Αρχική » Ένας φίλος που θέλει το καλό σας: Γιατί το Ίδρυμα Φορντ επιχορηγεί την αμφισβήτηση

Ένας φίλος που θέλει το καλό σας: Γιατί το Ίδρυμα Φορντ επιχορηγεί την αμφισβήτηση

από Άρδην - Ρήξη

του Π. Λαμπαρίκ, από το Άρδην τ. 56, Οκτώβριος – Νοέμβριος 2005

Από τη σύσταση του, το ίδρυμα Φορντ δεν έχει μεταβάλει τους στόχους του που συνίστανται στην υπεράσπιση των στρατηγικών συμφερόντων των Ηνωμένων Πολιτειών. Αλλά, ενώ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου δεν ήταν παρά ένα κάλυμμα της CIA, τα τελευταία είκοσι χρόνια απέκτησε αυτονομία και ανέπτυξε μια νέα μέθοδο επέμβασης, την ήπια δύναμη (soft power): επέμβαση στις εσωτερικές αντιθέσεις των αντιπάλων του επιχορηγώντας τους μεν για να χτυπήσουν τους δε, ευνοώντας ακόμα και στείρες αντιπαραθέσεις. Πρόσφατο παράδειγμα, η χρηματοδότηση του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ με στόχο την εξουδετέρωσή του.
Εάν κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, τα στελέχη του ιδρύματος Φορντ και εκείνα της CIA μπορούσαν να εναλλάσσονται μεταξύ τους, σήμερα οι διοικητές και οι διευθυντές του Ιδρύματος στρατολογούνται από τους χώρους των λεγόμενων «φιλελεύθερων της αριστεράς» που επιδιώκουν να επεκτείνουν το πρότυπο της «δημοκρατίας της αγοράς». [ ]

Σούζαν Μπέρεσφορντ
Η Πρόεδρος του Ιδρύματος είναι η Σούζαν Μπέρεσφορντ, μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της Τσέιζ Μανχάταν Μπανκ. Συμμετέχει στο βορειοαμερικανικό τμήμα της Τριμερούς Επιτροπής του Ντέιβιντ Ροκφέλερ, πλάι στον Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι και την Μαντλήν Ωλμπράιτ. Είναι επίσης μέλος του Council on Foreign Relations (Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων – Σ.Δ.Σ.), το οποίο δέχτηκε, το 2002, μια δωρεά 100.000 δολαρίων «για την σύσταση μιας Επιτροπής με ειδική αποστολή την τρομοκρατία». Το Σ.Δ.Σ. επεξεργάζεται συναινετικές συνθέσεις στους κόλπους της υψηλής κοινωνίας της Ουάσινγκτον που επιβάλλονται ως εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών.

[To Σ.Δ.Σ. περιλαμβάνει σήμερα μεταξύ των μελών του διοικητικού συμβουλίου του, την Μαρλήν Ωλμπράιτ, τον Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, κ.ά., ενώ εκδίδει και το σημαντικότερο περιοδικό του αμερικανικού κατεστημένου, το Foreign Affairs. Σημειωτέον ότι ο Γουίλιαμ Μπάντυ, του Ιδρύματος Φορντ, υπήρξε εκδότης του περιοδικού μεταξύ 1972 και 1984. Σημ. Άρδην].
Το Διοικητικό Συμβούλιο του Ιδρύματος περιλαμβάνει δύο πρώην προέδρους της Χerox, τον πρόεδρο της ALCOA, έναν εκτελεστικό αντιπρόεδρο της Κόκα-Κόλα, τον πρόεδρο της Λέβις-Στρως, τον πρόεδρο των Reuters Holdings, τον πρόεδρο της μεγαλύτερης ινδικής πολυεθνικής, της Τάτα, κ.ά. Και άλλες επιχειρήσεις έχουν αντιπροσωπευθεί ανάμεσα στα τέλη της δεκαετίας 1990 και το 2000: η Τάιμ-Γουώρνερ, η Τζέιζ Μανχάταν Μπανκ, η CBS, η AT & Τ, η Τράπεζα της Αγγλίας, η Μόργκαν, η Ντυπόν, η Σίτυκορπ, το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης κ.ά. Πριν από λίγο καιρό, συμμετείχε επίσης και ο Ντυβάλ Λ.Πάτρικ, αντιπρόεδρος της Τεξάκο. Οι φίλοι του Τζωρτζ Μπους διατηρούν και αυτοί κάποιες θέσεις. Η Αφρανέχ Μασαγιέθι Μπέσλος, παλαιό διευθυντικό στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας όσον αφορά στις επενδύσεις, μετέχει επίσης στο Διοικητικό Συμβούλιο. [ ]

