Αρχική » Μια κρίση μακράς διαρκείας – Μέρος Β: Ομπάμα όπως Ρούζβελτ;

Μια κρίση μακράς διαρκείας – Μέρος Β: Ομπάμα όπως Ρούζβελτ;

από Άρδην - Ρήξη

του Γιώργου Καραμπελιά, από το Άρδην τ. 72, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2009

Αυτός ο τρόπος παραγωγής στηριζόταν πάντοτε στην ύπαρξη και τη δυναμική ενός διπόλου: Από τη μια πλευρά το «Κέντρο», οι δυτικές χώρες, που εξουσίαζαν και απομυζούσαν την «Περιφέρεια», δηλαδή την πλειοψηφία του πλανήτη. Είτε με τη Βενετία και τους Φράγκους που θα ληστέψουν το Βυζάντιο το 1204 και τους Άραβες με τις Σταυροφορίες, τους Ισπανούς και τους Πορτογάλους στην Αμερική και την Ασία, τους Ολλανδούς, τους Άγγλους και τους Γάλλους που θα ακολουθήσουν και θα διαμορφώσουν το παγκόσμιο αποικιοκρατικό σύστημα, τέλος με τους Αμερικανούς που θα εγκαθιδρύσουν τη νεο-αποικιοκρατία, για οκτώ ολόκληρους αιώνες αυτό το δίπολο θα ρυθμίζει την πραγματικότητα και τις τύχες του κόσμου. Στο «κέντρο» βρισκόταν η βιομηχανική παραγωγή, τα κεφάλαια και τα… σύγχρονα όπλα, και στην «περιφέρεια» οι πρώτες ύλες και το φτηνό εργατικό δυναμικό.

Σήμερα, δηλαδή εδώ και μια δεκαετία τουλάχιστον, τα πράγματα έχουν αρχίσει να αλλάζουν. Η βιομηχανική παραγωγή συγκεντρώνεται πλέον, σε όλο και μεγαλύτερα ποσοστά, στην πρώην «περιφέρεια». Αρκούν ορισμένα στοιχεία γι’ αυτό. Το 2006, η Κίνα μόνη της παρήγαγε το 22,6% της παγκόσμιας παραγωγής εξοπλισμού τηλεπικοινωνιών και το 26,1% των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Και όχι μόνον η παραγωγή, αλλά και τα κεφάλαια. Το 2007 οι ΗΠΑ ήταν ο μεγαλύτερος εισαγωγέας κεφαλαίων στον κόσμο με 731 δισ. $ έλλειμμα και η Κίνα ο μεγαλύτερος εξαγωγέας με 372 δισ. $ πλεόνασμα! Δηλαδή ανατρέπονται, αν δεν έχουν ήδη ανατραπεί, οι δύο από τους βασικούς πυλώνες της αμερικανικής ηγεμονίας: η προτεραιότητα στη βιομηχανική παραγωγή και η εξαγωγή κεφαλαίων.
Στη Δύση έμεναν ακόμα το νόμισμα (η παγκόσμια ηγεμονία του δολαρίου), η χρηματοπιστωτική «βιομηχανία» (οι τράπεζες και τα χρηματιστήρια), τα όπλα, και η πολιτιστική ηγεμονία. Η δε κρίση του Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου σηματοδοτεί την αρχή του τέλους και της χρηματοπιστωτικής ηγεμονίας, όπως και της μονοκρατορίας του δολαρίου.

Τι έμεινε λοιπόν στις ΗΠΑ και τη Δύση συνολικότερα; Τα όπλα, ως ο αποφασιστικός μοχλός μιας παγκόσμιας ηγεμονίας σε παρακμή –και ο Μπους είναι εκείνος που ανέλαβε να τη συγκρατεί διά των όπλων. Πλέον όμως, μετά το Ιράκ, το Αφγανιστάν και τη Γεωργία, φάνηκε πως και τα όπλα δεν αρκούν πλέον για να την αποκαταστήσουν. Και ήρθε η χρηματοπιστωτική κρίση για να επιβεβαιώσει του λόγου το αληθές.
Κατά συνέπεια, παράλληλα με τα όπλα είναι ανάγκη να χρησιμοποιηθούν και οι τελευταίες εφεδρείες: η πολιτιστική ηγεμονία της Δύσης, μια ηγεμονία με μακρά διάρκεια και βάθος αιώνων: φιλελεύθερη δημοκρατία, ατομικά δικαιώματα, πολυπολιτισμός, κ.ο.κ. Και το όνομα της έσχατης αυτής επιχείρησης έχει τον κωδικό Μπαράκ Χουσεΐν Ομπάμα. Και όπλα λοιπόν και ιδεολογία. Και αυτό δεν είναι αμελητέο. Τα ιδεολογικά όπλα είναι σημαντικά στις δύσκολες μέρες που έρχονται. Ωστόσο η ανατροπή δεν μπορεί να ανακοπεί, μπορεί απλώς να καθυστερήσει.

