Της Ρουμπίνας Σπάθη από την Καθημερινή
Το 1990 η Ευρώπη και μαζί της ένα μεγάλο μέρος του πλανήτη όδευαν προς το τέλος του ταραχώδους εικοστού αιώνα με την αισιοδοξία ότι η πτώση του Τείχους του Βερολίνου θα συμπαρέσυρε κάθε άλλο φράγμα στην επαφή ανθρώπων, κοινωνιών και οικονομιών. Οι αντιπαλότητες ανάμεσα στις ευρωπαϊκές δυνάμεις έμοιαζαν με απολίθωμα μιας εποχής χαμένης στην ιστορική λήθη, ενώ στους κόλπους της Ε.Ε. κυοφορείτο η δημιουργία κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος που θα έδινε σάρκα και οστά σε μια αδιάφορη ώς τότε λογιστική μονάδα με το όνομα ecu. Θα την αντικαθιστούσε, φέρνοντας μαζί του μια κοινή κεντρική τράπεζα των ευρωπαϊκών χωρών, αλλά και ένα σύμφωνo που έμελλε να επηρεάσει αργότερα τη ζωή μας.
Οι εξελίξεις στην τεχνολογία, στον χρηματοπιστωτικό τομέα, στις επιχειρήσεις, ακόμη και στην επικρατούσα πολιτική ιδεολογία, συνέκλιναν στην ανεπιστρεπτί κατάργηση κάθε συνόρου. Μεσολαβητής των εξελίξεων, η καταλυτική δύναμη του Ιντερνετ άρχιζε να καταργεί φυσικά και τεχνητά σύνορα, έστω κι αν θα προσέκρουε στα νέα «σινικά τείχη» που θα ύψωναν αυταρχικές εξουσίες. Εμπορικές, οικονομικές, επενδυτικές και επιχειρηματικές συμφωνίες εκχωρούσαν εθνική κυριαρχία σε πολυμερή όργανα και αποδυνάμωναν τον ρόλο των εθνικών κρατών και των πολιτικών ηγεσιών απελευθερώνοντας πλήρως τις κινήσεις του κεφαλαίου. Με την εκπνοή της προηγούμενης χιλιετίας και την αυγή της νέας, αναδυόταν ο νέος κόσμος στο τοπίο του παγκόσμιου χωριού που φαινόταν να εξοστρακίζει κάθε ίχνος εθνικής αντίληψης για την οικονομία, την πολιτική ή ακόμη και για την ίδια τη ζωή, και να θέτει εκβιαστικά στη λάθος πλευρά της Ιστορίας ακόμη και τα αγνότερα αισθήματα υγιούς πατριωτισμού.
Μέχρι που ο εθνικισμός άρχισε να επιστρέφει ως διαμαρτυρία, προτού ακόμη φτάσει στο τέλος της η πρώτη δεκαετία του νέου αιώνα. Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και η συνεπακόλουθη ύφεση του 2008-2009 έφεραν στην επιφάνεια τη δυσφορία μεγάλων μερίδων του παγκόσμιου πληθυσμού που δεν καρπώθηκαν τα οφέλη της παγκοσμιοποίησης, αλλά είδαν το βιοτικό τους επίπεδο να υποβαθμίζεται και τις επιλογές τους να εξανεμίζονται, και τη θεώρησαν υπεύθυνη για την περιθωριοποίησή τους. Με την κρίση χρέους της Ευρωζώνης οι Ευρωπαίοι γνώρισαν την έλευση του ΔΝΤ και πολιτικών συνυφασμένων με τις ταλαιπωρίες του αναπτυσσόμενου κόσμου.
Κατά πολλούς οικονομολόγους, η κρίση ήταν, όμως, απότοκος ελλιπούς σχεδιασμού του ευρώ, που ενοχοποιήθηκε έτσι για όσα δεινά ακολούθησαν.
