Του Κώστα Ράπτη από το capital.gr
Η ένταση που καλλιεργεί η Τουρκία το τελευταίο διάστημα στο Αιγαίο, αλλά και στις συνομιλίες για το Κυπριακό, θα πρέπει να ιδωθεί και στο φόντο της νευρικότητας που προκαλούν άλλες εξελίξεις στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική της γείτονος.
Το δημοψήφισμα της 16ης Απριλίου για τη μετατροπή του πολιτεύματος σε προεδρικό είναι βέβαια για τον Tayyip Erdoğan η μητέρα όλων των πολιτικών μαχών. Αλλά δεν δείχνει να εξελίσσεται κατά τα προβλεπόμενα.
Σύμφωνα με έρευνα της Metro Poll που δημοσιεύθηκε στις 9 Απριλίου, περίπου 51% των Τούρκων ψηφοφόρων αντιτίθεται στη συνταγματική μεταβολή, ενώ τουλάχιστον τρεις ακόμη έρευνες εμφανίζουν ποσοστό από 10% έως 14% των 55 εκατομμυρίων ψηφοφόρων να παραμένουν αναποφάσιστοι, λιγότερο από δύο μήνες πριν από τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος.
Σε κάθε περίπτωση, οι συσχετισμοί δείχνουν οριακοί και αναδεικνύουν σε ρυθμιστικό παράγοντα την κουρδική ψήφο – σε μία συγκυρία κατά την οποία η κατασταλτική αντιμετώπιση από τους κυβερνώντες του φιλοκουρδικού Κόμματος Δημοκρατίας των Λαών υψώνει τείχη.
Ο βουλευτής του HDP Ahmet Yıldırım προανήγγειλε υψηλό ποσοστό προσέλευσης των ψηφοφόρων του κόμματος στην κάλπη του δημοψηφίσματος, ως μία μορφή διαμαρτυρίας για την φυλάκιση της κομματικής ηγεσίας με τις κατηγορίες της “σύμπραξης με τρομοκρατική οργάνωση”.
Αλλά και σε άλλες κατηγορίες του πληθυσμού εντείνονται οι επιφυλάξεις ως προς το προεδρικό πολίτευμα. Μάλιστα ο σκεπτικισμός διαπερνά και τη βάση του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης: σε έρευνα του ινστιτούτου ANAR που πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο και δημοσιεύθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 35% των ψηφοφόρων του τάσσεται υπέρ του “Όχι”. Το ίδιο φέρεται να ισχύει και για το 50% των ψηφοφόρων του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης, το οποίο υπό την ηγεσία του Devlet Bahçeli έχει μετατραπεί σε δύναμη παραπληρωματική του ΑΚΡ και στηρίζει τη συνταγματική αναθεώρηση. (Καθόλου τυχαία, ο πρωθυπουργός Binali Yıldırım ανταπέδωσε τα θερμά αισθήματα σχηματίζοντας πρόσφατα σε ομιλία του την εμβληματική χειρονομία των Γκρίζων Λύκων).
Χαρακτηριστικά, ο πρώην πρωθυπουργός Ahmet Davutoğlu, ο οποίος αποπέμφθηκε πέρσι τον Μάιο από τον Erdoğan, εξέφρασε ήδη από τον Ιανουάριο “προβληματισμό” για τη συνταγματική αναθεώρηση – δίνοντας έτσι φωνή σε όσους εντός του κυβερνώντος κόμματος ανησυχούν με την επιχειρούμενη υπερσυγκέντρωση της εξουσίας.
Η διάψευση των όποιων προσδοκιών για “περίπατο” στην κάλπη επιβάλλουν στους κυβερνώντες εντατικοποίηση των προσπαθειών τους, αλλά και αναπροσαρμογή της ρητορικής τους. Ο Erdoğan πολλαπλασιάζει τις ομιλίες του ανά τη χώρα, ενώ, επενδύοντας στις δημοκρατικές ευαισθησίες ενός πληθυσμού που διατηρεί αλγεινή μνήμη από τη δικτατορία της δεκαετίας του ’80, εμφανίζει την υπερψήφιση της συνταγματικής αναθεώρησης ως φυσική συνέχεια της απόκρουσης της απόπειρας πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου.