Ένα νέο «Νιου Ντηλ»;

Ποιες είναι λοιπόν οι πραγματικές δυνατότητες που διαθέτει η Δύση και η Αμερική; Τι μπορεί να κάνει ο Ομπάμα;
Η Δύση θα αποδεχθεί άραγε την απώλεια της πρωτοκαθεδρίας και θα μοιραστεί την εξουσία και τα κέρδη με τις νέες μεγάλες δυνάμεις που αναδύονται, περιορίζοντας την κατανάλωση, τη σπατάλη και τις κοινωνικές ανισότητες; Ή μάλλον πρόκειται να αποδεχθεί αμαχητί κάτι τέτοιο; Σε καμία περίπτωση. Μήπως όμως είναι δυνατή μια σχετικά σύντομη έξοδος από την κρίση.


Η πανάκεια, την οποία άρχισαν αμέσως μετά την κρίση να προτείνουν οι σοσιαλδημοκράτες οικονομολόγοι του συρμού, που ξαφνικά βγήκαν στο προσκήνιο για να καταδικάσουν την «ανεξέλεγκτη αγορά», την οποία εκθείαζαν μέχρι χθες, είναι ένα νέο «Νιου Ντηλ». Πράγματι το «Νιου Ντηλ» (δηλαδή μια «Νέα Διαπραγμάτευση») υπήρξε η απάντηση των ΗΠΑ με τον Ρούζβελτ στην κρίση του 1929. Η απάντηση αυτή στηρίχτηκε στη δημιουργία αγοραστικής δύναμης για τους ανέργους και τους φτωχούς, ώστε να καταναλωθούν τα προϊόντα τα οποία παράγονταν σε αφθονία με τις νέες μεθόδους παραγωγής, αλλά δεν μπορούσαν να καταναλωθούν λόγω έλλειψης εισοδήματος. Γι’ αυτό η κρίση του 1929 χαρακτηρίστηκε ως κρίση υπερπαραγωγής και υποκατανάλωσης. Αρκούσε, έλεγε ο Κέϊνς, να δημιουργήσει εισόδημα το κράτος βάζοντας εργάτες να ανοίγουν και να κλείνουν… «τρύπες» στο έδαφος, ώστε να δημιουργηθεί αγοραστική δύναμη που θα δρούσε πολλαπλασιαστικά στην υπόλοιπη οικονομία.
Σήμερα όμως, παρά τις καθημερινές «αναλύσεις του Μεντρέκα» (του εκπροσώπου τύπου του ΚΚΕ) στην τηλεόραση, η κρίση δεν είναι κρίση υποκατανάλωσης, αλλά αντίθετα υπερκατανάλωσης, διότι η Δύση και κατ’ εξοχήν η Αμερική καταναλώνει περισσότερο απ’ ό,τι παράγει, εξ ου και ο δανεισμός, το πλαστικό χρήμα και όλα τα παρεπόμενα (πράγμα το οποίο ισχύει και για την Ελλάδα ίσως σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό). Κατά συνέπεια μια οποιαδήποτε πολιτική υπέρβασης της κρίσης θα πρέπει να περιορίσει την κατανάλωση. (Ο Εμμάνουελ Τοντ στη Ρήξη της 15ης Νοεμβρίου υπολόγιζε πως οι ΗΠΑ θα πρέπει να περιορίσουν την κατανάλωσή τους κατά 20%). Και το ερώτημα είναι, τίνων την κατανάλωση θα περιορίσουν οι δυτικές κυβερνήσεις; Γι’ αυτό λοιπόν και μια λύση αλά «Νιου Ντηλ» όπου θα κέρδιζαν λίγο πολύ όλοι, και οι εργάτες και οι επιχειρηματίες, δεν είναι άμεσα εφικτή. Εξ ου και μια αναπόφευκτη όξυνση των κοινωνικών συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων καθώς και μία επίταση των διεθνών ανταγωνισμών, εμπορικών και άλλων, για το ποιος θα πληρώσει περισσότερο την κρίση.
