από το Άρδην τ. 55, Αύγουστος – Σεπτέμβριος 2005
Τον τελευταίο καιρό ζούμε την πολυεπίπεδη εξάντληση των εκσυγχρονιστικών επιλογών, χωρίς όμως ταυτόχρονα να προτείνεται οποιαδήποτε διαφορετική πολιτική.
Στα εθνικά θέματα, τα τελευταία δέκα χρόνια, η ευθυγράμμιση με τα σχέδια των Αμερικανών και των Ευρωπαίων για την περιοχή, ανεξάρτητα από το εάν αυτά προέβλεπαν την υποβάθμισή μας, η υποχωρητικότητα έναντι των τουρκικών αξιώσεων, η εγκατάλειψη οποιασδήποτε απόπειρας για μια βαλκανική πολιτική, οδήγησαν σε μια κατάσταση όπου πιεζόμασταν αφόρητα να δεχθούμε το άδικο και καταστροφικό σχέδιο Ανάν· συναίνεσαμε στην άνευ όρων τουρκική υποψηφιότητα στην Ε.Ε. και αναγκαστήκαμε να αποδεχθούμε σιωπηρά την υποστήριξη της Δύσης προς την FYROM σε ό,τι αφορά το ζήτημα της ονομασίας της. Η στρατηγική που βασίζεται στην άποψη ότι πρέπει να προσχωρήσουμε στο μπλοκ των ισχυρών της περιοχής και της διεθνούς πολιτικής, προκειμένου να περισώσουμε ό,τι μπορούμε από τους κλυδωνισμούς που συνεπέφερε η επιβολή της Νέας Τάξης πραγμάτων, παρότι κατέδειξε τα αδιέξοδά της, συνεχίζει να αποτελεί μονόδρομο για τις κυρίαρχες ελίτ.
Το οικονομικό αδιέξοδο προέκυψε από τους ανάλογους προσανατολισμούς της οικονομικής πολιτικής. Η εκσυγχρονιστική διακυβέρνηση ενέτεινε τον παρασιτικό χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας, εγκαταλείποντας τον παραγωγικό ιστό στην αφόρητη πίεση του παγκοσμιοποιημένου ανταγωνισμού. Αξιοποίησε τα ευρωπαϊκά προγράμματα προς μια μεταπρατική κατεύθυνση, ενίσχυσε τον διαμετακομιστικό χαρακτήρα της οικονομίας, κατασκευάζοντας δρόμους και γέφυρες, και κατηύθυνε τους υπόλοιπους πόρους στη δημιουργία ενός υπερδιογκωμένου δικτύου, συχνά άχρηστων, υπηρεσιών.
Προκειμένου να διατηρηθεί ο πληθωρισμός σε χαμηλά επίπεδα, αλλά και για να διευρύνει την αγοραστική δύναμη ενός μέρους της ελληνικής κοινωνίας, ενθάρρυνε την υπερεκμετάλλευση των μεταναστών, αδιαφορώντας για όσους είδαν τους μισθούς τους να μειώνονται από τον ανταγωνισμό της μαύρης εργασίας. Παράλληλα, επειδή πλέον δεν αρκεί η μετανάστευση για να ρίξει παρά πέρα το κόστος της εργατικής δύναμης –οι μετανάστες σταδιακώς ενσωματώνονται και η ανεξέλεγκτη μετανάστευση δεν μπορεί να συνεχιστεί– τα τελευταία χρόνια οι κυβερνήσεις στρέφονται και στην απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων με ροκάνισμα του ασφαλιστικού, διεύρυνση του ωραρίου, ιδιωτικοποιήσεις, κ.λπ.
Την ίδια περίοδο αποδεχθήκαμε άνευ όρων το ευρώ, αδιαφορώντας για μια σειρά από καταστροφικές συνέπειες που η συγκεκριμένη επιλογή επέφερε στην οικονομία μας: όπως το ότι επρόκειτο για ένα «σκληρό νόμισμα», του οποίου η αξία διαμορφώνεται από τους παραγωγικούς κολοσσούς της Ε.Ε.– τη Γαλλία και κυρίως τη Γερμανία, γεγονός που οδηγεί μαθηματικά σε άνοδο των τιμών και συμπίεση της αγοραστικής δύναμης του ελληνικού νοικοκυριού· αλλά και για το ότι ακυρώνει, μέσα από την εκχώρηση της νομισματικής και των βασικών παραμέτρων της δημοσιονομικής πολιτικής στην κεντρική ευρωπαϊκή τράπεζα και το σύμφωνο σταθερότητας, οποιοδήποτε μέσο (υποτιμησεις κ.λπ.) διαθέτει μια αδύναμη οικονομία σαν την δικιά μας προκειμένου να προφυλαχθεί από τις πιέσεις του διεθνούς ανταγωνισμού.
