Από το Άρδην τ. 90, Ιούνιος-Αύγουστος 2012
αναδημοσίευση: voltairenet.org
Μετάφραση: Dean M.
H δυτική προπαγάνδα συνεχίζει να διαστρεβλώνει τις ρωσικές θέσεις σχετικά με την κρίση στη Συρία. Κατηγορεί τη Μόσχα για σκοτεινά κίνητρα στην υποστήριξη της Δαμασκού ή ακόμη και για εγκληματική συμπαιγνία με το συριακό καθεστώς. Ο Σεργκέι Λαβρόφ απαντά στις αιτιάσεις των δυτικών ΜΜΕ, και απορρίπτει τις επεμβάσεις της Δύσης και άλλων δυνάμεων στην περιοχή υπό το πρόσχημα της ανθρωπιστικής βοήθειας.
Άρδην
Ε δώ και ενάμισι χρόνο, τα γεγονότα που ξεδιπλώνονται στη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή βρίσκονται στο προσκήνιο της παγκόσμιας πολιτικής ατζέντας. Συχνά γίνονται αναφορές σ’ αυτά ως το πλέον σημαντικό επεισόδιο στη διεθνή ζωή του νέου, 21ου αιώνα. Οι ειδικοί είχαν επανειλημμένα θίξει τον εύθραυστο χαρακτήρα των απολυταρχικών καθεστώτων των αραβικών χωρών και τις πιθανές κοινωνικές και πολιτικές δονήσεις που θα επέφεραν κάποιες εξεγέρσεις στις χώρες αυτές.
Παρόλα αυτά, ήταν εξαιρετικά δύσκολο να προβλέψει κανείς την κλίμακα και τον ρυθμό με τον οποίο το κύμα της αλλαγής σάρωσε, τελικά, την περιοχή. Παράλληλα με την εκδήλωση της κρίσης στην παγκόσμια οικονομία, τα συγκεκριμένα γεγονότα έχουν καταδείξει ξεκάθαρα ότι η διαδικασία διαμόρφωσης ενός νέου διεθνούς συστήματος έχει εισέλθει σε μια περίοδο βίαιων αναταράξεων.
Όσο διευρυνόταν η κλίμακα των κοινωνικών κινημάτων στις χώρες της περιοχής, τόσο πιο επείγον γινόταν και το ζήτημα της επιλογής της πολιτικής που θα έπρεπε να ακολουθήσουν οι εξωτερικοί παράγοντες και ολόκληρη η διεθνής κοινότητα. Οι διάφορες συζητήσεις ειδικών επί του θέματος και οι μεταγενέστερες πρακτικές κρατών και διεθνών οργανισμών έχουν αναδείξει δύο κύριες προσεγγίσεις. Είτε να βοηθηθούν οι αραβικοί λαοί να καθορίσουν οι ίδιοι το μέλλον τους, είτε να επιχειρηθεί η διαμόρφωση μιας νέας πολιτικής πραγματικότητας με βάση τις επί μέρους προτιμήσεις των διαφόρων διεθνών παικτών, εν όψει της κατάρρευσης των κρατικών δομών των χωρών αυτών. Η κατάσταση συνεχίζει να εξελίσσεται τάχιστα, απαιτώντας από αυτούς που κινούν τα νήματα της περιοχής, να ενώσουν τις προσπάθειές τους αντί να συνεχίσουν την επικίνδυνη διελκυστίνδα στην οποία έχουν εμπλακεί.
Ας μου επιτραπεί να συνοψίσω τα σημεία στα οποία έχω αναφερθεί, κατά καιρούς, σε σχέση με την εξελισσόμενη κατάσταση στη Μέση Ανατολή. Πρώτον, η Ρωσία, από κοινού με την πλειοψηφία των χωρών του κόσμου, ενθαρρύνει τις ελπίδες των αραβικών λαών για καλύτερη ζωή, δημοκρατία και ευημερία και στέκει αρωγός αυτών των προσπαθειών. Αυτός είναι και ο λόγος που επικροτήσαμε την πρωτοβουλία της Ντωβίλ, στα πλαίσια της διάσκεψης κορυφής των G8 στη Γαλλία. Αντιτασσόμαστε σθεναρά στη χρήση βίας κατά την διάρκεια των εξελισσόμενων μετασχηματισμών στις αραβικές χώρες, ειδικά εναντίον πολιτών. Γνωρίζουμε καλά πως ο μετασχηματισμός μιας κοινωνίας είναι μια πολύπλοκη και γενικά χρονοβόρα διαδικασία, η οποία σπανίως ολοκληρώνεται χωρίς προβλήματα.