Η φιλο-αμερικανική διπλωματία
Ο αγώνας που διεξάγει σήμερα το Ίδρυμα Φορντ δεν κατευθύνεται πια ενάντια στον κομμουνιστικό κίνδυνο. Εφεξής, ο στόχος είναι να διαμορφώσει τους μελλοντικούς ηγέτες ολόκληρου του κόσμου ώστε να τους κάνει «συμβατούς» με την οικονομική λογική των Ηνωμένων Πολιτειών, και να διασφαλίσει ότι οι αντίπαλοι της αμερικανικής ηγεμονίας δεν θα προχωρήσουν τη ρητορική τους πέρα από κάποιες απλές προεκλογικές ύβρεις. Το Ίδρυμα Φορντ συνεχίζει εξάλλου να υποστηρίζει τα κινήματα που αντιπολιτεύονται τα εχθρικά καθεστώτα.
Χρηματοδοτεί έτσι την Οργάνωση των μη αντιπροσωπευόμενων λαών και εθνών (UNPO) που συσπειρώνει τους Κάρενς της Βιρμανίας, τους Ινδιάνους Λακότα, τους Τουάς της Ρουάντας, τους Τατάρους της Κριμαίας, τους Αμπχάζιους, τους Αβορίγινες της Αυστραλίας, τους Κιρκάσιους, τους Ογκονί της Νιγηρίας, τους Θιβετιανούς, τους Τσετσένους, κυρίως αυτούς που πρόσκεινται στον Πρόεδρο Ντουντάγιεφ1.
Γενικός γραμματέας της UNPO ήταν, το 1995, ο Μίκαελ Βαν Βαλτ, ένας Ολλανδός, νομικός σύμβουλος του Δαλάι Λάμα. Οι υπόλοιπες χρηματοδοτήσεις προέρχονται από τις τέσσερις σκανδιναβικές χώρες, τη βρετανική αλυσίδα καλλυντικών Body Shop, τις «Εκκλησίες που αφιερώνονται στην πρόληψη των συγκρούσεων» και το Ίδρυμα Μακ Άρθουρ. Η οργάνωση, το 1995, αριθμούσε 43 μέλη, έναντι 18 το 1991.
Το ίδρυμα επιδοτεί επίσης τον οργανισμό Εθνικό Ίδρυμα για τη Δημοκρατία (Νational Endowment for Democracy -NED). Το 1997, οι δύο οργανώσεις χρηματοδοτούν από κοινού την έκδοση ενός εγχειριδίου για τα δικαιώματα των γυναικών στις ισλαμικές κοινωνίες, με τον τίτλο Διεκδικώντας τα δικαιώματά μας (Claiming our rights). Το έργο γράφτηκε από μια ομάδα μουσουλμάνων γυναικών που συσπειρώθηκαν με την πρωτοβουλία μιας πρώην υπουργού του Σάχη του Ιράν που ζούσε στην Ουάσινγκτον, της κ. Μαχνάζ Αφκανί. Έχει μεταφραστεί στα αραβικά,στα μπενγκάλι, στα μαλαισιανά, στα περσικά και στα ουζμπεκικά, με στόχο να διαδοθεί στο Μπανγκλαντές, την Ιορδανία, τον Λίβανο, τη Μαλαισία και το Ουζμπεκιστάν2. Το Ουζμπεκιστάν αποτελεί ένα σημαντικό πιόνι στην περιοχή της Κασπίας, το πετρέλαιο της οποίας είναι το διακύβευμα στην πάλη επιρροής που διεξάγεται ανάμεσα στη Μόσχα και την Ουάσινγκτον. Με τον ίδιο τρόπο, το Ίδρυμα Φορντ υποστηρίζει το αποσχιστικό κίνημα των Τσετσένων, αλλά επίσης και τον Οίκο των δικαιωμάτων του ανθρώπου στη Μόσχα, μαζί με το Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ3. [ ]