Έτσι στήθηκε το σκηνικό μιας κοινωνίας η οποία καταναλώνει πολύ περισσότερα από αυτά που παράγει, εισάγει σε ακριβές τιμές και εξάγει ελάχιστα, αδυνατώντας έτσι να καλύψει με τα εισοδήματά της τις ανάγκες που της επιβάλλει ο καταναλωτικός τρόπος ζωής που έχει υιοθετήσει και οδηγεί, εν τέλει, στα αντίθετα αποτελέσματα: ακρίβεια, ανέχεια, ανεργία, διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής, υπερχρέωση των ελληνικών νοικοκυριών στις τράπεζες.
Η Νέα Δημοκρατία, παρόλο που ανήλθε στην εξουσία, εξ αιτίας ακριβώς της αντίδρασης της πλειοψηφίας του λαού στο εκσυγχρονιστικό μοντέλο Σημίτη – Γ. Παπανδρέου, στον ενάμιση χρόνο της διακυβέρνησής της, αποδεικνύεται παντελώς ανίκανη να μεταβάλει την διατεταγμένη πορεία της χώρας
Τούτο φαίνεται καθώς, μπροστά στην ανάδυση των πολλαπλών αδιεξόδων που επιφέρει η εξάντληση της εκσυγχρονιστικής στρατηγικής, αντιδρά σπασμωδικά, αναδιπλούμενη σε επιλογές που συνεχίζουν την πεπατημένη του προκατόχου της. Οι κυβερνητικές επιλογές, μέσα σε δεκαπέντε μήνες ευθυγραμμίστηκαν με το παλιό εκσυγχρονιστικό πρότυπο, αδιαφορώντας για τις σημαντικές μεταβολές στους διεθνείς συσχετισμούς που πραγματοποιούνται μέσα στην νέα συγκυρία.
Έτσι, στα εθνικά θέματα, εμμένει στη γραμμή της άνευ όρων αποδοχής της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. σε απόλυτη σύμπνοια με τους Τούρκους και τους Αμερικάνους, ενώ ήδη οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις –υπό την πίεση των αρνητικών αποτελεσμάτων στα δημοψηφίσματα για το ευρωσύνταγμα– ανέκρουσαν πρύμνα. Εν τούτοις η ελληνική κυβέρνηση επιμένει στην ίδια κατεύθυνση, η οποία θα ενισχυθεί από την πιθανή επιλογή της, αρεστής στους Αμερικανούς, Ντ. Μπακογιάννη στο υπουργείο Eξωτερικών, εν όψει του δύσκολου για τα εθνικά θέματα χειμώνα. Και όλα αυτά σε μια εποχή που ο αποτυχημένος πόλεμος στο Ιράκ, οι απανωτές πολιτικές ήττες στη Λατινική Αμερική, η άνοδος της Κίνας, κ.λπ. έχουν καταφανώς πλήξει το γόητρο και τη δυνατότητα της παγκόσμιας υπερδύναμης να επιβάλει άμεσα και απόλυτα τη βούλησή της.
Στο πεδίο της οικονομίας, μπροστά στην κρίση που επωάζεται, επιλέγει τον δρόμο των νεοφιλελεύθερων μέτρων (προώθηση ελαστικών μορφών εργασίας, αλλαγές στο ωράριο, ασφαλιστικό), παρόλο που αυτές οι επιλογές έχουν –υπό την πίεση της κοινωνικής δυσαρέσκειας– αρχίσει να απονομιμοποιούνται. Ταυτόχρονα βέβαια, εμμένει στην παρασιτική λογική, αρνούμενη να στηρίξει πτυχές δραστηριότητας που ενθαρρύνουν την ενδογενή συσσώρευση, δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας και βελτιώνουν τα εισοδήματα.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα τίθεται το ερώτημα εάν υπάρχει κάποια εναλλακτική πρόταση. Δυστυχώς, οι δυνάμεις της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης σε γενικές γραμμές καταγράφουν άσχημες επιδόσεις.
