των Γ. Παλαιολόγου-Γ. Ρακκάς, από το Άρδην τ. 50, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2004
Η συζΗτηση και οι διαμΑχες γύρω από τα πρωτοφανή περιστατικά επιθέσεων Ελλήνων σε Αλβανούς μετανάστες που διαδέχθηκαν την ήττα της Εθνικής Ελλάδος από την αντίστοιχη της Αλβανίας στα Τίρανα, στάθηκαν στα επιφαινόμενα των γεγονότων, μη μπορώντας να ανακαλύψουν τους πραγματικούς μηχανισμούς που τα υποκίνησαν. Όσοι αηδίασαν με τις σκηνές των επιθέσεων, περιορίστηκαν να καταγγείλουν τους “θερμόαιμους οπαδούς” για το αποτρόπαιο των πράξεων. Η πλειοψηφία της ελληνικής αριστεράς βρήκε την εξήγηση στην καραμέλα του ρατσισμού προσφεύγοντας στις συνήθεις γενικεύσεις, ενώ ταυτόχρονα θεώρησε την Ολυμπιάδα και τις επιτυχίες της Εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου ως την κύρια μήτρα των νέων κρουσμάτων του “επιθετικού εθνικισμού” που εξελίχθηκε τις ημέρες εκείνες. Από την άλλη, ένα μεγάλο μέρος των Μ.Μ.Ε., εξ ίσου μουδιασμένοι από τα περιστατικά, προσπάθησαν να απαλύνουν τον αντίκτυπό τους.
Δυστυχώς όμως, οι σχέσεις των Ελλήνων με τους Αλβανούς μετανάστες, όσο και το μεταναστευτικό ζήτημα στο σύνολό του, είναι για τη χώρα μας ένα πολύ δύσκολο και πολύπλοκο πρόβλημα το οποίο δεν χωράει ούτε στα υπεραπλουστευμένα θεωρητικά σχήματα περί ρατσισμού, που επιμένουν στην επιφάνεια των γεγονότων και των φαινομένων που προκαλούν τις επιθετικές στάσεις και συμπεριφορές, ούτε στην απλή, κοινή λογική του ρεβανσισμού που προσπαθεί να χωρέσει ένα ολόκληρο φαινόμενο στην αυτοματική ανταλλαγή προκλήσεων.
Το ζήτημα αφορά, κατ’ αρχάς, στον ρόλο και τη θέση των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία, τη συστηματική εκμετάλλευση στην οποία υπόκεινται, τις δυνατότητες της ενσωμάτωσής τους στις υφιστάμενες κοινωνικές δομές κ.λπ. Από την άλλη πλευρά, οι σχέσεις των Ελλήνων με τους Αλβανούς μετανάστες αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι των Ελληνοαλβανικών σχέσεων –και άρα επηρεάζονται από το σύνολο των παραγόντων που διέπουν τις σχέσεις των δυο κρατών. Ας δούμε μερικές από τις πτυχές των διαστάσεων αυτών.
Οι μετανάστες στην ελληνική κοινωνία
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η χώρα μας μεταβλήθηκε από χώρα εξαγωγής σε χώρα υποδοχής μεταναστών. Αυτή η διαπίστωση είναι τόσο κοινότυπη που θα την συναντήσουμε σε κάθε αναφορά για τους μετανάστες στην Ελλάδα. Μέσα σε 10 χρόνια, εγκαταστάθηκαν στη χώρα 762.191 μετανάστες που αντιστοιχούν στο 7,0% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Φυσικά, πρόκειται για τα επίσημα στοιχεία που βασίζονται στην απογραφή του 2001, τα οποία όμως έχουν δεχθεί πολλές επικρίσεις για την εγκυρότητά τους, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τους παράνομους μετανάστες που διαμένουν στη χώρα μας και που απέφυγαν την απογραφή για τους ευνόητους λόγους. Σύμφωνα με άλλες εκτιμήσεις, ο αριθμός των αλλοδαπών προσεγγίζει τους 1.300.000! Μιλάμε για ένα ποσοστό το οποίο ξεπερνάει το 12% του πληθυσμού ή –στην πιο συντηρητική εκτίμηση– σίγουρα το προσεγγίζει. Από αυτούς, το 57,5% είναι Αλβανοί μετανάστες. Για να καταλάβουμε, επίσης, τη δυναμική του, αρκεί να πούμε ότι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, το 2015 οι μετανάστες θα προσεγγίσουν το 25% επί του συνολικού πληθυσμού, εξ αιτίας της υπογεννητικότητας των Ελλήνων και της υπεργεννητικότητας των αλλοδαπών.