Κατάληψη του ΟΗΕ
Υπό την ηγεσία των υποτιθέμενων «φιλελεύθερων», το Ίδρυμα προωθεί ένα αμερικανικό πρότυπο εξ ίσου ηγεμονικό, αλλά με λιγότερο μονομερές επίχρισμα, λιγότερο επιθετικό από τη διπλωματία των νεο-συντηρητικών που κρατούν τα ηνία αυτήν την περίοδο. Εργάζεται επομένως για μια αναβάθμιση του ΟΗΕ και έχει ένα όραμα για την ισραηλο-παλαιστινιακή σύγκρουση σχετικά ισορροπημένο.
Ο ίδιος ο Κόφι Ανάν δέχτηκε μια υποτροφία του Ιδρύματος Φορντ για να ακολουθήσει οικονομικές σπουδές στις Η.Π.Α. όπου αποφοίτησε από το Μ.Ι.Τ., ενώ στη συνέχεια παρακολούθησε τα μαθήματα του Ινστιτούτου Ανώτερων Διεθνών Σπουδών στη Γενεύη. Από τότε θεωρείται προσκείμενος στη Μαντλήν Ωλμπράιτ και, αφού ανήλθε στην ηγεσία του ΟΗΕ, «ο άνθρωπος των Αμερικανών»4.
Όσον αφορά την ισραηλο-παλαιστινιακή σύγκρουση, το Ίδρυμα Φορντ επιχορηγεί το ισραηλινό Κέντρο Πληροφόρησης για την Υπεράσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στα Κατεχόμενα (Betselem, Ένωση των Ισραηλινών Νομικών και μελών του Κοινοβουλίου), το οποίο συνέταξε στη δεκαετία 1990 πολλές εκθέσεις σχετικά με την Ιντιφάντα. Μία εξ αυτών έκανε μεγάλο θόρυβο, τον Μάιο του 1990: μας πληροφορησε ότι, από την αρχή της πρώτης Ιντιφάντα, πάνω από 150 παιδιά έχουν σκοτωθεί από σφαίρες στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα, από Ισραηλινούς που δεν απειλούνταν άμεσα5.
Οι διεθνείς σχέσεις αποτελούν αντικείμενο ιδιαίτερης προσοχής από μέρους του Ιδρύματος. χρηματοδοτεί πολλά think tank που ασχολούνται με τα διεθνή ζητήματα. Έτσι, το Γαλλικό Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων (IFRI) έλαβε, τον Μάιο του 1995, μια δωρεά 1,5 εκατομμύριου δολαρίων που του επέτρεψε να αποκτήσει στέγη. Η δωρεά συμπλήρωνε τη χρηματοδότηση που είχε ήδη εξασφαλίσει από «είκοσι περίπου γαλλικές ή ευρωπαϊκές επιχειρήσεις ανάμεσα στις οποίες ήταν το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, η Αλκατέλ, η Ντέμλερ Μπεντζ, η Ντανόν, η Ρενώ, η Σνάιντερ ή η UAP». Το IFRI διοικείται από τον Τιερύ ντε Μονμπριάλ, μέλος της Τριμερούς Επιτροπής και της Ομάδας Μπίλντεμπεργκ, και εκδίδει σημειώσεις, τετράδια, καθώς και μια τριμηνιαία επιθεώρηση,την Εξωτερική Πολιτική και την ετήσια έκθεση Ramses. Φιλοδοξεί να αποτελέσει τον «πρωταγωνιστή της υπερεθνικής κοινωνίας των πολιτών»6. [ ]