Την ολική επαναφορά σε ένα είδος οικονομικού εθνικισμού, υπό τη μορφή του προστατευτισμού και των δασμών, επισφράγισε στη συνέχεια ο εμπορικός πόλεμος που κήρυξε ο Ντόναλντ Τραμπ στην Κίνα, για να τον επεκτείνει αργότερα και σε άλλους εταίρους της υπερδύναμης. Τώρα, παίρνει τη σκυτάλη η λαίλαπα της πανδημίας του κορωνοϊού, που αναλαμβάνει να ολοκληρώσει το έργο της προηγούμενης κρίσης. Τα σύνορα κλείνουν για να αναχαιτισθεί η επέλαση του κορωνοϊού, ενώ η οικονομική δραστηριότητα αναστέλλεται και μαζί με αυτήν περιορίζονται δραματικά οι μεταφορές εμπορευμάτων. Η ανασφάλεια για την επάρκεια τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης νομιμοποιεί την απαγόρευση εξαγωγών εμπορευμάτων ζωτικής σημασίας, που αποφασίζουν τις τελευταίες ημέρες ορισμένες χώρες καίριας σημασίας για την παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα. Αν παγιωθεί και πολλώ δε μάλλον αν επεκταθεί σε περισσότερες χώρες, η πρακτική εγκυμονεί τον κίνδυνο βαθύτατων ρηγμάτων στο παγκόσμιο εμπόριο και ελλείψεων βασικών ειδών διατροφής, με μοιραίες επιπτώσεις για τον πληθυσμό ανά τον κόσμο.
Απαγορεύουν τις εξαγωγές βασικών ειδών διατροφής
Τις τελευταίες ημέρες, μια είδηση ολοκλήρωσε την αίσθηση που έχει καλλιεργήσει η μετάδοση της πανδημίας του κορωνοϊού στην Ευρώπη ότι η ανθρωπότητα βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση. Ενας από τους σημαντικότερους προμηθευτές σιτάλευρων στον κόσμο, το Καζαχστάν, εγκαινίασε ένα κύμα «διατροφικού εθνικισμού», με μια απόφαση που συνήθως λαμβάνεται σε καιρό πολέμου ή τουλάχιστον σε περιόδους φυσικών καταστροφών και ακραίων καιρικών συνθηκών, καταστρεπτικών για την αγροτική παραγωγή: απαγόρευσε τις εξαγωγές σιτάλευρων και άρχισε να συγκεντρώνει απόθεμα προκειμένου να εξασφαλίσει την επάρκεια στην εγχώρια αγορά του. Λίγες ημέρες νωρίτερα είχε κάνει το ίδιο με πολλά άλλα βασικά είδη διατροφής, όπως τα καρότα, οι πατάτες, τα κρεμμύδια και η ζάχαρη. Η έλλειψη των σιτάλευρων του Καζαχστάν στην παγκόσμια αγορά συνεπάγεται μεγάλες ελλείψεις της βασικής πρώτης ύλης για πολλές εταιρείες που εξαρτώνται από αυτή για την παραγωγή ψωμιού.
Εξίσου μεγάλους κινδύνους εγκυμονεί για την κάλυψη βασικών αναγκών διατροφής πολλών χωρών η απόφαση που έλαβε λίγο αργότερα ο μεγαλύτερος σιτοβολώνας της Ευρώπης και πρώτη στον κόσμο χώρα σε εξαγωγές σιτηρών, η Ρωσία. Απαγόρευσε τις εξαγωγές σιτηρών προκειμένου να κρατήσει μεγάλα αποθέματα για την εγχώρια αγορά. Και ο κατάλογος των χωρών που αποφασίζουν να αποθηκεύσουν την παραγωγή τους για να διασφαλίσουν τη διατροφή του πληθυσμού τους δεν τελειώνει εδώ. Το ίδιο κάνουν χώρες όπως το Βιετνάμ, τρίτο στον κόσμο σε εξαγωγές ρυζιού, αλλά και η Σερβία, που διέκοψε τις εξαγωγές πολλών ειδών διατροφής, μεταξύ των οποίων και το ηλιέλαιο.
Παράγοντες της παγκόσμιας αγοράς και οικονομικοί αναλυτές σπεύδουν να επισημάνουν πως η παρούσα συγκυρία δεν δικαιολογεί αυτή τη μορφή προστατευτισμού. Σε αντίθεση με τη διατροφική κρίση του 2011, που οδήγησε στις εξεγέρσεις των χωρών της βόρειας Αφρικής, στην παγκόσμια αγορά υπάρχει επάρκεια τροφίμων. Διεθνείς οργανισμοί επαναλαμβάνουν σε όλους τους τόνους ότι κάθε μέτρο για την αντιμετώπιση τόσο της πανδημίας όσο και των συνεπακολούθων της στην οικονομία, στο εμπόριο και στην εφοδιαστική αλυσίδα πρέπει να είναι αποτέλεσμα διεθνούς συνεργασίας και συντονισμένων κινήσεων.
