Μακροπρόθεσμη στρατηγική και βραχυπρόθεσμη τακτική
Tου Γιώργου Καραμπελιά από το Άρδην τ. 96
Η συνολική μας αντίληψη έχει ως αφετηρία την αδιαμφισβήτητη πλέον διαπίστωση της παρακμής του δυτικού πολιτισμού. Ο δυτικός πολιτισμός δεν παρακμάζει μόνο ή κύρια γιατί τα κέντρα της πληθυσμιακής, και αύριο της οικονομικής ισχύος, τείνουν να μετατεθούν έξω από τη Δύση, αλλά κυρίως γιατί το πνεύμα του δυτικού ορθολογισμού δεν μπορεί να προσφέρει ένα μοντέλο καθολικής αξίας στον σημερινό κόσμο μας. Το μοντέλο της αδιάκοπης, γεωμετρικής συσσώρευσης, το μοντέλο της γραμμικής προόδου, του «κάθε χρόνο και περισσότερα», το μοντέλο της υστερικής και παθολογικής λαιμαργίας του δυτικού πολιτισμού, της ιδιοκτησίας, αργοπεθαίνει κάτω από τα μάτια μας μέσα στις αντιφάσεις του. Αυτό το μοντέλο δεν μπορεί να γίνει αυθεντικά παγκόσμιο, γιατί τότε όλοι οι πόροι της γης δεν θα αρκούσαν για να θρέψουν έναν τέτοιο τερατώδη πολιτισμό. Το δυτικό μοντέλο καταρρέει σήμερα στην Τεχεράνη, το Αφγανιστάν, την Κίνα, την Ινδία.
Οι λαοί του κόσμου δεν πρόκειται να περάσουν από τα ίδια πολιτιστικά και οικονομικά στάδια με τη Δύση και ένας νέος πολιτισμός θα αναδυθεί από τη σύνθεση και όχι από τη μονοδιάστατη επιβολή του δυτικού μοντέλου. Πράγμα που σημαίνει ότι πρότυπό μας δεν μπορεί να είναι η «παραγωγικότητα» και η αποδοτικότητα της Δύσης, αλλά ένα πρότυπο ικανοποίησης των ριζικών ανθρώπινων αναγκών, απόρριψης του ανταγωνισμού και της εμπορευματοποίησης ως κυρίαρχων αξιών. Η σκοπιά μας είναι εκείνη της υπέρβασης του δυτικού ορθολογισμού στην κατεύθυνση των κινημάτων που αναδεικνύουν σε κεντρικό αίτημα της παραγωγής και της κοινωνίας την ικανοποίηση των ανθρώπων και όχι της συσσώρευσης. Αυτό το εναλλακτικό παραγωγικό και κοινωνικό μοντέλο, επειδή κινητοποιεί τις δυνατότητες και τον πλούτο όλων των ανθρώπων, έχει συντριπτικά ανώτερη παραγωγικότητα από εκείνη του κυρίαρχου σοσιαλκαπιταλιστικού μοντέλου, μόνο που σκοπός αυτής της νέας πλούσιας ανθρώπινης παραγωγικότητας δεν είναι η συσσώρευση, αλλά η ανθρώπινη ευτυχία. Το κυρίαρχο μοντέλο, ακριβώς γιατί στηριζόταν στη λογική του διαχωρισμού, τη λογική του τεϊλορισμού, της διαίρεσης της κοινωνίας και του κόσμου, γίνεται αντιπαραγωγικό και αναποτελεσματικό σε έναν κόσμο όπου η ανώτερη παραγωγικότητα μπορεί να είναι μόνο συνέπεια μιας νέας εργασιακής και κοινωνικής συνεργασίας!
Και η ανατροπή του κυρίαρχου και αποπνικτικού παλαιού προτύπου δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στα ασφυκτικά πλαίσια της Δύσης. Μια νέα ανώτερη φάση της παγκόσμιας και διυποκειμενικής συνεργασίας, για να πραγματοποιηθεί απαιτεί ένα πολύ ευρύτερο πεδίο. Η Δύση, παρά τον πλούτο της, παρά το υψηλό επίπεδο της τεχνολογίας της, παρά τα κινήματά της, αργοπεθαίνει μολυσμένη από το εμπόρευμα, τη μοναξιά, την έλλειψη συλλογικών οραμάτων. Αυτό που αποδείχτηκε από το 1968 και μετά είναι πως η Δύση δεν έχει τις δυνάμεις και το σθένος να ολοκληρώσει τους μετασχηματισμούς που η ίδια ανέδειξε ως αναγκαίους. Η ψυχή των ανθρώπων της βρίσκεται στον αστερισμό του θανάτου, της αγωνίας. Μπορεί να προσφέρει έναν ακόμα σημαντικό ρόλο στην παγκόσμια ιστορία μόνο βάζοντας στη διάθεση όλου του πλανήτη τους πόρους και τις κατακτήσεις της, μόνο αποδεχόμενη τη διοχέτευση των ιδεών, που η ίδια παρήγαγε, σε έναν νέο παγκόσμιο πολιτισμό. Διαφορετικά, η μόνη διέξοδος της είναι η «Ζαν ντ’ Αρκ» της Μαρίν Λεπέν.