Ενώ με το Νιου Ντηλ και τον Ρούζβελτ άρχιζε ο αμερικανικός αιώνας, ο Ομπάμα έχει να διαχειριστεί το τέλος του. Το 1929 η Αμερική ήταν το εργαστήρι του κόσμου, αυτό δηλαδή που είναι σήμερα η Κίνα. Γι’ αυτό και μια ανάλογη πολιτική μπορεί να κάνει μόνον η Κίνα, η οποία έχει όντως υπερπαραγωγή και υποκατανάλωση. Και επειδή το πλεόνασμα της παραγωγής που μέχρι σήμερα εξήγαγε δύσκολα θα συνεχίσει να το εξάγει, θα υποχρεωθεί να πριμοδοτήσει την εσωτερική κατανάλωση.
Εξάλλου, αυτή η διαφορά ανάμεσα στην Αμερική που υπερκαταναλώνει και την Ασία που υποκαταναλώνει, δυσκολεύει και την εφαρμογή ενός πλανητικού Νιου Ντηλ, όπως προτείνουν οι Γερμανοί, οι οποίοι βρίσκονται πιο κοντά απ’ όλους στο πέρασμα σε μια νέα εποχή, εκείνη του «πράσινου καπιταλισμού».
«Ο πράσινος καπιταλισμός»
Όντως, οι Γερμανοί δεν έχουν πάψει να προτείνουν όλα τα τελευταία χρόνια –από την άποψη του παραγωγικού και τεχνολογικού μοντέλου– μια επιστροφή εκεί που άφησαν τα πράγματα… ο Ρίγκαν και η Θάτσερ, σχεδόν τριάντα χρόνια πριν.
Μετά τη μεγάλη κρίση της δεκαετίας του 1970, που οδήγησε σχεδόν σε μηδενισμό την κερδοφορία των επιχειρήσεων, μία από τις βασικές προτάσεις που προωθούσε το κεφάλαιο και οι ελίτ ήταν μια «υπερτεχνολογική» έξοδος από την κρίση, δηλαδή η υποκατάσταση της ανθρώπινης εργασίας από τις αυτόματες μηχανές, η ανάπτυξη των εναλλακτικών πηγών ενέργειας και η βιοτεχνολογία. Επρόκειτο για μια λύση δαπανηρή, η οποία θα συνέτριβε την «ακριβή εργασία» μέσω της αυτοματοποίησης. Η Σουηδία, η Ιαπωνία και εν μέρει η Γερμανία ήταν οι βασικότεροι θιασώτες μιας τέτοιας επιλογής.

Αντ’ αυτής όμως, παρ’ όλο που στα τέλη της δεκαετίας του 1970 έμοιαζε ως η πιθανότερη, και η οποία είχε το πλεονέκτημα ότι διαιώνιζε την υπεροχή των δυτικών βιομηχανικών χωρών, επιλέχθηκε μια άλλη λύση: το όνομα αυτής παγκοσμιοποίηση. Δηλαδή το κόστος εργασίας δεν θα έπεφτε μέσω της τεχνολογικής αναβάθμισης, αλλά μέσω της καταστροφής ολόκληρων κλάδων της βιομηχανίας και επομένως των παραδοσιακών εργατικών τάξεων. Γι’ αυτό ένα μεγάλο μέρος της βιομηχανικής παραγωγής εξήχθη στον Τρίτο Κόσμο, όπου το κόστος εργασίας ήταν ελάχιστο, ενώ παράλληλα «εισήχθη» φθηνό εργατικό δυναμικό στις πλούσιες χώρες, με συνέπεια να αποσυντεθεί το συνδικαλιστικό κίνημα και η «ακαμψία» της εργασίας. Αυτή η λύση ήταν η προσφορότερη για τις νέες χρηματιστηριακές ελίτ, δεδομένου ότι απέφερε άμεσα και γρήγορα κέρδη, ενώ απαντούσε και εν μέρει στην εξέγερση του Τρίτου Κόσμου, παραχωρώντας του ένα μέρος της βιομηχανικής παραγωγής. Έτσι οι μητροπόλεις κρατούσαν το χρηματιστικό κεφάλαιο και εκχωρούσαν σταδιακώς τη βιομηχανική παραγωγή, ενώ τα γιαπωνέζικα οικιακά ρομπότ… ηττήθηκαν από τις Μεξικάνες και τις Φιλιππινέζες υπηρέτριες!


