Με αφορμή τον αποψινό τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών (Τσάμπιονς Λίγκ) αναδημοσιεύουμε το παρακάτω κείμενο του Δημήτρη Ναπ. Γιαννάτου από το Κοινωνικό Οδόφραγμα.
Λάκτισμα και ημιχρόνιο, στους φιλελέ νεολογισμούς του ποδοσφαίρου!
Από το εναρκτήριο λάκτισμα στην μπαρούφα του «παίζει στον άξονα» στα «βαριά κορμιά» και στο «over lap».
Συχνά, αναπολώ, μου λείπουν για την ακρίβεια, λέξεις, φράσεις και συναίσθημα από την λαϊκή γιορτή του ποδοσφαίρου. Ως απόηχος από τις μαυρόασπρες ελληνικές ταινίες -όπου στο βάθος περιέγραφε αγώνα ο Βασίλης Γεωργίου, ο Στάθης Γαβάκης (περιγραφή και Ιπποδρόμου, αυτός), ή ο θρυλικός Αντώνης Πυλιαρός (αξέχαστος και στις παρελάσεις) ή ο παροιμιώδης Βασίλης Κοντοβαζαινίτης- ακούγονται στ’αυτιά μου το εναρκήριο λάκτισμα, το γωνιαίο λάκτισμα (κόρνερ), η πλάγια επαναφορά (πλάγιο άουτ), το ημιχρόνιο, το ελεύθερο, ο παίκτης που έπαιζε στα …ντεμί (μεσοεπιθετικός), το μελέ(φάση διαρκείας με κάθε τρόπο για την επίτευξη γκολ), ο μικρός το δέμας επιθετικός, ή το εκτός παιδιάς (offside). Οι οποίες συνυπήρχαν με τους αγγλικούς όρους, ζυμωμένους σε μια λαϊκή ατμόσφαιρα που δεν ξένιζε ως αγγλικούρα, καθώς ο δημοσιογράφος, η γειτονιά, η παρέα, τις ενσωμάτωνε σε μια «μικτή και πολιτισμικά …νόμιμη» διάλεκτο. Εκεί που το γκολ, λεγόταν και τέρμα!
Έτσι, οι φράσεις και όροι αυτοί, που γεννήθηκαν το ΄50 και το ΄60, αλλά χρωμάτισαν τα ποδοσφαιρικά χρόνια μας, το ΄70 και το ΄80, συνδύαζαν και αγγλικούς όρους, αυτούσια μεταφερόμενους ή λυρικά…παραποιημένους. Έτσι, και το σέντερ φόρ υπήρχε και το σέντερ χάφ, αλλά εκστασιάζομαι όταν τα ξανακούσω, ως …σέντρεφορ και σεντρεχαφ. Μελωδία το πλονζόν (η βουτιά του τερματοφύλακα), όπερα ο μέσα δεξιά και ο μέσα αριστερά, αλλά και ροκ ηχητικός νεωτερισμός το εξτρέμ (που εναλλασσόταν με το ελληνικό ακραίος επιθετικός) και τα …καρέ ( η μικρή και μεγάλη περιοχή).
Στο γήπεδο, στο ποδοσφαιρικό δίτερμα ή μονότερμα της γειτονιάς, στην ποδοσφαιροκουβέντα, θριάμβευσαν οι λέξεις και τα νοήματα αυτά, ώσπου στο όνομα ενός ψευδεπίγραφου διανοουμενισμού των αθλητικών αναμεταδόσεων και στην ρωγμή ενός στρεβλού μεταμοντερνισμού και αθλητικής «επιστημοσύνης», πήξαμε από τα μέσα της δεκαετίας του 90, στις δήθεν ψαγμένες περιγραφές του Σκουντή (πρώτος στο είδος, που ξεκίνησε από το έτσι κι αλλιώς ευεπίφορο στους γλωσσικούς μιμητισμούς basket ball-καλαθόσφαιριση. Πάουερ φόργουορντ, Σμολ φόργουορντ, Σούτινγκ γκαρντ και δε συμμαζεύεται.) και του Αλέξη Σπυρόπουλου.