Σήμερα που η δυτική ηγεμονία εξαντλείται, το ανατολικό και νότιο σύνορο της Ευρώπης, σε επαφή και διασταύρωση με την Ασία και την Αφρική, μπορεί να αποτελέσει ένα στοιχείο πολιτιστικής αναγέννησης της ίδιας της Ευρώπης, μπορούν και πάλι τα «σύνορα» να ενεργοποιηθούν. Η μακροπρόθεσμη στρατηγική μας, επομένως, δεν μπορεί να είναι απλώς η ένταξη σε μια Δυτική Ευρώπη, με την οποία, όσο κοντά και αν είμαστε, δεν ταυτιζόμαστε, αλλά η ενεργοποίησή μας στα πλαίσια μιας αληθινά ενωμένης Ευρώπης και ενός μεσογειακού πολιτισμού.
Βέβαια, όποιος μιλάει για σύνορο, μιλάει για κινδύνους, μιλάει για κρίση, μιλάει για εντάσεις. Η μοίρα των συνοριακών περιοχών είναι είτε η άνθιση είτε η συντριβή. Η παρέμβαση, η θέληση, η στρατηγική είναι αποφασιστικοί παράγοντες για να μεταβληθεί η συνοριακή θέση από κίνδυνο σε ευκαιρία. Αντίθετα, μια στάση παραίτησης μπορεί να οδηγήσει στην καταστροφή.
Δεν υπάρχει τίποτε το μοιρολατρικό, τίποτε το δοσμένο από τα πριν. Όλα παίζονται. Όμως, αν συνεχιστούν οι σημερινές τάσεις, η Ελλάδα βαδίζει στην αποχαύνωση, τη σήψη και τη μεταβολή της σε τουριστικό θέρετρο της Ευρώπης, σε μια μορφή σύγχρονων ευνούχων της Ευρασίας.
Εξάλλου, η μακροπρόθεσμη στρατηγική δεν πρέπει ποτέ να συγχέεται με την τακτική. Η Ελλάδα δεν διαθέτει τα μεγέθη και τις δυνάμεις για να μεταβληθεί η ίδια σε πόλο μετασχηματισμού της Ανατολικής και Βαλκανικής Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής, σε νέο πολιτισμικό και πολιτιστικό κέντρο – σύνορο. Οι δυνάμεις της δεν αρκούν. Και οι διεθνείς συνθήκες δεν έχουν ωριμάσει. Τα Βαλκάνια είναι πολυδιασπασμένα, η Ανατολική Ευρώπη και η Ρωσία μόλις αρχίζουν να αφυπνίζονται, η Μέση Ανατολή και η Βόρεια Αφρική μοιάζουν με τον λάκκο των λεόντων. Επομένως μια βραχυπρόθεσμη τακτική μας δεν μπορεί παρά να είναι μια τακτική «ευρωπαϊκή» με παράλληλη ενίσχυση των δεσμών μας με τις χώρες της περιοχής. Διαφορετικά θα συνθλιβούμε.
Η Ελλάδα ανήκει στην Ευρώπη, μόνο που βλέπει την προοπτική της Ευρώπης στο άνοιγμά της προς την Ανατολή, τα Βαλκάνια, τη Μέση Ανατολή. Έτσι δεν φυλακιζόμαστε σε μια Ευρώπη του Ατλαντικού, και από την άλλη δεν πελαγοδρομούμε σε έναν σπασμωδικό απομονωτισμό. Η Ελλάδα είναι και Δύση και Ανατολή, χωρίς ταυτόχρονα να ταυτίζεται με τον δυτικό κόσμο, και η ιστορική της προοπτική μπορεί να νοηθεί μόνο ως χώρος σύνθεσης!
Τα μνημόνια ως ολοκλήρωση της «παγκοσμιοποίησης»
Η Ελλάδα σε όλη την μεταπολεμική περίοδο και ιδιαίτερα σε εκείνη του 1961-1973 γνώρισε μια σημαντική οικονομική ανάπτυξη, που στηρίχτηκε κατ’ εξοχήν στη διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς και την εισροή πόρων από το εξωτερικό, είτε επρόκειτο για εμβάσματα των ναυτικών, των εφοπλιστών και των μεταναστών, για επαναπατρισμό των περιουσιών των Αιγυπτιωτών ή των Κωνσταντινουπολιτών, είτε τέλος για τον τουρισμό. Από τα τέλη δε της δεκαετίας του ‘60 αρχίζει μια σοβαρή ανάπτυξη των εξαγωγών βιομηχανικών προϊόντων.
Η παγκόσμια ύφεση, που θα συνδυαστεί με την εσωτερική πολιτική και κοινωνική κρίση, μετά την κατάληψη της Βόρειας Κύπρου και την πτώση της δικτατορίας, θα σημάνει και την απαρχή ενός νέου –καθοδικού– κύκλου για την ελληνική οικονομία. Οι κοινωνικές συνθήκες αναπαραγωγής μεταβάλλονται ριζικά. Δημιουργείται συνδικαλισμός στα εργοστάσια, ανεβαίνει το εργατικό εισόδημα (στη δεκαετία του ‘70 πάνω από 35% σε πραγματικά μεγέθη) και η ελληνική βιομηχανία παύει να στηρίζεται στα χαμηλά μεροκάματα.
