείς” της ρήξης», από μέλη διαδικτυακών εγχειρημάτων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και προσπερνώντας τις βιωματικές φάσεις και αντι-φάσεις ενός κόσμου αριστερίστικου λάιφ στάιλ, αξίζει να προβληματιστούμε γύρω από τον κοινό τόπο που φαίνεται να συγκροτεί το νέο «εμείς» της άκρας αριστεράς και που δεν είναι άλλος από το μεταναστευτικό.
Αξίζει να επισημανθεί η χαρακτηριστική ευκολία με την οποία σύσσωμοι οι ομιλητές –κάποιοι προερχόμενοι και από τον χώρο της ΛΑΕ– αφόριζαν με τον λόγο τους την όποια πατριωτική επίκληση και αναφορά στο έθνος, σε μία προσπάθεια παλινόρθωσης του Δεκέμβρη του 2008 και ενώ την προηγούμενη περίοδο, από τις πλατείες των αγανακτισμένων και μετά, η άκρα αριστερά φάνηκε για μία στιγμή να εγκαταλείπει τον μηδενισμό που ανέπτυξε μέσα στη μεταπολίτευση. Ίσως αυτή η επίφαση πατριωτισμού των τελευταίων ετών δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένας ακόμη τακτικισμός ελέω ταξικού αγώνα.
Όμως, με τις διαδοχικές ήττες του φοιτητικού κινήματος και του αντιμνημονιακού χώρου, και με δεδομένη την ανυπαρξία της άκρας αριστεράς στους χώρους εργασίας, με ποια αφορμή θα επιβιώσει μία συνομάδωση που δείχνει όλο και περισσότερο να συγκροτείται γύρω από έναν κοινό τρόπο ζωής και όχι λόγω μίας επεξεργασμένης ιδεολογικής σύγκλισης; Ο κοινός τόπος του μεταναστευτικού δείχνει πλέον να υπερτερεί στην ιεραρχία των ανησυχιών μίας κοινωνικής ομάδας πλήρως εκδυτικισμένης, που δείχνει λιγότερο επηρεασμένη από τις συνέπειες της οικονομικής λιτότητας και απομακρυσμένη από τα πραγματικά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας.
Περιορίζοντας αβασάνιστα τη μαρξιστική ανάλυση στο σύνθημα «εργάτες όλου του κόσμου ενωθείτε», και εθελοτυφλώντας μπροστά στις συνέπειες της μετακίνησης πληθυσμών για τη χώρα, η εξωκοινοβουλευτική αριστερά, με κύριο οδηγό ένα επιφανειακό συναίσθημα –έρμαιο της κυρίαρχης κοσμοπολίτικης ιδεολογίας που διακινούν τα ΜΜΕ– φαίνεται να επανατοποθετεί τη δράση της με επίκεντρο το μεταναστευτικό, ίσως για πρώτη φορά τόσο ξεκάθαρα.
Όταν μιλάνε για δράση, οι θιασώτες του ταξικού αγώνα εννοούν μία κλιμάκωση της σύγκρουσης, αυτής που φοβήθηκαν στα χρόνια του αντιμνημονιακού κινήματος, της κυριολεκτικής. Αυτή η «αναβάθμιση» του «αντιφασιστικού»-«αντιρατσιστικού» αγώνα αναδεικνύει, θα έλεγε κανείς, την αδυναμία της αριστεράς, όχι μόνο να αντιληφθεί το μεταναστευτικό, μα και να ανταπεξέλθει στην κατ’ εξοχήν αποστολή της μέσα στην ταξική αντιπαράθεση, που δεν είναι άλλη από την υπεράσπιση και μεγέθυνση των κοινωνικών κεκτημένων.
Επιπροσθέτως, κλιμακώνοντας τη βία, κινδυνεύει να βρεθεί αντιμέτωπη όχι μόνο με μπράβους της νύχτας και άλλους τραμπούκους του φασιστικού φάσματος, μα και με την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας, οδηγούμενη τελικά στην ίδια την εξαφάνισή της. Μοναδική δυνατότητα επικράτησης σε αυτό το εγχείρημα είναι ίσως η συμμαχία με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, που δείχνει στο συγκεκριμένο ζήτημα να συμφωνεί (άραγε αυτή η συμφωνία δεν απασχολεί τους συντρόφους της «ρήξης»;) μετατρέποντας την άκρα αριστερά σε δεκανίκι της εξουσίας ενάντια στον ελληνικό λαό.