Ο παρασιτισμός των πολιτικών και των οικονομικών ελίτ ήταν αυτός που επιδείνωσε το ζήτημα και δεν επέτρεψε την ομαλή ενσωμάτωση του μεταναστευτικού φαινόμενου στην ελληνική κοινωνία. Οι “εκσυγχρονιστές” εκμεταλλεύτηκαν τα μαζικά κύματα της μετανάστευσης κατά τη δεκαετία του 1990 προκειμένου να στερεώσουν το πολιτικο-κοινωνικό τους οικοδόμημα. Οι μετανάστες χρησιμοποιήθηκαν για να “βουλώσουν” πολλές από τις τρύπες του οικονομικού σχεδιασμού, αλλά και να συμβάλουν στην απορρύθμιση πολλών τομέων της ελληνικής οικονομίας, ώστε αυτή να κάνει τα απαραίτητα δημοσιονομικά άλματα και να προσαρμοστεί στις νεοφιλελεύθερες ευρωπαϊκές επιταγές. Έχει υπολογιστεί ότι η μαύρη, απλήρωτη εργασία των ξένων εργατικών χεριών απέφερε μείωση του πληθωρισμού, ενώ ταυτόχρονα, με όργανο το πλεόνασμα των φθηνών εργατικών χεριών, απαξιώθηκαν τα κατοχυρωμένα εργασιακά δικαιώματα, χτυπήθηκε ο συνδικαλισμός στους χώρους της ανειδίκευτης εργασίας, και δεν παρατηρήθηκαν ουσιαστικές κοινωνικές αντιδράσεις στο εκσυγχρονιστικό εγχείρημα της δεκαετίας του 1990, διότι βέβαια οι μετανάστες ήταν αδύνατο να αντιδράσουν.
Παράλληλα, η φτηνή εργασία των ξένων εργατών συγκρατούσε το βιοτικό επίπεδο ενός μεγάλου μέρους της κοινωνίας σε ανεκτά επίπεδα έτσι ώστε οι διαδικασίες απορρύθμισης και προσαρμογής να προχωρήσουν δίχως καμία ουσιαστική κοινωνική αντιπολίτευση. Τα φθηνά εργατικά χέρια μείωναν θεαματικά το κόστος παραγωγής των αγροτικών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και έτσι έδιναν τη δυνατότητα να ενσωματωθούν ευκαιριακά στο διεθνές ανταγωνιστικό κλίμα δίχως τις επώδυνες –και εν πολλοίς ανέφικτες– τεχνολογικές και παραγωγικές προσαρμογές που απαιτούσαν οι νέες συνθήκες.
Η συστηματική εκμετάλλευση των μεταναστών και η ολοκληρωτική απουσία ενός θεσμικού πλαισίου για την προστασία των δικαιωμάτων τους οδήγησαν πολλά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας στο να αναπτύξουν μια δουλοκτητική συμπεριφορά έναντι των μεταναστών. Στην ελληνική επαρχία τα αγροτικά νοικοκυριά είδαν το εισόδημά τους να αυξάνεται μέσα από την εκμετάλλευση της φθηνής, ξένης εργασίας αλλά και απέκτησαν άμεση πρόσβαση σε πάμφθηνες προσωπικές υπηρεσίες κάθε είδους, από τη φύλαξη των παιδιών και τη φροντίδα των ηλικιωμένων, μέχρι την σεξουαλική ικανοποίηση, ενώ το ίδιο συνέβη και με ορισμένα μικροαστικά στρώματα των πόλεων, που επωφελήθηκαν εξ ίσου (φύλαξη παιδιών και ηλικιωμένων, μερεμέτια, κηπουροί κ.λπ). Μ’ αυτούς τους τρόπους, οι μετανάστες λειτούργησαν ως μια έμμεση “κοινωνική παροχή” σε όλους όσους θα αντιμετώπιζαν πρόβλημα εν όψει της προσαρμογής στο ευρωπαϊκό, νεοφιλελεύθερο και άκρως ανταγωνιστικό περιβάλλον. Πρόκειται για έναν λόγο, ανάμεσα φυσικά και σε πολλούς άλλους, που διατηρήθηκε για τόσα πολλά χρόνια η πλατιά κοινωνική συναίνεση στο ΠΑΣΟΚικό εκσυγχρονιστικό εγχείρημα.