Η Ρωσία γνωρίζει το πραγματικό κόστος των επαναστάσεων καλύτερα από τις περισσότερες χώρες. Έχουμε πλήρη επίγνωση ότι οι επαναστατικές αλλαγές συνοδεύονται πάντα από κοινωνική και οικονομική οπισθοδρόμηση, όπως και από απώλεια ανθρώπινων ζωών και πολύ πόνο. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που υποστηρίζουμε έναν σταδιακό και ειρηνικό τρόπο επίτευξης των, εδώ και πολύ καιρό, αναμενόμενων αλλαγών στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική.
Τι όμως πρέπει να κάνεις στην περίπτωση που η αντιπαράθεση ανάμεσα στην εξουσία και την αντιπολίτευση πάρει τη μορφή βίαιης, ένοπλης σύγκρουσης; Η απάντηση είναι προφανής –οι εξωτερικοί παράγοντες θα πρέπει να βάλουν τα δυνατά τους για να σταματήσουν την αιματοχυσία και να υποστηρίξουν την εύρεση μιας συμβιβαστικής λύσης, η οποία θα συμπεριλαμβάνει όλα τα μέρη που εμπλέκονται στη σύγκρουση. Όταν αποφασίσαμε να στηρίξουμε την απόφαση 1970 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και να μην φέρουμε προσκόμματα στην απόφαση 1973, σχετικά με τη Λιβύη, πιστεύαμε ότι οι αποφάσεις αυτές θα βοηθούσαν στον περιορισμό της υπερβολικής χρήσης βίας και θα διευκόλυναν την πορεία προς μια πολιτική συμφωνία. Δυστυχώς, η μονομερής δράση που ανέλαβαν οι χώρες του ΝΑΤΟ, με βάση τις εν λόγω αποφάσεις, οδήγησαν στην τελική τους καταστρατήγηση και στην υποστήριξη ενός εκ των εμπλεκομένων στην εμφύλια σύγκρουση. Ο στόχος του ΝΑΤΟ ήταν η αλλαγή του καθεστώτος στην Τρίπολη και παράπλευρη απώλεια η καταρράκωση του κύρους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Όσοι γνωρίζουν τις πολιτικές διαδικασίες ξέρουν πολύ καλά πως «ο διάβολος κρύβεται στη λεπτομέρεια» και ότι οι σκληρές λύσεις που συνεπάγονται τη χρήση βίας αποτυγχάνουν να επιτύχουν συμφωνίες που αντέχουν στον χρόνο. Στις σημερινές συνθήκες, που η πολυπλοκότητα των διεθνών σχέσεων έχει αυξηθεί κατά πολύ, είναι πλέον φανερό, ότι η χρήση βίας, για την επίλυση τοπικών συγκρούσεων, δεν έχει καμία πιθανότητα επιτυχίας. Τα παραδείγματα αφθονούν. Περιλαμβάνουν την περίπλοκη κατάσταση στο Ιράκ και την κρίση στο Αφγανιστάν, η οποία δεν φαίνεται να παίρνει τέλος. Όλες οι ενδείξεις οδηγούν στην παραδοχή ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά στην Λιβύη, μετά την εκδίωξη του Μουαμάρ Καντάφι. Η περιοχή της Σαχάρας και του Σαχέλ έχει αποσταθεροποιηθεί και η κατάσταση στο Μάλι έχει χειροτερέψει δραματικά.
Ένα ακόμη παράδειγμα είναι αυτό της Αιγύπτου, η οποία μόνο ασφαλής δεν μπορεί να θεωρηθεί, αν και η αλλαγή καθεστώτος δεν συνοδεύτηκε από μεγάλα ξέσπασματα βίας και ο Χόσνι Μουμπάρακ, που εξουσίαζε τη χώρα για πάνω από 30 χρόνια, εγκατέλειψε οικειοθελώς το προεδρικό μέγαρο λίγο μετά την έναρξη των διαδηλώσεων. Παρόλα αυτά, δεν μπορεί παρά να μας ανησυχούν, πέρα απ’ όλα τα άλλα, οι αναφορές για ολοένα συχνότερες θρησκευτικές συγκρούσεις και καταπατήσεις των δικαιωμάτων της χριστιανικής μειονότητας της χώρας.
Κατά συνέπεια, αναρίθμητοι λόγοι συνηγορούν στην υιοθέτηση μιας πιο ισορροπημένης προσέγγισης στην συριακή κρίση, η οποία αποτελεί την δυσκολότερη περίπτωση στην περιοχή, σήμερα. Είναι ξεκάθαρο ότι, μετά τα γεγονότα στη Λιβύη, ήταν αδύνατον να συμφωνήσουμε με αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που δεν θα ήταν επαρκώς σαφείς και οι οποίες θα επέτρεπαν στους υπευθύνους της εφαρμογής τους να δρουν κατά το δοκούν. Κάθε εντολή που δίνεται στο όνομα της διεθνούς κοινότητας θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο ξεκάθαρη και ακριβής ώστε να αποφεύγονται οι ασάφειες και οι παρανοήσεις. Είναι, λοιπόν, απαραίτητο να καταλάβουμε τι ακριβώς συμβαίνει στην Συρία για να βοηθήσουμε την χώρα να ξεπεράσει αυτό το δραματικό στάδιο της ιστορίας της.