Ο Τύπος
Στον τομέα των ΜΜΕ η στρατηγική του Ιδρύματος Φορντ εμφανίζεται με τον πιο προφανή τρόπο. Ενώ, στις δεκαετίες 1950 και 1960, το ίδρυμα υποστήριξε μαζικώς έντυπα που προέρχονταν από την αντικομμουνιστική αριστερά, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, χρηματοδοτεί ουσιαστικά εναλλακτικά έντυπα κριτικής. Εκεί φαίνεται καθαρά η εγγύτητα ανάμεσα στο Ίδρυμα Φορντ και το Ινστιτούτο της Ανοιχτής Κοινωνίας (Open Society Institute) του Τζωρτζ Σόρος. Το τελευταίο χορήγησε το 1999 μια επιδότηση ύψους 50.000 δολαρίων στο Nation Institute, με σκοπό «να υποστηρίξει προγράμματα που επιδιώκουν να βελτιώσουν την ποιότητα και τη διάδοση του Radio Nation, τις εβδομαδιαίες ειδήσεις του κρατικού ραδιοφώνου και τα προγράμματα σχολιασμού». Ο προσωπικός πολιτικός σύμβουλος του Σόρος, ο Χάμιλτον Φις ΙΙΙ, είναι ένας επιφανής ηγέτης του Nation Institute, ο οποίος ανήκει στην ίδια ομάδα με το περιοδικό The Nation. Ο Σόρος έχει χρηματοδοτήσει επίσης τις οργανώσεις Ομάδα πολιτών για την Ανεξάρτητη Δημόσια Ραδιοφωνία (Citizens for Independent Public Broadcasting Group), το Ταμείο για την ερευνητική Δημοσιογραφία (Fund for Investigative Journalism), το περιοδικό American Prospect, το Κέντρο Πληροφόρησης για την Άμυνα (Center for Difense Information) ή ακόμη το Κέντρο Δημόσιων ΜΜΕ (Public Media Center) του Σαν Φραντσίσκο7. Οι προτάσεις του να χρηματοδοτήσει την εναλλακτική ομάδα Indymedia έχουν προκαλέσει σφοδρές αντιπαραθέσεις στα φόρουμ αυτού του συνεργατικού πρακτορείου τύπου.
Οι στόχοι του Τζωρτζ Σόρος, όταν χρηματοδοτεί τέτοιες δομές, δεν είναι πράγματι εντελώς ανιδιοτελείς. Οι δεσμοί του με ένα τμήμα του κατεστημένου των Ηνωμένων Πολιτειών θα μπορούσαν αντίθετως να οδηγήσουν στη σκέψη ότι ενεργεί υπόγεια για να διεισδύσει σε αυτές τις δεξαμενές της κριτικής σκέψης, έτσι ώστε να τις υποτάξει. Ο πόλεμος της πληροφορίας είναι πράγματι το κλειδί του πολιτικού ελέγχου στις ΗΠΑ. Όπως γράφει ο Χέρμπερτ Ι. Σίλερ, «η αρχή της “ελεύθερης κυκλοφορίας της πληροφορίας” –ζωτικής σημασίας για την εξαγωγή των αμερικανικών πολιτιστικών προϊόντων– επινοήθηκε για να προσφέρει στις απαιτήσεις των βιομηχάνων το στάτους της οικουμενικής αρετής. Πρέπει να θυμόμαστε ότι ο Τζων Φόστερ Ντάλλες, αναμφισβήτητα ο πιο επιθετικός υπουργός Εξωτερικών των μεταπολεμικών χρόνων, τη θεωρούσε κεντρικό στοιχείο της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. [ ]».
Το Ίδρυμα Φορντ ακολουθεί την ίδια μέθοδο. Μια μεγάλη έρευνα που πραγματοποίησε ο Μπομπ Φέλντμαν αποκαλύπτει τη χρηματοδότηση από την οργάνωση πολλών εναλλακτικών ΜΜΕ των ΗΠΑ όπως το FAIR, το περιοδικό Progressive και Pacifica που εκδίδει το Democracy Now!, αλλά και το IPA, το Mother Jones και το Alternet8. Μία από τους υπεύθυνους του περιοδικού Τhe Nation είναι η Κατρίνα Βαν ντεν Χέιβελ, μέλος της διοίκησης του Ινστιτούτου Φράνκλιν και Ελεάνορ Ρούσβελτ (FERI), όπως και ο πατέρας της, Γουίλιαμ Βαν Ντεν Χέιβελ, που είχε χρηματίσει πρόεδρός του. Και οι δύο συμμετείχαν στο πλευρό του Τζων Μπραντίμας, που υπήρξε πρόεδρος του FERI πριν διοριστεί από τον Μπιλ Κλίντον επικεφαλής του National Endowment for Democracy, από το 1993 έως το 20019.
Τις ίδιες συμπτώσεις ξαναβρίσκουμε στους κόλπους της σύνταξης του Counterpunch, που διευθύνεται από τον Αλεξάντερ Κόκμπερν, πρώην συνεργάτη του Τhe Nation. Ένας από τους αντι-προέδρους του Ινστιτούτου για την Πρόοδο της Δημοσιογραφικής Διαφάνειας (IJAC) δεν είναι άλλος από τον Φορντ Ρούσβελτ, σημαντικό σύμβουλο του Ινστιτούτου Φράνκλιν και Ελεάνορ Ρούσβελτ. Το 1947, η Ελεάνορ Ρούσβελτ ήταν μία από τις κύριες φιγούρες των φιλελεύθερων αντικομμουνιστών που δημιούργησαν την οργάνωση Αμερικανοί για τη Δημοκρατική Δράση, μια πολιτική ομάδα της «παράλληλης αριστεράς»10. Αυτά τα ΜΜΕ δεν αντιμετωπίζουν ευνοϊκά την πολιτική ζωή των Ηνωμένων Πολιτειών. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν δημοσιεύουν ποτέ άρθρα σχετικά με τον ρόλο που παίζουν τα ιδρύματα στη «δημιουργία της συναίνεσης» ούτε σχετικά με διάφορες κριτικές αναλύσεις για τα γεγονότα της 11ης Σεπτέμβρη 2001.

