Η ξεχασμένη βιομηχανία
Του Νικόλα Δημητριάδη από την huffingtonpost.gr
Η αναθέρμανση των αμυντικών σχέσεων της χώρας μας με το Ισραήλ συνοδεύτηκε από μία σειρά ειδήσεων για το ενδεχόμενο απόκτησης οπλικών συστημάτων από τη χώρα αυτή. Από τα μη επανδρωμένα οχήματα που ενοικίασε η Ελλάδα μέχρι τις μικρές κορβέτες που προτείνει στο Πολεμικό Ναυτικό η ιδιοκτήτρια εταιρεία των ναυπηγείων Σύρου, η σύγχρονη αμυντική βιομηχανία του Ισραήλ παρελαύνει συχνά στον ελληνικό τύπο. Μία άλλη είδηση των τελευταίων ημερών, όμως, πέρασε στα ψιλά: Η εταιρεία Israel Aerospace Industries, αναζητώντας στη διεθνή αγορά ένα υβριδικό Σύστημα Παροχής Ενέργειας για τα οπλικά συστήματα που παράγει, κατέληξε στην ελληνική εταιρεία Ιntracom Defence, με την οποία υπέγραψε ήδη ένα πρώτο συμβόλαιο.
Λίγες μέρες νωρίτερα, είχαμε πληροφορηθεί πως η Ινδονησία, κατόπιν διεθνούς διαγωνισμού για την ανάπτυξη ενός συστήματος Διοίκησης & Ελέγχου για τις Ένοπλες Δυνάμεις της, έδωσε το σχετικό συμβόλαιο των 49 εκατομμυρίων ευρώ στην ελληνική εταιρεία Scytalis. Όσο για την ελληνική εταιρεία EODH, ανάμεσα στις πολλές συνεργασίες και προτάσεις που έλαβε, ήταν και μία πρόταση να συμμετάσχει στη σχεδίαση της θωράκισης του μελλοντικού ευρωπαϊκού άρματος μάχης, που πρόκειται να αντικαταστήσει τα άρματα Λέοπαρντ και Λεκλέρκ. Την ίδια ώρα, η ελληνική εταιρεία Theon, που «τρέχει» συμβόλαια δεκάδων εκατομμυρίων (με πελάτες όπως η Γερμανία, η Αυστρία και η Γαλλία), άνοιγε τη θυγατρική της στις ΗΠΑ…
Αυτά αποτελούν μέρος μόνο των εξελίξεων στον χώρο των ελληνικών αμυντικών εταιρειών, μόνον του τελευταίου μήνα. Αντιλαμβάνεται κανείς, πως ο συγκεκριμένος τομέας της βιομηχανίας μας δεν είναι όσο αμελητέος νομίζουν μερικοί. Το σημαντικότερο, δε, είναι ότι οι επιτυχίες αυτές αφορούν συμβόλαια με χώρες του εξωτερικού: καμία από αυτές τις εταιρείες δεν περιμένει προμήθειες από την Ελλάδα για να επιβιώσει. Οι περιπτώσεις αυτές δείχνουν τον δρόμο που μπορεί να επιλέξει η εγχώρια αμυντική βιομηχανία: Αυτόν της εξωστρέφειας, της επένδυσηςστην τεχνολογία και της εμπλοκής της σε διεθνείς κοινοπραξίες.
Τα χρόνια που ακολούθησαν την Ολυμπιάδα, οι ελληνικοί εξοπλισμοί σταμάτησαν. Η περίοδος της κρίσης είδε να ακυρώνονται το ένα μετά το άλλο τα εξοπλιστικά προγράμματα, ενώ τα τελευταία χρόνια ακυρώνονταν ή καθυστερούσαν ακόμη και προγράμματα στοιχειώδους συντήρησης, αναβάθμισης ή αγοράς πυρομαχικών των υπαρχόντων (χρυσοπληρωμένων) οπλικών συστημάτων. Εντούτοις, όλα αυτά τα «πέτρινα χρόνια», κάποιες ελληνικές εταιρείες μπόρεσαν και επιβίωσαν, για να φτάσουν σήμερα να θεωρούνται επιτυχημένες και να απολαμβάνουν διεθνούς αναγνώρισης. Οι εταιρείες αυτές επέλεξαν να επενδύσουν στην έρευνα και ανάπτυξη, να βγουν στη διεθνή αγορά και να εκμεταλλευθούν όλες τις ευκαιρείες που υπήρχαν (βλέπετε, τα διαβόητα «αντισταθμιστικά» των εξοπλιστικών προγραμμάτων δεν κατέληξαν όλα σε μίζες και σπατάλες).