Δυστυχώς όμως, δεν υπάρχουν και πολλές ειλικρινείς αναλύσεις των εξελίξεων στη Συρία και των πιθανών επιπτώσεών της. Συχνά, αντικαθίστανται από πρωτόγονες εικόνες και προπαγανδιστικά κλισέ τύπου άσπρο-μαύρο. Για πολλούς μήνες, τα μεγάλα διεθνή ΜΜΕ αναπαράγουν αδιαλείπτως αναφορές για το διεφθαρμένο δικτατορικό καθεστώς της Συρίας που καταπατά ανελέητα την θέληση των πολιτών του για δημοκρατία και ελευθερία.
Φαίνεται πάντως ότι οι συγγραφείς αυτών των δημοσιευμάτων δεν μπαίνουν στον κόπο να αναρωτηθούν πως είναι δυνατόν η συριακή κυβέρνηση να καταφέρνει να διατηρείται στην εξουσία για πάνω από έναν χρόνο, χωρίς λαϊκή υποστήριξη και παρά την πίεση των εκτεταμένων κυρώσεων από τους κύριους οικονομικούς της εταίρους; Γιατί, η πλειοψηφία των Συρίων πολιτών ψήφισε το σχέδιο συντάγματος που πρότειναν οι αρχές; Γιατί, μετά απ’ όλα όσα έχουν συμβεί, οι περισσότεροι Σύριοι στρατιώτες έχουν παραμείνει πιστοί στους διοικητές τους; Αν ο φόβος είναι η μόνη εξήγηση, τότε γιατί δεν ήταν αρκετός ώστε να κρατήσει στην εξουσία άλλους Άραβες δικτάτορες;
Έχουμε δηλώσει πολλές φορές ότι η Ρωσία δεν υπερασπίζεται το σημερινό καθεστώς της Δαμασκού και δεν έχει πολιτικούς, οικονομικούς ή άλλους λόγους για να το πράξει. Ποτέ δεν υπήρξαμε σημαντικός εμπορικός και οικονομικός εταίρος της Συρίας, η κυβέρνηση της οποίας επέλεξε να συνεργάζεται αγαστά, κυρίως, με τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης.
Είναι επίσης ξεκάθαρο για μας πως η συριακή κυβέρνηση, λόγω της άρνησής της να επιλέξει το δρόμο των μεταρρυθμίσεων ή να βγάλει τα απαραίτητα συμπεράσματα από τις βαθιές αλλαγές που συντελέστηκαν στις διεθνείς σχέσεις, φέρει το κύριο βάρος της ευθύνης για την κρίση που έχει ενσκήψει στην χώρα. Αυτό είναι αληθές. Όμως, υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες που πρέπει να λάβουμε υπόψη. Η Συρία είναι μια πολύ-θρησκευτική χώρα. Πέρα από τους Σουνίτες και Σιίτες μουσουλμάνους, στη χώρα υπάρχουν Αλαουίτες, Ορθόδοξοι και άλλα χριστιανικά δόγματα, Δρούζοι και Κούρδοι. Τις τελευταίες δεκαετίες, υπό το κοσμικό καθεστώς του κόμματος Μπάαθ, υπήρξε ανεκτικότητα σε σχέση με τις διάφορες πίστεις και οι θρησκευτικές μειονότητες φοβούνται πως, αν το καθεστώς καταρρεύσει, αυτή η φιλελεύθερη παράδοση θα διακοπεί.
Όταν λέμε πως αυτές οι ανησυχίες πρέπει να εισακουστούν και να ληφθούν σοβαρά υπόψη, μας κατηγορούν πως υιοθετούμε αντι-σουνιτικές και γενικότερα αντι-ισλαμικές θέσεις. Αυτό είναι ξεκάθαρο ψέμα. Στη Ρωσία, άνθρωποι διαφόρων θρησκευμάτων, η πλειονότητα αυτών Ορθόδοξοι χριστιανοί και μουσουλμάνοι, ζουν μαζί, εν ειρήνη, εδώ και αιώνες. Η χώρα μας ποτέ δεν διεξήγε αποικιακούς πολέμους στον αραβικό κόσμο, αλλά αντίθετα, πάντα υποστήριζε την ανεξαρτησία των αραβικών εθνών και το δικαίωμά τους στην αυτοδιάθεση και την ανάπτυξη. Επίσης, η Ρωσία δεν φέρει ευθύνες για τις επιπτώσεις της πολύχρονης αποικιακής εξουσίας, επιπτώσεις που χαρακτηρίστηκαν από αλλαγές των κοινωνικών δομών, οι οποίες με την σειρά τους επέφεραν ανισότητες και προστριβές ανάμεσα σε τμήματα του πληθυσμού, που ακόμα επιβιώνουν.