Μπροστά σε αυτές τις αλλαγές ήταν δυνατές δύο επιλογές. Η πρώτη θα ήταν εκείνη της τεχνολογικής αναβάθμισης με επιμονή στους τομείς της εκπαίδευσης καθώς και στην ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής και η δεύτερη της «παγκοσμιοποίησης» χωρίς τεχνολογική αναβάθμιση, δηλαδή της ουσιαστικής διάλυσης της ελληνικής βιομηχανικής παραγωγής, η οποία δεν μπορούσε πια να ανταγωνιστεί τις Νέες Βιομηχανικές Χώρες με τα χαμηλά ημερομίσθια, ούτε την τεχνολογικά αναπτυγμένη βιομηχανία της Δύσης.
Όπως όλοι γνωρίζουμε, ακολουθήθηκε η δεύτερη οδός, και η άρση της προστασίας της ελληνικής οικονομίας, με την είσοδο στην Ε.Ο.Κ. το 1981, και την είσοδο στη ζώνη του ευρώ είκοσι χρόνια μετά, θα ολοκληρώσουν τη διαδικασία. Η ελληνική βιομηχανία θα καταστραφεί, – η βιομηχανική παραγωγή θα μείνει καθηλωμένη στα επίπεδα του 1980 για δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια, έως το 1997– με επιδείνωση της εσωτερικής της διάρθρωσης (αύξηση του βάρους της ελαφριάς βιομηχανίας), ο αγροτικός τομέας επιβιώνει με επιδοτήσεις, ενώ οι επενδύσεις θα πέσουν στο ένα τρίτο εκείνων της δεκαετίας του ‘70, και η άνοδος της κατανάλωσης θα τροφοδοτηθεί από τον δανεισμό, διευρύνοντας τόσο το εξωτερικό έλλειμμα, όσο και τη χρέωση του κράτους.
Ο εκσυγχρονισμός θα είναι αποκλειστικά καταναλωτικός και χρηματιστικός –γι’ αυτό και οι τράπεζες και το χρηματιστήριο είναι οι μόνοι τομείς που ευημερούσαν– ενώ θα διογκώνεται το κύμα της ανεργίας, η εργασία θα ελαστικοποιείται και θα διευρύνονται οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις.
Όμως αυτή η παρασιτική ενσωμάτωση στην παγκόσμια αγορά δεν μπορούσε να ολοκληρωθεί αν δεν εξαλείφονταν όλα τα εμπόδια που η «κοινωνική» φάση της μεταπολίτευσης και οι παλιότερες περίοδοι της συσσώρευσης ορθώνει απέναντί της.
Πρόκειται κατ’ αρχήν για το θεσμικό πλαίσιο, σε τομείς που αφορούν τις εργασιακές σχέσεις, το ασφαλιστικό, τη στήριξη του αγροτικού τομέα, τις δημόσιες επιχειρήσεις που πρέπει να ιδιωτικοποιηθούν –γενικά για την αποδόμηση του κράτους πρόνοιας και του δημόσιου τομέα που είχε οικοδομηθεί στο παρελθόν- και την πλήρη αντικατάσταση κάθε αρχής αλληλεγγύης και κοινωνικής συνοχής με εκείνη της ανταγωνιστικότητας.
Εξίσου σοβαρό εμπόδιο στην απρόσκοπτη πορεία της «παγκοσμιοποίησης» είναι τα εθνικά θέματα και η διαιώνισή τους, γιατί όχι μόνο δημιουργούν διαρκώς προβλήματα σε σχέση με τους «εταίρους», συντηρώντας μια κατάσταση εθνικής ιδιαιτερότητας, αλλά και εμποδίζουν την απρόσκοπτη είσοδο των ξένων κεφαλαίων, την αποτελεσματική συνεκμετάλλευση του Αιγαίου και του τουρισμού, την «περιφερειακή ολοκλήρωση» μαζί με την τουρκική οικονομία κ.λπ. κλπ. Ούτως ή άλλως, για τους οπαδούς της απρόσκοπτης παγκοσμιοποίησης, η εθνική ταυτότητα γενικά αποτελεί εμπόδιο και άχρηστο υπόλειμμα του παρελθόντος, πόσο μάλλον για μια χώρα η οποία έχει εθνικά προβλήματα και επομένως πρέπει να τα εξαλείψει, με τον ένα ή άλλο τρόπο –έστω και με «αναπόφευκτες» υποχωρήσεις– για να μπορέσει να ενταχθεί ταχύτερα και πληρέστερα στο «παγκόσμιο περιβάλλον».
Γι’ αυτό και οι «εκσυγχρονιστές» στη χώρα μας, πέρα από τις επιμέρους διαφορές τους, στηρίζονται σε ένα κοινό τρίπτυχο: αποδόμηση του κοινωνικού κράτους και «απελευθέρωση» της ιδιωτικο-οικονομικής λογικής, προσαρμογή με κάθε τίμημα στις επιταγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των μνημονίων και ενδοτισμός στα ζητήματα της εθνικής κυριαρχίας.