Παράλληλα, η απαξίωση της εργατικής νομοθεσίας, η πτώση των μισθών, η ανάδυση νέων, ελαστικών μορφών εργασίας, που αναπόφευκτα προκάλεσε η είσοδος των φθηνών εργατικών χεριών κύρια στο χώρο της ανειδίκευτης απασχόλησης, οδήγησε στη μείωση των εισοδημάτων και υποβάθμισε το βιοτικό επίπεδο για ένα μέρος των ντόπιων ανειδίκευτων εργαζόμενων. Μάλιστα η δημιουργία των γκέτο στις λαϊκές γειτονιές και τα σχολεία των μεγάλων πόλεων –και ιδιαίτερα της Αθήνας– δημιούργησε στα στρώματα αυτά την αίσθηση της εισβολής και της περικύκλωσης, ενώ τα διαρκή προβλήματα της καθημερινότητας στον συγχρωτισμό Ελλήνων και αλλοδαπών, που γέννησε η παντελής έλλειψη πολιτικής και θεσμών ενσωμάτωσης από την πλευρά του ελληνικού κράτους, επέτειναν την αίσθηση αυτή.
Ας μην ξεχνάμε ότι αρχικώς οι μετανάστες απασχολήθηκαν συστηματικά στις αγροτικές δραστηριότητες ως εργάτες γης, στην οικοδομή και τις υπηρεσίες ως ανειδίκευτοι εργάτες, στις οικιακές και “σεξουαλικές” υπηρεσίες, καθώς και σε εκείνες τις οικονομικές δραστηριότητες που αφορούσαν τους βραχυπρόθεσμους, ευκαιριακούς στόχους του προγραμματισμού των ελίτ – την Ολυμπιάδα και τα μεγάλα έργα. Σήμερα όμως τα πράγματα μεταβάλλονται. Οι μετανάστες εγκαθίστανται μόνιμα στη χώρα, φέρνουν τις οικογένειές τους και αποκτούν πρόσβαση στο σύστημα υγείας, τα μέσα μαζικής μεταφοράς, το εκπαιδευτικό σύστημα, νοικιάζουν ή αγοράζουν μεγαλύτερα σπίτια και εισχωρούν και σε εργασίες που δεν βρίσκονται πλέον στο κατώτερο σκαλί της πυραμίδας, ενώ η εποχή των “μεγάλων έργων” εξαντλείται. Σε αυτές τις νέες συνθήκες η αίσθηση του ανταγωνισμού γίνεται πιο έντονη και αρχίζει να ενισχύεται ένα κλίμα αντιπαλότητας ανάμεσα στις δυο πλευρές, που εκφράστηκε και στα πρόσφατα περιστατικά από ένα μεγάλο κομμάτι της κοινής γνώμης.
Εξ άλλου, τα κύματα μετανάστευσης που γνώρισε η χώρα μας κατά τα τελευταία 10 χρόνια είναι ούτως ή άλλως δύσκολο να αφομοιωθούν. Για να καταλάβουμε το μέγεθος της προσπάθειας και των διεργασιών που απαιτούνται, αρκεί να συγκρίνουμε τη δικιά μας περίπτωση με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές εμπειρίες Η Ελλάδα έχει το υψηλότερο ποσοστό μεταναστών στην Ευρώπη, με πάνω από 10%, στη Γερμανία είναι 6,7%, ενώ μικρότερο ποσοστό από αυτό έχουν η Ιταλία και η Ισπανία.