Αναγνωρίζοντας τα τεράστια προβλήματα στην αντιμετώπιση του μεταναστευτικού φαινομένου, δεν ευαγγελιζόμαστε ότι έχουμε τη μαγική λύση. Ωστόσο αρνούμαστε να συμπορευθούμε με ένα χώρο που αναβαθμίζει το ζήτημα αυτό αποκλειστικά και μόνο με το πρόσχημα του αντιρατσισμού και του ταξικού αγώνα. Διαφωνούμε κατηγορηματικά με το χοντροειδές νεκραναστημένο ιδεολόγημα ότι οι υλικές συνθήκες είναι αυτές που κατ’ εξοχήν ορίζουν το συνανήκειν – «όπως έγινε και στην Αμερική» ακούσαμε να λέει κάποιος συνομιλητής καλοπροαίρετα. Ακριβώς επειδή δεν θέλουμε να γίνουμε Αμερική –ή μάλλον το βαλκανικό της κακέκτυπο– πράγμα που κατά τη γνώμη μας θα σημαίνει και το τέλος του ελληνισμού ως διακριτής πολιτισμικής οντότητας, με ό,τι σημαίνει αυτό και για το εγχώριο εργατικό κίνημα. Επιχειρούμε να πορευτούμε σε έναν άλλο δρόμο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα δεχτούμε τους πολιτισμικούς διαχωρισμούς, έτσι όπως τους θέτει το κεφάλαιο (το οποίο, παρεμπιπτόντως, τείνει να σκέφτεται όλο και λιγότερο με όρους εθνικούς).
Η αποφυγή της πολιτισμικής σύγκρουσης, έτσι όπως ορίστηκε προ εικοσαετίας από διανοητές του νέου μονοπολικού κόσμου, θεωρούμε ότι αποτελεί ακόμη –ίσως περισσότερο από ποτέ– το βασικό μέλημα για τις κοινωνίες της περιοχής μας. Μίας σύγκρουσης αναπόφευκτης μέσα στο χαοτικό περιβάλλον των σύγχρονων μητροπόλεων, μα και απόλυτα διαχειρίσιμης για το παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο. Και επειδή θεωρούμε ότι η πολιτισμική εγχάραξη με τις ντόπιες αξίες του λαϊκού κινήματος σε ανθρώπους οι οποίοι διαθέτουν μία τόσο ισχυρή ταυτότητα όσο αυτή που προσδίδει το Ισλάμ, είναι κάτι σχεδόν αδύνατον, τουλάχιστον στην κλίμακα αυτού που μπορούμε να διεκδικήσουμε σαν δικό μας με περισσότερες αξιώσεις, δηλαδή στην κλίμακα του έθνους-κράτους, πιστεύουμε ότι η αποτροπή των μεταναστευτικών ροών προς τη χώρα μας είναι πρωτεύουσας σημασίας. Εξ ου και η σημασία των συνόρων για εμάς, ή όποιων διεθνών συμβάσεων αποτρέπουν το να μετατραπεί η Ελλάδα σε αποθήκη ψυχών.
Η αριστερά της κατ’ επίφαση «ταξικότητας», που αρνείται να αντιληφθεί το μεταναστευτικό με αυτόν τον τρόπο, που εθελοτυφλεί ότι μπορεί να υφίσταται συνύπαρξη με μερικά από τα πιο συντηρητικά τμήματα του σουνιτικού Ισλάμ, δεν μας πείθει.
Μία αριστερά φετιχιστική, που διακινεί αυτάρεσκα την ιδεολογία περί ταξικής σύγκρουσης, αφού πρώτα έχει εκμεταλλευτεί τις συνάφειες με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για να προσχωρήσει σε ποικίλες θέσεις στη δημόσια διοίκηση, μας αναδύει τις πιο αρνητικές μνήμες της μεταπολίτευσης. Μας κάνει να αρνούμαστε κατηγορηματικά το κατευθυντήριο επίθετο. Μας κάνει μη-αριστερούς…
3 ΣΧΟΛΙΑ
Ακριβώς έτσι είναι με ένα μεγάλο κομμάτι της ‘πέραν του ΣΥΡΙΖΑ’ αριστεράς.