Τα κλειστά σύνορα, όμως, και γενικότερα τα μέτρα που λαμβάνονται για να ανακοπεί η επέλαση του κορωνοϊού εμποδίζουν την έγκαιρη μεταφορά των τροφίμων από εκεί όπου παράγονται εκεί όπου είναι απαραίτητα.
Και την ίδια ώρα η αγροτική παραγωγή γίνεται παράπλευρος απώλεια τού κατ’ οίκον περιορισμού που έχουν επιβάλει πολλές χώρες στους πληθυσμούς τους για να περιορίσουν τη μετάδοση της πανδημίας. Η απαγόρευση των ταξιδιών έχει εμποδίσει τους εργάτες να βρεθούν στους αγρούς του ευρωπαϊκού Νότου, της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Γαλλίας, για τη συγκομιδή φρούτων και ζαρζαβατικών. Στην Κένυα, τη χώρα που τροφοδοτεί την Ευρώπη με πράσινα φασόλια, οι μισοί εργάτες αναγκάζονται να μείνουν στο σπίτι τους επειδή οι βιομηχανίες δεν μπορούν να εκτελέσουν τις παραγγελίες και να μεταφέρουν τα προϊόντα στην Ευρώπη, παρά την αυξανόμενη ζήτηση.
Το λάβαρο του οικονομικού εθνικισμού σηκώνουν Γερμανία και Γαλλία
Οι τόνοι του οικονομικού εθνικισμού ανεβαίνουν στην Ευρώπη τις τελευταίες εβδομάδες με τις δύο μεγαλύτερες ευρωπαϊκές οικονομίες, Γερμανία και Γαλλία, να σηκώνουν το λάβαρο του εθνικισμού. Την αρχή έκανε ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, καλώντας τον κόσμο «να αναθεωρήσει το αναπτυξιακό μοντέλο» που έχει υιοθετήσει τις τελευταίες δεκαετίες και το οποίο «αποκαλύπτει τώρα τα ψεγάδια του». Μέσα στο κλίμα της ανησυχίας για την επιδημία, άλλωστε, ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών, Μπρούνο Λε Μερ, τόνισε ότι «δεν μπορούμε να εξαρτώμεθα από την Κίνα για προϊόντα στρατηγικής σημασίας, είτε αυτά αφορούν την αεροδιαστημική είτε τον ιατρικό τομέα».
Στη Γερμανία το διακύβευμα είναι βιομηχανίες, συχνά στρατηγικής σημασίας, που έχουν κυριολεκτικά γονατίσει με την αναστολή της οικονομικής δραστηριότητας και τη ραγδαία πτώση της ζήτησης, συνεπακόλουθα των μέτρων κατά της μετάδοσης του κορωνοϊού. Το Βερολίνο επέδειξε ασυγχώρητη αδράνεια όταν οι γερμανικές βιομηχανίες έπεφταν στα χέρια κινεζικών ομίλων. Τώρα, όμως, θέτει σε απόλυτη προτεραιότητα την περιφρούρηση των γερμανικών επιχειρήσεων από όποιον ξένο της επιβουλεύεται.
Εχει, άλλωστε, στο πλευρό της την Κομισιόν και την πρόεδρο, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, που μέσα στην εβδομάδα χρησιμοποίησε ορολογία παρόμοια με εκείνη του Αμερικανού προέδρου. Κάλεσε τις ευρωπαϊκές ηγεσίες να χρησιμοποιήσουν όποια δυνατότητα έχουν για να προστατεύσουν τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις από εξαγορές ή από επιρροές «που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την ασφάλειά μας και τη δημόσια τάξη». Τους συνέστησε μάλιστα να εξετάζουν ενδελεχώς τις επενδύσεις που επιχειρούν ξένοι φορείς στο έδαφός τους ή στις επιχειρήσεις τους και ιδιαίτερα σε καίριους τομείς όπως τα συστήματα υγείας, η ιατρική έρευνα και οι κρίσιμες υποδομές.