Στη Γαλλία και τη Γερμανία, δυο οικονομικές υπερδυνάμεις με πολύ πιο ισχυρές παραγωγικές δομές και μια μακρά παράδοση υποδοχής μεταναστών, θα συναντήσουμε παρόμοια προβλήματα ενσωμάτωσης ή διαχείρισης των μεταναστευτικών ρευμάτων –πράγμα που μαρτυρά και η ραγδαία άνοδος της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς. Κι εάν κάποτε υπήρξε ένα κίνημα από την πλευρά της κοινωνίας που πέτυχε την ενσωμάτωση ενός μέρους των μεταναστών στις χώρες αυτές, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι οι διαδικασίες αυτές είχαν ορίζοντες πάρα πολλών χρόνων –ίσως και δεκαετιών– για να μπορέσουν να ευοδωθούν. Και εάν η σύγκριση αυτή φαίνεται για πολλούς άτοπη, μπορούμε να αποκτήσουμε μια σχετική εικόνα των διαστάσεων του φαινομένου εάν αναλογιστούμε πόσα χρόνια πέρασαν ώσπου να αφομοιωθούν οριστικά οι Έλληνες πρόσφυγες του 1922 στην μητροπολιτική Ελλάδα, τι αντιπαραθέσεις και αποκλεισμοί προέκυψαν έπειτα από την έλευσή τους κ.λπ.
Υπάρχει μια θέση αρχής:
Ήδη οι πραγματικότητες που περιγράψαμε θα ήταν αρκετές για να κάνουν εξαιρετικά περίπλοκο το ζήτημα των μεταναστών, που προκαλείται από τη συνολική στρατηγική του παγκόσμιου κεφαλαίου και αποτελούσε πάντα σημείο τριβής και αντιπαράθεσης στο ίδιο το εσωτερικό του εργατικού κινήματος. Γιατί το ζήτημα έχει μια διπλή όψη: Η εισαγωγή μεταναστών αποτελεί πάντα μία τακτική του κεφαλαίου για να ρίχνει το κόστος της εργασίας στην εσωτερική αγορά και να χτυπάει τις εσωτερικές κατακτήσεις των εργαζόμενων στις συγκεκριμένες χώρες. Το ίδιο συνέβη στη Δύση μετά την κρίση της δεκαετίας του 1964-1975. Κατά τον ίδιο τρόπο ξεπέρασαν την κρίση στη δεκαετία του 1990 οι κυρίαρχες ελίτ στην Ελλάδα. Από την άλλη όμως υπάρχει μία δεύτερη όψη. Εκείνη των μεταναστών που αναζητούν “ψωμί και δουλειά” στις χώρες υποδοχής μεταναστών, όπως μέχρι πριν είκοσι χρόνια συνέβαινε και με τους Έλληνες μετανάστες.
Μια θέση αρχής είναι εκείνη που απαντάει στο πρόβλημα γενικά, την ανάγκη δηλαδή μιας αυθεντικά νέας παγκόσμιας τάξης, ισόρροπης κατανομής πόρων, όπου δεν θα χρειάζεται να ξεριζώνονται εκατομμύρια ανθρώπων για να επιβιώσουν. Σε μια τέτοια περίπτωση ο αριθμός των μεταναστών θα περιοριζόταν σε όσους θα επιθυμούσαν μια αλλαγή κατοικίας και εργασίας και δεν θα αποτελούσε ούτε ξερίζωμα ούτε “εισβολή”. Γι’ αυτό και η μόνη λογική λύση είναι η εγχώρια ισόρροπη ανάπτυξη των χωρών του “Τρίτου Κόσμου”, και η μεταφορά πόρων από τις αναπτυγμένες σε αυτές.
Επειδή όμως μια τέτοια παγκόσμια τάξη δεν υπάρχει, ενώ αντιθέτως κυριαρχεί η παγκόσμια τάξη των ΗΠΑ και του ξεριζώματος λαών και πληθυσμών, η θέση που μπορεί να πάρει κάποιος είναι πάντα σχετική και αμφιλεγόμενη. Δηλαδή ξεκινάει πάντα από τη συγκεκριμένη κατάσταση και προσπαθεί να επιλέξει λύσεις που να ανταποκρίνονται –κατά το δυνατόν– στα συμφέροντα όλων των πλευρών και, βεβαίως, της ίδιας του της χώρας. Έτσι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να προσχωρήσει στην αφελή(;) άποψη που υποστηρίζει πως “όλα τα σύνορα θα πρέπει να είναι ανοικτά”, διότι βέβαια καμία κοινωνία δεν μπορεί να επιζήσει με αυτόν τον τρόπο και θα μεταβληθεί σε ζούγκλα, ούτε από την άλλη να αρνηθεί την πραγματικότητα της μετανάστευσης και να κηρύξει ένα γενικό εξανδραποδισμό των ξένων εργατών. Αντίθετα η μόνη λύση είναι η ενσωμάτωση στην κοινωνία των μεταναστών με μέτρα ισοπολιτείας, χωροταξικά –να μη σχηματίζονται γκέτο– εργασιακά, κοινωνικά, εκπαιδευτικά, έτσι ώστε να κλείσει σταδιακά το μεγάλο κοινωνικό ρήγμα που προκάλεσε η μεταναστευτική έξαρση των δύο προηγούμενων δεκαετιών κ.λπ.