Μήπως όμως μια υπερτεχνολογική στροφή, επικεντρωμένη σήμερα στις νέες τεχνολογίες, τη βιοτεχνολογία, τον «πράσινο καπιταλισμό», όπως προτείνει ο Αλ Γκορ και αρκετοί σύμβουλοι του Ομπάμα, θα μπορούσε να αποκαταστήσει τη δυτική και αμερικανική υπεροχή έναντι του Τρίτου Κόσμου και των αναδυόμενων χωρών, που στηρίζονται ακόμα στη φτηνή εργασία και τις βιομηχανίες έντασης εργασίας; Είναι άμεσα εφικτή μια υπερτεχνολογική στροφή; Και η έναρξη ενός νέου Νιου Ντηλ, με αφετηρία τον πράσινο καπιταλισμό, τη βιοτεχνολογία και τον μετάνθρωπο;
Τω όντι μια τέτοια επιλογή είναι η μόνη που θα προσέφερε μια δυνατότητα επανακατάκτησης της πρωτοκαθεδρίας στους Αμερικανούς. Να περάσουν στις νέες πηγές ενέργειας, ώστε να γονατίσουν τις πετρελαιοπαραγωγούς χώρες, να αναπτύξουν αντιρρυπαντική τεχνολογία και νόρμες που δεν θα μπορεί να ακολουθήσει η Κίνα, κ.ο.κ..


Ωστόσο, ως συνήθως προηγείται η θεραπεία και η αποκατάσταση του πληγωμένου παραγωγικού μηχανισμού, ενώ παραμένουν πάρα πολλές οι διασυνδέσεις του αμερικανικού κεφαλαίου με την παλιά μορφή του καπιταλισμού και μάλλον δεν μπορεί να ακολουθήσει με ταχύτητα μια τέτοια πορεία. Διότι θα πρέπει να ξεφορτωθεί το πετρέλαιο και τις… εταιρείες πετρελαίου, την παλιά ρυπαίνουσα τεχνολογία, και το κόστος της μετάβασης είναι τεράστιο, αν συνυπολογίσουμε και την περιστολή της υπερκατανάλωσης. Για να μη μιλήσουμε για το κόστος της παγκόσμιας στρατιωτικής παρουσίας της υπερδύναμης. Πριν τριάντα χρόνια είχε ίσως τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει με άνεση τη μετάβαση, διότι διέθετε ευχέρεια χρόνου. Τώρα πρέπει να πληρώσει για τον Ρίγκαν και τους Μπους.
Το σενάριο του «πράσινου καπιταλισμού» θα μπορούσε να μεταβληθεί σε κύρια επιλογή μετά από δέκα χρόνια τουλάχιστον, αφού θα έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της η παρούσα μορφή του καπιταλισμού. Στο μεταξύ όμως οι οικολογικές καταστροφές, οι κοινωνικές και πολιτισμικές συγκρούσεις και οι γεωπολιτικές αναταράξεις θα έχουν διαμορφώσει μια εντελώς καινούργια κατάσταση.


Επομένως ο Ομπάμα δεν μπορεί να αποτελέσει τον Ρούζβελτ της εποχής μας. Μάλλον θα μοιάζει σαν τον «τρελό υδραυλικό» –στην καλύτερη περίπτωση– που θα τρέχει να επιδιορθώσει τους σωλήνες ενός συστήματος, που θα σπάνε με επιταχυνόμενο ρυθμό τα χρόνια που έρχονται.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