Με μια προσθήκη: Η αντίληψη που φέρει για το μεταναστευτικό είναι αμιγώς φιλελεύθερη, στηρίζεται δε στις πιο απλοϊκές αφηγήσεις περί της ιστορίας του μεταναστευτικού φαινομένου από κάτι τύπους σαν τον Φρήντμαν. Εντελώς μέηνστρημ δηλαδή…
Γι’ αυτό εξ άλλου ξεμπερδεύουν με το μεταναστευτικό φαινόμενο με αφορισμούς του στυλ ‘όπως έγινε στην Αμερική’. Μόνο που αυτό που πραγματικά έγινε στην Αμερική έρχεται σε αντίθεση με αυτό που πιστεύουν αυτοί.
Προϋπόθεση για την ενότητα του αμερικάνικου melting pot, ήταν να… κλείσουν τα σύνορα από τα μέσα του 1920 μέχρι το 1970, και να ξεκινήσουν διαδικασίες πολιτισμικής ομογενοποίησης του διαφοροποιημένου εθνικά και πολιτισμικά πληθυσμού.
Στα τέλη του 1950, το 80% του πληθυσμού των ΗΠΑ, είχε γεννηθεί μέσα στην χώρα, και είχε λάβει μια ομογενοποιημένη, αγγλοσαξονική εκπαίδευση. Εξ ου και το ‘melting’ στην γνωστή φράση, που καταδεικνύει μια ροπή προς την ενσωμάτωση.
Η δε απόφαση για το ‘κλείσιμο των συνόρων’ θα επισφραγίσει το τέλος μιας μακράς ιδεολογικής, πολιτικής και ταξικής σύγκρουσης που θα ξεκινήσει στις ΗΠΑ από το 1885 κι έπειτα. Τι είχε συμβεί; Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, και τις αρχές του επόμενου, οι μεταναστευτικές ροές προς τις ΗΠΑ άλλαξαν χαρακτήρα: Ως επί το πλείστον, πλέον, αποτελούνται από εντελώς ανειδίκευτους εργαζόμενους της Νοτιοανατολικής Ευρώπης (Ιταλοί, Έλληνες κλπ) και της Νοτιοανατολικής Ασίας (ιδιαίτερα στην Ανατολική Ακτή).
Η πύκνωση τέτοιων ρευμάτων, δημιούργησε συνθήκες πλεονάζουσας εργατικής δύναμης, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση των ήδη οργανωμένων εργατών [ήδη από το 1890 τα συνδικάτα απαίτησαν περιορισμούς στην μεταναστευτική πολιτική των ΗΠΑ]. Δεν ήταν μόνον οι εργάτες που αντέδρασαν στο καθεστώς ελεύθερης εισαγωγής εργατικών χεριών –και οι εργάτες, επίσης, δεν αντέδρασαν μόνο με ‘προοδευτικό τρόπο’. Το γεγονός του εργατικού πλεονάσματος, και της αυξανόμενης πολιτισμικής διαφοροποίησης, θα τροφοδοτήσει την εξάπλωση ρατσιστικών αντανακλαστικών από την μία. Ενώ ταυτόχρονα, ακόμα και στους κόλπους των ίδιων των ανειδίκευτων μεταναστών θα εξαπλωθεί ένα κίνημα διεκδίκησης εξίσωσης των μισθών και των συνθηκών εργασίας, που στις αρχές του 20ου αιώνα θα οδηγήσει στην ίδρυση της περίφημης IWW (του συνδικάτου των ‘εργατών του κόσμου’).
Όλη αυτή η γκάμα των αντιδράσεων, που συχνά υπήρξαν και συγκρουόμενες μεταξύ τους, θα κλονίσει την μέχρι πρότινος αδιαμφισβήτητη προτίμηση του αμερικανικού κατεστημένου προς τις πολιτικές ελεύθερης εισαγωγής της εργατικής δύναμης. Και σταδιακά, αυτή θα εγκαταλειφθεί –καθώς από τις αρχές του 20ου αιώνα, θα αρχίσουν να επιβάλλονται περιορισμοί στην μετανάστευση, ώσπου εν τέλει τα σύνορα να κλείσουν οριστικά μέσα στο 1920 (1924).