Στο ίδιο πνεύμα, ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας, Π. Αλτμάιερ, προειδοποίησε τους ξένους επενδυτές ότι το γερμανικό κράτος δεν θα αφήσει τις επιχειρήσεις του να γίνουν βορά των ξένων funds, τονίζοντάς τους «μην απατάσθε, είμαστε αποφασισμένοι να σταθούμε στο πλευρό των επιχειρήσεών μας». Και βέβαια ο Γερμανός υπουργός θέσπισε ταμείο στήριξης επιχειρήσεων με κεφάλαια ύψους 100 δισ. ευρώ που αναλαμβάνει να εξαγοράζει μερίδια σε όσες γερμανικές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν δυσχέρεια. Η πρωτοβουλία θα χρηματοδοτηθεί από τον καινούργιο δανεισμό ύψους 150 δισ. ευρώ που αποφάσισε το Βερολίνο για την τόνωση της γερμανικής οικονομίας με το δυσθεώρητο ποσό των 460 δισ. ευρώ.
Οσοι έχουν παρακολουθήσει τα πεπραγμένα του Βερολίνου αντιλαμβάνονται ότι πρόκειται για σημαντική απόκλιση από τη δέσμευσή του στον ανταγωνισμό και στην ελεύθερη αγορά. Ορισμένα στελέχη του ευρωπαϊκού επιχειρηματικού κόσμου, πάντως, ζητούν πιο αποφασιστικές κινήσεις από πλευράς των κυβερνήσεων. Ανάμεσά τους ο Τζεφρό ρου ντε Μπεζιέ, επικεφαλής της ένωσης Γάλλων βιομηχάνων, της γνωστής ως Medef, που κάλεσε την κυβέρνηση Μακρόν να εθνικοποιήσει όσες εταιρείες έχουν πληγεί από τις επιπτώσεις της επιδημίας. Μιλώντας στον γαλλικό όμιλο ΜΜΕ Franceinfo, τόνισε πως «δεν πρέπει να έχουμε ταμπού στο θέμα αυτό» και υπογράμμισε πως το γαλλικό κράτος «πρέπει να είναι εκεί ώστε αν χρειαστεί να διασώσει όσες επιχειρήσεις έχουν πληγεί».
Η κινητοποίηση στη Γερμανία φαίνεται δικαιολογημένη, καθώς ορισμένες στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεις της όπως εκείνες του τομέα υγείας κινδύνευσαν να βρεθούν σε ξένα χέρια, όπως με την περίπτωση της εταιρείας βιο-τεχνολογίας CureVac που διεξάγει έρευνες αναζητώντας εμβόλιο κατά του κορωνοϊού.
H οδηγία
Απευθυνόμενη στις χώρες-μέλη της Ε.Ε. η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, τις κάλεσε «να χρησιμοποιήσουν όσα μέσα διαθέτουν για να προστατεύσουν τις στρατηγικής σημασίας ευρωπαϊκές εταιρείες από ξένους που θέλουν να τις εξαγοράσουν ή να ασκήσουν επιρροή που θα μπορούσε να υπονομεύσει την ασφάλειά μας και τη δημόσια τάξη».
Η προειδοποίηση
Προειδοποιώντας όσα ξένα funds και ξένους επενδυτές εποφθαλμιούν τις γερμανικές επιχειρήσεις που έχουν υποστεί πλήγμα λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού και εκτιμούν πως τώρα είναι η κατάλληλη περίσταση για να τις αγοράσουν σε τιμή ευκαιρίας, ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας, Πέτερ Αλτμάιερ, υπογράμμισε: «Μην απατάστε, είμαστε αποφασισμένοι να σταθούμε στο πλευρό των επιχειρήσεών μας».
Το «φρένο»
Ο πρόεδρος της Ενωσης Γάλλων Βιομηχάνων (Medef) Ζεφρό Ρου ντε Μπεζιέ ζήτησε προ ημερών από το γαλλικό κράτος να παρέμβει δυναμικά για να διασφαλίσει ότι θα παραμείνουν οι επιχειρήσεις σε γαλλικά χέρια και τόνισε πως «δεν πρέπει να έχουμε κανένα ταμπού στο θέμα, το κράτος πρέπει οπωσδήποτε να σώσει όσες επιχειρήσεις έχουν δεχθεί πλήγμα».
Ο «ιός» του προστατευτισμού επιστρέφει
760