Το γεωπολιτικό συγκείμενο του τουρκικού αναθεωρητισμού
Του Θεόδωρου Μπατρακούλη από την Ρήξη φ. 127
Στους μήνες που προηγήθηκαν των βαλκανικών πολέμων καθώς και κατά τη διάρκεια των πολέμων αυτών, τα μέλη της «Επιτροπής για την Ενότητα (Ένωση) και Πρόοδο» (ΕΕΠ) έδειξαν μεγάλη αδιαφορία όσον αφορά τη διατήρηση των κτήσεων της Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια. Η αδιαφορία αυτή προκάλεσε έκπληξη σε σημαντικούς ιστορικούς της οθωμανικής περιόδου και έχει επικριθεί ιδιαίτερα από τον Ενβέρ Ζιγιά Καράλ1.
Α υτή η στάση των Ενωτικών σημειώθηκε παρά το ότι τα περισσότερα ηγετικά μέλη της οργάνωσης κατάγονταν από αυτές τις περιοχές2. Ο Φουάτ Ντουντάρ οδηγείται στο συμπέρασμα ότι οι Ενωτικοί επέρριψαν στην αντιπολίτευση την απώλεια των Βαλκανίων, αποποιήθηκαν τη σχετική ευθύνη τους και προτίμησαν μια αναδίπλωση-συσπείρωση στην Ανατολή. Εξάλλου, ο ίδιος επισημαίνει τη γνωστή και από άλλες πηγές προτροπή των Γερμανών, με τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Γκολτς Πασά3, να εγκαταλείψουν οι Οθωμανοί τα Βαλκάνια και να επικεντρωθούν στη Μικρά Ασία.
Πέραν του ότι επισφράγισε τον τερματισμό του ελληνοτουρκικού πολέμου, η Συνθήκη της Λωζάνης ερχόταν να εγκαθιδρύσει μία νέα ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο και στη Θράκη. Επιπλέον, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η εν λόγω συνθήκη έθεσε κατ’ ουσίαν τέρμα σε μία ολόκληρη φάση του Ανατολικού Ζητήματος. Ταυτόχρονα, αποτελεί την πρώτη ίσως σημαντική τομή στη διαμόρφωση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής μετά τη σύσταση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Υποδηλώνει την υποκατάσταση του αλυτρωτισμού, ως πρωταρχικής στρατηγικής επιλογής, από την επιδίωξη της κατοχύρωσης της ασφάλειας και της εδαφικής ακεραιότητας της εθνικής επικράτειας. Παράλληλα… επιβεβαιώνει τον ενταφιασμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την αναγωγή του νέου εθνικού τουρκικού κράτους σε ζωτικής σημασίας γεωπολιτικό παράγοντα, απαλλαγμένο αρχικά από επεκτατικές ή παρωχημένες ηγεμονικές διεκδικήσεις.
Στη Συνθήκη της Λωζάνης, ο ποταμός Έβρος προσδιορίστηκε ως αποτελεσματικό για τη φύλαξή του φυσικό όριο ανάμεσα στην Τουρκία και στην Ελλάδα. Ωστόσο, η Τουρκία απαίτησε και πέτυχε να ανακτήσει την Ίμβρο, την Τένεδο και τις Λαγούσες νήσους, λόγω της γεωστρατηγικής σημασίας τους, αφού βρίσκονται μπροστά στην είσοδο των Στενών των Δαρδανελίων. Το άρθρο 12 της συνθήκης αναγνώρισε οριστικά την ελλαδική κυριαρχία στα νησιά Λήμνο, Σαμοθράκη, Λέσβο, Χίο, Σάμο και Ικαρία. Ουσιαστικά το άρθρο αυτό επαναλάμβανε και επικύρωνε την απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων (Γερμανίας, Αυστροουγγαρίας, Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας, Ιταλίας, Ρωσίας) της 13ης Φεβρουαρίου 1914 και επεξέτεινε την ισχύ της και έναντι της Τουρκίας. Εξάλλου, πολλοί, μέσα και έξω από την Τουρκία, θεώρησαν ότι η Συνθήκη της Λωζάνης ήταν μία ήττα για τους Τούρκους, αφού είχαν το αίσθημα ότι ο Ισμέτ Ινονού και η κυβέρνηση της Άγκυρας δεν μπορούσαν να αρνηθούν περισσότερο4.