Η έξαρση του αλβανικού εθνικισμού
Αν αυτή, η μόνη ρεαλιστική και αυθεντικά προοδευτική αντίληψη για το ζήτημα της μετανάστευσης, είναι ήδη εξαιρετικά δύσκολη και περίπλοκη στην εφαρμογή της, στην πραγματικότητα της Ελλάδας τα πράγματα είναι ακόμα δυσκολότερα. Διότι το ζήτημα της συνύπαρξης των Αλβανών μεταναστών με τους Έλληνες έχει διπλή όψη –εκτός από την κοινωνική έχει και εθνική. Εθνική γιατί οι Αλβανοί μετανάστες δεν εμπίπτουν στο κλασικό παράδειγμα των clandestinos που κατακλύζουν την γερασμένη Ευρώπη και αποτελούν τους είλωτες της οικονομικής υπερδύναμης. Μια σειρά από ιδιαιτερότητες –το γεγονός ότι προέρχονται από μια γειτονική χώρα, σε μια περιοχή, όπως τα Βαλκάνια, η οποία τελεί ακόμα υπό καθεστώς αστάθειας που διαμορφώνουν η έξαρση των διάφορων εθνικισμών, οι εδαφικές διεκδικήσεις κ.λπ. –επιδρούν πάνω στις σχέσεις των Ελλήνων με τους Αλβανούς και δυσχεραίνουν κατά πολύ την ομαλή τους συνύπαρξή. Διότι δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με την συστηματική εκμετάλλευση των δεύτερων από τους πρώτους αλλά και εξ ίσου με ζητήματα όπως αυτό του αλβανικού εθνικισμού, της συστηματικής καταπίεσης της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία , κ.λπ.
Το κυριότερο ζήτημα αφορά στην ανάπτυξη του αλβανικού μεγαλοϊδεατισμού, του εθνικιστικού κινήματος εκείνου που προσβλέπει στην εδαφική ενοποίηση όλων των εδαφών, εκτός της αλβανικής επικράτειας, στα οποία ζουν Αλβανοί: Πρόκειται για την ιδέα της Μεγάλης Αλβανίας, η οποία περιλαμβάνει ένα κομμάτι των Σκοπίων, το Κοσσυφοπέδιο αλλά και ένα κομμάτι της Ηπείρου – οι προπαγανδιστικοί χάρτες που τυπώνονται δείχνουν τα όρια της Μεγάλης Αλβανίας στην Πρέβεζα.
Η πορεία του αλβανικού μεγαλοϊδεατισμού ταυτίζεται με όλη την ιστορία του σύγχρονου αλβανικού έθνους. Όπως επισημαίνει και ο John Sigler, στη μελέτη του για τον αλβανικό μεγαλοϊδεατισμό και τον UCK: “Οι τέσσερις καθοριστικοί παράγοντες που επέδρασαν στη συγκρότηση του σύγχρονου αλβανικού εθνικισμού, η επιθυμία να συγκροτηθεί ένα αυτόνομο κρατίδιο υπό τους Οθωμανούς (1878-1881), η αυστριακή συμβολή στη συγκρότηση της Αλβανικής εθνικής συνείδησης (1878-1914), ο πειραματισμός με το φασισμό/ναζισμό (από το 1920 μέχρι το 1945) καθώς και η λατρεία του Εμβέρ Χότζα (1945-1985), περιλάμβαναν πάντα ως αρχικό στόχο την ιδέα της συγκρότησης ενός διευρυμένου κράτους υπό το όραμα της Μεγάλης Αλβανίας”. Επομένως, δεν είναι περίεργο που ακόμη και σήμερα αυτή η ιδέα διατηρεί σημαντικά ερείσματα στη συντριπτική πλειοψηφία του αλβανικού πολιτικού κόσμου και επηρεάζει, άμεσα ή έμμεσα, στις συγκεκριμένες του εκφράσεις –κυρίως σε ό,τι αφορά το Κοσσυφοπέδιο ή τα Σκόπια– τις πολιτικές εξελίξεις στη γείτονα χώρα.
