Αρχική » Στους Βουλιαράτες την 8η  Νοεμβρίου 2018

Στους Βουλιαράτες την 8η  Νοεμβρίου 2018

από Άρδην - Ρήξη

του Στάθη Κεφαλούρου

Λέει ο Φίλιππος στον Ναθαναήλ «Βρήκαμε εκείνον για τον οποίον μιλούν οι προφήτες και ο Μωυσής. Είναι ο Ιησούς, ο γιος του Ιωσήφ από την Ναζαρέτ», «Μα τι καλό ρε φίλε μπορεί να βγει από την Ναζαρέτ; είπε ο Ναθαναήλ», «Έλα και θα δεις , του απαντά με πίστη ο Φίλιππος». Έρχου και ίδε.

Επειδή όμως άλλοι δεν μπορούν και άλλοι δεν θέλουν να παν να δουν, επειδή επιπλέον ο κόσμος μας μεγάλωσε πολύ, για αυτούς τους λόγους γεννήθηκε μάλλον η δημοσιογραφία. Αμαρτωλή στην καταγωγή, καθώς παρεκκλίνει από το ευαγγελικό παράγγελμα αλλά εν δυνάμει ευεργετική και οπωσδήποτε συγχωρεμένη αν προθύμως μεσιτεύει ανάμεσα στην αλήθεια και τους ανθρώπους.

Αλλά και πάλι, πείτε μου πώς θα μπορούσε άραγε να κάνει κανείς ρεπορτάζ από την Ναζαρέτ; Ή έστω κάτι πολύ πολύ λιγότερο, πώς μεταφέρεται η γνώση και η συγκίνηση από την μαρτυρική θυσία του παιδιού στους Βουλιαράτες;

Βουλιαράτες, ένα πολύ όμορφο ηπειρώτικο χωριό σε μια πλαγιά και σε σχήμα καρδιάς. Με πέτρινα δίπατα σπίτια, καλντερίμια και καμαρωτές αυλόπορτες. Αν ήμουν Αλβανός και έμπαινα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πολύ θα το ήθελα μόνο δικό μου για να το αξιοποιήσω τουριστικά, όπως συμβαίνει με αντίστοιχα των Ιωαννίνων. Η πεδιάδα του μπροστά έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων το 1940. 86 Έλληνες τραυματίες υπέκυψαν στα τραύματά τους στο νοσοκομείο που είχε στηθεί στους Βουλιαράτες. Άλλοι 15 προσπαθώντας να καταλάβουν το ύψωμα στα ανατολικά.

Η ψυχή και τα χέρια του χωριού ο Κωνσταντίνος Κατσίφας. Νέος, καλοσυνάτος και δυνατός. Έσπευδε πρόθυμα σε κάθε διακόνημα. Μάστορας, επισκεύασε το τέμπλο της ενοριακού ναού του Αγίου Αθανασίου, όταν το είχαν σπάσει οι ασεβείς. Αυτό τον καιρό δούλευε το τέμπλο στο ξωκκλήσι του Αη Θανάση, λίγα μέτρα μακρύτερα από εκεί που αντίκρισε τον θάνατο γενναία με ανοιχτά τα χέρια φωνάζοντας ζήτω η Ελλάδα, ζήτω η Βόρεια Ήπειρος. Ήταν το παλικάρι του χωριού. Έκλαιγε η νεαρά μοναχή δίπλα μου στο ψαλτήρι κατά την εξόδιο ακολουθία, γιατί το περιστατικό έλαβε χώρα κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας. Έκλαιγε, γιατί , όπως μου είπε, δεν κατάλαβε τί γινόταν ώστε να βγει από την εκκλησία και να πάει να μπει μπροστά στους αστυνομικούς να τον γλυτώσει.

Στημένη του την είχαν. Εκεί ήταν η αστυνομία από νωρίς. Κάθε χρόνο τα έκανε αυτά ο Κωνσταντίνος και το γνώριζαν. Στόλιζε με ελληνικές σημαίες το χωριό εν όψει της εθνικής επετείου. Ήταν νέος, τον αγαπούσαν όλοι και ήταν δυνατός. Εκπροσωπούσε την ελπίδα για τον τόπο του. Και τον έβγαλαν από τη μέση. Ο πρώτος αστυνομικός αρνήθηκε να τον πυροβολήσει. Φύγε του λέει, εγώ δεν σκοτώνω άνθρωπο, ήρθαν όμως άλλοι που σκότωναν.

Φοβούνται, φοβούνται πολύ οι Αλβανοί. Ακούσατε στην τηλεόραση για τα καψόνια. Δεν ήταν άστοχα από την πλευρά τους. Τα καψόνια έγιναν σε όλα τα γερά νέα παιδιά, που είχαν έρθει από διάφορα μέρη της Ελλάδας, γιατί τους έβλεπαν ως εν δυνάμει στρατιώτες της Βορείου Ηπείρου και άρα εχθρούς. Για να ταλαιπωρηθούν και να μην θελήσουν να ξαναγυρίσουν σ’ εκείνα τα μέρη. Λογικό. Διότι είναι όντως εφικτό να προκύψει κάποτε μια κυβέρνηση, που να θέλει να ανακινήσει θέμα βορείου Ηπείρου. Καψόνια έκαναν επίσης και στα στελέχη της μειονότητας. Αυτοί όμως μαθημένοι, δεν τρομοκρατούνται. Μας έλεγαν κι εμάς να μην φοβόμαστε. Απλώς η παρουσία του Ελληνισμού στην κηδεία του Κωνσταντίνου Κατσίφα ήταν συγκλονιστική και ήθελαν να μας τιμωρήσουν για την παρουσία μας.