Η ολοκλήρωση της παγκοσμιοποίησης –που σήμερα έχει προσλάβει τη μορφή των μνημονιακών στρατηγικών και επιταγών– σημαίνει για την Ελλάδα, τα εξής:
Α. Ολοκλήρωση της αποβιομηχάνισης, δεδομένου ότι η ελληνική οικονομία θεωρείται, τουλάχιστον στη σημερινή φάση, ελάχιστα αποδοτική για τον βιομηχανικό τομέα, και επικέντρωση της επέκτασης μόνο στους τομείς του τουρισμού και των υπηρεσιών.
Β. Αλλαγή του εργασιακού καθεστώτος. Ολοκλήρωση της αποδόμησης του κράτους πρόνοιας με τη μετάβαση σε μια «απελευθερωμένη αγορά εργασίας», όπως είχε ήδη γίνει εν μέρει με τη χρησιμοποίηση των ξένων εργατών. Η ουσιαστική κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, η μερική απασχόληση, η άνοδος του ηλικιακού ορίου συνταξιοδότησης, οι περικοπές στον δημόσιο τομέα της υγείας, όχι μόνο θα ρίξουν την αξία της εργατικής δύναμης, αλλά και θα δημιουργήσουν μια εκτεταμένη γκρίζα ζώνη «απασχολήσιμων», σπάζοντας κάθε εργασιακό «μονοπώλιο».
Γ. Συρρίκνωση του αγροτικού τομέα. Ο πληθωρικός αγροτικός τομέας, που σε μια πρώτη φάση συντηρήθηκε -«καταστρεφόμενος»- από τις επιδοτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα πρέπει να περιοριστεί δραστικά και οι εναπομείναντες Έλληνες αγρότες να γίνουν «ανταγωνιστικοί» σε παγκόσμια κλίμακα. Δηλαδή ο Έλληνας αγρότης με τον κλήρο (κατά μέσο όρο) των 45 στρεμμάτων να γίνει «ανταγωνιστικός» με εκείνον της Καλιφόρνιας με κλήρο 2.000 στρεμμάτων! Και αυτό παραβιάζοντας πλήρως την ιδιαιτερότητα του κλίματος και του φυσικού περιβάλλοντος της Ελλάδας, που δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για μικρό σχετικά κλήρο.
Δ. Ολοκληρωτική ισοπέδωση κάθε εκπαιδευτικής και πολιτιστικής ιδιαιτερότητας, μέσω της υποταγής στην παγκόσμια βιομηχανία πληροφόρησης-επικοινωνίας-εκπαίδευσης που εξακολουθεί να έχει κέντρο της τις Η.Π.Α. και ως όχημα μετάδοσης/κυριαρχίας την αγγλική γλώσσα. Η παγκοσμιοποίηση σημαίνει και απαιτεί τη μεταβολή της ελληνικής γλώσσας/κουλτούρας σε τοπικό συμπλήρωμα –φολκλορικού χαρακτήρα– σε σχέση με την «παγκόσμια», δηλαδή την «παγκοσμιοποιημένη τοπικότητα» της Δύσης και του αγγλοσαξονικού κόσμου.
Κατά συνέπεια, ο απολογισμός της περιόδου της παγκοσμιοποίησης, σε σχέση με εκείνης του «κεϊνσιανού εθνικού μοντέλου», είναι για την Ελλάδα απολύτως αρνητικός, ακόμα και στο επίπεδο των ποσοτικών μεγεθών – πόσο μάλλον των ποιοτικών. Η Ελλάδα και η οικονομία της ανήκει στους χαμένους της παγκοσμιοποίησης και η διεθνής της θέση υποχωρεί. Και αυτή η υποχώρηση θα έπρεπε να αποτελεί ένα από τα επίκεντρα της κριτικής στην «παγκοσμιοποίηση», αν οι ελίτ και οι διανοούμενοι της χώρας έπαιζαν έναν στοιχειωδώς κριτικό ρόλο και όχι εκείνον της απόκρυψης/συσκότισης τον οποίο παίζουν, έχοντας κυριολεκτικά εξαγοραστεί στη μεγάλη πλειοψηφία τους.