Ας μην ξεχνάμε, συν τοις άλλοις, ότι οι φορείς του αλβανικού μεγαλοϊδεατισμού θεωρούν ότι οι συγκυρίες τείνουν και πάλι να γίνουν ευνοϊκές για την υλοποίηση των στόχων τους. Γι’ αυτούς, μόλις πέντε χρόνια πριν, οι ΗΠΑ –συνεπικουρούμενες από όλη τη διεθνή κοινότητα– παρενέβησαν στο πλευρό τους με τον πόλεμο στο Κόσοβο. Τέσσερα χρόνια μετά, η διεθνής κοινότητα μπορούσε ακόμα να αποστρέφει το βλέμμα της καθώς οι Αλβανοί συνέχιζαν τον συστηματικό εκτοπισμό του σερβικού στοιχείου από την περιοχή. Αυτή η άμεση ή έμμεση στήριξη της αυτοκρατορικής υπερδύναμης τονώνει καθοριστικά την αισιοδοξία των Αλβανών εθνικιστών για το μέλλον, οδηγώντας τους ουσιαστικά σε ακόμα πιο ακραία αιτήματα και διεκδικήσεις.
Ήδη, εκτός από τα δυτικά Σκόπια, έχουν εμφανιστεί και φωνές που επιθυμούν την –πολιτική σε πρώτο επίπεδο– δράση υπέρ του Μεγαλοϊδεατισμού και στην Ελλάδα, κυρίως σε σχέση με το ζήτημα της Τσαμουριάς. Ταυτόχρονα, υπάρχουν και άλλες φωνές οι οποίες συνδέουν την παρουσία των Αλβανών μεταναστών στην Ελλάδα με τις εδαφικές διεκδικήσεις για τη Μεγάλη Αλβανία, σε μια προσπάθεια να εκμεταλλευτούν τη δυσαρέσκεια των τελευταίων από την αντιμετώπιση της ελληνικής κοινωνίας και να την εκτρέψουν προς τις δικές τους ατραπούς.
Η ελληνική μειονότητα στην Αλβανία
Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια, πρέπει να προσεγγίσουμε και το ζήτημα της ελληνικής μειονότητας στη Βόρεια Ήπειρο, η οποία αντιμετωπίζει εδώ και πάρα πολλά χρόνια τη συστηματική καταπίεση από την πλευρά του αλβανικού κράτους, ανεξάρτητα από το ποιος βρίσκεται στην κυβέρνηση.
Ως προς αυτό, αρκεί να αναφέρουμε ότι τόσο οι δεξιές όσο και οι σοσιαλιστικές κυβερνήσεις διατήρησαν σε ισχύ τον νόμο του Χότζα περί “μειονοτικών ζωνών”, μέσα στα πλαίσια του οποίου αναγνωρίζεται η ελληνική παρουσία στα χωριά των περιοχών Αργυροκάστρου και Αγίων Σαράντα, ενώ αγνοείται παντελώς ο ελληνισμός των μεγάλων πόλεων αλλά και των επαρχιών της Χιμάρας και της Κορυτσάς. Όπως είναι γνωστό –αλλά υποβαθμίζεται συστηματικά από τα ελληνικά μέσα και από ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού πολιτικού κόσμου– σε κάθε εκλογές καταγράφονται περιστατικά βίας και νοθείας και έχει διαπιστωθεί επανειλημμένα η συνεργασία της αστυνομίας και παρακρατικών οργανώσεων στις διάφορες επιθέσεις εναντίον του ελληνικού στοιχείου.