Τώρα ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έθεσε θέμα αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάνης, μιλώντας σε περιφερειακούς διοικητές της Τουρκίας. Με τις γνωστές σε όλους δηλώσεις, ότι «δώσαμε στους Έλληνες τα νησιά του Αιγαίου», και, «όσοι έκατσαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων στη Λωζάνη, δεν εκμεταλλεύτηκαν τη συνθήκη αυτή. Και επειδή αυτοί δεν την εκμεταλλεύτηκαν, δυσκολευόμαστε σήμερα εμείς», αμφισβητεί τη συνθήκη.
Ο Κεμάλ και το υπ’ αυτόν εθνικό τουρκικό κίνημα δεν παρέλειψαν να επικαλεστούν, στον «Πόλεμο της Ανεξαρτησίας», τα αισθήματα προσήλωσης στο ισλάμ που έτρεφαν οι ποικίλες μουσουλμανικές εθνοτικές ομάδες της Μικράς Ασίας, αξιοποιώντας το ισλάμ ως παράγοντα συνοχής στο κίνημά του5. Μάλιστα, αξιοποίησε, για τους σκοπούς του, τους Κούρδους μουσουλμάνους. Υποσχέθηκε στους Κούρδους, που δεν είχαν ένα εθνικό σχέδιο, ότι αν τον βοηθούσαν, θα αποκτούσαν την ανεξαρτησία τους6. Την υπόσχεση αυτή, βεβαίως, δεν τήρησε ο Κεμάλ. Από το άλλο μέρος, αξίζει να μελετηθεί αν η ελληνική πλευρά έκανε οποιαδήποτε ουσιαστική απόπειρα προσέγγισης με τους Κούρδους σε εκείνη τη φάση.
Σήμερα ο Τούρκος πρόεδρος προχωράει σε μια εθνικιστική πρόκληση, θέλοντας να παρέμβει σε τρία επίπεδα. Πρώτον, θέλει να επιρρίψει ευθύνες για την απώλεια των νησιών του Αιγαίου καθώς και της πετρελαιοφόρου περιοχής της Μοσούλης στους κεμαλικούς. Δεύτερον, υπαινίσσεται ότι αν πετύχαινε το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου η Τουρκία θα διέτρεχε κίνδυνο ακρωτηριασμού, ενώ όσο ο ίδιος είναι στο τιμόνι η χώρα βρίσκεται σε ασφαλέστερα χέρια έναντι των επιβουλών που αντιμετωπίζει. Τρίτον, επιδιώκει να αντλήσει οφέλη όπου μπορέσει, είτε στα νοτιοανατολικά της είτε στα δυτικά της (Αιγαίο). Αξιοσημείωτο είναι ότι αρχικά το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών έδειξε ουδετερότητα, η οποία μεταφράζεται σε στάση φίλα προσκείμενη προς την Τουρκία, αφού ο εκπρόσωπός του αρνήθηκε να απαντήσει αν η Λέσβος, η Χίος και η Λήμνος ανήκουν στην Ελλάδα. Κατόπιν έκανε στροφή 180 μοιρών. Η τοποθέτηση του Μάρτιν Σέφερ κατά τη διάρκεια ενημέρωσης των δημοσιογράφων προκάλεσε σάλο και, έπειτα από παρασκηνιακές διαβουλεύσεις, εκπρόσωπος του γερμανικού ΥΠΕΞ διευκρίνισε ότι για το Βερολίνο η συνθήκη της Λωζάνης εξακολουθεί να ισχύει.