Εμείς και η Ευρώπη
Η Ευρώπη αλλάζει όψη ταχύτατα. Στην καρδιά της ηπείρου, η Γερμανία έχει ήδη ενοποιηθεί και το κέντρο βάρους μετακινείται προς τα ανατολικά, προς αυτή τη μυθικής Mittel Europa. Όμως όσο είναι βέβαιο ότι η σοβιετική συνομοσπονδία δεν πρόκειται να αναστηθεί, άλλο τόσο είναι σίγουρο ότι η Ρωσία, ίσως μαζί με την Ουκρανία, ή και μόνη της στη χειρότερη περίπτωση, με ένα ανθρώπινο δυναμικό μεταξύ 150 και 200 εκατομμυρίων, με τη μεγάλη έκταση τους φυσικούς πόρους και έναν στρατό υπερδύναμης, δεν πρόκειται να ανεχθεί τη μεταβολή της σε δυτικό προτεκτοράτο ή, έστω σε οικονομικό hinterland των «Τευτόνων ιπποτών». Έχει αποδειχτεί ιστορικά ότι η ρωσική αυτοκρατορία δεν αναδιπλώνεται παρά μόνο για να αντεπιτεθεί, και μια πολιτική περιθωριοποίησή της θα αποφέρει μακροπρόθεσμα τα αντίθετα αποτελέσματα. Μια ειρηνική και ισορροπημένη Ευρώπη, για να επιβιώσει σε σταθερή βάση, έχει ανάγκη από μια νέα διάρθρωση και ισορροπία δυνάμεων. Δεν μπορεί να επιβιώσει με ένα κέντρο, ούτε καν με δύο. Γιατί η διαίρεσή της σε ανατολική και δυτική οδηγεί στον ανταγωνισμό γύρω από την κατάκτηση του «κέντρου», όπως ακριβώς συνέβη μετά τον Α΄ και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου η συντριβή των κεντροευρωπαϊκών δυνάμεων οδήγησε είτε σε ένα νέο πόλεμο μετά είκοσι χρόνια στην πρώτη περίπτωση, είτε στη διαίρεση της Γερμανίας.
Η ευρωπαϊκή ισορροπία χρειάζεται ένα ισχυρό και σχετικά αυτόνομο κέντρο, και η υποχώρηση των υπερδυνάμεων θα οδηγούσε αργά ή γρήγορα στην ανάδυση της Mitteleuropa, η οποία μπορεί να αποβεί καταστροφική, σε περίπτωση που δεν θα υπάρξει τίποτε στα ανατολικά, ή ευεργετική, αν ταυτόχρονα συγκροτηθεί και η ανατολική Ευρώπη.
Έτσι, νέοι συσχετισμοί διαγράφονται στον ορίζοντα. Από τη μια οι καθαυτό «δυτικές χώρες», Πορτογαλία, Ισπανία, Γαλλία, Ιρλανδία, Αγγλία, Βέλγιο, Κάτω Χώρες, με ένα πληθυσμιακό δυναμικό που πλησιάζει τα 200 εκατομμύρια άτομα και αντίστοιχες οικονομικές δυνατότητες. Η Κεντρική Ευρώπη αποτελεί ένα δεύτερο μπλοκ, με τη Γερμανία, την Ελβετία, την Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία, την Ουγγαρία και την Αυστρία, ίσως τη Ρουμανία και την Ιταλία. Πρόκειται για ένα μπλοκ πληθυσμιακά και οικονομικά ισοδύναμο με το πρώτο. Τέλος, η καθαυτό Ανατολική Ευρώπη, η Ρωσία, η Ουκρανία, η Γεωργία, οι ανατολικές Βαλτικές Χώρες, με αντίστοιχα τουλάχιστον πληθυσμιακά μεγέθη. Είναι προφανές πως αυτός ο χωρισμός είναι αρκετά σχηματικός – για παράδειγμα, η Γερμανία είναι ταυτόχρονα και Δύση, όπως και η Ιταλία, ενώ η Πολωνία και ακόμα περισσότερο η Ρουμανία είναι ταυτόχρονα και Ανατολή. Και προφανώς μιλάμε εντελώς καταχρηστικά για μπλοκ, πρόκειται πολύ περισσότερο για γεωπολιτικούς χώρους και μάλιστα αρκετά ρευστούς, που όμως δεν παύουν να είναι πραγματικοί.
Όπως θα πρόσεξε ο αναγνώστης, δεν συμπεριλάβαμε σε αυτόν τον χωρισμό τη Σκανδιναβία και τα Βαλκάνια, που αποτελούν πραγματικές ιδιαιτερότητες και δύσκολα εντάσσονται στο ένα ή το άλλο γεωπολιτικό σύνολο. Θα μπορούσαν κατά κάποιον τρόπο να αποτελούν είτε μια δύναμη που μένει στο περιθώριο της ευρωπαϊκής πολιτικής, είτε χώρο μιας ενιαίας ευρωπαϊκής συνείδησης, πέρα από γεωπολιτικές ενότητες.
Η βαλκανική ιδιαιτερότητα είναι προφανής. Είτε συμπεριλάβουμε στα Βαλκάνια τη Ρουμανία είτε όχι, οι βαλκανικές χώρες αποτελούν τον πιο αποδιαρθρωμένο και στρεβλωμένο χώρο της Ευρώπης. Με ελάχιστη επαφή μεταξύ τους, με ανταγωνισμούς μιας άλλης εποχής, περιθωριοποιούνται ταχύτατα. Η Γιουγκοσλαβία διαλύθηκε και η Βουλγαρία αντιμετωπίζει την πρόκληση της μουσουλμανικής μειονότητας και της πολιτικής μετάβασης ενώ η Ελλάδα, βυθισμένη σε μια οικονομική κρίση μεγάλης διάρκειας, βρίσκεται αντιμέτωπη με την τουρκική επιθετικότητα και τη βαλκανική αποσύνθεση. Το μαλακό υπογάστριο της Ευρώπης απειλείται και πάλι με ανατίναξη.