Εδώ, θέλω να θέσω ένα ακόμη ζήτημα. Αν κάποια μέλη της κοινωνίας ανησυχούν για την πιθανότητα διακρίσεων με βάση τη θρησκεία ή την εθνική τους καταγωγή, τότε θα πρέπει να παρασχεθούν οι απαραίτητες εγγυήσεις σ’ αυτούς τους ανθρώπους σύμφωνα με τα γενικώς αποδεκτά, διεθνή ανθρωπιστικά πρότυπα.
Ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των βασικών ελευθεριών ήταν, και συνεχίζει να είναι, ένα από τα κύρια προβλήματα για τις χώρες της Μέσης Ανατολής και μια από τις κύριες αιτίες των αραβικών επαναστάσεων.
Παρόλα αυτά, η Συρία ήταν μια χώρα με επίπεδο πολιτικών ελευθεριών ασύγκριτα ψηλότερο σε σύγκριση με κάποιες από τις χώρες που προσπαθούν, σήμερα, να δώσουν μαθήματα δημοκρατίας στη Δαμασκό. Σε ένα από τα τελευταία τεύχη του, το γαλλικό περιοδικό, Le Monde Diplomatique, παρέθεσε ένα χρονολόγιο από παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε μια μεγάλη χώρα της Μέσης Ανατολής, το οποίο έκανε αναφορά σε 76 θανατικές καταδίκες, μόνο μέσα στο 2011, συμπεριλαμβανομένων σε αυτές και των εκτελέσεων ανθρώπων που είχαν κατηγορηθεί για μαγεία. Αν θέλουμε πραγματικά να προωθήσουμε τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Μέση Ανατολή, τότε δεν έχουμε παρά να διακηρύξουμε αυτόν τον στόχο ανοιχτά. Αν ο τερματισμός της αιματοχυσίας είναι η κύρια έγνοια μας, τότε πρέπει να επικεντρωθούμε σ› αυτόν. Με άλλα λόγια, πρέπει να πιέσουμε, πρώτα απ’ όλα, για την επίτευξη μιας ανακωχής και έπειτα να προωθήσουμε την έναρξη ενός διαλόγου που θα περιλαμβάνει όλους τους Σύριους και σαν στόχο θα έχει μια ειρηνική συμφωνία διευθέτησης της κρίσης, στην οποία θα καταλήξουν οι ίδιοι.
Η Ρωσία τηρεί αυτή τη στάση από τις πρώτες μέρες της αναταραχής στην Συρία. Ήταν ξεκάθαρο για μας, αλλά και για τον καθένα που είχε επαρκείς πληροφορίες για την, εν λόγω, χώρα, πως η άσκηση πίεσης για την άμεση εκδίωξη του Μπασάρ Αλ Άσαντ –σε πείσμα των επιδιώξεων μιας μεγάλης μερίδας της συριακής κοινωνίας που βασίζεται ακόμα στο καθεστώς για την ασφάλεια και την ευημερία της– θα είχε ως αποτέλεσμα το βύθισμα της Συρίας σε έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο διαρκείας. Οι υπεύθυνοι εξωτερικοί παράγοντες έχουν την υποχρέωση να δράσουν επικουρικά για την ματαίωση του ανωτέρω σεναρίου και να πάρουν κάθε μέτρο που θα βοηθήσει τους Σύριους να προβούν σε μια σταδιακή και όχι αιφνίδια μεταρρύθμιση του συριακού πολιτικού συστήματος, μέσω ενός εθνικού διαλόγου και όχι μέσω της άσκησης βίας από τα έξω.
Λαμβάνοντας υπόψη την σημερινή πραγματικότητα στην Συρία, η μονόπλευρη υποστήριξη της αντιπολίτευσης, ειδικά του πιο φιλοπόλεμου κομματιού της, δεν θα βοηθήσει στην ειρήνευση της χώρας και θα λειτουργήσει αρνητικά ως προς την επιδίωξη της προστασίας του άμαχου πληθυσμού. Αυτό που, δυστυχώς, φαίνεται να επικρατεί στην επιλογή της άκρατης υποστήριξης της συριακής αντιπολίτευσης, είναι η προσπάθεια επίτευξης αλλαγής καθεστώτος στην Δαμασκό, ως μέρος ενός ευρύτερου περιφερειακού γεωπολιτικού παιχνιδιού. Αυτό το σχέδιο, χωρίς αμφιβολία, στοχεύει το Ιράν, από τη στιγμή που μια σειρά χωρών, όπως οι ΗΠΑ και οι χώρες του ΝΑΤΟ, το Ισραήλ, η Τουρκία και κάποιες χώρες της περιοχής ενδιαφέρονται για την αποδυνάμωση της ιρανικής περιφερειακής υπόστασης.