H σταθεροποίηση της εργατικής δύναμης, μετά τις περιπέτειες της Μεγάλης Ύφεσης, θα επιτρέψει την εφαρμογή του New Deal και τους ριζικούς μετασχηματισμούς στον ρόλο της οργανωμένης εργασίας μέσα στις ΗΠΑ. Την ίδια στιγμή, η έλλειψη των εργατικών χεριών αντιμετωπίζεται με κύματα εσωτερικής μετανάστευσης, μαύρων εργατών που κατά την περίοδο 1930-1960 συρρέεουν στις μεγάλες βιομηχανικές πόλεις των ΗΠΑ (Ντιτρόιτ, Σικάγο κ.ά). Η μετατόπιση των μαύρων από την ‘αγροτική περιφέρεια’ του αμερικάνικου καπιταλισμού προς τον βιομηχανικό του πηρύνα θα ισχυροποιήσει τον κοινωνικό ρόλο του μαύρου προλεταριάτου –και μόνον τότε το κίνημα για τα δικαιώματα των Μαύρων θα πιάσει τόπο.
Όλες αυτές είναι κοινωνικές διεργασίες, που θα ήταν αδιανόητες αν προηγουμένως δεν αναστέλλονταν η ελεύθερη εισαγωγή ξένης εργατικής δύναμης στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Επομένως, το «όπως έγινε στην Αμερική» δεν είναι και το κατάλληλο επιχείρημα για να στηρίξει κανείς την lesse fair lesse passer αντίληψη της σοσιαλφιλελεύθερης αριστεράς.
Ακριβώς όπως τα λες. Οι ΗΠΑ εφαρμόζουν ενεργό πολιτική – μέσω και της κοινωνικής πίεσης – να “αφομοιώνουν” τους μετανάστες και να τους εμφυσούν κάποιου είδους “αμερικάνικο πατριωτισμό”. Και γράφω “κάποιου είδους” επειδή διαφέρει σε βάθος και ποιότητα από τον πατριωτισμό που είχαμε και έχουμε στον ελληνικό χώρο και αναφέρεται περισσότερο στην ενεργή συμμετοχή στην κοινότητα και την ύπαρξη κοινών πολιτισμικών αναφορών που έδιναν ΚΑΙ ιστορικό βάθος στην έννοια του πατριωτισμού.
Αντίθετα, ο αμερικάνικος μύθος στηρίζεται στην απεξάρθρωση οποιοδήποτε πολιτισμικών αναφορών και την αίσθηση της κοινότητας, και στον υπερτονισμό της “μεγάλης χώρας” που επιτρέπει στο άτομο να αισθάνεται όμορφα με την ιδιωτεία του, βαφτίζοντας την “ελευθερία”.
Αν κάποια χώρα βρίσκεται κοντύτερα στην ονειροφαντασία του πολυπολιτισμού είναι ο Καναδάς, όπου σαφώς και υπάρχει ρηχότητα των ανθρωπίνων σχέσεων, σε σχέση με την Ευρώπη, αλλά εφαρμόζουν πολιτικές που επιτρέπουν και ενισχύουν τις ιδιαίτερες ταυτοτητες των μεταναστών – σε αντίθεση με τις ΗΠΑ.
Ως προς τα δικά μας τώρα, θεωρώ ότι στο επίκεντρο της κριτικής εναντίον των “επαγγελματιών αθροπιστών” πρέπει να βρεθεί η ρηχός και χαζοχαρούμενος ηθικολογισμός με τα φληναφήματα του “αθροπισμού” και του δικαιωματισμού. Και τα δύο είναι ανυπόστατες Ντισνεϋκές ονειροφαντασίες, έρχονται σε αντίθεση με την ιστορική γνώση δεκάδων χιλιάδων ετών και που σύντομα θα καταρρεύσουν κάτω από την επιθετικότητα του Ισλαμισμού. Ελπίζω μόνο να μην θυματοποιηθούμε κι εμείς εξαιτίας των αεροφιλοσοφιών τους.
http://www.kathimerini.gr/834821/article/epikairothta/politikh/gioynker-kalei-a8hna-na-epane3etasei-to-zhthma-twn-koinwn-peripoliwn-me-toyrkia
Στο χωριό μου λένε βάλανε το λύκο να φυλάει τα πρόβατα…