Σ’ αυτό το μεταβαλλόμενο ευρωπαϊκό πλαίσιο, ο ρόλος της ΕΕ τείνει να γίνει αρνητικός. Όσο η Κεντρική Ευρώπη ήταν διαιρεμένη και οι δύο υπερδυνάμεις διαχειρίζονταν τη γηραιά ήπειρο, η ΕΟΚ αποτελούσε τη μόνη βάση μιας σχετικής αυτονομίας της. Όμως η σοβιετική κατάρρευση δημιούργησε μια εντελώς νέα κατάσταση: Απέναντι σε θεσμούς ευρωπαϊκής ενοποίησης που θα έπρεπε να περιλαμβάνουν το σύνολο της Ευρώπης, μια ΕΕ στηριγμένη στον δυτικοευρωπαϊκό πόλο, που τείνει να ενσωματώσει την Κεντρική Ευρώπη και να αποκλείσει την Ανατολική, θα αποτελέσει στοιχείο μιας νέας διαίρεσης της ηπείρου. Αργά ή γρήγορα, η Ρωσία θα αντιδράσει και το όνειρο μιας Ευρώπης κυριαρχημένης από τον δυτικό πόλο θα καταρρεύσει.
Μόνο μια πολιτική ανοίγματος προς την Ανατολική Ευρώπη, ανοίγματος οικονομικού και πολιτικού, θα μπορούσε να αποτρέψει τη νέα αναπόφευκτη πόλωση.
Μόνο η δημιουργία πανευρωπαϊκών θεσμών, καθώς και η ανάπτυξη μιας οικονομικής συνεργασίας που θα ενισχύει την αυτονομία των περιφερειών, δηλαδή μιας οικονομικής συνεργασίας που δεν θα είναι εμποροκρατούμενη και ιμπεριαλιστική, θα μπορούσε να απαντήσει στα προβλήματα που ανακύπτουν. Υπό αυτή την έννοια, η ενιαία αγορά μπορεί να αποβεί καταστροφική, στον βαθμό που θα περιχαρακώσει τη Δυτική και την Κεντρική Ευρώπη απέναντι στην Ανατολική. Ακόμα χειρότερα, το δυτικό σχέδιο, που προβλέπει τη σταδιακή απορρόφηση της Αυστρίας, της Ουγγαρίας, της Τσεχίας, της Πολωνίας, της Σλοβενίας-Κροατίας και των βαλτικών χωρών, με παράλληλη ένταξη στη δυτική ζώνη της Ουκρανίας και της Ρουμανίας μέσω του ΝΑΤΟ, η οποία εκδηλώνεται σήμερα με την αντιπαράθεση στην Ουκρανία, θα προκαλέσει την αντίδραση της Ρωσίας.
Η βαλκανική πολιτική
Μια ευρωπαϊκή πολιτική ανοικτή προς τα ανατολικά αποτελεί για την Ελλάδα ζήτημα ζωής ή θανάτου. Δεν μπορούμε να περιχαρακωθούμε σε μια ΕΕ (ανάπηρη περιχαράκωση, σε ό,τι αφορά τους ποικίλους επεκτατισμούς και ιδιαίτερα τον τουρκικό) της οποίας αποτελούμε μια απλή τουριστική απόφυση. Ο ρόλος και η θέση της Ελλάδας μπορεί να αναβαθμιστεί, και να επιτύχουμε την κατάκτηση μιας στοιχειώδους αυτονομίας, μόνο με την αναβάθμιση και την ενίσχυση του βαλκανικού πόλου της ενιαίας Ευρώπης. Η πολιτική μας δεν μπορεί να έχει σαν μοναδικό ευρωπαϊκό κέντρο τις Βρυξέλλες, αλλά θα πρέπει να γίνει βαλκανική.
Μήπως όμως έχουν δίκιο αυτοί που ισχυρίζονται ότι τα Βαλκάνια δεν μπορούν να αυτοκυβερνηθούν, ούτε να αποτελέσουν τον όποιο συνεκτικό πόλο, και η μοίρα τους βρίσκεται στο αλληλοφάγωμα ή στην ετερόνομη διευθέτηση; Υπάρχει έστω δυνατότητα απάντησης, ή τα πράγματα θα πάνε από το κακό στο χειρότερο;
Η μόνη δυνατότητα απάντησης βρίσκεται στην ενίσχυση της συνοχής των Βαλκανίων, με μια οικονομική και πολιτική πρόταση ή οποία να υπερβαίνει τον κατακερματισμό και τους ετεροκαθορισμούς.