Η πιθανότητα ενός στρατιωτικού χτυπήματος εναντίον του Ιράν είναι ένα ζήτημα πάνω στο οποίο οι γνώμες διίστανται. Έχω δηλώσει επανειλημμένα πως μια τέτοια κίνηση θα είχε καταστροφικές επιπτώσεις. Κάθε απόπειρα να κοπεί, με μιας, ο γόρδιος δεσμός των προβλημάτων, που χρονίζουν στην περιοχή, είναι καταδικασμένη σε πλήρη αποτυχία. Ας θυμηθούμε πως η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ θεωρήθηκε κάποτε η «χρυσή ευκαιρία» για την, εκ θεμελίων, αλλαγή των πολιτικών και οικονομικών πραγματικοτήτων της «ευρύτερης Μέσης Ανατολής» που, υποτίθεται, θα την μετέτρεπε σε μια περιοχή που θα ακολουθούσε το «ευρωπαϊκό μοντέλο ανάπτυξης».
Άσχετα, πάντως, από την κατάσταση αναφορικά με το Ιράν, είναι προφανές ότι το να «ρίχνεις λάδι στη φωτιά» της ενδο-συριακής σύγκρουσης, μπορεί να θέσει σε κίνηση διαδικασίες που δυνητικά μπορούν να επηρεάσουν με τον πιο αρνητικό τρόπο την ευρύτερη περιοχή γύρω από την Συρία, έχοντας καταστροφικά αποτελέσματα για την περιφερειακή, αλλά και την διεθνή ασφάλεια. Παράγοντες κινδύνου αποτελούν η απώλεια του ελέγχου της συρο-ισραηλινής μεθορίου, η επιδείνωση της κατάστασης στον Λίβανο και άλλες χώρες της περιοχής, όπλα που μπορεί να πέσουν σε “λάθος χέρια”, ακόμα και σε τρομοκρατικές οργανώσεις, και ίσως, το πιο επικίνδυνο απ’ όλα, η αναζωπύρωση των δια-θρησκευτικών συγκρούσεων και αντιθέσεων στον ισλαμικό κόσμο.
Τη 10ετία του ’90, στο βιβλίο του, Η σύγκρουση των πολιτισμών, ο Σάμουελ Χάντινγκτον περιέγραψε την τάση της, ολοένα αυξανόμενης, σημασίας της πολιτισμικής και θρησκευτικής ταυτότητας στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Επίσης, έκανε μνεία στην σχετική υποχώρηση της παγκόσμιας επιρροής της Δύσης. Θα ήταν, σίγουρα, υπερβολή αν προσπαθούσαμε να φτιάξουμε ένα μοντέλο διεθνών σχέσεων, το οποίο θα βασιζόταν, αποκλειστικά, σε τέτοιου τύπου υποθέσεις. Παρόλα αυτά, σήμερα είναι αδύνατον να αγνοήσουμε τη συγκεκριμένη τάση, η οποία προκαλείται από μια σειρά διαφορετικών παραγόντων, όπως η διαφάνεια των εθνικών συνόρων, η επανάσταση της πληροφορίας –που έχει αποκαλύψει τις κατάφωρες κοινωνικο-οικονομικές ανισότητες– και η ολοένα αυξανόμενη επιθυμία των λαών να διατηρήσουν την ταυτότητά τους στις παρούσες συνθήκες και να αποφύγουν έτσι να καταγραφούν στην ιστορική λίστα με τα απειλούμενα είδη.
* * *
Οι αραβικές επαναστάσεις καταδεικνύουν μια ξεκάθαρη επιθυμία επιστροφής στις ρίζες του πολιτισμού τους, που αποκαλύπτεται και από την ευρεία λαϊκή υποστήριξη που απολαμβάνουν κόμματα και κινήματα που δρουν υπό την σημαία του Ισλάμ. Η συγκεκριμένη τάση δεν απαντάται μόνο στον αραβικό κόσμο. Αρκεί να αναφέρουμε την Τουρκία, η οποία προσπαθεί να γίνει βασικός παίκτης στον ισλαμικό χώρο και την ευρύτερη περιοχή. Επίσης, ασιατικές χώρες, ακόμα και η Ιαπωνία, επιδεικνύουν την ταυτότητά τους με τρόπο τολμηρότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν.