Μέχρι και το Στέιτ Ντηπάρτμεντ, στην ετήσια έκθεση του 2003, αναγνώρισε το σοβαρό, πολύχρονο έλλειμμα δημοκρατίας και δικαιωμάτων σε σχέση με την ελληνική μειονότητα. Στην έκθεση αυτή, αναφέρονται συστηματικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την αστυνομία –παράνομες κρατήσεις, ξυλοδαρμοί κ.λπ., ολιγωρία από την δικαιοσύνη– ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά υποθέσεις εκτάσεων της ελληνικής κοινότητας που παρακρατείται η κυριότητά τους, διακρίσεις σε βάρος των παιδιών της μειονότητας –απαγόρευση λειτουργίας ελληνικών σχολείων σε πολλές περιοχές– καθώς και περιορισμούς στην ελευθερία του τύπου και της έκφρασης. Όλα τα παραπάνω, φυσικά, δεν περνούν απαρατήρητα από την ελληνική κοινωνία. Τουναντίον, επηρεάζουν αρνητικά στην εικόνα που έχουν οι Έλληνες για τους Αλβανούς επιδρώντας καθοριστικά επάνω στη στάση των πρώτων έναντι των δεύτερων. Γι’ αυτό και όλα αυτά τα ζητήματα αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του ίδιου προβλήματος και θα πρέπει να τα λαμβάνουμε εξ ίσου σοβαρά υπόψη μας.
Συμπέρασματα
Συνοψίζοντας, λοιπόν, οι λόγοι που δημιουργούν εντάσεις στη συνύπαρξη μεταξύ των Ελλήνων και των Αλβανών μεταναστών είναι πολύπλοκοι, αντιφατικοί και εμπλέκουν το σύνολο των σχέσεων ανάμεσα στα δυο έθνη. Υπ’ αυτή την έννοια, τα προβλήματα που προκύπτουν από την ατελή ενσωμάτωση των Αλβανών μεταναστών στην ελληνική κοινωνία, το έλλειμμα των δικαιωμάτων, η οικονομική εκμετάλλευση κ.λπ. ορίζουν μοναχά τη μια πλευρά του ζητήματος. Η άλλη αφορά την εθνική του διάσταση, όπως αυτή καθορίζεται από το πλαίσιο της αστάθειας που προκαλούν οι συνθήκες της τρέχουσας ανάπτυξης του αλβανικού μεγαλοϊδεατισμού.
Φυσικά, οι δυο διαστάσεις δεν διαχωρίζονται στην πραγματικότητα αλλά λειτουργούν σε στενή διαπλοκή και αλληλεξάρτηση. Όπως είναι γνωστό, όταν οι όροι της κοινωνικής παρουσίας των Αλβανών μεταναστών δυσχεραίνονται, το οικονομικό και το βιοτικό αδιέξοδο τροφοδοτεί την έξαρση του εθνικού αισθήματος. Γι’ αυτό εξ άλλου, το βασικό στοίχημα από την πλευρά των δυνάμεων του αλβανικού εθνικισμού σε σχέση με τους Αλβανούς μετανάστες στην Ελλάδα, αυτή τη στιγμή, έγκειται στην αποτροπή της ενσωμάτωσής τους στην κοινωνία, στη διαιώνιση δηλαδή της αντιπαράθεσης ανάμεσα στους Έλληνες και τους Αλβανούς. Μπορούμε ν’ αναγνωρίσουμε αυτήν την “στρατηγική της έντασης” στο κλίμα που δημιουργήθηκε στην Αλβανία, από πολλές πλευρές, πριν τη διεξαγωγή του ποδοσφαιρικού αγώνα. Υπ’ αυτή την έννοια, οι εμπρηστικές παρεμβάσεις τύπου Ψωμιάδη και Βορίδη, που ορθώνουν κάθετες διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στις δυο πλευρές προκρίνοντας ως απόλυτη και μοναδική τη διάσταση των εθνικών διαφορών, αποκλείουν κάθε δυνατότητα συνύπαρξης και κατά συνέπεια παρέχουν στον αλβανικό εθνικισμό το κατάλληλο έδαφος για να αναπτυχθεί.
Φυσικά και το σενάριο της ολοένα και εντεινόμενης πόλωσης οδηγεί στο εφιαλτικό σκηνικό μιας διαρκούς αντιπαράθεσης που θα χωρίσει την κοινωνία μας σε γκέτο και θα δυσχεραίνει τους όρους διαβίωσης όλων μας. Την ημέρα των επεισοδίων και των επιθέσεων των Ελλήνων στους Αλβανούς οπαδούς, πτυχές αυτού του εφιαλτικού σκηνικού πέρασαν για λίγα λεπτά μπροστά από τις οθόνες μας –σαν ένα απειλητικό “προσεχώς” για το μέλλον.