Νέα Ελλάδα, νέοι όροι, νέες λέξεις, για να ξορκιστεί το βέβηλο λαϊκό ποδόσφαιρο ή η παρωχημένη επαρχιώτικη λαϊκή καθαρεύουσα των προηγούμενων χρόνων. Ταυτόχρονα, με τον κοινωικοοικονομικό παρασιτισμό για να προλάβουμε να γίνουμε «εφάμιλλοι των καλύτερων ευρωπαϊκών» παραδειγμάτων. Έτσι, πήξαμε στις Ακαδημίες για να ξεχαστούν τα …τσικό, στους ποδοσφαιριστές που παίζουν άμυνα σε ζώνη, σε αμυντικούς που παίζουν με over lap, σε σταρς που παίζουν στον ….άξονα και παίρνουν τη φάση πάνω τους και οδηγούν την μπάλα και σε ομάδες που έχουν τα σφυρίγματα. Ένας σωρός περιγραφές αγώνων που διεκδικούν θέση στην Lifo και την Athens Voice, αλλά ποτέ στον πυρήνα της ψυχής όλων των μπαλαδόρων, των μπαλαδόφατσων, που από τις νέες μεταγραφές που είναι «βαριά κορμιά», προτιμούν ακόμα το λαϊκά ακαδημαϊκό, μεγάλος ή μικρός το δέμας (ανάλογα τη σωματική διάπλαση του παίκτη) ή ακόμα καλύτερα το χαμηλοκώλης ή το αξεπέραστα γλαφυρό …κοντοπούτανος!
Δημήτρης Ναπ.Γ
3 ΣΧΟΛΙΑ
Από τα καλλίτερα άρθρα του αιώνος.
Την αφάνιση τση ντοπιολαλιάς ακολούθησε η εξαφάνιση των τόνων. Μετά ακολουθεί το ατονικό και πάμε στα μεταμοντέρνα ‘ελληνικά.’ Η προτεσταντικοποίση τση γλωσσης. Εκκλησιές δίχως εικόνες. Απρόσωπα, ατόνιστα, άχρωμα. Ενώ οι ξενικές λέξεις είχαν μπολιαστεί, συν το χρονω, με τον ελληνικό λόγο, μία ανά προταση, τώρα εχουμε πολλαπλασιασμό και ανά δυο σε κάθε προταση. Οι αντιστοιχες ελληνικές είναι πλέον αγνωστες λέξεις. Ο νεαρός έφηβος, στην ερώτηση σχετικά με την σύνθεση τση ομάδας σάστισε. Το ροστερ; Ναίσκε, του λέω, η σύνδεση. Η απάντησή του περιείχε ένα κατεβατό από ξένους ποδοσφαιριστές. Γνωρίζει κανείς πώς συνενοούνται ούλοι τουτοι στην προπόνηση. Κάποτε οι λίγοι ξένοι (υπήρχε ποσόστοση) μαθαίνανε ελληνικά και άπταιστα. Ροτσα, Μπατίστα, Ντέταρι. Τώρα μάλλον οι λιγοστοί ντόπιοι μαθάινουν τα Σεξισπύρικα ή όχι; Αναρωτιέμαι. Δυστυχως, το φαινόμενο των μεταμοντέρνων ‘ελληνικων’ είναι συνώνυμο όλων των εκπομπών στα ΜΜΕ. Το ‘timing’ έχει αντικαταστήσει τη ‘συγκυρία’, το ‘debate’, ‘limit up’, κτλ. ( Μερικές ελληνικές λέξεις αντιστέκονται γενναία πάντως΄. Για μετρήστε το εκφορά του επιρρήματος “προφανώς¨. Κανένα συνώνυμο δεν υπάρχει;) Μήπως οι τίτλοι των εκπομπών αλλά και των καναλών δεν είναι Εγγλέζικες και μάλιστα το πολύ τρισύλαβες; Οικονομία στις συλλαβές. Νομίζω, συμφωνόντας με τις παρατηρήσεις του ΑΡΔΗΝ, ότι πάμε ολοταχώς προς την εξαφάνιση του Ελληνισμού και τση ελληνικής γλώσσας. Εάν ο πληθυσμός γερνάει, μειώνεται, η γλώσσα δεν θα αλλοιωθεί αναλόγως; Σε μισό-ένα αιώνα απο σήμερα μία γλώσσα κρεόλε θα ομιλείται, ή όχι; Θα ήταν ενδιαφέρον έαν το ΑΡΔΗΝ, που εχει αναδείξει το δημογραφικό, κάνει κάτι ανάλογο, για το γλωσσικό.
Προς συμπλήρωση του ανωτέρου σχολίου, ουδείς απαιτεί τη απόλυτη καθαρότητα τση γλώσσας. Υπάρχουν πολλές λέξεις που έχουν ‘ελληνοποιηθεί’ και υποβοηθούν στην συντήρηση της ελληνικής. Το πρόβλημα είναι οι ΄λαθρολέξεις’ που δεν εντάσονται στο σώμα της ελληνικής αλλά μαλλον δρουν ως δούριοι ίπποι. Αυτές οι λέξεις έιναι το θέμα μας διότι έρχονται κατά κύματα κάνοντας την ‘αφομοίωση’ δυσκολότατη.