Παγκοσμιοποίηση και οικονομική σκέψη
Η οργάνωση του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ στην Ινδία, στις αρχές του 2004, αποτέλεσε μια ευκαιρία για να εκτιμηθεί το εύρος την διακλαδώσεων του Ιδρύματος Φορντ. Σύμφωνα με μια έκθεση που συνέταξε ο Ινδός ερευνητής Ρατζανί Ντεσάι, για την επιθεώρηση Aspects of India’s Economy, το Ίδρυμα χρηματοδότησε ευρέως πολλές συγκεντρώσεις των οπαδών της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης, και συγκεκριμένα αυτή που είχε προβλεφθεί να γίνει στη Βομβάη. Τελικώς, οι κριτικές που ασκήθηκαν στο Ίδρυμα Φορντ από την ινδική «κοινωνία των πολιτών» το αποθάρρυναν από το να προσφέρει τη συνηθισμένη του επιχορήγηση στο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ.
Ωστόσο, η χρηματοδότηση του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ θα επιτρέψει στο Ίδρυμα Φορντ να επηρεάσει τις συζητήσεις των διανοουμένων του κινήματος της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης. Είδαμε έτσι ακτιβιστές που αμφισβητούσαν τις αποφάσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (Δ.Ν.Τ.) και της Παγκόσμιας Τράπεζας (Π.Τ.) να προπαγανδίζουν την ιδέα ενός παγκόσμιου φόρου πάνω στις χρηματιστηριακές συναλλαγές, φόρου που θα τον εισπράττει και θα τον διαχειρίζεται…το Δ.Ν.Τ. Είδαμε ακτιβιστές να πασχίζουν να διαφοροποιήσουν την αμφισβήτηση στο οικονομικό πεδίο, από εκείνη που αφορούσε την εισβολή στο Ιράκ. Και ακόμα άλλους που αμφισβητούσαν την τυχοδιωκτική εξωτερική πολιτική της Ουάσινγκτον μετά τις 11 Σεπτέμβρη ενώ την ίδια στιγμή απαιτούσαν τον αποκλεισμό κοινωνικών κινημάτων στα οποία συμμετείχαν μουσουλμάνοι. [ ]11.
Η στρατηγική του Ιδρύματος Φορντ είναι η στρατηγική του «δηλητηριασμένου δώρου». Συνίσταται στο να παρεμβαίνει στους εσωτερικούς συσχετισμούς δυνάμεων των αντιπολιτευόμενων στις ΗΠΑ, με σκοπό να τροφοδοτήσει διαμάχες και αντιπαλότητες που θα τους εξασθενήσουν, ή να διευκολύνει τον πιο ανούσιο να επικρατήσει απέναντι στο πιο ενοχλητικό. Αυτό το περίπλοκο παιγνίδι δεν είναι της αρεσκείας των νέο-συντηρητικών, σύμφωνα με τους οποίους μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να εκφυλιστεί σε τυφλή υποστήριξη «αντι-αμερικανικών» οργανώσεων. Μια απόδειξη αυτής της πιθανότητας είχαμε, για παράδειγμα, στην Παγκόσμια Συνδιάσκεψη του Ντέρμπαν ενάντια στον ρατσισμό, όπου οι οργανώσεις που χρηματοδοτήθηκαν από το Ίδρυμα Φορντ όχι μόνο δεν ανταγωνίστηκαν μεταξύ τους αλλά βρήκαν ένα πεδίο συμφωνίας οδηγώντας σε αποτυχία τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ.

[Στην Διάσκεψη καταδικαστηκε το Ισραήλ ως ρατσιστικό. Έτσι, το 2004, πραγματοποιήθηκε, στο αμερικανικό Κογκρέσο, μια επίθεση των νεο-συντηρητικών και των σιωνιστών εναντίον του Ιδρύματος επειδή χρηματοδοτεί «αντι-ισραηλινές οργανώσεις». το Ίδρυμα υποχρεώθηκε να αποσύρει τις χρηματοδοτήσεις στις ανάλογες αραβικές οργανώσεις και να δεσμευτεί ότι δεν θα χρηματοδοτήσει πάλι «αντι-σημιτικές δραστηριότητες». Σ.τ. Άρδην]

19 Απριλίου 2004

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