Κατ’ αρχήν θα πρέπει ίσως να θέσουμε ένα ερώτημα αποφασιστικής σημασίας: υπάρχει άραγε κάποια βαλκανική ταυτότητα, κάποια κοινότητα συμφερόντων; Μήπως η βαλκανική ταυτότητα υπήρξε απλώς το αποτέλεσμα της τουρκικής κατάκτησης και έκτοτε έπαψε να υπάρχει; Και όμως, όχι! Παρά τις αντιπαραθέσεις, τους πολέμους, τις αποκλίσεις, τα Βαλκάνια αποτελούν μια ενότητα, από την εποχή του Βυζαντίου τουλάχιστον. Μόνο που, επειδή ήταν ανοικτά τόσο από το Βορρά όσο και από την Ανατολή, υπέστησαν πολλαπλές επιδρομές και γνώρισαν πολλούς και όχι πάντα κοινούς κατακτητές. Επιπλέον, βρίσκονται σε παρόμοιο στάδιο οικονομικής ανάπτυξης, διαθέτουν παραπλήσια μεγέθη σαν κράτη και έθνη και έχουν υποστεί τα πάνδεινα από ξένους κατακτητές. Είναι δηλαδή προφανές ότι τα Βαλκάνια, με τα μεγέθη που διαθέτουν οι επιμέρους συνιστώσες τους, είναι καταδικασμένα στην προσέγγιση, αν προσβλέπουν στην κατάκτηση μιας στοιχειώδους αυτονομίας.
Αν οι βαλκανικοί ανταγωνισμοί την περίοδο του πρώτου τέταρτου του αιώνα, έστω και μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μπορούν να γίνουν κατανοητοί σαν προσπάθειες εκμετάλλευσης της οθωμανικής κατάρρευσης από το κάθε βαλκανικό έθνος για λογαριασμό του, σήμερα αυτοί οι ανταγωνισμοί είναι κυριολεκτικά ακατανόητοι και παθογόνοι. Βλάπτουν όλους εξίσου και ευνοούν εξωβαλκανικές δυνάμεις, είτε την Τουρκία, είτε τη Γερμανία, είτε και τις δύο μαζί. Ας δούμε το παράδειγμα της Γιουγκοσλαβίας πριν τη διάλυσή της. Η Γιουγκοσλαβία βρισκόταν σε αντίθεση με τη Βουλγαρία και την Ελλάδα για το Μακεδονικό, και με την Αλβανία για το Κόσοβο. Στο εσωτερικό της βρισκόταν για καιρό στα πρόθυρα διαμελισμού. Και όμως, ακολούθησε τη χειρότερη δυνατή πολιτική. Ενίσχυσε τους δεσμούς με την Ιταλία και την Κεντρική Ευρώπη, που πριμοδοτούσαν τις τάσεις απόσχισης της Κροατίας και της Σλοβενίας, επέτειναν την απόσταση ανάμεσα στις βόρειες και νότιες δημοκρατίες και οδηγούσαν στην έκρηξη της Ομοσπονδίας. Αντίθετα, μια πολιτική απεύθυνση στα νότια και τα ανατολικά της, προς τη Βουλγαρία και την Ελλάδα, θα εξισορροπούσε σε ένα βαθμό τις ισχυρές κεντροευρωπαϊκές πιέσεις και θα επέτρεπε μια πιο ισόρροπη ανάπτυξη της Ομοσπονδίας, μειώνοντας τις τάσεις αποσκίρτησης. Η βαλκανική πολιτική ήταν μονόδρομος για τη Γιουγκοσλαβία! Και όμως, έκανε τα εντελώς αντίθετα!
Δεδομένου ότι η Ελλάδα, παρά την ανικανότητα των αρχουσών τάξεων, όπως και η Βουλγαρία, έχουν συμφέρον σε μια τέτοια πολιτική, μια συμπόρευση αυτών των χωρών και της Σερβίας είναι απόλυτα εφικτή, και θα επέτρεπε να σχηματιστεί ένας πόλος που θα μπορούσε προοπτικά να συμπεριλάβει την Αλβανία και εν μέρει τη Ρουμανία, καθώς και να επηρεάσει θετικά την Τουρκία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο όχι μόνο θα σταματούσε η μπακλαβαδοποίηση της περιοχής, αλλά και θα αναβαθμιζόταν οικονομικά, πολιτικά, πολιτιστικά. Και παράλληλα θα εντασσόταν ενεργά σε μια πολιτική αποφυγής της διαίρεσης της Ευρώπης, σε μια πολιτική θετικής υπέρβασης του δυτικόστροφου χαρακτήρα της ΕΕ.
Δυτική αποικιοποίηση και νεοθωμανική απειλή
Εν κατακλείδι, υποστηρίζουμε την ανάγκη μιας Ευρώπης από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια, με ισόρροπη συμμετοχή της ανατολικής Ευρώπης και της Ρωσίας, και ισότιμη συμμετοχή όλων των κρατών. Μόνο έτσι είναι δυνατόν να αποφευχθούν ηγεμονισμοί που, σε όλο τον 20ό αιώνα, οδήγησαν την Ευρώπη σε πολέμους, με πρωταρχική ευθύνη της Γερμανίας, και απειλούν και πάλι, σήμερα, με πρωτοβουλία των ίδιων, να φέρουν νέες διαιρέσεις και συγκρούσεις. Τα Βαλκάνια πρέπει, και μπορούν, να αποτελέσουν έναν διακριτό πόλο στην Ευρώπη.