Εξάλλου, ο Ερντογάν δήλωσε ότι η Τουρκία είναι αποφασισμένη να εξουδετερώσει τον «διάδρομο της τρομοκρατίας» στα σύνορά της με τη Συρία, υπογραμμίζοντας τη διπλή απειλή που η Άγκυρα υποστηρίζει πως αποτελούν το Ισλαμικό Κράτος και οι μαχητές των Κούρδων της Συρίας. Μιλώντας σε επαρχιακούς διοικητές, στο προεδρικό μέγαρο στην Άγκυρα, ο Ερντογάν δήλωσε επίσης ότι ο κόσμος αρχίζει να βλέπει πως οι δυνάμεις των Κούρδων της Συρίας, το Ισλαμικό Κράτος και οι μαχητές που είναι πιστοί στον Σύρο πρόεδρο Μπασάρ αλ-Άσαντ «αλληλοτροφοδοτούνται».
Στο Κουρδιστάν και την Τουρκία, το κράτος του Ερντογάν διεξάγει έναν αμείλικτο πόλεμο στους Κούρδους και τις σοσιαλιστικές δυνάμεις. Είκοσι πέντε κουρδικές δημοτικές αρχές παύθηκαν, συν-δήμαρχοι μαζί με μέλη των δημοτικών συμβουλίων φυλακίστηκαν, και διορίστηκαν ως δήμαρχοι οι νομάρχες, οι οποίοι στην Τουρκία ορίζονται από την κυβέρνηση. Επίσης 14 χιλιάδες δασκάλες και δάσκαλοι εκδιώχθηκαν από τις θέσεις τους, 6 τηλεοπτικοί και 10 ραδιοφωνικοί σταθμοί καθώς και πολλές εφημερίδες και περιοδικά υπέστησαν εισβολές, κλείστηκαν και κατασχέθηκαν. Το πραξικόπημα του Ερντογάν προχωράει βήμα βήμα προς μια φασιστική δικτατορία. Και βέβαιο είναι ότι οι εξελίξεις στην Εγγύς και Μέση Ανατολή και στα Βαλκάνια, καθώς και ιδιαίτερα οι παρεμβάσεις του Τούρκου «σουλτάνου» δημιουργούν επικίνδυνη κατάσταση και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Σημειώσεις:
1. Enver Ziya Karal, Osmanlι Tarihi, Cilt 9: Ikinci Meşrutiyet ve Birinci Dünya Savaşι (1908-1918), Άγκυρα: ΤΤΚ, 1996, σσ. 302-312.
2. Erik Jan Zürcher, Savaş, devrim ve uluslaşma: Türkiye tarihinde geciş dönemi (1908-1928) [Πόλεμος, επανάσταση και εθνοποίηση: Η μεταβατική περίοδος στην τουρκική ιστορία (1908-1928)], Κωνσταντινούπολη: Bilgi, 2005, σ. 153.
3. Για τον Γκολτς Πασά (Wilhelm Colmar Freiherr von der Goltz) πρβλ. Θ. Μπατρακούλης, Toυρκία και Ανατολικά Ζητήματα. Γεωιστορική-γεωπολιτική μελέτη, Τόμος Α΄…, 2015, όπ. π., σσ. 221, 222, 309.
4. Stanford Shaw, From Empire to Republic; The Turkish War of National Liberation, 1918-1923 – A Documentary Study, Άγκυρα: 2000, Türk Tarih Kurumu, 2000, v. IV, όπ. π., σ. 1961.
5. Βinnaz Toprak, Islam and Political Development in Turkey, Leiden: E. J. Brill, 1981, σ. 63f. Michel Paillarès, Le kémalisme devant les Alliés, 1922, όπ. π., ιδίως σσ. 49 κ.εξ.
6. Πρβλ. Mehmet Bayrak (ed.), Kürtler ve Ulusal-Demokratik Mücadeleleri: Gizli Belgeler-Araştιrmalarι-Notlar (Οι Κούρδοι και οι εθνικοί-δημοκρατικοί Αγώνες), Άγκυρα: Özge, 1993.