Η κατάσταση αυτή αποτελεί την καλύτερη απόδειξη πως το απλό (αν όχι απλοϊκό) δυαδικό σχήμα της περιόδου του ψυχρού πολέμου, όπως περιγράφηκε με τα πρότυπα ανατολής-δύσης, καπιταλισμού-σοσιαλισμού, βορρά-νότου, αντικαθίσταται ταχύτατα από μια πολυδιάστατη γεωπολιτική πραγματικότητα. Η βαθιά, παγκόσμια, οικονομική κρίση αποκλείει, έτσι κι αλλιώς, κάθε περίπτωση οικονομικής, πολιτικής ή ιδεολογικής κυριαρχίας ενός μόνο συστήματος.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, μέσα στο ευρύ πλαίσιο που ορίζει την ανάπτυξη των περισσοτέρων κρατών και που χαρακτηρίζεται από την δημοκρατική διακυβέρνηση και την οικονομία της αγοράς, κάθε χώρα θα επιλέξει το πολιτικό και οικονομικό μοντέλο που θα αρμόζει στις ειδικές της παραδόσεις, πολιτισμό και ιστορία. Αυτό, είναι πολύ πιθανόν να έχει ως αποτέλεσμα την ακόμα μεγαλύτερη επιρροή του παράγοντα της πολιτισμικής ταυτότητας στο πεδίο των διεθνών σχέσεων.
Με όρους πρακτικής πολιτικής, αυτές οι σκέψεις μπορεί να έχουν μόνο ένα καταληκτικό συμπέρασμα. Κάθε προσπάθεια να επιβληθεί, έξωθεν, κάποιο σύστημα αξιών, είναι παντελώς ανώφελη και μπορεί να οδηγήσει σε επιδείνωση της σύγκρουσης ανάμεσα στους πολιτισμούς. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι πρέπει να σταματήσουμε παντελώς να επηρεάζουμε ο ένας τον άλλον και να προωθούμε την πραγματική εικόνα της χώρας μας στο διεθνή στίβο.
Αυτό, όμως, πρέπει να γίνεται με την χρήση ειλικρινών, διαφανών μεθόδων, οι οποίες θα προάγουν την εξαγωγή του εθνικού πολιτισμού, της παιδείας και των επιστημών, ενώ ταυτόχρονα θα επιδεικνύουν πλήρη σεβασμό στις αξίες του πολιτισμού των άλλων λαών, ως δικλείδα ασφαλείας στην παγκόσμια ποικιλότητα και τον πλουραλισμό στις διεθνείς σχέσεις.
Φαίνεται, βέβαια, προφανές ότι κάθε προσπάθεια χρησιμοποίησης των τεχνολογιών αιχμής στη μετάδοση και την διασπορά των πληροφοριών –συμπεριλαμβανομένων σ’ αυτές και των κοινωνικών δικτύων– ώστε να επιτευχθεί η αλλαγή της νοοτροπίας των άλλων λαών και έτσι να διαμορφωθεί μια νέα πολιτική πραγματικότητα, είναι, μακροπρόθεσμα, καταδικασμένη να αποτύχει. Η σημερινή αγορά των ιδεών είναι πολύμορφη και οι όποιες εικονικές μέθοδοι, απλώς, θα κατασκευάσουν μια εικονική πραγματικότητα –εκτός αν υιοθετήσουμε μια οργουελιανή νοοτροπία, τύπου μεγάλου αδελφού, πράγμα που σημαίνει ότι θα έχουμε εγκαταλείψει εντελώς την ιδέα της δημοκρατίας, όχι μόνο στις χώρες στις οποίες θα κατευθύνεται αυτή η επιρροή, αλλά και στις χώρες από τις οποίες προέρχεται.
Η δημιουργία μιας παγκόσμιας κλίμακας ηθικών αξιών φαίνεται πως είναι το μεγάλο πολιτικό ζητούμενο της εποχής. Μια κλίμακα τέτοιου τύπου θα έπαιζε τον ρόλο του θεμελίου ενός παραγωγικού διαλόγου ανάμεσα στους πολιτισμούς, που θα βασιζόταν στον αλληλοσεβασμό και το κοινό συμφέρον. Έτσι, θα περιοριζόταν η αποσταθεροποίηση που, αναπόφευκτα, συνοδεύει τη δημιουργία ενός νέου, διεθνούς συστήματος και θα επιτυγχανόταν μια στέρεα, αποτελεσματική και πολυκεντρική παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Μπορούμε να εξασφαλίσουμε την επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος αν αποκλείσουμε την χρήση προσεγγίσεων τύπου άσπρο-μαύρο, είτε πρόκειται για υπερβολικές ανησυχίες αναφορικά με τα δικαιώματα των σεξουαλικών μειονοτήτων, είτε, αντιμετωπίζουμε –σε πολιτικό επίπεδο- προσπάθειες επιβολής μιας μονοδιάστατης ηθικής που μπορεί να ικανοποιεί μια κοινωνική ομάδα, αλλά παραβιάζει τα φυσικά δικαιώματα κάποιων άλλων πολιτών, ειδικά αυτών που ανήκουν σε άλλα θρησκεύματα.