Το ΠΑΣΟΚ έχει περιπέσει σε μια κατάσταση ακινησίας, ανυποληψίας και ολοκληρωτικής αδυναμίας να αναλάβει αντιπολιτευτικά καθήκοντα. Ενάμιση χρόνο μετά, είναι προφανές ότι δεν μπορεί να ανανήψει από το σοκ της ήττας, ενώ ο Γιώργος Παπανδρέου είναι εκτός κλίματος. Έτσι, εάν η Νέα Δημοκρατία δεν έχει κατανοήσει πλήρως ακόμη ότι δεν είναι πια αντιπολίτευση, ασκώντας την πολιτική του «ώριμου φρούτου» στον… εαυτό της, το ΠΑΣΟΚ δεν έχει κατανοήσει ακόμα ότι δεν είναι πια… κυβέρνηση. Από την άποψη της ουσίας ο Γ. Παπανδρέου και οι εκσυγχρονιστές δεν θέλουν και δεν μπορούν να αντιταχθούν στα νεοφιλελεύθερα μέτρα της κυβέρνησης, εξ αιτίας της εξάρτησης τους από τους επιχειρηματικούς κύκλους, ούτε βέβαια είναι διατεθειμένοι να θέσουν προσκόμματα σε ό,τι αφορά την εξωτερική πολιτική και την πρόσδεσή στους Αμερικανούς. Επιθυμούν να επιβληθούν αυτά τα μέτρα από την παρούσα κυβέρνηση «και να βρουν έτοιμα» οι ίδιοι.
Ο Συνασπισμός δεν μπορεί ακόμα να ξεπεράσει την αμηχανία της μετά Κωνσταντόπουλο εποχής. Ακόμα και μετά την θετική στροφή με την εκλογή του Α. Αλαβάνου, το κόμμα δείχνει να μην έχει αποφασίσει εάν όντως αρκείται στον διαχειριστικής υφής αντιπολιτευτικό ρόλο που ανταποκρίνεται στην κοινωνική θέση και το εισόδημα ενός μέρους της μεσοαστικής εκλογικής του βάσης ή αν επιθυμεί να προβεί στις απαραίτητες ρήξεις μαζί της, εκφράζοντας πιο ριζοσπαστικές θέσεις.
Το Κ.Κ.Ε. από την άλλη εμφανίζεται πιο συνεπές και, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τα οικονομικά και τα κοινωνικά θέματα, πραγματοποιεί δυναμικές εμφανίσεις (αίσθηση, για παράδειγμα, έκαναν οι παρεμβάσεις του στα πολυκαταστήματα για την εφαρμογή του νέου ωραρίου). Από την άλλη, όμως, είναι πλέον «παραδοσιακή» η αδυναμία του να αρθρώσει έναν ρεαλιστικό, συνεκτικό προγραμματικό λόγο που να πείθει την κοινωνία. Γι’ αυτό, το Κ.Κ.Ε. δείχνει ότι θα παραμένει «το κόμμα της διαμαρτυρίας», εισπράττοντας την άρνηση του ελληνικού λαού έναντι των υφιστάμενων προτάσεων εξουσίας και όχι την κατάφαση σε μιαν «άλλη πολιτική».
Τέλος, εκείνος που εμφανίζεται δυστυχώς πολύ ενισχυμένος –ιδιαίτερα στην επαρχία– είναι ο Γ. Καρατζαφέρης και το Λ.Α.Ο.Σ. Το κόμμα του, αφού δείχνει μάλλον να ενσωματώνει στους κόλπους του και το «Ελληνικό Μέτωπο» του Βορίδη, ασκεί αντιπολίτευση, καπηλευόμενος τα εθνικά και τα κοινωνικά θέματα –και το ζήτημα των μεταναστών– και εμφανίζεται ως ο μόνος πόλος, μαζί ίσως με το ΚΚΕ, του οποίου ο λόγος διαφέρει από τον κυρίαρχο πολιτικό λόγο.
Ενισχύεται επομένως η πιθανότητα να εκφραστεί με λαϊκιστικά ή και ακροδεξιά χαρακτηριστικά η δυσαρέσκεια που διαπερνά την ελληνική κοινωνία. Γεγονός που ενδέχεται να δυσχεράνει την ανάδυση ενός άλλου, «τρίτου» εναλλακτικού πόλου ο οποίος να απαντά τόσο στα αδιέξοδα που θέτουν οι εθνικές μας ιδιαιτερότητες αλλά και να συνδέεται με τα αντιπαγκοσμιοποιητικά εγχειρήματα που διεκδικούν ένα μοντέλο με περισσότερη δημοκρατία, κοινωνική δικαιοσύνη και περιβαλλοντική ισορροπία.
Ωστόσο εμείς θα συνεχίσουμε προς αυτή την κατεύθυνση, επιχειρώντας να ενισχύσουμε τη μαζικότερη απεύθυνσή μας στην κοινωνία και την οικοδόμηση εκείνου του απαραίτητου ιδεολογικού πόλου που θα επιτρέψει και τα απαραίτητα οργανωτικά εγχειρήματα στο μέλλον. Η στροφή που έγινε στην Ευρώπη μετά το γαλλικό και ολλανδικό δημοψήφισμα, οι γενικότερες –ευνοϊκές– εξελίξεις στην περιοχή και στην Κύπρο, προσφέρουν ίσως κάποιες αχτίδες φωτός.