Αρχική » Άμστελ, όχι, η δική μας μπύρα!

Άμστελ, όχι, η δική μας μπύρα!

από Άρδην - Ρήξη

amstel

Η διαφημιστική καμπάνια της Άμστελ σνομπάρει την Ελλάδα που αντιστέκεται

Του Κωνσταντή Σεβρή από τη Ρήξη φ. 120 

Τις τελευταίες ημέρες εμφανίστηκε στους τηλεοπτικούς δέκτες η νέα διαφήμιση της Άμστελ. Σε αυτήν πρωταγωνιστούν δύο νεαροί, οι οποίοι, αγαπώντας την μπύρα, ιδρύουν σε αυτοσχέδια καζάνια τη «δική μας μπύρα (beer)». Στη συνέχεια, σε πυκνό τηλεοπτικό χρόνο, μεταφερόμαστε στα φανταστικά όνειρα στα οποία περιδιαβαίνουν οι δύο πρωταγωνιστές, τα οποία περιλαμβάνουν το χρήμα, την εθνική αναγνώριση, τη δόξα, την παγκόσμια αναγνώριση και την εξωστρέφεια του εγχειρήματος. Ώστε σύντομα να προσγειωθούν στην πραγματικότητα, να δοκιμάσουν την πρώτη τους μπύρα και να αποφανθούν, αηδιασμένοι, «Εντάξει, σαν την Άμστελ, δεν είναι!»
Είναι προφανές λοιπόν πως ο συγκεκριμένος επιχειρηματικός όμιλος (μιλούμε πάντοτε για την Αθηναϊκή Ζυθοποιία, στην οποία ανήκουν δεκάδες ετικέτες μπύρας και αποτελεί το ελληνικό υποκατάστημα της Χάινεκεν) προσπαθεί να χτυπήσει στη συνείδηση του καταναλωτή την ποιότητα μπύρας των μεσαίων και μικρών μονάδων ζυθοποιίας ελληνικής ετικέτας. Μια αισθητική, αλλά και πολιτική, που έρχεται να συναντήσει τα συμπεράσματα της παλαιότερης (Δεκέμβριος 2015) απόφασης της ολομέλειας της Επιτροπής Ανταγωνισμού εις βάρος της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας, η οποία ομοφώνως της επέβαλε πρόστιμο συνολικού ύψους 31.451.211 ευρώ για την υλοποίηση μιας στοχευμένης πολιτικής για τον αποκλεισμό και τον περιορισμό των δυνατοτήτων ανάπτυξης των ανταγωνιστών της. Αξίζει να αναφερθεί πως οι εν λόγω πρακτικές περιγράφονται σε έναν φάκελο που ξεπερνά τις 8.000 σελίδες, ενώ η απόφαση ξεπερνά τις 600. Μια υπόθεση βέβαια που περίμενε δώδεκα ολόκληρα χρόνια για να εξεταστεί και η αρμόδια αρχή να αποφανθεί, κατά τον συνήθη ελληνικό τρόπο…! Βέβαια, η συγκεκριμένη πρακτική φαίνεται να της απέδωσε καρπούς, καθώς σήμερα κατέχει το 67% της εγχώριας αγοράς και καταγράφει επί σειρά ετών μεγάλα κέρδη τόσο από την εγχώρια αγορά, αλλά και από τις εξαγωγές που πραγματοποιεί.
Έχοντας όμως τη γνώση του πόσο καθοριστικά επιδρούν οι διαφημιστικές καμπάνιες στη διαμόρφωση κοινωνικών ρευμάτων και προτύπων καταλαβαίνουμε πως το «ευφυές» μυαλό του τμήματος μάρκετινγκ της Άμστελ θέλει να πετύχει κάτι περισσότερο: Την ανάσχεση του γενικευμένου ρεύματος ίδρυσης και λειτουργίας νεοφυών εταιρειών ζυθοποιίας, οι οποίες ιδρύονται επί το πλείστον από νέους ανέργους επιστήμονες που προσβλέπουν