Μία από τις ευκαιρείες αυτές, είναι και η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση. Πολλές ελληνικές εταιρείες (ελλαδικές και κυπριακές) τόλμησαν και πέτυχαν να αναλάβουν σημαντικά προγράμματα, χρηματοδοτούμενα από το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Αμυντικής Βιομηχανικής Ανάπτυξης (ΕDIDΡ). Μέσω του EDIDP, η Ε.Ε. επέλεξε να χρηματοδοτήσει 16 προγράμματα έρευνας και ανάπτυξης στον αμυντικό τομέα: Η Ελλάδα κατάφερε να συμμετάσχει σε πέντε από αυτά – σε πέντε συμμετέχει και η Κύπρος. Ένα από τα προγράμματα, το «LOTUS», αφορά στην ανάπτυξη ενός Μη Επανδρωμένου Εναέριου Συστήματος χαμηλής παρατηρησιμότητας. Αν δούμε τα μέλη της κοινοπραξίας που κέρδισε τη χρηματοδότηση, θα δούμε μια πολύ ελπιδοφόρα σύμπραξη: Επικεφαλής εταιρεία ορίστηκε η ελληνική INTRACOM DEFENSE, ενώ στην κοινοπραξία συμμετέχουν επίσης δύο ελληνικές ιδιωτικές εταιρείες (Altus και CFT), άλλες τρεις από την Κύπρο (SignalGenerix, Cyric, GeoImaging), δύο πανεπιστήμια (ΑΠΘ και Πατρών), καθώς και μία μονάδα της Πολεμικής Αεροπορίας: το δραστήριο Εργοστάσιο Τηλεπικοινωνιακών – Ηλεκτρονικών Μέσων (ΕΤΗΜ). Το πρόγραμμα έχει προϋπολογισμό 10 εκατομμυρίων ευρώ. Αν υπολογίσουμε πόσα δισεκατομμύρια έχει δώσει στο παρελθόν η Ελλάδα για αγορές όπλων, θα αντιληφθούμε ότι η υστέρηση της χώρας μας στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας δεν οφείλεται στην έλλειψη χρημάτων, αλλά στην έλλειψη πολιτικής βούλησης, όπως και στο πανταχού παρόν σύμπλεγμα κρατικοϊδιωτικής διαφθοράς και αρπαχτής. Πόσα και πόσα τέτοια προγράμματα θα μπορούσαν να έχουν γίνει ως τώρα; Πόσες ευκαιρείες υπήρξαν για να συνεργαστούν η αμυντική βιομηχανία, τα ελληνικά πανεπιστήμια και οι Ένοπλες δυνάμεις;
Τί μπορεί να κάνει το κράτος; Δύο πολύ απλά πράγματα: Πρώτον, να εφαρμόσει επιτέλους τους νόμους που το ίδιο ψηφίζει. Από το 2014 έχει ψηφιστεί η πρόβλεψη απόδοσης του 1% του εξοπλιστικού προϋπολογισμού για σκοπούς έρευνας και ανάπτυξης. Έκτοτε, ο νόμος δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Δεν περιμέναμε, βέβαια, τέτοιες ανησυχίες από την συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου: επρόκειτο, άλλωστε, για να μια κυβέρνηση που –κατά δήλωσίν της– ήταν πρόθυμη «να το ρισκάρει» με την Τουρκία. Και η νέα κυβέρνηση, όμως, παρά τις περί του αντιθέτου δηλώσεις, δεν φαίνεται πολύ ζεστή να προχωρήσει στο ζήτημα αυτό.
Το δεύτερο πράγμα που πρέπει να κάνει το κράτος είναι να αρχίσει να εμπιστεύεται περισσότερο την εγχώρια βιομηχανία, κλείνοντας τα αυτιά του στους διάφορους μεσάζοντες/αντιπροσώπους/πλασιέ ξένων όπλων και λοιπούς καλοθελητές. Και τα «μυαλά» υπάρχουν και οι ιδέες και οι δυνατότητες. Το μόνο που βρίσκεται σε έλλειψη είναι η βούληση. Εάν, δε, σκεφτούμε ότι από το 2003 μέχρι σήμερα, τα ελάχιστα μείζονα εξοπλιστικά προγράμματα που υπέγραψε η Ελλάδα κατευθύνθηκαν ΟΛΑ σε μία και μοναδική εταιρεία (Λόκχιντ), τότε σίγουρα έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας…
Η εκπεφρασμένη προσπάθεια αναζωογώνησης των κρατικών βιομηχανιών (ΕΛΒΟ, ΕΑΣ, ναυπηγεία) είναι μια θαυμάσια ευκαιρία. Αντί να αγοράσουμε ένα ξένο οπλικό σύστημα –με άδεια παραγωγής στην Ελλάδα– και να το βαφτίσουμε «εθνικό», αξίζει να τολμήσουμε να χρηματοδοτήσουμε προγράμματα εγχώριας σχεδίασης. Ας είναι λίγα, ας είναι μικρά, ας έχουν μικρός ποσοστό προστιθέμενης αξίας. Ακόμη κι αν αποτύχει κάποια προσπάθεια, πάλι κέρδος θα έχουμε: η έρευνα είναι επένδυση για το μέλλον.