Bουλιαράτες, των Αρχαγγέλων
Τούτοι οι άνθρωποι είναι πυκνοί, και αναρριχητικοί και επίμονοι σαν τα κλωνάρια ενός κισσού. Άπαξ και τα βαθυπράσινα σχοινιά σκαρφαλώσουν την ψυχή, δεν έχει επιστροφή.
«Κλαίει συνέχεια, όλοι έχουμε πικρανθεί, αλλά εκείνη κλαίει συνέχεια, και δεν ξέρω γιατί», είπε κοινός φίλος για μία νεαρή γυναίκα από τα Ριζά, 30 χιλιόμετρα από τους Αγίους Σαράντα, περίπου μια πενηντάλεπτη διαδρομή. Δεν απήντησα, δεν είπα τίποτα, κι ας γνώριζα γιατί κλαίει, γιατί κλαίω.
Παραμονή της κηδείας, κι ενώ στο πατρικό σπίτι στους Βουλιαράτες, λάμβανε χώρα ολονυχτία, εν όψει της οριστικής εξόδου του νεκρού, της αμετάκλητης εκδημίας του τεθνεώτος, ήθελα να είμαι εκεί. Μαζί τους, με τους απ΄ έκει.
«Δεν μπορώ άλλο, δες για καμιά αλλαγή ή προσθήκη στο κείμενο», λαμβάνω μήνυμα στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο με τίτλο «Επικήδειος», λίγο πριν από τα μεσάνυχτα. Το ανοίγω και το αναγιγνώσκω πυρετικά. Το κείμενο είναι ηλεκτρισμένο, σπαραξικάρδιο. Δεν είναι λόγος, πιότερο κάνει για μοιρολόγι,πρώιμο μοιρολόγι για όλους μας.
«Κωνσταντίνε,
Γεννήθηκες σε ένα τόπο θυσίας και ηρωισμού για το έθνος μας. Τα πρώτα παιδικά σου βήματα σκόνταψαν σε φυσίγγια και οβίδες, απομεινάρια ενός πολέμου. Ο αφουγκρασμός των οστών των Ηρώων του Έπους του ΄40 που αναπαύονταν στο χωριό σου καθήλωσαν την ψυχούλα σου. Στα 7 σου χρόνια αναζήτησες το όνειρο, μια ανοιχτή αγκαλιά, στην ελεύθερη Ελλάδα, αυτή που πάντα κουβαλούσες μέσα σου. Δεν ξέρω αν η Ελλάδα σου πρόσφερε την αγκαλιά αυτή. Εσύ δεν της αρνήθηκες ποτέ τη δική σου…
… Ίσως, ελπίζω, με του θανάτου το φιλί να τα κατάφερες να μας ξυπνήσεις όλους, να ξυπνήσεις την Ελλάδα, την ωραία κοιμωμένη σου. Το έγκλημά σου ήταν ότι κι έτσι, κοιμωμένη, αυτήν την Ελλάδα, την αγάπησες πολύ.
Έχουμε δέκα μέρες να ακούσουμε τη φωνή σου, Κωνσταντίνε, αυτή με την οποία πάντα με χαμόγελο μας έλεγες «λίγη καρδιά, λίγο τσαγανό και λίγη θέληση ρε». Αυτή η προσταγή σου θα μας συνοδεύει και θα μας ελέγχει μέχρι να σε συναντήσουμε. Καλό Παράδεισο Κωνσταντίνε!
Σήμερα, δεν σε τρώει η γη. Σήμερα σε υποδέχτηκε η Ιστορία. Σήμερα, ανήμερα των Αρχαγγέλων, σαν λαμπρό άγγελο σε υποδέχεται ο ουρανός εκεί να περιμένεις την ανάσταση του τόπου σου.
“Τ′ αντρειωμένου ο θάνατος, θάνατος δε λογιέται”
Αθάνατος»
Τρέχω στη βιβλιοθήκη και το χέρι πιάνει στα σκοτεινά δύο βιβλία, την «Μήδεια» του Ευριπίδη σε μετάφραση και με εισαγωγή Γιώργου Χειμωνά και το «Ζώντες και Τεθνεώτες» του Κωστή Παπαγιώργη.
Δύο είναι οι πρώτες ύλες του τραγικού, η ολική συγκίνηση και ο έρωτας του πένθους. Συγκίνηση ως ένας ολοθυμικός κατακλυσμός της συνείδησης, πένθος, ως μία εξαρχής επώδυνη υποταγή στο τετελεσμένο, το οποίο είναι ήδη εγγεγραμμένο στην συνείδηση και για το οποίο ο άνθρωπος πενθεί σε όλη του τη ζωή.