Όμως ο Yıldırım ήδη αποπνέει το νέο κλίμα. “Θα αποδεχθούμε ευχαρίστως ό,τι επιλέξει ο λαός. Αυτό έχει νόημα για εμάς” δήλωσε ο Τούρκος πρωθυπουργός μιλώντας σε δημοσιογράφους την Τετάρτη στο μέγαρο της Τσάνκαγια. “Είτε επικρατήσει το Όχι, είτε το Ναι, η χώρα θα προχωρήσει και δεν θα διχασθεί” τόνισε ο Yıldırım, προσπαθώντας ταυτόχρονα να υποβαθμίσει τη σημασία των δημοσκοπήσεων, λέγοντας ότι μόνο στις 16 Απριλίου θα γίνει γνωστό το πραγματικό αποτέλεσμα.
Ο ίδιος υποστήριξε ότι “τίποτε δεν θα συμβεί” αν απορριφθεί η συνταγματική αναθεώρηση και πως το κρίσιμο ήταν η παλλαϊκή απόκρουση του πραξικοπήματος – αν και υπενθύμισε, σε πληρέστερη διατύπωση, την προηγούμενη τοποθέτησή του ότι οι “τρομοκρατικές οργανώσεις” (Γκιουλενικοί, ΡΚΚ κτλ.) προπαγανδίζουν το “Όχι” και το Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν θα πρέπει να τους δώσει την ικανοποίηση να συντάσσεται μαζί τους.
Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική ηγεσία “παρουσίασε μία πρόταση στον λαό” και “το καλύτερο πράγμα με τη δημοκρατία είναι ότι ο λαός έχει την τελική επιλογή”.
Όλα αυτά, ενώ ήδη ο πρόεδρος του Eurasia Group, Ian Bremmer σε συνέντευξή του στην “Καθημερινή” τονίζει ότι “η πραγματική ανησυχία αφορά την περίπτωση όπου, εάν ο Erdogan αισθανθεί ότι χάνει τη δυναμική στην προεκλογική εκστρατεία προς το δημοψήφισμα, θα μπορούσε να προκαλέσει μια στρατιωτική κρίση στο Αιγαίο για να ενισχύσει το εθνικιστικό αίσθημα”.
Ωστόσο, είναι αμφίβολο αν οι καιροί γενικώς, και οι επιχειρησιακές ικανότητες του τουρκικού στρατού ειδικώς, ενθαρρύνουν τους τυχοδιωκτισμούς. Διότι ούτε “έξω πάει καλά” ο Erdoğan το τελευταίο διάστημα, αν κρίνουμε από την απόλυτη ασάφεια που περιβάλλει την πολύμηνη προσπάθεια κατάληψης της (κατεχόμενης από τους τζιχαντιστές αλλά διεκδικούμενης και από τον κυβερνητικό συριακό στρατό) πόλης al-Bab της βόρειας Συρίας – πόσω μάλλον τις φιλοδοξίες της Άγκυρας για την ανάληψη περαιτέρω ρόλου στην πορεία προς τη Ράκκα που σχεδιάζει ο υπό τις ΗΠΑ διεθνής συνασπισμός κατά του Ισλαμικού Κράτους.
Μάλιστα, η Τουρκία έχει βρεθεί να εμπλέκεται σε φραστικό πόλεμο με το Ιράν, το οποίο ο μεν Erdoğan κατηγόρησε ότι διέπεται από “περσικό εθνικισμό” και για αυτό ασκεί αρνητικό ρόλο σε Συρία και Ιράκ, ο δε υπουργός Εξωτερικών Mevlüt Çavuşoğlu για εξαγωγή σιιτικού σεκταρισμού.
Η απάντηση του Ali Akbar Velayati, συμβούλου του ανώτατου ηγέτη του Ιράν αγιατολλάχ Χαμενεϊ ήταν ότι “οι λαοί του Ιράκ και της Συρίας θα εκδιώξουν τα τουρκικά στρατεύματα αν αυτά δεν αποσυρθούν από τα εδάφη τους”. Η δε ανταπάντηση του İbrahim Kalın, συμβούλου του Erdoğan ήταν ότι το Ιράν θα πρέπει να εκτιμήσει τις προσπάθειες της Τουρκίας να καταπολεμήσει το Ισλαμικό Κράτος. “Θεωρούμε το Ιράν σημαντικό γείτονα και είμαστε πάντοτε σε διάλογο μαζί του. Αλλά δεν θα αγνοήσουμε τις προσπάθειές του να διεισδύσει στην περιοχή” πρόσθεσε ο Kalın.
Όπως και με τις δηλώσεις Yıldırım περί δημοψηφίσματος, μοιάζει περισσότερο με γλώσσα αναδίπλωσης παρά “αγέρωχης” πλειοδοσίας.