Απέναντι στην ευρωπαϊκή διάσταση της κρίσης και την απειλή μιας νέας πανευρωπαϊκής γερμανικής ηγεμονίας, ο ελληνισμός θα πρέπει να αναπτύξει μια ιδιότυπη στρατηγική, που να στηρίζεται στην επίγνωση των μεγεθών, της γεωπολιτικής θέσης καθώς και της ιδιαιτερότητας των απειλών. Η Ελλάδα και η Κύπρος συνιστούν έναν χώρο που κείται μεταξύ Δύσης και Ανατολής και αντιμετωπίζει τις αποικιακές αξιώσεις και των δύο πλευρών, τόσο από τον δυτικό πόλο, όσο και από τη νεοθωμανική Τουρκία. Γι’ αυτόν τον λόγο, η κρίση δεν αποτελεί απλώς μια εγχώρια εκδοχή της πανευρωπαϊκής κρίσης, όπως είθισται να υποστηρίζει η πλειοψηφία του πολιτικού κόσμου: Σε μας, στην Ελλάδα και την Κύπρο, η Ευρώπη δείχνει σκληρότερο πρόσωπο σε σύγκριση με τις άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, μεταβάλλοντας ανοιχτά τα δύο κράτη σε αποικίες χρέους και αξιώνοντας απροκάλυπτα τη λεηλασία του εθνικού, φυσικού και κοινωνικού μας πλούτου. Άλλωστε, η ευρωπαϊκή αποικιοκρατία αναπτύσσεται, ιστορικά, σε συνέργεια με τον τουρκικό περιφερειακό ηγεμονισμό. Όπως αποδείχτηκε περίτρανα με την τραγική εμπειρία της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας, κατά τη δεκαετία του 1990, τα Βαλκάνια έχουν μεταβληθεί σε πολιτικό εργαστήριο όπου διαμορφώνονται μοντέλα συγκυριαρχίας μεταξύ των αποικιακών δυνάμεων της Δύσης και της νεοθωμανικής Τουρκίας (βλέπε Κόσοβο-Βοσνία, κατεχόμενη Κύπρος).
Ο ελληνισμός θα πρέπει, στον αγώνα για την ανεξαρτησία του, να αναπτύξει στην πραγματικότητα έναν διμέτωπο αγώνα και μάλιστα μέσα σε αρνητικές γεωπολιτικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες.
Για να περάσουμε με επιτυχία μέσα από τις συμπληγάδες, πρέπει να υιοθετήσουμε τη στρατηγική ενός παρατεταμένου αντάρτικου, που σκοπό θα έχει να προκαλέσει ρήγματα στη γεωπολιτική μας περικύκλωση. Σε ό,τι αφορά στην Ευρώπη, θα πρέπει να αναπτύξουμε τις αντιστάσεις μας σε όλα τα πεδία ώστε να μπλοκάρουμε την επέλαση των μνημονίων και, ταυτόχρονα, να υιοθετήσουμε μια πολιτική άρνησης των «μεταρρυθμίσεων» που απαιτεί η Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ, παράλληλα, να διαμορφώσουμε συμμαχίες με τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, ώστε να χτίσουμε ευρύτερα μέτωπα για την αντιμετώπιση της «γερμανικής Ευρώπης». Και, βέβαια, θα πρέπει να αξιοποιήσουμε κάθε αντισυσπείρωση που γεννάει η βουλιμία και ο σοβινισμός της νέας γερμανικής ηγεμονίας.
Ταυτόχρονα, απέναντι στον νεοθωμανισμό, πρέπει να διαμορφώσουμε στρατηγικές συμμαχίες με τις υπόλοιπες χώρες των Βαλκανίων, που απειλούνται επίσης να υπαχθούν στην τουρκική σφαίρα επιρροής (Σερβία, Βουλγαρία), αλλά και με τις δυνάμεις που, τόσο στο εσωτερικό της Τουρκίας όσο και στη Μέση Ανατολή, αντιμάχονται τα τουρκικά αυτοκρατορικά σχέδια (τους Κούρδους, τους αλεβήτες, τους σιίτες του Λιβάνου, το Ιράν, τους ορθόδοξους Άραβες κ.ο.κ.). Για την απόκρουση της νεοθωμανικής απειλής, αποφασιστική σημασία έχει η διαμόρφωση βαλκανικής στρατηγικής. Όπως και κατά τον 14ο-15ο αιώνα, η Τουρκία επιχειρεί την περικύκλωση του ελληνικού χώρου μέσα από την εδραίωση ενός δικού της τόξου επιρροής, που ξεκινάει από τη Μαύρη Θάλασσα και καταλήγει στην Αδριατική – αυτή τη φορά χρησιμοποιώντας μάλιστα αποφασιστικά τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς που ζουν στη Βαλκανική. Οι λαοί των Βαλκανίων θα πρέπει να συμμαχήσουν σε έναν αγώνα για την αυτοδιάθεσή τους, καθώς τα μεγέθη και η γεωγραφική θέση τους έχει αποφασίσει: ο δρόμος των αλληλοσπαραγμών και της διχόνοιας είναι ο δρόμος της εκ νέου πολιτικο-οικονομικής υποδούλωσης στη «νέα Υψηλή Πύλη».