Η υπέρβαση ενός συναισθήματος το καθιστά τραγικό, παράδειγμα ο έρωτας για την πατρίδα. Στην τραγωδία έχουμε να κάνουμε με ένα απροσμέτρητο ποσόν πρωτογενούς συγκίνησης, παρά με ένα ποιόν σφοδρής μεν, αλλά ειδικής αντανακλαστικής συγκίνησης, με ένα συγκινησιακό συναγερμό, παρά με μια συναισθηματική υποτέλεια. «Δεν έχει σκοπό η καταστροφή», λέγει ο Σοφοκλής, δεν έχει σκοπό η συγκίνηση, που συχνά παίρνει τα χαρακτηριστικά μιας σκοτεινής, απειλητικής ευφορίας.
Ο έρως του πένθους, σημειώνει ο Χειμωνάς, είναι ένα είδος οντολογικής θλίψης, ήρεμης λύπης, έχει μια πολύ μακρινή σχέση με το κανονικό πένθος.Παρακολουθώντας από κοντά τον ήρωα, όλους τους ήρωες, τους νιώθεις να αντιστέκονται να παραιτηθούν όχι ασφαλώς από την μεγάλη πράξη για την οποία είναι κλητοί, αλλά από το άλγος: είναι εραστές του πένθους. Το πένθος παράγει και συνεχώς μεγεθύνει την απάνθρωπη τόλμη τους. Ηδονίζονται από το πένθος.
Αυτός ο αδιόρατος, βαθύς έρωτας του πένθους, έλκει την καταγωγή του από την θολή μνήμη μίας ανεπανόρθωτης, αναπότρεπτης πτώσης:της βάναυσης απόσπασης του ατομικού όντος από το κοινό είναι, δηλαδή της γέννησης του θανάτου. Έκτοτε ό,τι θα συγκλονίζει τον άνθρωπο θα είναι πόνος. Και ό,τι θα ανασκάπτει τον πόνο θα είναι ηδονικό.
Η Ιστορία ενός τόπου, γράφεται από πολλούς, αλλά κρατάει τον γραφικό χαρακτήρα του καλύτερου. Πόσω μάλλον όταν η ποίηση καλείται να συλλαβίσει εκείνα που η Ιστορία δεν επιτρέπεται να ψελλίσει. Στην ποιητική συλλογή «101 ποιήματα για μια χούφτα τόπο» του Ανδρέα Ζαρμπαλά, διαβάζει κανείς:
«Τριγυρίζω τον τόπο μου,
αναπνέω τον τόπο μου.
Όλον τον Μάη και το Θερτή μην με ψάχνετε,
είμαι ανάμεσα Μπουλιαράτι και Λόγγο,
μ’ έχουν καλεσμένο οι παπαρούνες
στο κόκκινο πανηγύρι τους.
Περπατώ
και το αίμα μου φτάνει ως στον αστράγαλο.
Τριγυρνάω τον τόπο μου!
Αναπνέω τον τόπο μου!
Κι αν μια μέρα θα κάνω πως φεύγω,
η Μπίστρισσα γίνεται νερένιο σχοινί
και με δένει πατόκορφα
και με δένει πατόκορφα.
Κι αν ξεφύγω απ’ τη Μπίστρισσα
βγαίνει πάνω στον όχτο το αγιόκλημα της Δίβρης,
μου ρίχνει με τις χούφτες το άρωμα
και ξεχνάω το δρόμο
και ξεχνάω το δρόμο.
Κι αν ξεφύγω απ’ τ’ αγιόκλημα
και διαβώ στα φαράγγια,
τα βουνά θα ξεριζώσουν κοτρόνια
να μου κόψουν την ανάσα
να μου κόψουν την ανάσα.
Κι αν ξεφύγω και πάλι
και πατήσω στο Βούρκο,
θα μακραίνει ο κάμπος, θα πλαταίνει ο κάμπος,
να βαδίζω αιώνια πάνω του».
«Μην αλλάξεις τίποτα, έκανα κάποιες ελάχιστες διορθώσεις με κίτρινη επισήμανση στο συνημμένο. Σε παρακαλώ άναψε του ένα λευκό κερί και για μένα, με την πρώτη δυνατότητα θα ανηφορίσω να τον επισκεφτώ», απαντώ στον αποστολέα, που σκάρωσε τον επικήδειο για την εξόδιο ακολουθία του Κωνσταντίνου Κατσίφα. Και μετά τον λόγο παίρνει πάλι ο Ανδρέας Ζαρμπαλάς:
«Πάντως, να ξέρετε
Δεν μένουμε έξω από την πόρτα του κόσμου
Να ζητιανέψουμε λίγη πατρίδα
Οι πατησιές της ιστορίας στάζουν αίμα.
Τρεις γενιές τώρα το μαζεύουμε στις χούφτες μας,
Ποτίζουμε ένα όνειρο
Όπως ποτίζουμε μια λεμονιά στην πέτρινη αυλή μας.
Κι αν καμιά φορά θα χτυπήσουμε την πόρτα του κόσμου
Δεν είναι που κουραστήκαμε,
Είναι που θέλουμε να κολλήσομε πάνω της
Τη ματωμένη μας παλάμη,
Έτσι, όπως θα σημαδεύαμε με κόκκινο
Την πόρτα ενός προδότη».