στη δημιουργία προϊόντος υψηλής προστιθέμενης αξίας και ποιότητας. Με στόχο αφενός την εγχώρια αγορά (κυρίως δε τις τουριστικές ζώνες) και αφετέρου τις αγορές του εξωτερικού. Εγχειρήματα που απλώνονται στην περιφέρεια και σε μικρή κλίμακα, έχοντας όμως ήδη καταφέρει να κατοχυρώσουν μια ισχυρή ετικέτα (brand name). Η αντιπαράθεση των «μεγάλων» με τους «μικρούς» είναι εμφανής πέρα από το τηλεοπτικό και στο «συνδικαλιστικό» πεδίο. Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνεται η Ελληνική Ένωση Ζυθοποιών, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ζυθοποιών, στην οποία συμμετέχουν οι δύο πρώτες της ελληνικής αγοράς («Αθηναϊκή Ζυθοποιία»/Χάινεκεν και «Ολυμπιακή Ζυθοποιία», εγχώριο υποκατάστημα της Κάλσμπεργκ – μαζί αγγίζουν το 80% της ελληνικής αγοράς) ενώ κάποιες από τις υπόλοιπες μικροζυθοποιίες, που ολοένα αυξάνονται, συμμετέχουν στον ΣΜΑΖΕ (Σύνδεσμος Μικρών Ανεξάρτητων Ζυθοποιών Ελλάδος), ο οποίος απέτρεψε, μέσα στο 2015, την τελευταία στιγμή, την αύξηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης για τις μικροζυθοποιίες (ο συντελεστής του φόρου παραμένει χαμηλός μέχρι την ποσότητα των 200.000 εκατόλιτρων ζύθου).
Ο ανταγωνισμός είναι οξυμμένος ανάμεσα στους δυο άνισους πόλους, διότι η ελληνική αγορά εμφανίζεται ιδιαιτέρως μικρή σε σχέση με τα αντίστοιχα κεντροευρωπαϊκά μεγέθη. Η ετήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση μπύρας στην Ελλάδα φτάνει τα 35 λίτρα, ενώ τα αντίστοιχα μεγέθη στην Κεντρική Ευρώπη ξεπερνούν τα 75 λίτρα! Παρακολουθώντας βέβαια τη διαδρομή της εγχώριας παραγωγής ζύθου, σκοντάφτεις για ακόμα μια φορά στα δομικά προβλήματα της ντόπιας παραγωγικής δραστηριότητας. Παρά την ποσοστιαία μείωση των εισαγωγών μπύρας τα τελευταία χρόνια, αυτές παραμένουν υπερδιπλάσιες των εξαγωγών. Για το 2014 πραγματοποιήσαμε εισαγωγές προϊόντων ζύθου αξίας 32.760.986 ευρώ με βασικό εισαγωγέα τη Γερμανία (11.456.339 ευρώ). Ενώ εξάγουμε αντίστοιχα προϊόντα αξίας 14.931.953 ευρώ, με πρώτο προορισμό την Αλβανία.
Όλα αυτά λοιπόν συνηγορούν σε ένα και μόνο πράγμα: Πως πρέπει να κλείσουμε τα αυτιά μας στις ανόητες σειρήνες της διαφημιστικής εκστρατείας της Άμστελ (γιατί όχι, να διεκδικήσουμε να αποσυρθεί) και συνειδητά να υιοθετήσουμε μια νέα καταναλωτική συμπεριφορά, που θα προκρίνει την αγορά προϊόντων που έρχονται να αναγεννήσουν τη γεμάτη παθογένειες παλιά παραγωγική δραστηριότητα. Προκλητικά να βάλουμε μπροστά τις επιμέρους «δικές μας ιστορίες» που, παρά τις αντιξοότητες, θα καταφέρουν γράψουν μια καλύτερη, νέα ιστορία, για τον τόπο μας.