* * *
Υπάρχει, βεβαίως, ένα όριο στις κρίσεις στις διεθνείς σχέσεις που δεν μπορούμε να υπερβούμε χωρίς να προκληθεί ζημιά στην παγκόσμια σταθερότητα. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο θα πρέπει οι περιφερειακές πυρκαγιές, συμπεριλαμβανομένων σε αυτές και των εμφυλίων συγκρούσεων, να σβήνονται με όσο το δυνατόν πιο διακριτικό τρόπο και, κυρίως, χωρίς την εφαρμογή δύο μέτρων και δύο σταθμών. Όλες οι πλευρές που εμπλέκονται σε εμφύλιες συγκρούσεις θα πρέπει να έχουν την πεποίθηση πως η διεθνής κοινότητα θα βρεθεί μπροστά τους ως ένα ενιαίο μέτωπο και θα λειτουργήσει σύμφωνα με αυστηρές αρχές, έτσι ώστε να θέσουν τέλος στις βιαιοπραγίες το συντομότερο δυνατόν και να επιτευχθεί μια αμοιβαία αποδεκτή συμφωνία μέσω του διαλόγου.
Η Ρωσία έχει, ήδη, υιοθετήσει τις αρχές που ανέφερα παραπάνω και με βάση αυτές μπορεί κάποιος να εξηγήσει την στάση μας σε σχέση με ό,τι συμβαίνει στην Συρία. Αυτός είναι ο λόγος που στηρίξαμε ανεπιφύλακτα το εγχείρημα του ειδικού απεσταλμένου του ΟΗΕ και του Αραβικού Συνδέσμου, Κόφι Ανάν, για την επίτευξη ενός συμβιβασμού, το γρηγορότερο δυνατόν, ανάμεσα στις αντιμαχόμενες πλευρές. Οι αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, σε σχέση με τη Συρία, αντανακλούν τις θέσεις που υιοθετήσαμε από τις πρώτες μέρες της αναταραχής στην χώρα. Οι ίδιες θέσεις βρίσκονται πίσω από το κοινό μας ανακοινωθέν με τον Αραβικό Σύνδεσμο, της 10ης Μαρτίου του 2012.
Αν η προσέγγισή μας στο συριακό ζήτημα επιτύχει, τότε θα μπορούσε να αποτελέσει ένα μοντέλο διεθνούς διαμεσολάβησης για την επίλυση μελλοντικών κρίσεων.
Η ουσία των «6 αρχών» του Κόφι Ανάν είναι η εξασφάλιση της κατάπαυσης του πυρός, ανεξάρτητα από πού προέρχεται, και η εκκίνηση ενός πολιτικού διαλόγου από τους Συρίους, που θα εκφράσει τις νόμιμες ανησυχίες και ελπίδες του συριακού λαού. Ο διάλογος αυτός θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός νέου πολιτικού μορφώματος στη Συρία που θα λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα όλων των ομάδων της πολυ-θρησκευτικής αυτής κοινωνίας.
Είναι απαραίτητο να ενθαρρύνουμε την προετοιμασία και εφαρμογή των συμφωνιών που σκοπεύουν στην διευθέτηση της κρίσης, χωρίς να υποστηρίξουμε κάποια πλευρά αποκλειστικά. Οφείλουμε να ανταμείψουμε αυτούς που θα σεβαστούν τις συμφωνίες και να καταγγείλουμε αυτούς που αντιτίθενται στην ειρηνευτική διαδικασία. Για να το πετύχουμε αυτό, απαιτείται ένας αμερόληπτος ελεγκτικός μηχανισμός κι ένας τέτοιος μηχανισμός συστήθηκε σύμφωνα με τις αποφάσεις 2042 και 2043, του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Ρώσοι στρατιωτικοί έχουν ήδη ενταχθεί στη διεθνή ομάδα παρατηρητών.
Δυστυχώς, η διαδικασία εφαρμογής του σχεδίου του Κόφι Ανάν στη Συρία προχωρεί με μεγάλες δυσκολίες. Ολόκληρος ο κόσμος έχει σοκαριστεί από τις σφαγές αόπλων πολιτών, όπως την τραγωδία που συνέβη στο χωριό Χούλα στις 25/5/2012 και τον θάνατο 200 ανθρώπων στα περίχωρα της Χάμα. Είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί ποιος είναι υπεύθυνος για τις πράξεις αυτές και να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι. Ταυτόχρονα, όμως, κανείς δεν έχει το δικαίωμα να καταχράται τον ρόλο του δικαστή και να χρησιμοποιεί τα τραγικά αυτά γεγονότα για να πετύχει τους γεωπολιτικούς του στόχους. Μόνο η εγκατάλειψη αυτών των πρακτικών θα φέρει την ειρήνευση στην Συρία.
Αυτοί που κατηγορούν τη Ρωσία ότι είναι ο «σωτήρας» του Μπασάρ Αλ Άσαντ, κάνουν μεγάλο λάθος. Θα ήθελα να τονίσω, για μια ακόμη φορά, πως μόνο οι ίδιοι οι Σύριοι έχουν το δικαίωμα να επιλέξουν το πολιτικό σύστημα και την ηγεσία της χώρας τους. Δεν προσπαθούμε να εξωραΐσουμε τα πολλαπλά λάθη και τις αστοχίες της Δαμασκού, ειδικά αυτά της χρήσης βίας εναντίον των ειρηνικών διαδηλώσεων, στις αρχές της κρίσης στη χώρα.