Για άλλη μια φορά στη χώρα μας, όμως, ένα δραματικό συμβάν όπως αυτό δεν αποτέλεσε για κανέναν την αφετηρία για τη ρεαλιστική αποτίμηση των αιτιών και των συνθηκών που οδήγησαν σ’ αυτό. Οι μόνοι που δείχνουν ότι έχουν κατανοήσει τις διαστάσεις τους και την σημαντικότητά του, είναι ο Καρατζαφέρης και η άκρα δεξιά. Και γι’ αυτό πράττουν ανάλογα προσπαθώντας να κεφαλαιοποιήσουν πολιτικά πτυχές της υφιστάμενης κατάστασης διευρύνοντας τη δύναμη και την απεύθυνσή τους. Όλοι οι άλλοι, και ιδιαίτερα ένα κομμάτι της αριστεράς που κινητοποιείται γύρω από το ζήτημα, αρκείται στα αντιρατσιστικά, αντιεθνικιστικά, κοσμοπολίτικα στερεότυπα ή εισάγει αυτόματα πρακτικές από το αντίστοιχο ευρωπαϊκό κίνημα, δίχως να κατανοήσει –και άρα να καταφέρει να προσεγγίσει– την κοινωνία στην οποία κινητοποιείται. Έτσι, συγκροτείται ένα ασφυκτικό δίπολο αντιπαράθεσης – απ’ τη μια αυτοί που διαδηλώνουν “Ή Ελλάς Ή Τέφρα” και από την άλλη όλοι εκείνοι που βρήκαν μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να βάλλουν κατά της Ελλάδας και των Ελλήνων εν γένει, και που απαιτούν να ρίξουμε την… Ελλάδα στην τέφρα. Αυτή η αντιπαράθεση αναγκάζει όσους προσπαθούν να δράσουν προς την κατεύθυνση της λύσης ή έστω της άμβλυνσης αυτής της σοβαρής αντίθεσης, διεκδικώντας συνθήκες που να ικανοποιούν τις ανάγκες και τα εθνικά συμφέροντα των Ελλήνων, αλλά και τα δίκαια των Αλβανών μεταναστών, να κινητοποιηθούν όσο είναι καιρός. Γιατί παρόλο που σήμερα οι αντιλήψεις που εκθέσαμε παραπάνω εκφράζουν κατά βάθος την πλειοψηφία του ελληνικού λαού και των μεταναστών, αν αφήσουμε να εξελιχθεί η αντιπαράθεση με φορείς τις δύο ακραίες δυνάμεις, τους Αλβανούς μεγαλο-ιδεάτες και τους ανεγκέφαλους ρατσιστές, σύντομα θα είναι αδύνατος ο έλεγχος της κατάστασης.
ΠηγΕς:
ΧΑρης ΝαξΑκης, Το ελληνικό θαύμα οφείλεται (και) στους μετανάστες, στο Μετανάστες και μετανάστευση- Οικονομικές, Πολιτικές και Κοινωνικές πτυχές, Χάρης Ναξάκης, Μιχάλης Χλέτσος, εκδόσεις Πατάκη.
ΓιΩργος ΚρητικΙδης, “Η μετανάστευση στην Ελλάδα”, Ενημέρωση (Περιοδικό του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ), τεύχος 104, Μάρτιος 2004.
ΠΕτρος ΛινΑρδος-ΡυλμΟν, “Η αναγκαιότητα μιας νέας προσέγγισης της μετανάστευσης”, Ενημέρωση (Περιοδικό του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ), τεύχος 104, Μάρτιος 2004.
ΚολλΙντζας ΤρΥφων – ΨαρρΗς ΓιΑννης, “Ψευδαισθήσεις ισχυρής ανάπτυξης και η μετανάστευση των τελευταίων ετών”, Περιοδικό Τάσεις, 01/02/04.
ΝικολΕττα ΜουτοΥση, “Μεταναστών Κάθοδος”, Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 24/01/03.
ΦΑνης ΜαλκΙδης, “Για την ελληνική κοινότητα στην Αλβανία”, Ηλεκτρονικό περιοδικό Αντίβαρο, 22/04/03 (http://antibaro.gr/national/malkidhs_albania.htm).
John Sigler, “A look at the Albanian Nationalism and the KLA”, άρθρο στην ιστοσελίδα Alaqsa Indifada – Essays on Contemporary Middle Eastern Issues (http://www.eccmei.net).