Υ.Γ. Εκ παραδρομής και μόνο, δεν έγινε αναφορά στις εκατοντάδες οικοζυθοποιίες ή άλλες μικρές μονάδες που παρασκευάζουν προϊόντα ζύθου και δεν εντάσσονται στον εμπορικό ή παραγωγικό ιστό. Προφανώς η συνεισφορά τους, η κουλτούρα τους και ο αντικαταναλωτικός τους χαρακτήρας έχει ιδιαίτερη σημασία και φιλοσοφία. Στοιχεία που προσδίδουν ιδιαίτερα γνωρίσματα και ποιότητα στο κοινωνικό κεφάλαιο.

Υ.Γ.2 Στον παρακάτω σύνδεσμο μπορείτε να δείτε τη διαφήμιση: https://www.youtube.com/watch?v=m_Rw1iNB-PU και, γιατί όχι, να σχολιάσετε…!

ΣΧΕΤΙΚΑ

6 ΣΧΟΛΙΑ

Μπάμπης 19 Φεβρουαρίου 2016 - 14:14

Στον χώρο των αναψυκτικών αξίζει να διερευνηθεί για ποιο λόγο οι ελληνικές μάρκες (green cola, ΕΨΑ κτλ.) δεν έχουν διεισδύσει σημαντικά ακόμα στις καφετέριες, ενώ (πολλές από αυτές) έχουν βρει τη θέση τους στα ράφια των μεγάλων αλυσίδων σουπερμάρκετ.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Δρακουμέλ 21 Φεβρουαρίου 2016 - 22:38

Πραγματικά, είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο το ότι στην Πάτρα, όπου έχει έδρα η δεύτερη σε πωλήσεις και ελληνικότατη επιχείρηση αναψυκτικών “Λουξ”, σε μετρημένα στα δάχτυλα φαγάδικα και εστιατόρια βρίσκεις αναψυκτικά της. Όλα σχεδόν τα μαγαζιά αυτά έχουν προϊόντα των ομίλων Coca-Cola και Pepsi. Εάν λοιπόν στην έδρα της Λουξ δεν μπορούν τα αναψυκτικά της (που σημειωτέων είναι εξαιρετικής ποιότητος και δεν υπάρχει σπίτι στην Πάτρα που να μην τα πίνει), να μπουν στα φαγάδικα, καταλαβαίνει κανείς τι καρτέλ παίζει στην πιάτσα και τι εκβιασμοί γίνονται. Το ίδιο και χειρότερο με τις μπύρες. Η λύση είναι μία. Απαιτούμε με επιμονή τοπικά αναψυκτικά και μπύρες και σε περίπτωση μη διάθεσής τους ΔΕΝ ΠΙΝΟΥΜΕ ΤΙΠΟΤΑ!!!

ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Ι.?? 20 Φεβρουαρίου 2016 - 14:05

Με συνείδηση θα έπρεπε οι Έλληνες επιχειρηματιες να παραμερίσουν τις ξένες μεγάλες πολυεθνικές κ να επικεντρωθούν σε ελληνικά προϊόντα !
Αυτος θα έπρεπε να ειναι ο σκοπός όλων μας , προςωπικα αυτο κανω κ εχει ανταπόκριση , λουξ , ΕΖΑ , volcan, septem, brinks,Corfu beer , Magnus magister ,ελληνικά Κρασια .. μονο !!!

ΑΠΑΝΤΗΣΗ
argy 20 Φεβρουαρίου 2016 - 19:12

η λυση στα προβληματα μας ονομαζεται ΕΘΝΙΚΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ….αν δεν μαθουμε το ολοι μαζι θα μας φανε εναν εναν

ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Αλέξανδρος 21 Φεβρουαρίου 2016 - 15:42

Η εθνική καταναλωτική συνείδηση είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας. Η ενημέρωση είναι ένας ακόμα. Πρέπει να ενημερωθούν οι Έλληνες καταναλωτές ποιες μπύρες είναι πράγματι προϊόντα Ελλήνων ζυθοποιών και να μην πέφτουν θύματα διαφημιστικής παραπλάνησης οπού εντέχνως τονίζονται τα ελληνικά τοπία και η ελληνική μουσική. Επίσης ότι και οι Έλληνες καταστηματάρχες της εστίασης πρέπει να στηρίξουν τα ελληνικά προϊόντα είναι αληθές.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ
ΜΠΟΥΜΠΛΗΣ 21 Φεβρουαρίου 2016 - 16:41

Τα τελευταία 15-20 χρόνια, συντελείται μία μικρή επανάσταση, σε όλον τον δυτικό κόσμο, σχετικά με την μπύρα. Το αγαπημένο ποτό της εργατικής τάξης, επιχειρούν να φτιάξουν πλέον δεκάδες ανεξάρτητοι παραγωγοί. Με ηγέτες του κινήματος ανθρώπους όπως ο αείμνηστος Michael Jackson (όχι ο τραγουδιστής), που εξερεύνησαν τον πάμπλουτο γευστικό κόσμο της ταπεινής μπύρας και ενεθάρρυναν τους καταναλωτές να δοκιμάσουν μπύρες μικρής παραγωγής, όπως οι μοναστηριακές, αφήνοντας πίσω τους τα μπουγαδόνερα που οι πολυεθνικές είχαν αποφασίσει οτι τους είναι αρκετα. Οι μπύρες των Ελλήνων μικροζυθοποιών είναι από πολυ καλές έως εξαιρετικές και η αντίδραση των μπουγαδονεροποιών που για δεκαετίες απολάμβαναν ποσοστά αγοράς της τάξης του 90% αναμενόμενες.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