Για μας το κύριο ζήτημα δεν είναι το ποιος έχει την εξουσία στην Συρία. Το κύριο ζήτημα είναι να σταματήσει η αιματοχυσία και οι θάνατοι των αμάχων και να ξεκινήσει ένας πολιτικός διάλογος σε ένα περιβάλλον όπου η ανεξαρτησία, η εθνική κυριαρχία και η εδαφική ακεραιότητα της χώρας θα είναι σεβαστές από όλους τους εξωτερικούς παράγοντες. Η βία δεν δικαιολογείται. Ο βομβαρδισμός κατοικημένων περιοχών από τα κυβερνητικά στρατεύματα είναι απαράδεκτος και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αντίποινα για τις τρομοκρατικές επιθέσεις στις συριακές πόλεις και τους φόνους που διαπράττουν οι αντάρτες και η Αλ Κάιντα.
Η λογική που υποδεικνύει την ανάγκη να σταματήσουμε τον αιματηρό κύκλο της βίας φάνηκε στην ομόφωνη υποστήριξη που παρείχε το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ στο σχέδιο Ανάν. Ταυτόχρονα καταδικάζουμε απερίφραστα τις δράσεις κάποιων εξωγενών παραγόντων, που έχουν αναμιχθεί στη συριακή σύγκρουση και συστηματικά υποσκάπτουν τις προσπάθειες του ειδικού απεσταλμένου του ΟΗΕ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι κραυγές της ηγεσίας του Συριακού Εθνικού Συμβουλίου (SNC) για ξένη επέμβαση στη χώρα. Δεν καταλαβαίνουμε πως τέτοιες ενέργειες θα βοηθήσουν τους ξένους σπόνσορες του (SNC) να ενώσουν την συριακή αντιπολίτευση κάτω απ’ την ομπρέλα του. Εμείς πιστεύουμε πως η συριακή αντιπολίτευση θα πρέπει να ενωθεί σε μια κοινή πλατφόρμα που θα προετοιμάσει τον πολιτικό διάλογο με την κυβέρνηση – σε πλήρη συμφωνία με το σχέδιο Ανάν.
Η Ρωσία εργάζεται με τις συριακές αρχές σχεδόν καθημερινά. Τους παροτρύνουμε να συμμορφωθούν πλήρως με το σχέδιο των 6 σημείων του Κόφι Ανάν και να εγκαταλείψουν την αυταπάτη ότι, με κάποιο μαγικό τρόπο, η εσωτερική πολιτική κρίση στην Συρία θα εξαφανιστεί. Επίσης, συνεργαζόμαστε με όλες, σχεδόν, τις ομάδες της συριακής αντιπολίτευσης. Είμαστε σίγουροι πως, αν όλοι οι συνεργάτες μας προσπαθήσουν να συνεννοηθούν, χωρίς μυστικά κίνητρα ή υποστήριξη φιλικά προσκείμενων δυνάμεων, υπάρχει μια σοβαρή ευκαιρία για ειρηνική λύση στη συριακή κρίση. Πρέπει να ασκηθεί πίεση, τόσο στην κυβέρνηση όσο και στην αντιπολίτευση, για παύση των εχθροπραξιών και έναρξη των διαπραγματεύσεων ειρήνευσης. Θεωρούμε υψίστης σημασίας μια προσπάθεια απ’ όλες τις πλευρές για την προετοιμασία μιας διεθνούς συνδιάσκεψης όλων των χωρών που εμπλέκονται άμεσα στην συριακή κρίση. Με αυτόν τον στόχο κατά νου, διατηρούμε στενές επαφές με τον Κόφι Ανάν και άλλους συνεργάτες.
Μόνο αν δράσουμε με τον συγκεκριμένο τρόπο, μπορούμε να εμποδίσουμε την Μέση Ανατολή να κατρακυλήσει στην άβυσσο του πολέμου και της αναρχίας και να σταθούμε, όπως έχει γίνει της μόδας να λέγεται, στην «σωστή πλευρά της ιστορίας». Είμαστε σίγουροι ότι, άλλες συνταγές, οι οποίες προβλέπουν ξένες επεμβάσεις στην Συρία –από την παρεμπόδιση της λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών που δεν ικανοποιούν κάποιους, τον εξοπλισμό ημετέρων ομάδων της αντιπολίτευσης με σύγχρονα όπλα ως τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς– θα αποτύχουν να φέρουν την ειρήνη στην χώρα και την ευρύτερη περιοχή. Αυτό, απλά, σημαίνει ότι οι συνταγές αυτές δεν είναι δυνατόν να δικαιολογηθούν ιστορικά.