Συνομίλησα και με αρκετά σοφά γεροντάκια μακρυά από τα συνθήματα και τα φώτα των δημοσιογραφικών συνεργείων. «Ο Μπερίσα ήταν καλύτερος. Μπορεί να ήταν μουσουλμάνος αλλά τουλάχιστον με αυτόν μπορούσαμε να μιλήσουμε. Με άθεους δεν μπορούμε να βγάλουμε άκρη». Μολονότι το χωριό εκείνη τη μέρα έσφυζε από ελληνική ζωή, έτρεξα μαζί του να ανεβάσει ξανά την αλβανική σημαία από ένα μνημείο. Κάποιος από Ελλάδα κι από επιπολαιότητα κατέβασε την αλβανική σημαία, χωρίς να σκεφτεί τους λιγοστούς ανθρώπους που τώρα είναι πάλι εκεί μόνοι τους, ενώ όλοι εμείς είμαστε εδώ στην ασφάλεια του διαμερίσματός μας.

Ο κήπος στο σπίτι του Κωνσταντίνου πανέμορφος, προαπεικόνιση του κήπου που βρίσκεται τώρα. Οι γονείς του και οι συγγενείς του γλυκύτατοι. Ακούσατε ότι ανεβήκαμε χιλιάδες. Για όλους υπήρχε ένα κουλουράκι κι ένα μανταρίνι. Κάποιος από Ελλάδα, καλοπροαίρετα μεν, κατά την γνώμη μου δε λίγο ακατάλληλα , την ώρα που η μάνα μοιρολογούσε στο σπίτι, πολιτικολογούσε ελαφρώς πιο δίπλα και μιλούσε για τους Ελλαδίτες που δεν ενδιαφερόμαστε. «Κοιμούνται στην Ελλάδα», έλεγε. Ξαφνιάστηκα κι εγώ ο ίδιος, όταν είδα την μάνα να σταματά το μοιρολόι και να του απαντά ψύχραιμα «Και εδώ κοιμούνται αγόρι μου» και συνέχισε να κλαίει. Ακόμη κι αυτή η πληροφορία διασταυρώθηκε, όταν στους επικήδειους λόγους, πήρε τον λόγο ένα καλό παιδί από το χωριό και ζήτησε συγγνώμη από τον Κωνσταντίνο εκ μέρους όλου του χωριού, που δεν τον στήριξαν όσο του άξιζε.

Την ώρα δε που ακούστηκε το μοιρολόι του Σάββα Σιάτρα ένιωσα να μετεωρίζεται το σώμα του εθνομάρτυρα Κωνσταντίνου Κατσίφα και να πηγαίνει δίπλα στους Αθανάσιους Διάκους όλων των σχολικών κτιρίων.

Τα πούλμαν για Βουλιαράτες έγιναν μικρές ελληνικές κοινωνίες ταγμένες σε έναν σκοπό, να τιμήσουν έναν ήρωα και να πατήσουν πόδι στην Βόρειο Ήπειρο. Άνθρωποι κάθε ηλικίας και κάθε επαγγέλματος. Με τις διαφορές μας, τις διαφωνίες μας, τα γέλια, τα κλάματα, την ομοθυμία στην κρίσιμες στιγμές. Πολλά παιδιά γυρνώντας Αθήνα ξημερώματα άυπνοι και καταταλαιπωρημένοι πήγαν κατευθείαν στην δουλειά τους. Μου λείπουν όλοι ήδη.

Αυτά και άλλα πολλά από τους Βουλιαράτες αλλά αν δεν περάσει κανείς έστω για μια φορά τα σύνορα εκεί για να ξανάρθει μετά εδώ, δεν θα τα καταλάβει τα πολλά και κυρίως δεν θα αποκτήσει το χρήσιμο μέτρο σύγκρισης ανάμεσα σε αγώνα και αγώνα.

Για επίλογο θα σας μεταφέρω κάτι που είδα και άκουσα μέσα στην εκκλησία κατά την διάρκεια της εξόδιου ακολουθίας, όπου χοροστάτησε ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Αργυροκάστρου κ. Δημήτριος. Κάποιος λοιπόν που στεκόταν όρθιος δίπλα στον Δεσπότη διαμαρτυρήθηκε, γιατί μάλλον ο Δεσπότης δεν φώναξε πολύ δυνατά το Αθάνατος έπειτα από έναν φλογερό επικήδειο, που εκφωνήθηκε. Γυρίζει λοιπόν τότε ο σοφός Δεσπότης προς τον άνθρωπο εκείνον που στεκόταν δίπλα του και του λέει με ήρεμη φωνή «Όσοι πιστεύουμε παιδί μου, είμαστε όλοι αθάνατοι».

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